Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 3 Ιουνίου 2022

Βαλεριάνα για τις αϋπνίες

Σε μια χαλαρή συζήτηση πριν από κάποια χρόνια στο περιθώριο μιας κοινοβουλευτικής συνεδρίασης, ρώτησα τον τότε υπουργό Παιδείας γιατί οι διορισμοί των αναπληρωτών εκπαιδευτικών δεν γίνονται μήνες προτού να ξεκινήσει το σχολικό έτος έτσι ώστε να μην έχουν τα Γυμνάσια και τα Λύκεια κάθε χρόνο «κενά» και ορισμένα μαθήματα να φθάνει Νοέμβριος και Δεκέμβριος για να αρχίσουν να διδάσκονται.

«Ακριβώς αυτό το διάστημα ψάχνω να βρω λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα», μου απάντησε. Και με έμφαση, από την οποία κατάλαβα ότι περίμενε να εντυπωσιαστώ, συμπλήρωσε, λέγοντας μου: «Γι΄ αυτόν τον λόγο, τις τελευταίες μέρες κρατάω του διευθυντές του υπουργείου μέχρι τις 5 το πρωί και συζητάμε πως θα το λύσουμε».

Εν τέλει, μάλλον εκείνος εξεπλάγη από την ανταπάντησή μου, αν κρίνω ότι με κοίταζε ως να έβλεπε μπροστά του εξωγήινο όταν δεν… κρατήθηκα και -παρότι λόγω επαγγελματικής ιδιότητας, δεν συγκαταλέγομαι στους πρωινούς τύπους- του είπα: «Δεν μπορώ να φανταστώ ξενύχτηδες υπηρεσιακούς παράγοντες να βρίσκουν λύσεις σε προβλήματα της ημέρας».

Προσπερνώντας, μάλιστα, την έκπληξή του, προσπάθησα να κάνω σαφή την άποψή μου, διερωτώμενος: «Μήπως, αντί να τους κρατάτε όλη νύχτα στο γραφείο, θα έπρεπε να τους δώσετε άτυπη άδεια δύο τριών ημερών για να πάνε να ρεμβάσουν σε κάποια παραλία και να επιστρέψουν από κει υποχρεωμένοι να σας κάνουν ο καθένας την πρότασή του στην οποία θα έχει καταλήξει με καθαρό και ξεκούραστο μυαλό;».

Αν κρίνω από το γεγονός ότι διαιωνίστηκε το πρόβλημα με τις καθυστερήσεις στους διορισμούς αναπληρωτών εκπαιδευτικών, όπως και πολλές άλλες παθογένειες του εκπαιδευτικού μας συστήματος, ο περί ού ο λόγος υπουργός όχι μόνον δεν ενστερνίστηκε τη… φαεινή ιδέα μου, ίσως και επειδή του αμφισβητούσε την εξουσία, αλλά δεν πρέπει καν να την άκουσε.

Άλλωστε το «πέρασμα» του από το υπουργείο Παιδείας ελάχιστοι το θυμούνται πλέον. Και ούτε εγώ θα το θυμόμουν αν δεν είχε διαμειφθεί το περιστατικό που μόλις περιέγραψα.

Ανέσυρα, ωστόσο, στη μνήμη μου την μικρή πικρή αυτή ιστορία, ακούγοντας όσα είπε για τα δικά του… ξενύχτια ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, μιλώντας την Πέμπτη στη διαδικτυακή εκπομπή «Meeting Point» του newsbomb.gr, με τη δημοσιογράφο Όλγα Τρέμη. 

«Δεν έχω καμία, μα καμία, αμφιβολία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα νικήσει», είπε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης. «Αυτό που με απασχολεί, αυτό που με κάνει τα βράδια να μην κοιμάμαι, είναι γι' αυτό που θα παραλάβουμε την επόμενη μέρα», συμπλήρωσε.

Μάλλον άθελά του, ωστόσο, αμέσως μετά ο ίδιος ο κ. Τσίπρας αποκάλυψε ότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει με τον ύπνο πρέπει να είναι… χρόνιο. Δεν εξηγούνται, αλλιώς, αυτά που συμπλήρωσε στην ίδια συνέντευξη: «Όταν ήμουν στο Μαξίμου, δεν ήμουν happy traveler, καθόμουν μέχρι τις 3 και 4 το πρωί για να βρω λύσεις σε ασφυκτικές συνθήκες. Και βρήκαμε λύσεις, ρυθμίσαμε το χρέος, βγάλαμε τη χώρα από τα μνημόνια, φέραμε την ανάπτυξη…», είπε.

Αν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, ως λαός, αρεσκόμαστε στο ξενύχτι, ειλικρινά δεν μπορώ να φανταστώ γιατί έπρεπε ο κ. Τσίπρας να μας πει ότι έμενε ως τις 4 το πρωί στο Μαξίμου για να λύσει προβλήματα, όπως π.χ. για να επιδιώξει τη ρύθμιση του χρέους. Δεν είναι μόνον ότι ο ίδιος μάς έλεγε τότε ότι, αν αντιδρούσαμε σε όσα μας επέβαλλαν εταίροι και σύμμαχοι, «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν».

Είναι, πολύ περισσότερο, η απορία με ποιον θα μπορούσε να συνομιλεί αυτές τις μεταμεσονύχτιες ώρες ο Έλληνας πρωθυπουργός. Ξενυχτούσαν, άραγε, η Μέρκελ, ο Ολάντ ή ο Πούτιν από τον οποίο οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ περίμεναν να τους δανείσει; Από όσο ξέρουμε, πάντως, ο Ρώσος Πρόεδρος τους το είχε ξεκόψει, λέγοντας ότι το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να μιλήσει για λογαριασμό μας στη Γερμανίδα καγκελάριο. 

Άλλο που την ίδια ώρα έπαιρνε στο τηλέφωνο τον Γάλλο Πρόεδρο για να τον πληροφορήσει για τις ανοησίες των δικών μας περί εκτύπωσης νέου νομίσματος.

Κακά τα ψέματα, αυτή η χώρα δεν πάσχει ούτε από την έλλειψη υπερωριακής εργασίας, ούτε από τα μειωμένα ξενύχτια των ανθρώπων που μας κυβερνούν διαχρονικά. Το αντίθετο θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς. Πάσχει, κυρίως, επειδή εντός του κανονικού ωραρίου δεν λαμβάνονται οι αποφάσεις που πρέπει να ληφθούν, με βάση τα δεδομένα της εγχώριας και διεθνούς πραγματικότητας.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ξενύχτι συμβάλει στην αναψυχή. Μόνον, όμως, που, αν γίνεται κατά σύστημα, μειώνει και δεν αυξάνει την αποδοτικότητα της εργασίας και την αποτελεσματικότητα της προσπάθειας.

Όποιος το αμφισβητεί, δεν έχει παρά να ρωτήσει κάποιον ειδικό. Και η πιθανότερη συμβουλή που θα λάβει είναι να αποφεύγει τις σκέψεις που προκαλούν άγχος και να καταφεύγει σε ένα αφέψημα βαλεριάνας.

Δεν υπάρχει καλύτερη λύση για να έχει, τουλάχιστον όποιος αποφασίζει για τις ζωές ενός λαού και ενός Έθνους, την άλλη μέρα ξεκούραστο και καθαρό μυαλό που βοηθά στην ανάλυση της πραγματικότητας, όπως αυτή είναι και όχι όπως μπορεί να την φαντασιώνεται όποιος ξενυχτά κουτσοπίνοντας και χαζολογώντας με τους κολλητούς του.

Βαλεριάνα, λοιπόν. Ιδού η λύση!

Παρασκευή 27 Μαΐου 2022

Τι θα αλλάξει αν οι Τούρκοι πουν «γιοκ» στον Ερντογάν;

Μπορεί η γειτονική μας Τουρκία να μην αποτελεί υπόδειγμα κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, πλην, όμως, με εξαίρεση κάποια διαλείμματα κατά τα οποία την εξουσία σφετερίζονταν ο Στρατός, με ανοικτά ή συγκεκαλυμμένα πραξικοπήματα, οι πολιτικές δυνάμεις που ασκούν τη διακυβέρνηση της μεγάλης και τόσο αντιφατικής αυτής χώρας προκύπτουν από εκλογές. 

Ο 68χρονος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κυριαρχεί στο πολιτικό σκηνικό για σχεδόν 30 χρόνια. Αρχικά ως υποψήφιος δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, αξίωμα στο οποίο αναδείχθηκε το μακρινό 1994, εν συνεχεία, από το 2002, ως αρχηγός κόμματος και υποψήφιος πρωθυπουργός και, από το 2014, ως υποψήφιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, έχει μέχρι τώρα καταφέρει να κερδίζει τη λαϊκή ψήφο κάθε φορά που τη διεκδικεί. 

Στην αρχή, μάλιστα, της καριέρας του είχε, λόγω των ισλαμιστικών απόψεων τις οποίες ενστερνιζόταν από νέος, αντιμετωπίσει διώξεις, κάτι που ο ίδιος επεφύλαξε αργότερα για αρκετούς από τους αντιπάλους του. Ανεξάρτητα, ωστόσο, αν οι περισσότεροι Κούρδοι βουλευτές αντί για την αίθουσα της Εθνοσυνέλευσης, «φιλοξενούνται» σε κελιά φυλακών, η αλήθεια είναι ότι και την εποχή που διωκόμενος ήταν ο Ερντογάν, αλλά και αργότερα που έγινε ο ίδιος διώκτης, είναι οι κάλπες στις οποίες ψηφίζουν οι Τούρκοι που καθορίζουν τις εξελίξεις στη γείτονα.

Όλες αυτές οι επισημάνσεις έχουν τη σημασία τους και χρειάζονται να λαμβάνονται υπόψιν στη δική μας χώρα κάθε φορά που θέλουμε να αναλύσουμε και να κατανοήσουμε τα τεκταινόμενα στην Άγκυρα, στην Κωνσταντινούπολη και, εν γένει, στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου. Απλοϊκότητες του τύπου ότι «έχουμε να κάνουμε με ένα ημιδικτατορικό καθεστώς που διοικείται από την ενός ανδρός αρχή», δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

Με άλλα λόγια, ο Ερντογάν ηγείται όλα αυτά τα χρόνια της Τουρκίας επειδή πείθει τους Τούρκους ότι είναι ικανότερος από τους αντιπάλους του. Και, άρα, για να συνεχίσει να ηγείται θα πρέπει να κερδίσει τις επόμενες προεδρικές εκλογές που είναι προγραμματισμένες να γίνουν τον επόμενο Ιούνιο.

