Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυβέρνηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυβέρνηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

Έξις, δευτέρα φύσις



Συμπληρώνεται, αισίως, ένας μήνας από τη σοβαρότατη κυβερνητική κρίση που απείλησε να οδηγήσει καλοκαιριάτικα τη χώρα σε πρόωρες κάλπες, τις οποίες μάλλον δεν θα τις είχαμε αποφύγει χωρίς την επιβλητική παρέμβαση του διεθνούς παράγοντα.
Το «μαύρο», ωστόσο, που εξακολουθεί να εκπέμπεται από τις οθόνες της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης δεν είναι ο μοναδικός λόγος που κάνει και τον πλέον καλοπροαίρετο να αισθάνεται ότι το πάθημα δεν έγινε μάθημα.
Άλλωστε, αν εξαιρέσει κανείς το γεγονός ότι ξαναμοιράστηκαν οι υπουργικές καρέκλες ανάμεσα στους στενούς συνεργάτες του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά και στον περίγυρο του αναβαθμισμένου κυβερνητικού του εταίρου Ευάγγελου Βενιζέλου, στην πράξη τίποτε απολύτως δεν άλλαξε όχι μόνον για την καθημερινότητα των πολιτών, αλλά ούτε καν στην τρέχουσα κυβερνητική λειτουργία.
Η περιβόητη επικαιροποίηση της προγραμματικής συμφωνίας της κυβέρνησης, η οποία, όπως επιβάλει η κοινή λογική αλλά και είχε επανειλημμένα εξαγγείλει ο κ. Βενιζέλος, συνιστούσε προαπαιτούμενο για τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού σχήματος διακυβέρνησης,όχι μόνον δεν προηγήθηκε, αλλά ακόμη την περιμένουμε και το πιο πιθανό είναι να παραπεμφθεί στις περίφημες ελληνικές καλένδες.
Όσο για τις ενστάσεις που από τους ελάσσονες κυβερνητικούς εταίρους εγείρονταν τους τελευταίους μήνεςπερί της ανάγκης για θέσπιση κανόνων συντονισμού του κυβερνητικού σχήματος, ώστε να αποφεύγονται αιφνιδιασμοί, μάλλον ξεχάστηκαν με την ορκωμοσία των νέων υπουργών και υφυπουργών.   
Και αν αυτά είναι τυπικά ζητήματα που στο τέλος – τέλος δεν μαςεπηρεάζουν άμεσα, το δυστύχημα είναι ότι τίποτε καινούργιο δεν έφερε το νέο κυβερνητικό σχήμα στα ουσιώδη ζητήματα που αφορούν τις ζωές όλων μας, με αποτέλεσμα ακόμη και οι άνθρωποι του Γιάννη Στουρνάρα στο ΙΟΒΕ να μας προετοιμάζουν για τα χειρότερα που έρχονται με την βαθύτερη ύφεση και την υψηλότερη ανεργία.
Οι υποτιθέμενες κρίσιμες διαπραγματεύσεις με την τρόικα ολοκληρώθηκαν με την ίδια ακριβώς προχειρότητα που επικράτησε τα προηγούμενα τριάμισι χρόνια και το αποτέλεσμά τους ήταν σχεδόν πανομοιότυπο (εξαιρώντας, ενδεχομένως, τον… μεταρρυθμιστικό οίστρο του Κυριάκου Μητσοτάκη που… έσωσε το ελληνικό δημόσιο, κατατροπώνοντας τους σχολικούς φύλακες που τύγχαναν της προστασίας του προκατόχου του Αντώνη Μανιτάκη).
Σε κάθε περίπτωση, οι εκπρόσωποι των δανειστών μας επέβαλαν τις απαιτήσεις τους, μερικές από τις οποίες είναι άκρως εξευτελιστικές και άλλες αφόρητα γελοίες, οι κυβερνητικοί ιθύνοντες ανέλαβαν να συντάξουν άλλο ένα πολυνομοσχέδιο με τα «προαπαιτούμενα» για την εκταμίευση της δόσης και η Βουλή καλείται να τα ψηφίσει με τον ίδιο εκβιαστικό τρόπο που ψηφίστηκαν όλα τα προηγούμεναμνημονιακά μέτρα.
Οι αποφάσεις για μια ακόμη φορά ελήφθησαν πίσω από κλειστές πόρτες και χωρίς καν να συνεδριάσει, έστω για τα μάτια του κόσμου, βρε αδελφέ, κάποιο συλλογικό κυβερνητικό όργανο για να δώσει μια, έστω, τυπική πολιτική νομιμοποίηση σε όλη αυτή την ευτελιστική διαδικασία.
Το υπουργικό συμβούλιο, εξάλλου,που συνεδρίασε αμέσως μετά την ορκωμοσία των νέων μελών του, το πιθανότερο είναι, με βάση την πρακτική του τελευταίου χρόνου, ότι δεν θα ξανασυνεδριάσει μέχρι τον… επόμενο ανασχηματισμό.
Τι μαρτυρούν όλα τούτα; Ότι το πολιτικό προσωπικό που μας εκπροσωπεί είναι έτσι «εκπαιδευμένο» πουαπεχθάνεται κάθε έννοια συλλογικότητας, μάλλον επειδή είναι εθισμένο στη λογική του «ενός ανδρός αρχή»,από την οποία, ίσως και για κοινωνιολογικούς λόγους, είναι δύσκολο να απαλλαγεί.
Γι΄ αυτό και μπορεί να κατεβάζει όποτε θέλει διακόπτες σε δημόσιους οργανισμούς, να διορίζει όποιον επιθυμεί –και δια βοής- γραμματέα στο κόμμα του, να βολεύει τον περίγυρό του στο υπουργικό συμβούλιο και στις θέσεις των κρατικών αξιωματούχων και πάει λέγοντας.
Με λίγα λόγια, είναι αυτό πουσυμπύκνωσαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι στη ρήση«έξις δευτέρα φύσις»…