Μέχρι τώρα ο Τούρκος Πρόεδρος έβγαινε νικητής από όλες τις αναμετρήσεις στις οποίες λάμβανε μέρος προβάλλοντας ως μεγάλο «ατού» του τη βελτίωση της οικονομικής καθημερινότητας του μέσου συμπατριώτη του. Μπορεί ο πρώην κουλουράς στα σοκάκια της Κωνσταντινούπολης να έχει συσσωρεύσει -ο ίδιος και ο περίγυρος του- αμύθητα πλούτη, ήταν η βελτίωση στη ζωή τους, την οποία είδαν επί των ημερών του οι Τούρκοι, που τον έκαναν να είναι δημοφιλής και να του συγχωρούνται τόσες και τόσες παρασπονδίες.

Επειδή, όμως, στην πολιτική αλλά και στη ζωή όλα έχουν κάποια στιγμή ένα τέλος, φαίνεται ότι, υπό προϋποθέσεις, το τέλος του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν είναι μακριά. Η Τουρκία του 2022 αντιμετωπίζει τεράστια οικονομικά προβλήματα. Το νόμισμα της χώρας, η λίρα, καταρρέει. Ο πληθωρισμός τρέχει με ασύλληπτους ρυθμούς που έχω την αίσθηση ότι ο πληθυσμός καμίας δυτικής χώρας δεν θα μπορούσε να ανεχτεί. Τα φαραωνικά έργα που μέχρι πρότινος ήταν η ατμομηχανή της ανάπτυξης της τουρκικής οικονομίας, τώρα έχουν γίνει η παγίδα της ερντογανικής οικονομικής πολιτικής.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο Τούρκος Πρόεδρος θα αποχαιρετίσει την εξουσία εφόσον στις επόμενες εκλογές βρεθεί αντιμέτωπος με έναν από τους δημοφιλείς δημάρχους της Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου ή της Άγκυρας Μανσούρ Γιαβάς. Τα πράγματα είναι κάπως πιο αισιόδοξα για τον Ερντογάν εφόσον επιμείνει να είναι υποψήφιος ο αντιδημοφιλής αρχηγός του ρεπουμπλικανικού λαϊκού κόμματος (CHP) Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου.

Όλα όσα βλέπουμε να διαδραματίζονται τις τελευταίες μέρες στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι απολύτως συμβατά με αυτό το σκηνικό. Το «Μητσοτάκης γιοκ» που εκστόμισε, όχι για πρώτη φορά, ο Ερντογάν μετά την πρόσφατη πολυσήμαντη επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στις ΗΠΑ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σχετίζεται άμεσα με τις εξελίξεις στο εσωτερικό της Τουρκίας. Είναι προφανές ότι ο Τούρκος Πρόεδρος προσπαθεί να βρει διέξοδο στα συσσωρευμένα αδιέξοδά του με την κατακόρυφη ύψωση των απειλητικών τόνων κατά της Ελλάδας.

Το γεγονός, μάλιστα, ότι η χώρα μας -με την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση να βρίσκονται, ευτυχώς, στο ίδιο μήκος κύματος- αποφεύγει να μπει στον λεκτικό καβγά που μεθοδευμένα φαίνεται να προσπαθεί να πυροδοτήσει η ηγεσία της γείτονος, δυσκολεύει ακόμη περισσότερο την ήδη δυσχερή θέση στην οποία έχει περιέλθει ο Ερντογάν.

Όσο και αν είναι ελεγχόμενα τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης, θα βρεθεί κάποιος αρθρογράφος που θα συγκρίνει την αποθεωτική υποδοχή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον με την αδυναμία του Τούρκου Προέδρου να πετύχει όχι πρόσκληση στον Λευκό Οίκο ή, πολύ περισσότερο, στο Καπιτώλιο, αλλά ένα απλό τηλεφώνημα από τον Τζο Μπάιντεν για να του παραπονεθεί που επί των ημερών του βγήκε η Τουρκία από το πρόγραμμα συμπαραγωγής των αεροσκαφών F-35 και δεν ανάβει πράσινο φως για την αναβάθμιση των τουρκικών F-16 όπως έχει γίνει ήδη με τα ελληνικά.

Όπως και να έχει, πάντως, μπορεί σωστά να ευχόμαστε οι Τούρκοι να πουν «γιοκ» στον αλαζόνα Ερντογάν όταν στηθούν κάλπες στη γείτονα, αλλά δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες ότι τα πράγματα θα αλλάξουν δραστικά όταν και αν χάσει τις εκλογές ο σημερινός Πρόεδρος της Τουρκίας. Ποιος ξεχνά, άλλωστε, ότι ο εισβολέας της Κύπρου Μπουλέντ Ετσεβίτ ανήκε στην ίδια παράταξη με εκείνους που ευελπιστούμε ότι μπορεί να κατανικήσουν τον Ερντογάν; 

Οι ελπίδες της Ελλάδας δεν μπορεί παρά να εναποτίθενται στις συμμαχίες που συνάπτει, στην ισχύ που η ίδια διαθέτει και στην αποφασιστικότητα της ηγεσίας και του λαού της.

Παρασκευή 20 Μαΐου 2022

Είναι τελικά κακό ή καλό να είσαι «προβλέψιμος»;

Στα δικά μας κοινοβουλευτικά θέσμια δεν συνηθίζεται οι αντιπολιτευόμενοι πολιτικοί να χειροκροτούν τους κυβερνητικούς. Όπως φυσικά και το αντίθετο. Γι΄ αυτό και μόνον ως χαριτολόγημα -που τέτοιο ήταν, είναι η αλήθεια- μπορεί να εκληφθεί το… «παράπονο» ότι στη δική μας Βουλή τον χειροκροτούν μόνον από το δικό του κόμμα που εξέφρασε από το βήμα του Κογκρέσου ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης όταν είδε απέναντί του να πετάγονται σαν ελατήρια από τα έδρανά τους όλοι οι παριστάμενοι βουλευτές και γερουσιαστές για να τον χειροκροτήσουν όρθιοι.

Για την ιστορία, άλλωστε, του πράγματος, μπορώ να μαρτυρήσω -καθώς ήμουν παρών- ότι στην ίδια ακριβώς συνεδρίαση όταν λίγο νωρίτερα ανακοινώθηκε η είσοδος στην αίθουσα της Αντιπροέδρου των ΗΠΑ Καμάλα Χάρις, η οποία προεδρεύει ex officio στη Γερουσία, χειροκρότησαν μόνον οι ομοϊδεάτες της Δημοκρατικοί, ενώ οι Ρεμπουπλικανοί δεν αντέδρασαν. Το ίδιο, εξάλλου, γίνεται και στα περισσότερα δημοκρατικά Κοινοβούλια που απαρτίζονται από κυβερνητικές πλειοψηφίες και αντιπολιτευόμενες μειοψηφίες.

Στις δημοκρατίες τα πράγματα είναι μάλλον απλά και ξεκάθαρα: οι πλειοψηφίες κυβερνούν, οι μειοψηφίες ελέγχουν και αναλόγως με τον τρόπο που ο καθένας ασκεί το καθήκον του κρίνεται από τους πολίτες στις εκλογές. Είναι, λοιπόν, άλλο πράγμα μια πολιτική παράταξη να μην χειροκροτεί την αντίπαλό της και άλλο να προσπαθεί να διαστρεβλώσει την πραγματικότητα που βοά μπροστά στα μάτια όλων.

Καλώς ή κακώς, στις μέρες μας υπάρχουν τόσο πολλοί δίαυλοι πληροφόρησης που και ο τελευταίος πολίτης, ο οποίος θέλει να αναζητήσει τα γεγονότα για να διαμορφώσει δική του άποψη επ΄ αυτών, έχει πρόσβαση σε τόσες πολλές πηγές που δεν είναι εύκολο να παραπλανηθεί. Υπό αυτό το πρίσμα, αναρωτιέται κάποιος πως μπορεί να δικαιολογηθούν κάποιοι χαρακτηρισμοί στελεχών της αντιπολίτευσης για την ομιλία του πρωθυπουργού στο Κογκρέσο, όπως, για παράδειγμα, το «διασκεδαστική» που χαρακτήρισε ο Πάνος Σκουρλέτης για να εξηγήσει τον ενθουσιασμό με τον οποίο υποδέχτηκε το ακροατήριο των Αμερικανών γερουσιαστών και βουλευτών τα λεγόμενα του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Στην πολιτική, όπως και στη ζωή, δεν υπάρχουν μόνον το άσπρο και το μαύρο, ο θρίαμβος και η καταστροφή. Υπάρχουν, αρκετές ενδιάμεσες καταστάσεις οι οποίες δεν περιγράφονται μόνον με τα «ζήτω» και τα «κάτω». Η αλήθεια είναι ότι οι απλοϊκές προσεγγίσεις αυτού του είδους είναι πολύ εύκολο να εκτοξεύονται αφού δεν προϋποθέτουν προσπάθεια για ψύχραιμη και ουσιαστική επεξεργασία των δεδομένων. Έτσι, με ευκολία επιστρατεύονται ισχυρισμοί περί «προβλέψιμης» εξωτερικής πολιτικής που διατυπώνονται με έναν τρόπο τόσο αρνητικό που δίνει την εντύπωση πως πρόκειται για κάτι πάρα πολύ καταστροφικό.

Είναι όμως έτσι; Μπορεί και πρέπει μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα, όπως είναι η Ελλάδα, να διακηρύσσει τις αρχές της ασκούμενης από την πλευρά της εξωτερικής πολιτικής, όπως κάθε φορά επιτάσσουν τα συμφέροντα και οι συμμαχίες της; Ή μήπως είναι προτιμότερο να αλλάζει συνεχώς τους προσανατολισμούς της και να κινείται με την τακτική του «κατά πως φυσάει ο άνεμος»; Το δίλημμα, λοιπόν, κατά βάση είναι το εξής: προβλέψιμη σταθερότητα ή πολιτική του ανεμουρίου που θέλει να τα βάζουμε κατά πάντων και μετά να παραπονούμαστε ότι δεν έχουμε κανέναν μαζί μας; 

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που στη χώρα μας επικαλούνται τον «απρόβλεπτο» Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ως προτεινόμενο υπόδειγμα για την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Γοητεύονται από το διπλό παιχνίδι που παίζει στην ουκρανική κρίση.

Επαινούν τα τσαλίμια που χρόνια τώρα κάνει βρίζοντας τη μια μέρα το Ισραήλ και συγκρουόμενος την επομένη με την Σαουδική Αραβία και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, πριν πάει σχεδόν ως ικέτης για συμφιλίωση μόλις βρει τα δύσκολα και αισθανθεί το κόστος της απομόνωσης. Θαυμάζουν το «ανατολίτικο παζάρι», όπως οι ίδιοι οι θαυμαστές χαρακτηρίζουν, στο οποίο επιδίδεται με αφορμή τις αιτήσεις της Σουηδίας και της Φινλανδίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ επειδή θεωρούν ότι έτσι θα κάμψει τις αντιρρήσεις του Κογκρέσου στην άρση του εμπάργκο για προμήθεια αεροσκαφών F-16 και F-35 που με τόσο πάθος διεκδικεί.

Μόνον, όμως, που όλοι όσοι επικαλούνται την απρόβλεπτη πολιτική του Ερντογάν δεν μπορούν -ή δεν θέλουν- να αντιληφθούν ότι η Ελλάδα δεν είναι και -ευτυχώς- δεν πρόκειται να γίνει Τουρκία. Οι λόγοι είναι πολλοί. Είναι γεωστρατηγικοί, πολιτικοί, οικονομικοί, αλλά κυρίως αισθητικοί. Συγκριτικά με την Ελλάδα, η γειτονική μας υπερέχει σημαντικά σε μέγεθος, αλλά και σε γεωστρατηγική θέση. Πουθενά αλλού.

Οι «απρόβλεπτες», όμως, πολιτικές που ακολούθησε η ηγεσία της τα τελευταία χρόνια, δεν μπορεί να υποστηρίξει κάποιος ότι εξυπηρέτησαν τον στόχο της Άγκυρας να βρεθεί στο ευρωπαϊκό κατώφλι. Ούτε, βεβαίως, οι Τούρκοι πολίτες ευνοήθηκαν επειδή η χώρα τους ανέπτυξε στρατεύματα κατοχής όπου μπόρεσε: από τη Συρία έως τη Λιβύη. Κάθε άλλο. Ο πληθωρισμός που κατατρώει τα εισοδήματα των Τούρκων είναι έξι φορές μεγαλύτερος από τον δικό μας. Και εκτοξεύθηκε στα ύψη προτού ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία.

Αλλά αν θέλουμε να το δούμε κι αλλιώς, νομίζω ότι η Ελλάδα όταν ήταν «απρόβλεπτη» -π.χ. όταν διενεργούσε δημοψήφισμα που κανείς δεν γνώριζε που στόχευε- βρέθηκε στην άκρη του γκρεμού. Ο υποχρεωτικός ρεαλισμός στον οποίο -εκούσα, άκουσα- άσκησε η προηγούμενη κυβέρνηση, σε συνδυασμό με τον περισσότερο προβλέψιμο ρεαλισμό που με σχέδιο και μέθοδο ακολουθεί η σημερινή κυβέρνηση, άλλαξαν άρδην τη διεθνή εικόνα της χώρας.

Όποιος διαφωνεί δεν έχει παρά να (ξανα)δεί το βίντεο με την ομιλία του πρωθυπουργού στο Κογκρέσο, η οποία, χωρίς υπερβολή, αποτελεί έναν μοναδικό ύμνο στο ασύγκριτο και διαχρονικό μεγαλείο του Ελληνισμού, το οποίο είναι προβλέψιμα πρωτοποριακό, ενισχύει τους συμμαχικούς δεσμούς που χρειάζεται η χώρα και βελτιώνει, κατά το δυνατόν, τη συλλογική ευημερία των πολιτών της.

Παρασκευή 13 Μαΐου 2022

Ο Ανδρέας, ο Μαρκ Τουέιν και η πίστη στην πατρίδα ή στην κυβέρνηση

Σε μια συγκυρία κατά την οποία στη διεθνή ειδησεογραφία κυριαρχούν οι ιστορικές αποφάσεις δύο παραδοσιακά «αδέσμευτων» και ειρηνόφιλων ευρωπαϊκών χωρών, όπως είναι η Φινλανδία και η Σουηδία, να ζητήσουν να μπουν κάτω από την αμυντική ομπρέλα του ΝΑΤΟ, στη χθεσινή συνεδρίαση του ελληνικού Κοινοβουλίου οι εγχώριες πολιτικές δυνάμεις «σκοτώνονταν» για την ελληνοαμερικανική αμυντική συμφωνία με επιχειρηματολογία που έδειχνε να ανασύρεται από το χρονοντούλαπο παλαιότερων δεκαετιών.

Όποιος άκουγε τη συζήτηση έμενε έκπληκτος και μόνον από το γεγονός ότι… πρωταγωνιστικό ρόλο στην αντιπαράθεση είχαν οι αναφορές στον αλήστου μνήμης Πιουριφόι και στους χειρισμούς τους οποίους έκανε πριν από τρεις και τέσσερις δεκαετίες ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ανεξαρτήτως από ποια άποψη μπορεί να έχει κάποιος για την εξωτερική πολιτική του αείμνηστου ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, είναι απορίας άξιον πως μπορεί υπεύθυνοι πολιτικοί ηγέτες της εποχής μας να αναζητούν αναλογίες σε περιόδους οι οποίες δεν έχουν καμία απολύτως συνάφεια με τη σημερινή παγκόσμια πραγματικότητα.

Ο κόσμος γύρω μας αλλάζει με ασύλληπτες ταχύτητες, το γεωστρατηγικό περιβάλλον των ημερών μας είναι εντελώς διαφορετικό και δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα προηγούμενο και στη Βουλή των Ελλήνων κυριάρχησε το αν είχε δίκιο ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης που χαρακτήριζε «Ιανό» τον Ανδρέα Παπανδρέου ή αν ο τελευταίος σωστά έλεγε «έξω οι βάσεις του θανάτου» προτού η κυβέρνησή του υπογράψει, τη δεκαετία του ΄80, νέα συμφωνία για την παραμονή των αμερικανικών βάσεων στη χώρα.

Δεν μπορώ να ξέρω πώς ακριβώς διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος στη Φινλανδία και στη Σουηδία, αλλά ειλικρινά δεν μπορώ να φανταστώ ότι στη Στοκχόλμη και στο Ελσίνκι επικαλούνται λόγια και κινήσεις του Ούλοφ Πάλμε για να αξιολογήσουν τις πρωτοβουλίες της σημερινής πρωθυπουργού Μαγκνταλένα Άντερσον και να (επι)κρίνουν την απόφαση της ίδιας και της Φινλανδής ομολόγου της Σάνα Μάριν να υποβάλουν αίτημα για ένταξη των χωρών τους στη Βορειοατλαντική Συμμαχία.

Το αστείο(;) είναι ότι υπήρξαν δημοσιεύματα στη χώρα μας που χαρακτήριζαν «αντιδημοκρατική» τη στάση τους. Το ό,τι οι υπογράφοντες αυτά τα δημοσιεύματα τάσσονται συγκεκαλυμένα ή και ανοικτά υπέρ της εισβολής του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία και ζητούν να τερματιστεί η αντίσταση των Ουκρανών στην καταπάτηση τη ανεξαρτησίας τους, προφανώς μόνον τυχαία δεν είναι…

Επιστρέφοντας, ωστόσο, στα δικά μας και στη σφοδρή χθεσινή αντιπαράθεση στη Βουλή για το περιεχόμενο που έχει η Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA) Ελλάδας-ΗΠΑ, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι η κατάρτισή της άρχισε επί των ημέρων της προηγούμενης κυβέρνησης και η οριστικοποίησή της έγινε από τη σημερινή, χωρίς, όμως, ουσιώδεις αποκλίσεις από τα τετελεσμένα της προηγούμενης περιόδου. Ακόμη και αν δεν πάρει κάποιος τοις μετρητοίς όσα έχει κατά καιρούς δηλώσει ο απελθών πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Αθήνα Τζέφρι Πάιατ για την αγαστή συνεργασία που είχε με την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, δύσκολα μπορεί να αρνηθεί ότι άλλαξαν πολλά πράγματα στην εξωτερική πολιτική μετά την κυβερνητική αλλαγή του 2019.

Για του λόγου το αληθές, μάλιστα, αρκεί να ανατρέξει κανείς στα λεγόμενα από τον κ. Τσίπρα στην περί ης ο λόγος κοινοβουλευτική συζήτηση. «Ναι, πράγματι, επί ΣΥΡΙΖΑ έγιναν πάρα πολύ ουσιαστικά βήματα», είπε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, για να συμπληρώσει: «Είχαμε απόλυτη αίσθηση της ευθύνης να υπερασπιστούμε την εθνική γραμμή και είχαμε πατριωτική αίσθηση της ευθύνης και προχωρήσαμε σε επιλογές που ενίσχυσαν τον ρόλο της χώρας διεθνώς και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα».

Απευθυνόμενος στον πρωθυπουργό, συνέχισε λέγοντας: «Ξέρετε πολύ καλά ότι επί ΣΥΡΙΖΑ καθιερώθηκε ο στρατηγικός διάλογος και το σχήμα 3+1. Επί ΣΥΡΙΖΑ προωθήθηκε και στηρίχθηκε όσο ποτέ άλλοτε ο αγωγός EastMed. Επί ΣΥΡΙΖΑ πέρασε το EastMed Act που πίεζε το State Department για πρώτη φορά να καταγράψει τις τουρκικές παραβιάσεις και να άρει το εμπάργκο όπλων στην Κύπρο. Επί ΣΥΡΙΖΑ προχώρησαν επενδύσεις αμερικανικές όπως το FSRU που εγκαινιάσατε προχθές. Καλά κάνατε και το εγκαινιάσατε, αλλά είπατε “δικό μας έργο”. Επί ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε αυτό. Μαζί με τον Μπορίσοφ το υπογράψαμε». 

Και δεν έμεινε εκεί: «Εγκαινιάσατε και τα Ναυπηγεία της Σύρου. Επί ΣΥΡΙΖΑ έγινε και αυτό το έργο», πρόσθεσε για να συνοψίσει ο ίδιος: «Η Ελλάδα και κάθε Έλληνας πρωθυπουργός, κύριε Μητσοτάκη, οφείλει να διαπραγματεύεται με τις Ηνωμένες Πολιτείες για την ενίσχυση των διμερών μας σχέσεων, αλλά σε αμοιβαία επωφελή βάση. Για εμάς αμοιβαία επωφελής βάση συνεργασίας στον τομέα της άμυνας είναι η εξασφάλιση ανταλλαγμάτων και εγγυήσεων σε σχέση με τα αμυντικά συμφέροντα της χώρας».