(Δημοσιεύτηκε στο www.protothema.gr στις 10.7.2013)

Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

Οι (αν)ισορροπίες μιας συγκατοίκησης

Με όση καλή προαίρεση και αν αντιμετωπίσει κανείς ορισμένα από τα πολλά ευτράπελα του χθεσινού κυβερνητικού ανασχηματισμού, είναι δύσκολο να τα προσπεράσει για αρκετούς λόγους και κυρίως για τους εξής τρεις:
Πρώτον, διότι η κυβέρνηση που μόλις σχηματίστηκε έρχεται ως συνέχεια μιας σοβαρότατης κρίσης εξαιτίας της οποίας λίγο έλειψε να οδηγηθεί η χώρα σε πρόωρες εκλογές και, εφόσον αυτό γινόταν στις συνθήκες της πολιτικής έντασης που είχαν δημιουργηθεί, ήταν πολύ πιθανό η ελληνική οικονομία να κατέληγε στην άβυσσο.
Δεύτερον, καθώς η γενικευμένη κρίση που διέρχεται ο τόπος μας και πιο ειδικότερα η κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης, που εκδηλώνεται με την έντονη αμφισβήτηση του παραδοσιακού πολιτικού προσωπικού, απαιτεί, περισσότερο παρά ποτέ, πολιτικές πρωτοβουλίες που να είναι προϊόν συνεκτικού σχεδίου τόσο για την αντιμετώπιση της σκληρής καθημερινής υφεσιακής πραγματικότητας όσο και για τη συνολική κατεύθυνση της χώρας προς την πορεία εξόδου από το μνημόνιο.
Τρίτον, επειδή το νέο κυβερνητικό σχήμα αποτελεί ένα πρωτόγνωρο «πείραμα», χωρίς προηγούμενο ιστορικό δεδομένο, αφού για πρώτη φορά οι δύο παραδοσιακά κυβερνητικές παρατάξεις αποφάσισαν –κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία- να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να συγκυβερνήσουν, σύμφωνα (υποτίθεται) με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Η επισήμανση και μόνον της σπουδής να ανακοινωθούν –με τον τρόπο που ανακοινώθηκαν- ονόματα υπουργών και υφυπουργών, χωρίς να προηγηθεί η -περίφημη πλέον- επικαιροποιημένη προγραμματική σύμβαση, αρκεί, νομίζω, για να γίνει αντιληπτό ότι τίποτε από τα πιο πάνω δεν ελήφθη υπόψη στο σχηματισμό της νέας κυβέρνησης.
Ούτε η πρόσφατη κρίση φαίνεται να έγινε μάθημα για να μην επαναληφθεί το πάθημα με το αυταρχικό λουκέτο της ΕΡΤ, ούτε, πολύ περισσότερο, διεφάνη από κάποια πλευρά διάθεση να γίνει μια πραγματικά νέα αρχή με την οποία θα εκπεμπόταν το μήνυμα ότι μπαίνουν στο περιθώριο οι γνωστές παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος, που συνέβαλαν τα μάλα για να βρεθούμε εδώ που είμαστε, και εγκαινιάζεται, επιτέλους, μια καινούργια περίοδος.