Το καλύτερο όλων, ωστόσο, ήταν όταν ο κ. Τσίπρας -άθελά του, κατά τα φαινόμενα- επικαλέστηκε την ίδια ακριβώς ρήση του Μαρκ Τουέιν που είχε χρησιμοποιήσει λίγο νωρίτερα ο κ. Μητσοτάκης. «Πατριωτισμός σημαίνει πίστη στην πατρίδα πάντα, πίστη στην κυβέρνηση μόνο όταν το αξίζει», ήταν η επίμαχη φράση στην οποία, όμως, οι δύο αρχηγοί… κατάφεραν να δώσουν διαφορετική ερμηνεία. Ο μεν πρωθυπουργός είπε ότι στο θέμα της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας «συμπίπτουν και ισχύουν απόλυτα και οι δύο αυτές προϋποθέσεις». Ο δε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης αντέτεινε ότι «εσείς αποδεικνύετε, μέρα με τη μέρα, ότι δεν το αξίζετε».

Για να αποδειχθεί, έτσι, πως όταν ένας πολιτικός θέλει να διαφωνήσει, μπορεί να το κάνει ακόμη και όταν συμφωνεί…

Παρασκευή 6 Μαΐου 2022

Η βολική καρικατούρα και ο λογαριασμός που θα πληρωθεί

Όποιος πάρει τοις μετρητοίς την καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ και προσέλθει την μεθεπόμενη Κυριακή στην ψηφοφορία για την επανεκλογή του Αλέξη Τσίπρα για να βάλει στην κάλπη, αντί για ψηφοδέλτιο, τον λογαριασμό του ρεύματος, κινδυνεύει να έχει την τύχη εκείνων που σήκωναν παλαιότερα τις μπάρες των διοδίων και μετά έτρεχαν στα δικαστήρια για να καταβάλουν με πρόστιμο το αντίτιμο για τις διελεύσεις των οχημάτων τους, το οποίο είχαν νωρίτερα αρνηθεί επηρεασμένοι από όσους τους είχαν παρασύρει στο κίνημα «δεν πληρώνω».

Το σύνθημα «στις 15 Μαΐου ψηφίζουμε όλοι και τους στέλνουμε πίσω τον λογαριασμό», το οποίο λανσάρει τις τελευταίες ημέρες η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, θεωρώντας ότι έτσι θα προσελκύσει περισσότερους ψηφοφόρους, δείχνει ότι οι απαρτίζοντες το επιτελείο της Κουμουνδούρου έχουν μάλλον στερέψει από πρωτοτυπία, όχι μόνον σε υλοποιήσιμες προτάσεις, που ποτέ δεν ήταν το δυνατό τους σημείο, αλλά ακόμη και στη συνθηματολογία στην οποία, κακά τα ψέματα, διακρίνονταν για τη φαντασία τους.

Είναι, υπό αυτές τις συνθήκες, απορίας άξιον ποιος είχε τη φαεινή ιδέα ένα κόμμα που διεκδικεί την εξουσία να επικεντρώσει στους λογαριασμούς του ηλεκτρικού την καμπάνια του με την οποία υποτίθεται ότι σκοπεύει να αποδείξει ότι αποτελεί πλειοψηφία στην ελληνική κοινωνία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι εξωφρενικοί λογαριασμοί που φθάνουν τις τελευταίες πολλές εβδομάδες στα περισσότερα νοικοκυριά και στις επιχειρήσεις της χώρας αποτελούν τη βασική πηγή της δυσφορίας και σε κάποιες περιπτώσεις και της αγανάκτησης που αισθάνονται οι πολίτες.

Την ίδια ώρα, όμως, ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι η πρόταση της αξιωματικής αντιπολίτευσης να μην πληρώνονται από τους πολίτες οι φουσκωμένοι λογαριασμοί δεν συνιστά εναλλακτική πρόταση για τη διακυβέρνηση. Ακόμη και αν ήταν η κυβέρνηση αποκλειστικά υπεύθυνη για την εκτίναξη των τιμών της ενέργειας, που δεν νομίζω ότι μπορεί κάποιος να το ισχυριστεί βασίμως, το «δεν πληρώνω» από έχοντες και μη έχοντες έχει αποδειχθεί ότι δεν είναι λύση.

Έπειτα, μάλιστα, από τα μέτρα που ανακοίνωσε την Πέμπτη ο πρωθυπουργός για τους λογαριασμούς του ρεύματος, ο ΣΥΡΙΖΑ κινδυνεύει να χάσει να χάσει κατά κράτος στο επικοινωνιακό πεδίο. «Επένδυσε» -λανθασμένα, όπως αποδεικνύεται για μια ακόμη φορά- στην εκτίμηση ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν θα τολμούσε να λάβει τις απαιτούμενες αποφάσεις για την ανακούφιση της κοινωνίας από τα δυσβάστακτα βάρη που επωμίζεται τόσο από την ενεργειακή κρίση όσο και από τις γενικότερες πληθωριστικές πιέσεις που προϋπήρχαν ως απότοκα της πανδημίας και επιδεινώθηκαν με τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Πρόκειται στην πραγματικότητα για το γνωστό λάθος το οποίο επανειλημμένα έχει διαπράξει τα τελευταία χρόνια η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η οποία, αντί του Κυριάκου Μητσοτάκη, αντιπολιτεύεται μια βολική καρικατούρα -ένα «σκιάχτρο» που η ίδια κατασκευάσει. Μόνον όμως που το κατασκευασμένο «σκιάχτρο» δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα, όπως τουλάχιστον τη βιώνει η πλειοψηφία της κοινωνίας.

Από την εποχή που ο κ. Τσίπρας όντας ακόμη πρωθυπουργός, αδιαφορούσε πλήρως για τα συντριπτικά εις βάρος του δημοσκοπικά ευρήματα και δήλωνε βέβαιος ότι δεν υπήρχε «ούτε μία περίπτωση στο εκατομμύριο» να χάσει τις εκλογές από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ παραμένει προσκολλημένη σε μια εικόνα των πραγμάτων που βολεύει την ίδια. Έχει παγιδευτεί σε ένα -μάλλον ιδεοληπτικού τύπου- αφήγημα ότι έχει απέναντι της μια ανάλγητη κυβέρνηση η οποία αντιστρατεύεται το δικό της συμφέρον και παύει κόντρα στα συμφέροντα όσων την ψήφισαν και προσδοκά να την ξαναψηφίσουν.

Το αποτέλεσμα των λανθασμένων εκτιμήσεων για τις προθέσεις της κυβέρνησης είναι ότι ο πήχης τον οποίο της βάζει η αξιωματική αντιπολίτευση δεν είναι μόνον υπερβάσιμος, αλλά της δίνει και το πλεονέκτημα να εμφανίζεται ταυτόχρονα ως υπεύθυνη και κοινωνικά ευαίσθητη. Το καταδεικνύει το γεγονός ότι, την ώρα που ο κ. Τσίπρας ζητούσε να μην πληρώνεται η διαβόητη «ρήτρα αναπροσαρμογής», ο κ. Μητσοτάκης όχι μόνον την απενεργοποίησε για το μέλλον αλλά δεσμεύθηκε και να επιστραφούν στους καταναλωτές ένα μέρος των επιπλέον χρημάτων τα οποία πλήρωσαν εξαιτίας της.

Σε αντίθεση με τον πρόεδρο του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ Νίκο Ανδρουλάκη, ο οποίος διατύπωσε προτάσεις, όπως το πλαφόν στις τιμές λιανικής τιμής της ενέργειας, που συνάδουν με τα λογικά ευρωπαϊκά δεδομένα, η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης προτίμησε να καταφύγει στις λαϊκίστικου τύπου μαξιμαλιστικές υπερβολές, οι οποίες μπορεί να ακούγονται ευχάριστα από ένα μέρος των ψηφοφόρων, πλην όμως, δεν πείθουν την πλειοψηφία της κοινωνίας που μάλλον έχει αποκτήσει… ανοσία σε υποσχέσεις για παραδείσιες καταστάσεις που θα προκύψουν αίφνης «με ένα νόμο και με ένα άρθρο».

Όπως και να έχει, πάντως, ο λογαριασμός δεν θα αργήσει να έρθει και να απαιτεί την πληρωμή του. Το κόστος θα το διαπιστώσουμε στις προσεχείς έρευνες της κοινής γνώμης, που κάποιοι έχουν αρχίσει ήδη να φοβούνται. Η πληρωμή, όμως, του τιμήματος, το οποίο αντιστοιχεί στον καθέναν, θα γίνει στις επόμενες εκλογές. Και τότε το «δεν πληρώνω» δεν θα μετρήσει...

Παρασκευή 29 Απριλίου 2022

Οι γαλλικές εκλογές και ο Μακρόν σε… ρόλο Κυναίγειρου

Δεν ξέρω γιατί, αλλά παρακολουθώντας με ανάμεικτα συναισθήματα -χαρά για την επικράτηση του Εμανουέλ Μακρόν, λύπη για την άνοδο των ένθεν κακείθεν δυνάμεων του λαϊκισμού- τα αποτελέσματα των πρόσφατων γαλλικών προεδρικών εκλογών, ήρθε στον νου μου η ηρωική προσπάθεια του Αθηναίου -Ελευσίνιου για την ακρίβεια- μαχητή Κυναίγειρου να εμποδίσει την φυγή των Περσών προς την θάλασσα μετά την ήττα που υπέστησαν στον Μαραθώνα το 490 π.Χ.

Για όσους δεν θυμούνται την ιστορία, ο άοπλος Κυναίγειρος έπιασε με το ένα χέρι του το περσικό σκάφος που προσπαθούσε να αποπλεύσει χωρίς να καταφέρει να το ακινητοποιήσει αφού οι επιβαίνοντες σε αυτό τον ακρωτηρίασαν. Εκείνος επέμεινε χρησιμοποιώντας το άλλο χέρι του. Και όταν του έκοψαν και αυτό, δοκίμασε να πετύχει τον σκοπό του χρησιμοποιώντας τα δόντια του. Απεδείχθη, όμως, ατελέσφορη και η τρίτη προσπάθεια που κατέβαλε, αφού οι οπλισμένοι αντίπαλοί του τον αποκεφάλισαν.

Οι Αθηναίοι ανακήρυξαν ήρωα τον Κυναίγειρο και η φήμη της θυσίας του έφθασε έως τις μέρες μας. Αλλά ακόμη κι έτσι, έχω την αίσθηση ότι οποιοσδήποτε εξ ημών επιχειρήσει να βάλει τον εαυτό του στη θέση του ηρωικού μαχητή, θα προτιμούσε η προσπάθεια την οποία κατέβαλε να μην είχε αποδειχθεί μάταιη και πολύ περισσότερο να μην του είχε στοιχήσει τη ζωή, η οποία, όπως και αν το δει κάποιος, αποτελεί το υπέρτατο αγαθό της ανθρώπινης ύπαρξης.

Με αυτό το σκεπτικό, θεωρώ ότι κάθε εχέφρων πολίτης του πλανήτη, ο οποίος επιθυμεί να ζήσουν σε συνθήκες δημοκρατίας και ευημερίας ο ίδιος και τα παιδιά του και δεν ενστερνίζεται τις γνωστές θεωρίες συνωμοσίας για τις ελίτ που επιβάλουν πολιτικούς σαν τον Μακρόν, δεν θα ήθελε να αποβεί μάταιος, όπως του Κυναίγειρου, ο αγώνας τον οποίο δίνει ο Γάλλος Πρόεδρος για να αποτρέψει το σαλπάρισμα της ακροδεξιάς Μαρίν Λεπέν προς το Ελυζέ.

Οκτώ φορές ως τώρα, μέλη της οικογένειας Λεπέν, αρχικά ο πατέρας Ζαν Μαρί και από το 2012 η θυγατέρα του Μαρί, ήταν υποψήφιοι για την Προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας. Στις κάλπες της περασμένης Κυριακής η 53χρονη Μαρίν έφθασε κοντύτερα από ποτέ στον… οικογενειακό στόχο. Το ποσοστό άνω του 41% το οποίο απέσπασε στον δεύτερο γύρο ήταν οκτώ ποσοστιαίες από την αντίστοιχη επίδοση που είχε πριν από πέντε χρόνια όταν και πάλι αναμετρήθηκε με τον 44χρονο Μακρόν ο οποίος τότε είχε ξεπεράσει το 66% και τώρα περιορίστηκε λίγο πάνω από το 58%.

Η μεγάλη άνοδος της γαλλικής ακροδεξιάς, που ήδη από τον πρώτο γύρο κατέγραψε πρωτοφανή ποσοστά, σε συνδυασμό με την κατάρρευση των παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας, της Κεντροδεξιάς και των Σοσιαλιστών, αποτελεί ένα ηχηρό μήνυμα που αφορά ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, πυλώνας του οποίου αποτελούν οι ιδέες και οι πολιτικές που εκφράζει ο επανεκλεγείς Πρόεδρος και αντιστρατεύονται οι αντίπαλοί του.

Η κατάσταση, μάλιστα, παραμένει άκρως οριακή, ενόψει των νέων εκλογών που θα γίνουν στις 10 και 17 Ιουνίου για τη γαλλική Εθνοσυνέλευση. Αναθαρρημένοι από τις καλές επιδόσεις που είχαν στην κούρσα για την Προεδρία η (απτόητη από τα τρία «όχι» που της είπαν ως τώρα οι Γάλλοι) Μαρίν Λεπέν αλλά και ο υποψήφιος της Άκρας Αριστεράς Ζαν Λυκ Μελανσόν, εμφανίζονται αποφασισμένοι να διεκδικήσουν τη ρεβάνς στις νέες κάλπες. 

Διεκδικούν για την ακρίβεια την κοινοβουλευτική πλειοψηφία που θα τους δώσει έρεισμα για να απαιτήσουν από τον Μακρόν καθεστώς «συγκατοίκησης», όπως έχει αποκληθεί στα γαλλικά πολιτικά πράγματα ο ορισμός στο αξίωμα του πρωθυπουργού προσώπου που να προέρχεται από διαφορετικό κόμμα από εκείνο του Προέδρου.

Υπό άλλες συνθήκες, ενδεχομένως η «συγκατοίκηση» να ήταν λυτρωτική για την, όπως έδειξαν οι πρόσφατες κάλπες, διχασμένη γαλλική κοινωνία. Στην παρούσα, όμως, συγκυρία κατά την οποία οι πολιτικές, ιδεολογικές και αισθητικές διαφορές ανάμεσα στον ευρωπαϊστή Μακρόν και στους αντιευρωπαϊστές διεκδικητές της γαλλικής πρωθυπουργίας είναι σχεδόν χαώδεις, μια τυχόν επικράτηση ενός από τους Λεπέν ή Μελανσόν, πιο πιθανό είναι να εντείνει τον διχασμό στη Γαλλία και ίσως σε ολόκληρη την Ευρώπη, παρά να οδηγήσει σε συναινέσεις και συμβιβασμούς.

Στο μεταξύ, η γνωστή αδυναμία των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων να προχωρήσουν έγκαιρα σε ένα συνεκτικό σχέδιο για την από κοινού αντιμετώπιση των βαρύτατων συνεπειών που έχει η ενεργειακή κρίση στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις της Ένωσης, ρίχνει, δυστυχώς, νερό στον μύλο των κάθε λογής αντιευρωπαϊστών. 

Την ίδια ώρα οι… εύπεπτες ιδέες για εθνικές πολιτικές που θα έλυναν ως δια μαγείας το πολύπλοκο αυτό πρόβλημα με το οποίο έχουν έρθει αντιμέτωπες σχεδόν όλες οι χώρες, βρίσκουν έρεισμα σε μεγάλο εύρος των λαϊκών στρωμάτων που -μάλλον δικαίως!- δεν κατανοούν γιατί καθυστερεί η ευρωπαϊκή ηγεσία να αναλάβει δράση.

Ας ελπίσουμε ότι στις Βρυξέλλες, στο Βερολίνο και στις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, όπου φαίνεται να επικρατεί μια ανεξήγητη αταραξία απέναντι στα παιχνίδια του Πούτιν και των κερδοσκόπων που κρατούν στα ύψη τις τιμές της ενέργειας, έχει εμπεδωθεί η αυταπάτη ότι ο Μακρόν, που την επόμενη πενταετία δεν θα μπορεί να είναι εκ νέου υποψήφιος Πρόεδρος, θα αποδειχθεί πιο… ηρωικός από τον Κυναίγειρο. Κάθε άλλο.

Τα τελευταία γεγονότα δείχνουν ότι, χωρίς τη συντονισμένη ευρωπαϊκή αντίδραση για την αναχαίτηση της ενεργειακής ακρίβειας, τίποτε δεν αποκλείει ο Γάλλος Πρόεδρος, ο οποίος πήγε άοπλος στις πρόσφατες κάλπες και βγήκε τραυματισμένος από αυτές, να έχει την τύχη του Αθηναίου ήρωα…

Παρασκευή 22 Απριλίου 2022

Προσφορά και ζήτηση και στις αμοιβές, κύριοι του τουρισμού

Σεμνύνομαι να λέω ότι τα πρώτα ένσημα που έχω «κολλήσει» είναι από την εποχή που ως σπουδαστής εργάστηκα στη διάρκεια της τουριστικής σεζόν σε ένα από τα λίγα νησιά που ζούσαν από τότε χάρις στον τουρισμό.

Και πρέπει νομίζω, να απονείμω εκ των υστέρων εύσημα στον τότε εργοδότη μου ο οποίος, σε μια εποχή που βασίλευε η «μαύρη» εργασία, με ασφάλισε κανονικά, κάτι που τότε -μιλάμε για σαράντα χρόνια πριν- δεν ήταν και το πλέον σύνηθες, ιδίως για νέους που κύριο μέλημα είχαν να συγκεντρώσουν κάποια χρήματα για τα ανάγκες του… φοιτητικού χειμώνα.

Κατέφυγα σε αυτόν τον εξομολογητικό πρόλογο για να μπορέσω να σχολιάσω με την πραότητα της βιωματικής γνώσης τη μίζερη γκρίνια των επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνται στον χώρο του τουρισμού επειδή δεν βρίσκουν το απαραίτητο προσωπικό για να στελεχώσουν τις μονάδες τους στη νέα τουριστική σεζόν που άρχισε και προοιωνίζεται να είναι καλύτερη από εκείνες των προηγούμενων χρόνων. 

Διαμαρτύρονται, λέει, διότι στην τουριστική αγορά υπάρχουν περίπου 50 χιλιάδες κενές θέσεις εργασίας που δεν καλύπτονται επειδή, σε πείσμα της υψηλής ανεργίας που έχουμε ακόμη στη χώρα, δεν προσέρχονται ενδιαφερόμενοι για να πιάσουν δουλειά και να εξυπηρετήσουν ξενοδοχεία και εστιατόρια στις τουριστικές περιοχές. 

Για να είμαι ειλικρινής, δεν κατάλαβα ποιο είναι ακριβώς το αίτημα των εν λόγω επιχειρηματιών ούτε ποιος είναι ο αποδέκτης στον οποίο το απευθύνουν. Η πολιτεία; Η κυβέρνηση; Η κοινωνία; Οι εργαζόμενοι που δεν θέλουν να δουλέψουν; Όλοι αυτοί μαζί; Και τι, άραγε, θα μπορούσε να γίνει για να ικανοποιηθούν; Μήπως να… συλλαμβάνονται όσοι αρνούνται να εργαστούν στις επιχειρήσεις τους όπως γινόταν την περίοδο των φεουδαρχών του Μεσαίωνα ή στα υφαντουργεία του Γιόρκσαϊρ κατά την πρώιμη περίοδο της καπιταλιστικής ανάπτυξης; 

Μου δημιουργείται, ωστόσο, ότι η αίσθηση ότι η περίοδος της πανδημίας, κατά την οποία έκλεισαν με κρατική εντολή οι περισσότερες επιχειρήσεις, κάποιοι από τους ιδιοκτήτες τους κακόμαθαν εξαιτίας των ενισχύσεων από τον κρατικό κορβανά που αφειδώς τους χορηγήθηκαν. Κακόμαθαν μάλιστα τόσο πολύ ώστε από «πούροι» αντικρατιστές που ήταν ως τότε και δεν έχαναν ευκαιρία να ζητούν από το Κράτος να μένει μακριά από τις επιχειρήσεις τους, τουτέστιν να μην τους επιβάλει φόρους και ούτε να τους ελέγχει αν τηρούν τους νόμους, φαίνεται να μεταμορφώθηκαν σε φανατικούς κρατιστές που τα θέλουν όλα από το Κράτος.