Αντιθέτως, ακόμη και αν παραβλέψει κανένας το γεγονός ότι μπήκε το κάρο μπροστά από το άλογο, δηλαδή μοιράστηκαν οι θέσεις προτού να καθοριστούν τα καθήκοντα, ελπίζοντας ότι τις επόμενες ημέρες θα υπάρξει και η νέα προγραμματική συμφωνία, οι επιλογές των προσώπων που –και όπως- έγιναν μαρτυρούν ότι επικράτησε απολύτως η πεπατημένη που χρόνια τώρα ακολουθείται στους εγχώριους κυβερνητικούς σχηματισμούς.
Τρανό παράδειγμα αποτελούν οι «καραμπόλες» για να βρεθεί οπωσδήποτε θώκος για πρόσωπα που έπρεπε να μείνουν ή να μπουν στην κυβέρνηση, ανεξάρτητα αν πληρούν τα ουσιαστικά προσόντα για το πόστο στο οποίο κατέληξαν ή αν είχαν να παρουσιάσουν κάτι το άξιο λόγου στην προηγούμενη θητεία τους εντός ή εκτός κυβέρνησης.
Στο ίδιο μοτίβο, δεν περνούν εύκολα απαρατήρητες οι λογικές των εσωκομματικών και γεωγραφικών ισορροπιών ή, ακόμη χειρότερα, της «επετηρίδας» που επικράτησαν σε ορισμένες τοποθετήσεις που είναι φανερό ότι έγιναν για να «βολευτούν» κάποιοι «δικοί μας» που, αν έμεναν έξω, θα γκρίνιαζαν, ενώ είναι φανερό ότι δεν έχουν τίποτε να προσφέρουν, ιδίως σε εποχές κρίσης, όπως αυτή που διερχόμαστε.
Για να μην πούμε, τέλος, για τις εμφανείς καχυποψίες των «συγκατοίκων» που αποπνέει η διανομή των οφιτσίων, με την μια πλευρά να θέλει να διατηρήσει πάση θυσία την μονοκρατορία στα «υπουργεία του κράτους», «θυσιάζοντας», κι αυτό εξ ανάγκης, μόνον το Εξωτερικών, και την άλλη να αρκείται στην αριθμητική (αν)ισορροπία.
Εν κατακλείδι, με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις, το νέο κυβερνητικό σχήμα φαίνεται, δυστυχώς, να κτίστηκε τα πλέον παλαιά υλικά που ήταν δυνατόν να βρεθούν, ενώ και οι μέθοδοι οικοδόμησης του που ακολουθήθηκαν δεν είχαν τίποτε το καινοτόμο και το εξωστρεφές, όπως απαιτούν οι καιροί.
Μακάρι οι εξελίξεις να με διαψεύσουν και από σήμερα να ξεκινάει μια νέα εποχή…

(Δημοσιεύθηκε www.protothema.gr στις 25.6.2013)

Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Το πολυνομοσχέδιο έδειξε για ποιον δουλεύει ο χρόνος