Έτσι, δεν αρκούνται πλέον στην εξεύρεση πελατών από το Κράτος, αφού οι περισσότερες καμπάνιες προσέλκυσης επισκεπτών στη χώρα γίνεται με χρήματα του Δημοσίου, δηλαδή όλων ημών των φορολογουμένων, αλλά απαιτούν να τους βρουν άλλοι φθηνό εργατικό δυναμικό, το οποίο να είναι ταυτόχρονα καλά καταρτισμένο και με δεξιότητες αλλά χωρίς απαιτήσεις για κάλυψη των αναγκών του για αξιοπρεπή σίτιση και στέγαση όταν βρίσκεται μακριά από τον μόνιμο τόπο διαμονής του. Οι εικόνες με εργαζομένους σε νησιά με ακριβό τουριστικό προϊόν να μένουν σε τρώγλες δεν τιμούν κανέναν σε αυτή τη χώρα.

Φαίνεται ότι… εθίστηκαν τόσο πολύ στον κρατισμό που αγνοούν τον βασικό μηχανισμό λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος που είναι οι νόμοι της προσφοράς και της ζήτησης. Ή για την ακρίβεια θέλουν η προσφορά και η ζήτηση να λειτουργεί υπέρ της αύξησης των τιμών στις οποίες χρεώνουν οι ίδιοι τους πελάτες τους για τις υπηρεσίες που παρέχουν, αλλά να μην ισχύει το ίδιο για τις αμοιβές του προσωπικού τους. Να πληρώνουν δηλαδή περισσότερο εκείνους τους υπαλλήλους που είναι περιζήτητοι και με τη δουλειά τους δίνουν προστιθέμενη αξία στις επιχειρήσεις που τους απασχολούν.

Πριν από μερικά χρόνια όταν άρχισαν να εγκαθίστανται στην περίφημη Σίλικον Βάλεϊ της Καλιφόρνιας οι εταιρίες τεχνολογίας, θέλοντας να προσελκύσουν εργαζόμενους δεν τους πρόσφεραν μόνον ανταγωνιστικούς μισθούς αλλά τους εξασφάλιζαν και μια γκάμα παροχών σε είδος που έφθανε μέχρι την υποχρέωση της εταιρίας να τους πληρώνει το καθαριστήριο των ρούχων τους επειδή μετακόμιζαν μακριά από τις οικογένειες τους. Αλλά και πρόσφατα όταν στη διάρκεια της πανδημίας παρατηρήθηκε στις ΗΠΑ ότι μεγάλος αριθμός εργαζομένων προτιμούσε να μένουν σπίτι τους από το να πάνε για δουλειά με τις αμοιβές που τους προσφέρονταν, η λύση που βρέθηκε δεν ήταν άλλη από την αύξηση της ωρομίσθιας απασχόλησης.

Οι θεωρίες περί τεμπέληδων υπαλλήλων, οι οποίοι έμαθαν να ζουν με τα επιδόματα και γι΄ αυτό απορρίπτουν τις θέσεις εργασίας που τους προτείνονται, είναι εύκολο να λανσάρονται στα (κανονικά, αλλά και τα σύγχρονα διαδικτυακά) καφενεία, αλλά δεν μπορούν να αποτελούν άλλοθι για να παραμείνουν καθηλωμένοι οι μισθοί στους εργαζόμενους – γενικώς, αλλά και ειδικώς στον τουριστικό κλάδο που διάγει εποχή άνθησης. 

Είναι πλέον ώρα να αντιστραφεί η τεράστια συμπίεση των μισθών τους, χωρίς ταυτόχρονη μείωση των τιμών στα βασικά είδη, που υπέστησαν οι εργαζόμενοι κατά τη μνημονιακή δεκαετία. Η κυβέρνηση έδειξε τον δρόμο με την πρόσφατη σχετικά φειδωλή αύξηση του κατώτατου μισθού. Οι επιχειρήσεις και κυρίως αυτές οι οποίες βγήκαν ενισχυμένες από τις συνεχείς κρίσεις των τελευταίων χρόνων είναι ώρα να επιστρέψουν ένα μέρος από τα κέρδη τους στους εργαζομένους που συνέβαλλαν στην αύξησή τους.

Πρωτίστως αυτό ισχύει για τον τουριστικό κλάδο που χωρίς στοιχειωδώς ικανοποιημένο προσωπικό, που να ζει σε συνθήκες αξιοπρέπειας, δεν μπορούν να προσδοκούν ποιοτικό προϊόν που θα τους φέρει αύξηση των πελατών τους.

Καλή Ανάσταση σε όλους!

Παρασκευή 15 Απριλίου 2022

Ο Μάιος είναι μακριά, ο Ιούνιος ακόμα περισσότερο

Τα καλά νέα είναι ότι η κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι είναι δυσβάστακτες οι συνέπειες από τις ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις που προκλήθηκαν εξαιτίας της πανδημίας και εκτοξεύθηκαν μετά την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία. 

Τα κακά νέα είναι ότι διστάζει να προχωρήσει στις γενναίες αποφάσεις που απαιτούνται ώστε να αναχαιτιστούν τα κύματα ακρίβειας που χτυπούν τους προϋπολογισμούς νοικοκυριών και επιχειρήσεων και κινδυνεύουν να μετατραπούν σε ανεξέλεγκτο τσουνάμι.

«Αναμένουμε ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες, άμεσα και γρήγορα ευρωπαϊκή δράση», επανέλαβε για πολλοστή φορά την Πέμπτη ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γιάννης Οικονόμου. «Εάν αυτό δεν γίνει, η χώρα θα εφαρμόσει το δικό της εθνικό σχέδιο, θα έρθει να προσθέσει νέες πολιτικές στήριξης προς την ελληνική κοινωνία», συμπλήρωσε.

«Προφανώς και προβληματίζει την κυβέρνηση η αδυναμία του κόσμου να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις του σε ό,τι αφορά το ρεύμα», είπε, υπό την πίεση επίμονων δημοσιογραφικών ερωτημάτων, ο κ. Οικονόμου, προσθέτοντας: «Γι’ αυτό κάναμε και θα συνεχίσουμε να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να μην φτάνει ο κόσμος στο σημείο να μην μπορεί να πληρώσει τον λογαριασμό του ρεύματος».

Ακόμη περισσότερο προφανές από τον προβληματισμό της κυβέρνησης, ήταν από τα λεγόμενά του ότι ο κυβερνητικός εκπρόσωπος δεν μπορούσε, ως εκ της θέσεώς του, να αναγνωρίσει ότι ένα μεγάλο μέρος του κόσμου στον οποίο αναφερόταν έχει ήδη φθάσει στο σημείο που δεν μπορεί να πληρώσει τους λογαριασμούς του ρεύματος, του φυσικού αερίου και λίαν συντόμως και των ειδών διατροφής.

Οι κρατικές επιδοτήσεις οι οποίες έχουν χορηγηθεί ως τώρα μπορεί να μην είναι ευκαταφρόνητες για τα σφικτά δεδομένα των δημόσιων οικονομικών μας, πλην, όμως, έχουν αποδειχθεί απολύτως ανεπαρκείς για να καλύψουν τους φουσκωμένους λογαριασμούς που φθάνουν στους καταναλωτές έπειτα από έναν δύσκολο χειμώνα κατά τον οποίο οι ενεργειακές ανάγκες ήταν αυξημένες σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια.

Όταν σε ένα λογαριασμό μιας τριμελούς οικογένειας -πραγματικό το παράδειγμα- περιλαμβάνεται χρέωση 356 ευρώ που αφορά τη διαβόητη πλέον «ρήτρα αναπροσαρμογής», τι διαφορά να κάνουν εκπτώσεις της τάξης των 87 ευρώ; Ο λογαριασμός που φθάνει στα 580 ευρώ είναι υπερδιπλάσιος από τον αντίστοιχο περυσινό και εκείνοι που καλούνται να τον πληρώσουν μοιραία βρίσκονται σε απόγνωση.

Όσο, εξάλλου, και αν είναι αληθής ο ισχυρισμός ότι τον καιρό της πανδημίας, χάρις στα μέτρα στήριξης, ύψους 43 δισ. ευρώ, τα οποία λήφθηκαν για την προστασία των εργαζομένων και των επιχειρήσεων, παρατηρήθηκε αντίστοιχη αύξηση των συνολικών καταθέσεων, είναι πάμπολλα τα νοικοκυριά από τις τάξεις των μισθοσυντήρητων -κυρίως του δημοσίου-, των συνταξιούχων, των ανέργων και των απασχολούμενων στην «άτυπη» οικονομία που δεν ευνοήθηκαν από τον -τηρουμένων των αναλογιών- πακτωλό των ευρώ που έπεσε στην αγορά.

Μιλώντας, μάλιστα, με οικονομικούς όρους, τα χρήματα αυτά ήταν μια από τις αιτίες για τις πληθωριστικές πιέσεις που άρχισαν να παρατηρούνται όταν ξεκίνησε η προεξόφληση τους τέλους της πανδημίας. Η υπερβάλλουσα ρευστότητα με την οποία βρέθηκαν κάποια στρώματα, που εισέπρατταν κρατικές ενισχύσεις ενώ είχαν περιορίσει τις καταναλωτικές ανάγκες τους, αύξησε απότομα τη ζήτηση προϊόντων σε μια περίοδο που η προσφορά είχε προβλήματα εξαιτίας των lockdown που επιβλήθηκαν σε μεγάλο μέρος του πλανήτη.

Σε όλα αυτά ήρθαν να προστεθούν και οι δυσμενέστατες επιπτώσεις από την έκρηξη των τιμών της ενέργειας που προκλήθηκε εξαιτίας της πολεμικής σύρραξης στην Ουκρανία, αλλά και τη συνακόλουθη κερδοσκοπία που εκδηλώνεται σε όλες τις πολεμικές περιόδους και δεν θα μπορούσε να λείπει ούτε από τη συγκεκριμένη. Κάπως έτσι το μείγμα έγινε εκρηκτικό.