Μπορεί το Κοινοβούλιο να μην έζησε τις καλύτερες του στιγμές, το τελευταίο διήμερο, οπότε κλήθηκε να αποδεχθεί -μετις συνήθεις, πλέον, συνοπτικές διαδικασίες- ένα ακόμη επιβεβλημένο, κατά το μέγιστο μέρος του, από τους δανειστές μας πολυνομοσχέδιο, από τις«ταραγμένες», ωστόσο, συζητήσεις που έγιναν το Σαββατοκύριακο, όπως και από την καταληκτική χθεσινοβραδινή ψηφοφορία, μπορεί να εξαχθούν ορισμένα αξιοπρόσεκτα πολιτικά συμπεράσματα.
Το πρώτο συμπέρασμα είναι η επιβεβαίωση της κυβερνητικής συνοχής, αφού, αν εξαιρέσει κανείς την (μάλλον ευεξήγητη) καταψήφιση από τον κ. Ανδρέα Λοβέρδο, ο οποίος ήταν εμφανές ότι ήθελε να κάνει με τον τρόπο αυτό αισθητή τηνέα «περπατησιά» που έχει ανοίξει, το πολυνομοσχέδιο υπερψηφίστηκε χωρίς νέες απώλειες από την τρικομματική κοινοβουλευτική συμμαχία.
Πέρα, όμως, από την αριθμητική διάσταση της κυβερνητικής συνοχής, ακόμη πιο σημαντική υπήρξε η επί της ουσίας ταύτιση των τριών κυβερνητικών κομμάτων, που διαδέχθηκε το μπαράζ των ενδοκυβερνητικών αρρυθμιών και συγκρούσεων, οι οποίες καταγράφηκαν τις προηγούμενες ημέρες.Η ατμόσφαιρα στη Βουλή το τελευταίο διήμεροήταν εντελώς διαφορετικήαπό ανάλογες συζητήσεις του πρόσφατου παρελθόντος και οι έριδες που προηγήθηκαν είχαν,  ίσως και λόγω του επικείμενου ανασχηματισμού, εμφανώς υποχωρήσει.
Βοηθούντος προφανώς και του γεγονότος ότι ήταν το πρώτο μνημονιακό νομοθέτημα χωρίς οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων και με τις θετικές ρυθμίσεις να υπερτερούν, επίσης για πρώτη φορά, των αρνητικών, τα κοινοβουλευτικά στελέχη των κυβερνητικών κομμάτων μπόρεσαν να σταθούν αξιοπρεπώς στη Βουλή και να υπερασπιστούν τις επιλογέςτους, ακόμη και όταν κατέγραφαν επιμέρους ενστάσεις.
Την ίδια ώρα, οι κυβερνητικοί ιθύνοντες –ακόμη και ο συνήθως «απορριπτικός» υπουργός Οικονομικών κ. Γιάννης Στουρνάρας- έδειξαν ευελιξία απέναντι στα αιτήματα που προέβαλαν οι κοινοβουλευτικές ομάδες του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ, οι οποίες κατάφεραν να«περάσουν» ορισμένες –μάλλον συμβολικές, επί της ουσίας- διατάξεις, ικανές, όμως, να δικαιολογήσουν τη συμμετοχή τους στο κυβερνητικό σχήμα και τη στήριξη που παρέχουν. 
Απέναντι σε όλα αυτά, ηαντιπολίτευση δεν πρωτοτύπησε. Ακολουθώντας για μια ακόμη φορά την «πεπατημένη», έδωσε μάχες οπισθοφυλακώνκαι τα στελέχη της έριξαντο μεγαλύτερο βάρος της επιχειρηματολογίας τους σε διαμαρτυρίες για την κοινοβουλευτική διαδικασίακαι σε καταγγελίες για «πραξικοπήματα» και «εκτροπές», πανομοιότυπες με αυτές που δεκάδες φορές έχουν γίνει τα τελευταία τρίαμνημονιακά χρόνια.
Η συνεχής και επαναλαμβανόμενη, ωστόσο,προβολή διαδικαστικών ζητημάτων, ακόμη και όταν αφορούν βάσιμη επίκληση συνταγματικών παραβιάσεων, εκτός του ότι αποδεικνύεται πολιτικά ατελέσφορη μέθοδος για την παρεμπόδιση της νομοθετικής λειτουργίας της κυβέρνησης, μαρτυρά στρατηγικό αδιέξοδο, κυρίως όταν η ακολουθούμενη τακτική δεν συνοδεύεται με εναλλακτικές και πρακτικά εφαρμόσιμες προτάσεις.
Η γενικόλογη, για παράδειγμα, υπεράσπιση του σημερινού status στη δημόσια διοίκηση, μπορεί πιθανότατα να ακούγεται ευχάριστα σε μια –μάλλον μικρή- μερίδα υπηρετούντων σε αυτό, που, δικαιολογημένα, ίσως, ανησυχούν για τις θέσεις τους, δεν οικοδομεί, όμως, συμμαχία με την κοινωνία, η πλειονότητα της οποίας δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ότι θέλει να αλλάξει ηυφιστάμενη κατάσταση.
Αντί, όμως, η αντιπολίτευση –και κυρίως η αξιωματική, από την οποία οι πολίτες έχουν δικαίως περισσότερες προσδοκίες και απαιτήσεις- να υποβάλει τις δικές της προτάσεις γι΄ αυτή την αλλαγή, ματαιοπονούσε επιμένοντας να επιχειρηματολογεί για το πως ο υπουργός Διοικητικής Μεταρρύθμισης κ. Αντώνης Μανιτάκης,όντας καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου, δεν… τηρεί το Σύνταγμα.
Ματαιοπονία, εξάλλου, μέλλει να αποδειχθεί και η μετάθεση –από τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ κ. Αλέξη Τσίπρα- του χρόνου ανατροπής της κυβέρνησης για τον Ιούνιο, όπως νωρίτερα είχε προσδιοριστεί για τον περασμένο Μάρτιο και πιο πριν για τον παρελθόντα Νοέμβριο. Και με πιθανότερη εκδοχή τον Ιούνιο να μετατεθεί, εκ νέου, αυτή τη φορά για τον Οκτώβριο και πάει λέγοντας.
Σε κάθε περίπτωση, το βασικό συμπέρασμα του τελευταίου κοινοβουλευτικού διημέρου είναι ότι όσο η κυβέρνηση θα βάλλεται από την αντιπολίτευση για διαδικαστικά θέματα και όσο στα συχνά  λάθη, τις αβελτηρίες και τις προχειρότητες των κυβερνητικών δεν θα αντιπαραβάλλεται μια σοβαρή εναλλακτική πρόταση εξουσίας, ο χρόνος, μάλλον, θα δουλεύει υπέρ της τρικομμματικής.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 29.4.2013)