Η δικαιολογία ότι καταγράφονται και αλλού ανάλογα φαινόμενα απότομων ανατιμήσεων και επίμονων πληθωριστικών πιέσεων, ποσώς συγκινεί όσους έρχονται αντιμέτωποι με τους «καυτούς» λογαριασμούς. Πολύ περισσότερο που προοπτική για επερχόμενη κατάπαυση του πυρός στην Ουκρανία ή για αποκλιμάκωση των τιμών δεν διαφαίνεται στον ορατό ορίζοντα.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η αναγκαιότητα για άμεση δράση καθίσταται επείγουσα. Με δεδομένο, μάλιστα, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν διακρίνεται για την ταχύτητα στη λήψη των αποφάσεων, η ανάγκη για πρωτοβουλίες γίνεται ακόμη πιο επείγουσα. Άλλωστε, τα προμηνύματα με τις καθυστερήσεις πληρωμών και την αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών, που σημειώνονται το τελευταίο διάστημα, είναι σαφή και ξεκάθαρα.

Ο Μάιος για τον οποίο κλώτσησαν το τενεκεδάκι οι 27 Ευρωπαίοι ηγέτες στην τελευταία Σύνοδο Κορυφής μοιάζει αρκετά μακρινός. Και ακόμη μακρινότερος ο Ιούνιος, ο οποίος είναι ο πιθανότερος μήνας για να ληφθούν οι απαιτούμενες γενναίες αποφάσεις. Με αποκορύφωμα τον κρίσιμο δεύτερο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών, που είναι προγραμματισμένος για τη μεθεπόμενη Κυριακή που γιορτάζουμε το Πάσχα των Ορθοδόξων, ο κόμπος φθάνει στο χτένι.

Αν δεν επιταχυνθεί η ευρωπαϊκή δράση, η εθνική αντίδραση είναι μονόδρομος τον οποίο η κυβέρνηση δεν μπορεί παρά να βαδίσει το συντομότερο δυνατόν. Σε κάθε περίπτωση, προέχει η κοινωνική συνοχή που πρέπει να προστατευθεί ως κόρη οφθαλμού για να μην ξαναζήσουμε ένα νέο 2012 όταν η αδυναμία παρέμβασης για να προασπιστούν τα εισοδήματα των πολιτών άνοιξε τον ασκό του Αιόλου που μετατράπηκε σε ούριο άνεμο για τα πανιά των κάθε είδους λαϊκιστών.

Η κυβέρνηση έχει υποχρέωση να απαλλάξει εδώ και τώρα τα νοικοκυριά από το άγος των φουσκωμένων λογαριασμών ρεύματος και αερίου καλύπτοντας, σε πρώτη φάση από εθνικούς πόρους και κατόπιν από κοινοτικά κονδύλια, τις διαφορές σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Αν περιμένει να κινηθεί νωρίτερα η Ευρωπαϊκή Ένωση, θα είναι πλέον πολύ αργά.

Οι καιροί ου μενετοί!

Παρασκευή 8 Απριλίου 2022

Και αν δεν αντέξει ο Μακρόν;

Αν τις δύσκολες αυτές μέρες η μισή μας καρδιά ταξιδεύει στη μαρτυρική Μπούτσα, στο ηρωικό Κίεβο και στην ισοπεδωμένη Μαριούπολη, που πρέπει όλοι μαζί να θέσουμε ως στόχο την ανοικοδόμησή της, για κάθε εχέφρονα πολίτη τούτης της χώρας που θέλει ο ίδιος και τα παιδιά του να ζήσουν σε συνθήκες ελευθερίας, αξιοπρέπειας και ευημερίας η άλλη μισή καρδιά του δεν μπορεί παρά να χτυπάει στο Παρίσι, στη Μασσαλία, στη Λυών και σε κάθε πόλη και χωριό της Γαλλίας που την ερχόμενη Κυριακή θα στηθούν κάλπες για την εκλογή Προέδρου.

Μπορεί η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και οι θηριωδίες που την συνοδεύουν να επισκίασαν τις γαλλικές κάλπες, πλην, όμως, ακριβώς για τον ίδιο λόγο, η ετυμηγορία των Γάλλων πολιτών δείχνει να είναι πιο καθοριστική από κάθε άλλη φορά τις τελευταίες δεκαετίες. Περισσότερο από ποτέ άλλοτε, σε αυτές τις προεδρικές εκλογές αναμετρώνται δύο κόσμοι. Δύο κόσμοι που δεν αφορούν μόνον τους Γάλλους, αλλά ολόκληρη την Ευρώπη, αν όχι και την υφήλιο.

Αργά αλλά σταθερά, ο νυν Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν απέδειξε ότι, εκτός από άνθρωπος του μέτρου και της λογικής, είναι και μια ηγετική προσωπικότητα που θέλει και μπορεί να διαδραματίσει θετικό πρωταγωνιστικό ρόλο στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Για παράδειγμα, το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το οποίο, πέραν πάσης προσδοκίας, συνομολόγησαν οι 27 Ευρωπαίοι ηγέτες ως απάντηση στην ύφεση που προκάλεσαν τα αναπόφευκτα lockdown της πανδημίας, φέρει πρωτίστως τη δική του σφραγίδα. Σφραγίδα η οποία αν δεν είχε μπει η κατάσταση σήμερα στην Ευρώπη θα ήταν εντελώς διαφορετική. Και σίγουρα πολύ πιο δυσμενής.

Με τη νέα -ενεργειακή αυτή τη φορά- κρίση που επέπεσε επί των κεφαλών μας, η ευρωπαϊκή απάντηση είναι η μόνη λύση για να μην διαλυθεί η κοινωνική συνοχή από άκρη σε άκρη της ηπείρου μας. Καμία χώρα, μικρή ή μεγάλη, δεν μπορεί να αντιμετωπίσει με τις δικές της δυνάμεις την εκτίναξη των τιμών της ενέργειας και τις συνακόλουθες ισχυρότατες πληθωριστικές πιέσεις που προκαλούνται από τις ανατιμήσεις στο φυσικό αέριο και εν γένει στα καύσιμα. Καλώς ή κακώς, οι λαοί που συναπαρτίζουν την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι όπως οι Τούρκοι που ανέχονται να (επι)βιώνουν με πληθωρισμό της τάξης του… 61%!

Από την άλλη, ουδείς μπορεί να φανταστεί ότι θα προκύψει, τουλάχιστον σε προβλεπτό χρόνο, ενιαία ευρωπαϊκή απάντηση στην κρίση χωρίς τον Εμμανουέλ Μακρόν στα Ηλύσια Πεδία. Αν, αντ΄ αυτού, κερδίσει την κούρσα για τη γαλλική προεδρία ένα από τα πρόσωπα που προβάλλουν ως αντίπαλα δέη στη δική του προσπάθεια επανεκλογής, η ανατροπή που θα προκληθεί δεν θα αφορά μόνον τη Γαλλία. Θα πρόκειται για έναν σεισμό που, τηρουμένων των αναλογιών, οι πολιτικές επιπτώσεις του θα συνταράξουν την υφήλιο τόσο όσο και η εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία.

Το ευτύχημα είναι ότι ο Μακρόν εμφανίζεται στις δημοσκοπήσεις των τελευταίων ημερών να διατηρεί το προβάδισμα έναντι της ακροδεξιάς Μαρίν Λεπέν που διεκδικεί και σε αυτή την κάλπη τη δεύτερη θέση. Το δυστύχημα, όμως, είναι ότι η τελευταία, η οποία έχει επανειλημμένα κατηγορηθεί για ανάρμοστες σχέσεις με το Κρεμλίνο, από το οποίο παλαιότερα είχε λάβει και δάνεια, εμφανίζεται τις τελευταίες μέρες να κλείνει την ψαλίδα της απόστασης που τη χωρίζει από την πρώτη θέση, παρά την παρουσία και δεύτερου υποψηφίου από τον ακροδεξιό χώρο.

Την ώρα που γράφονται τούτες οι γραμμές, η πιο πρόσφατη δημοσιευμένη μέτρηση φέρνει τον Μακρόν να βρίσκεται στο 28%, ποσοστό που είναι μειωμένο κατά 1,5% από την προηγούμενη μέτρηση, αλλά αυξημένο από το 24% που είχε λάβει στον προ τετραετίας πρώτο γύρο των εκλογών. Με εντυπωσιακή αύξηση, όμως, της απήχησης της κατά 4,5%, ανεβαίνει στο 24%, από 21% που είχε συγκεντρώσει το 2017, η Λεπέν. Στην τρίτη θέση με 16%, που είναι κατώτερο από το 20% της προηγούμενης αναμέτρησης, κατατάσσεται ο ακροαριστερός Ζαν Λυκ Μελανσόν.

Ακολουθούν με μονοψήφια ποσοστά άλλοι υποψήφιοι, ανάμεσα στους οποίους είναι η επίσημη υποψήφια της Δεξιάς Βαλερί Πεκρές, η οποία είναι έτοιμη να προσγειωθεί στο 7%. Ποσοστό το οποίο θα την φέρει μια μονάδα κάτω και από τον δεύτερο ακροδεξιό υποψήφιο Ερίκ Ζεμούρ ο οποίος υποχωρεί τελευταία στο 8%, ενώ πριν από μερικούς μήνες έδειχνε δημοσκοπική ορμή που μπορούσε να τον οδηγήσει στον δεύτερο γύρο των εκλογών που θα γίνει δύο εβδομάδες μετά τον πρώτο. Τα τελευταία προγνωστικά για την επαναληπτική εκλογή θέλουν τον Μακρόν να επικρατεί της Λεπέν με 53% έναντι 47%, όταν πριν από τέσσερα χρόνια ο σημερινός Πρόεδρος είχε επικρατήσει της και τότε αντιπάλου του με σχεδόν υπερδιπλάσιους ψήφους και ποσοστό 66,10% έναντι 33,90%.

Είναι προφανές ότι η μάλλον εύθραυστη υπεροχή του Μακρόν -με τέσσερις μονάδες στον πρώτο γύρο και έξι στον δεύτερο- καθιστά τα πράγματα πολύ οριακά. Αν δεν αντέξει κι αυτή τη φορά και δεν καταφέρει να κόψει πρώτος το νήμα στις 24 Απριλίου, όταν εμείς με βάση την ορθόδοξη παράδοσή μας, θα γιορτάζουμε την Ανάσταση, η Ευρώπη ολόκληρη θα πρέπει να αρχίσει να προετοιμάζεται για τη νέα κατάσταση που δεν είναι υπερβολή να την παραλληλίσουμε με την… κάθοδο στον Άδη.