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

«Τις πταίει» για την εμπλοκή;

Κάτι πάει πολύ στραβά με την περίφημη διαπραγμάτευση που υποτίθεται ότι γίνεται εδώ και μήνες ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και την τρόικα. Δεκάδες φορές το τελευταίο διάστημα ακούσαμε από επίσημα χείλη την επωδό ότι «το πακέτο κλείνει», αλλά αυτό εξακολουθεί να παραμένει… «ορθάνοιχτο».
Το ένα μετά το άλλο τα «ορόσημα» που έχουν τεθεί –μια η συνεδρίαση του Eurogroup, την άλλη η επίσκεψη της Γερμανίδας καγκελαρίου Άγκελας Μέρκελ και την παράλληλη η Ευρωπαϊκή Σύνοδος Κορυφής αυτής της εβδομάδας- ξεπερνιούνται και στον ορίζοντα δεν διαφαίνεται λύση για το δράμα που προκαλεί η επιδεινούμενη ημέρα με την ημέρα ύφεση που τρώει τα σωθικά της οικονομίας και της κοινωνίας.
Το δημόσιο ίσα που καταβάλει τσίμα-τσίμα τους μισθούς των δημόσιων υπαλλήλων και τις συντάξεις, ενώ η πραγματική οικονομία στενάζει από την έλλειψη ρευστότητας, καθώς σχεδόν κανείς προμηθευτής του δημοσίου δεν πληρώνεται, προκαλώντας μια μεταδοτική ασφυξία που δοκιμάζει και τις υγιείς επιχειρήσεις.
Το χιλιοειπωμένο «φως στο βάθος του τούνελ», που επανέλαβε ως και η κυρία Μέρκελ, μοιάζει να… σβήνει τις τελευταίες μέρες, αφού, όπως αποδεικνύεται, σε όλα τα «μέτωπα» -Δημόσια Διοίκηση, Υγεία, Εργασιακά, Ασφαλιστικά- υπάρχουν ανοιχτά ζητήματα για τα οποία οι εκπρόσωποι των δανειστών πιέζουν ασφυκτικά και ζητούν όλο και περισσότερα.
Αβίαστα, νομίζω, προκύπτει, το ερώτημα «τις πταίει» για τις επανειλημμένες αναβολές στην οριστικοποίηση της συμφωνίας με την τρόικα, που οι εταίροι μας έχουν αναγάγει σε απόλυτο προαπαιτούμενο για την εκταμίευση της δόσης – «ανάσας» για την ελληνική οικονομία.
Είναι, άραγε, γενεσιουργός αιτία της εμπλοκής η αλαζονεία των «τροϊκανών» που, ενθαρρυμένοι, ίσως, από το γεγονός ότι οι τελευταίες κινητοποιήσεις δεν έδειξαν να έχουν την ορμή παλαιότερων, τα «θέλουν όλα» και αδιαφορούν για τις μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις που θα προκληθούν στις διαθέσεις της ελληνικής κοινωνίας;
Ή μήπως για την ατμόσφαιρα που έχει δημιουργηθεί ευθύνεται η κυβέρνηση που αρνήθηκε την πρόταση για δημιουργία εθνικής διαπραγματευτικής ομάδας, έριξε το βάρος της στην περίφημη «πολιτική λύση» και πόνταρε μονομερώς στην αποκαλούμενη «ενίσχυση της αξιοπιστίας της χώρας» που, ενδεχομένως, έστειλε στην άλλη πλευρά το λάθος μήνυμα ότι μπορεί να γίνουν δεκτά τα πάντα;
Όπως και να έχει, αυτό που πρέπει να γίνει σαφές σε αυτή την κρίσιμη ώρα είναι ότι η κατάσταση, ως έχει, δεν πάει άλλο. Η ανασφάλεια των δημοσίων υπάλληλων έχει παραλύσει τη χώρα. Η αγωνία των συνταξιούχων –που, μην ξεχνάμε, είναι αυτοί που έδωσαν τη νίκη στον υφιστάμενο κυβερνητικό συνασπισμό- έχει ξεπεράσει κάθε όριο. Οι επιχειρηματίες είναι σε απόγνωση. Όσο για τους νέους και τους πολυπληθείς ανέργους, αυτοί έχουν προ πολλού χάσει κάθε ελπίδα.
Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση χάνει πολύτιμο πολιτικό χρόνο, από τον ελάχιστο που, ούτως ή άλλως, διέθετε και η ζημιά που κινδυνεύει να υποστεί μπορεί να αποβεί ανήκεστος, ανεξαρτήτως ποια θα είναι, εν τέλει, η κατάληξη των διαπραγματεύσεων, εφόσον αυτές παραταθούν επί μακρόν.
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

Εκατό μέρες… ακατάσχετης «μετρολογίας»