Ας ευχηθούμε, λοιπόν, ο… Θεός της Ευρώπης να βάλει το χέρι του και τούτη την Κυριακή αλλά και σε δύο βδομάδες από τώρα που θα κριθούν πολλά και σημαντικά για όλους μας!

Παρασκευή 1 Απριλίου 2022

Ώρα να κοιταχθούμε στον οικονομικό μας καθρέφτη

Το παιχνίδι το οποίο, στριμωγμένος από τα αδιέξοδα που ο ίδιος προκάλεσε, επιχειρεί να παίξει ο Βλαντιμίρ Πούτιν, απαιτώντας πληρωμές σε ρούβλια από τους προμηθευτές της ενέργειας και των άλλων προϊόντων που εξακολουθεί να εξάγει στη Δύση, αποτελεί την πιο τρανή απόδειξη ότι ο οικονομικός πόλεμος μπορεί να αποβεί ως ο πιο καθοριστικός από όλους τους πολέμους της εποχής μας.

Χωρίς τη μεγάλη και δυσαναπλήρωτη εξάρτηση της Ευρώπης από τις ρωσικές εισαγωγές στους τομείς της ενέργειας, των ορυκτών και των τροφίμων είναι αμφίβολο αν ο δυνάστης του Κρεμλίνου θα έπαιρνε το ρίσκο να εισβάλει την Ουκρανία, αδιαφορώντας για τις προειδοποιήσεις του ΝΑΤΟ και, εν γένει, της Δύσης που υποτίθεται ότι τον περικύκλωναν και εκείνος τάχατες δεν είχε άλλη επιλογή από το στείλει την πολεμική του μηχανή να ισοπεδώσει τη γειτονική χώρα.

Φαίνεται όμως ότι η Μόσχα εκτίμησε ότι όλα εκείνα που δεν κατάφερε να πετύχει με τα τανκς και τους πυραύλους μπορεί να τα επιδιώξει κλείνοντας τις στρόφιγγες του φυσικού αερίου το οποίο με τόση αμεριμνησία οι ευρωπαϊκές χώρες προμηθευόταν σχεδόν κατ΄ αποκλειστικότητα από τη Ρωσία. Η διελκυστίνδα που αναπτύσσεται είναι σκληρή και η κατάληξη που θα έχει ουδείς είναι σε θέση να πει με βεβαιότητα αν θα αποδειχθεί πιο αποτελεσματική από τους ανηλεείς βομβαρδισμούς κατά των ουκρανικών πόλεων.

Η διάρκεια που θα έχει αυτός ο παράλογος πόλεμος του Πούτιν είναι ακόμη άγνωστη. Και, ως εκ τούτου, άγνωστο είναι και το κόστος που θα καταβληθεί από τους εμπόλεμους αλλά και ολόκληρο τον πλανήτη έως ότου συμφωνηθεί εκεχειρία και σιγήσουν τα όπλα. Οι άγνωστες για μας εδώ και σχεδόν δυόμιση δεκαετίες πληθωριστικές πιέσεις και η ακρίβεια που τόσο βίαια εισβάλουν καθημερινά στους προϋπολογισμούς μας, μπορεί να αποδειχθεί, όπως πολλοί επισημαίνουν, ότι δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου.

Με άλλα λόγια, τα χειρότερα ίσως να μην τα έχουμε δει ακόμη, όπως υποστηρίζουν αρκετοί ειδικοί που όλοι ευχόμαστε να διαψευστούν. Όπως και να έχει, όμως, ακόμη και αν συμφωνηθεί το συντομότερο δυνατό η πολυπόθητη κατάπαυση του πυρός και αρχίσουν άμεσα ειλικρινείς διπλωματικές διαβουλεύσεις για την υπογραφή συνθήκης ειρήνης, τίποτε δεν θα είναι ίδιο όπως ήταν πριν από την 24η Φεβρουαρίου 2022.

Δεν χρειάζεται να είναι… μελλοντολόγος κανείς για να διαπιστώσει ότι οι γεωπολιτικές και οικονομικές (αν)ισορροπίες που έφερε στην επιφάνεια ο ουκρανικός πόλεμος θα είναι παρούσες για μεγάλο διάστημα και μοιραία θα επηρεάσουν τις συλλογικές και ατομικές συμπεριφορές. Γι΄ αυτό και δύσκολα μπορεί να παραγνωρίσει κανείς ότι η απόφαση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη να ξεκαθαρίσει το εγχώριο πολιτικό – εκλογικό παιχνίδι του επόμενου δωδεκάμηνου βρίσκεται σε αρμονία με το λαϊκό αίσθημα.

Δεν είναι μόνον οι μετρήσεις με τις διαθέσεις της κοινής γνώμης που δείχνουν ότι οι πολίτες δεν επιθυμούν άμεση προσφυγή στις κάλπες, όπως ζητούν ορισμένες δυνάμεις της αντιπολίτευσης που ίσως εξ αυτού τα ποσοστά τους παραμένουν καθηλωμένα και δεν καταφέρνουν να κερδίσουν τίποτε από την δικαιολογημένη λαϊκή δυσφορία. Είναι, πολύ περισσότερο, το αίσθημα της κοινής λογικής που υπαγορεύει ότι στις δύσκολες ώρες οι πολίτες απαιτούν σταθερότητα και επιθυμούν ειλικρίνεια και ενσυναίσθηση.

Άλλωστε, η ενεργειακή κρίση που βρίσκεται σε πλήρη έξαρση, όπως και η επαπειλούμενη επισιτιστική κρίση, εκείνο που πρωτίστως επιβάλουν είναι να κοιταχθούμε ξανά στον οικονομικό μας καθρέφτη για να διαπιστώσουμε δια γυμνού οφθαλμού τα χρόνια λάθη του παραγωγικού μοντέλου της χώρας που αφέθηκε επί πολλά χρόνια στον προσανατολισμό προς τις υπηρεσίες, αγνοώντας τη σημασία του πρωτογενούς τομέα, όπως και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας από τον ήλιο και τον αέρα που δεν μας λείπουν παρά μόνον ελάχιστες μέρες του χρόνου.

Πριν από δέκα χρόνια στην κορύφωση της μνημονιακής κρίσης ο τότε πρόεδρος του Ισραήλ Σιμόν Πέρες, επισκεπτόμενος την Αθήνα, είχε εκφράσει την έκπληξή του για το γεγονός ότι η Ελλάδα με τις τόσες λίμνες και τα τόσα ποτάμια είναι ελλειμματική σε αγροτικά προϊόντα, ενώ η δική του χώρα με ελάχιστους υδάτινους πόρους καταφέρνει και κάνει εξαγωγές. Αλλά τι χρεία έχουμε να ακούσουμε τις αδυναμίες να εκφράζονται από τα χείλη ξένων;

Η περίφημη έκθεση για την ελληνική οικονομία, η οποία με παραγγελία της σημερινής κυβέρνησης συνέταξε ομάδα ειδικών υπό τον νομπελίστα καθηγητή των Οικονομικών Χριστόφορο Πισσαρίδη, περιγράφει τα πράγματα όπως είναι: «Ο πρωτογενής τομέας και ο παραγωγικός τομέας της αγροδιατροφής έχουν στρατηγική σημασία για μια χώρα, καθώς πέρα από την οικονομική δραστηριότητά τους, συμβάλλουν στην επισιτιστική ασφάλεια του πληθυσμού, ενισχύουν την περιφερειακή ανάπτυξη και έχουν σημαντικό ρόλο για τη διατήρηση της ποιότητας του φυσικού περιβάλλοντος», αναφέρει.

«Σε πολλές περιοχές αποτελούν την κύρια οικονομική δραστηριότητα για μεγάλο τμήμα του πληθυσμού», συμπληρώνει επισημαίνοντας ότι «η διατροφική παράδοση αποτελεί βασικό συστατικό της πολιτιστικής ταυτότητας και κληρονομιάς μιας περιοχής, με σημαντικές προεκτάσεις για τη δυνατότητα προώθησης τοπικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές». Στο εξωτερικό εμπόριο, ο τομέας της αγροδιατροφής στην Ελλάδα είναι ελλειμματικός, αναφέρει η έκθεση, καθώς οι εισαγωγές μας έφθασαν κοντά στα 6,7 δισ. ευρώ, ενώ οι εξαγωγές μετά βίας ανέβηκαν στα 5,3 δισ.

Και όλα αυτά, την ώρα που «η Ελλάδα διαθέτει σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα στον τομέα της αγροδιατροφής, τα οποία στηρίζονται στην ποικιλομορφία της χώρας και την συνεπακόλουθη ποικιλία γεωργικών ειδών, τις ευνοϊκές συνθήκες του φυσικού περιβάλλοντος στις πεδινές περιοχές της χώρας, στην ποιότητα και τη θρεπτική αξία ενός σχετικά ευρέως φάσματος αγροτικών προϊόντων (ελιές, σταφύλι, όσπρια, εσπεριδοειδή και άλλα) και σε διατροφικές παραδόσεις που αναγνωρίζονται διεθνώς». Αυτά τα πλεονεκτήματα, σύμφωνε με την έκθεση, «δεν έχουν αξιοποιηθεί επαρκώς λόγω σημαντικών και χρόνιων διαρθρωτικών αδυναμιών».

Ποιες είναι οι κυριότερες από αυτές τις αδυναμίες; Γνωστές και μη εξαιρετέες: μικρές και κατακερματισμένες γεωργικές εκμεταλλεύσεις, χαμηλή παραγωγικότητα, αναποτελεσματική οργάνωση, χαμηλή ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών και εξοπλισμού, ανεπαρκής επαγγελματική εκπαίδευση, χαμηλό επίπεδο Έρευνας και Ανάπτυξης, μεγάλη εξάρτηση από επιδοτήσεις, και ελλιπής προώθηση και branding των ελληνικών προϊόντων αγροδιατροφής.

Γι΄ αυτό και σε όσους σπεύσουν να πουν «εσύ που προτείνεις επιστροφή στον πρωτογενή τομέα, πάρε πρώτος μια τσάπα και ξεκίνα να σκάβεις», η απάντηση είναι απλή: η γεωργία τον 21ο αιώνα δεν χρειάζεται χειρώνακτες εργάτες, χρειάζεται έξυπνους επιχειρηματίες που να ξέρουν το αντικείμενο και να χρησιμοποιούν τις σύγχρονες μεθόδους παραγωγής και διάθεσης των προϊόντων της γης.