Καθώς συμπληρώθηκαν οι πρώτες εκατό μέρες του τρικομματικού κυβερνητικού συνασπισμού, θα είχε, νομίζω, μεγάλο ενδιαφέρον ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς να ζητούσε από τους σαράντα και… βάλε υπουργούς και υφυπουργούς που διόρισε τον περασμένο Ιούνιο να του στείλουν σε μια σελίδα χαρτιού έναν συνοπτικό απολογισμό τι έκανε ο καθένας τους όλο αυτό το διάστημα.
Φοβάμαι ότι οι περισσότεροι δεν θα ήταν σε θέση να συντάξουν ένα τέτοιο χαρτί, εκτός και αν το γέμιζαν με αφόρητες γενικότητες για μελέτη θεμάτων του τομέα τους ή ανούσιες τυπικότητες για οργάνωση των γραφείων τους και… συντονισμό των υπηρεσιών στις οποίες προΐστανται. Εν ολίγοις, με το απόλυτο τίποτε.
Άκουσε κανείς, για παράδειγμα, τί έκανε αυτές τις εκατό μέρες το υπουργείο Μακεδονίας – Θράκης που να δικαιολογεί την απόφαση επανασύστασης του; Έμαθε κανένα νέο από το υπουργείο Εσωτερικών; Πληροφορήθηκε κάποια πρωτοβουλία από το υπουργείο Περιβάλλοντος;  Ανακοινώθηκε η εκκίνηση ή, έστω, η επιτάχυνση ενός συγκεκριμένου έργου από το υπερυπουργείο Ανάπτυξης και Υποδομών; Αισθάνθηκε κάποιος αγρότης την αλλαγή ηγεσίας στο υπουργείο Γεωργίας;
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η κυβερνητική καθημερινότητα δεν περιέχει τίποτε περισσότερο από συζητήσεις επί συζητήσεων για το πακέτο των μέτρων, το οποίο, όμως, δεν μπορεί να αποτελεί «άλλοθι» για την απόλυτη απραξία που επικρατεί στα περισσότερα υπουργεία και στις συνδεδεμένες με αυτά δημόσιες υπηρεσίες, επιχειρήσεις και οργανισμούς.
Αυτό το πνεύμα απραξίας θυμίζει έντονα τις πρώτες μέρες της κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή, όταν τα τότε κυβερνητικά στελέχη επικαλούνταν τους Ολυμπιακούς Αγώνες για να μην κάνουν τίποτε. Ε, μετά αυτό φαίνεται ότι τους έγινε μόνιμη συνήθεια με τα γνωστά σε όλους μας αποτελέσματα.  
Με εξαίρεση, άλλωστε, το οικονομικό επιτελείο και, άντε, τα υπουργεία Εργασίας και Υγείας, δεν είδαμε και κανένα άλλο υπουργείο είτε να συμβάλει στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα είτε να προσπαθεί να περικόψει κάποια δαπάνη, έτσι ώστε να αποφευχθεί η «πεπατημένη» του σφαγιασμού μισθών, συντάξεων και επιδομάτων που, όπως όλα δείχνουν, περιλαμβάνει το περίφημο «πακέτο» που όλο «κλείνει» και όλο… μισάνοιχτο βρίσκεται.
Πολύ περισσότερο, όμως, είναι προσχηματική η «μετρολογία» που τείνει να γίνει… μονοαπασχόληση για την κυβερνητική λειτουργία, γιατί, λίγο ως πολύ, τα μέτρα που συζητούνται και ξανασυζητούνται όλο αυτό το διάστημα ήταν περίπου δεδομένα από την εποχή της κυβέρνησης του Λουκά Παπαδήμου, η οποία είχε εκπονήσει και σχετικό χρονοδιάγραμμα για την έναρξη της εφαρμογής τους από τον Ιούνιο.
Τότε, μάλιστα, ορισμένοι από τους σημερινούς κυβερνώντες είχαν αντιδράσει με… «ιερή αγανάκτηση» στην πρωτοβουλία εκείνου του κυβερνητικού επιτελείου να καταγράψει τις (μνημονιακές, κυρίως) υποχρεώσεις, τις οποίες τις έχουμε ακόμη μπροστά μας, επειδή, προφανώς τους χάλαγε την προεκλογική… μπουρδολογία για τα περίφημα «ισοδύναμα» που χάθηκαν στο δρόμο προς τις υπουργικές καρέκλες.
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι ύψιστη προτεραιότητα της σημερινής κυβέρνησης αποτελεί η μάχη για την παραμονή της χώρας στο ευρώ και, εν γένει, στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, όπως με κάθε ευκαιρία επισημαίνει ο κ. Σαμαράς. Ο στόχος αυτός, όμως, για να υπηρετηθεί, από την πλευρά μας, απαιτεί «πανστρατιά», στην οποία επικεφαλής δεν μπορεί παρά να είναι τα κυβερνητικά στελέχη.   
Η ακατάσχετη «μετρολογία», εξάλλου, προκαλεί  σημαντική ζημιά στην οικονομία και ευρύτερα στην ελληνική κοινωνία, καθώς εντείνει τα φαινόμενα παραλυσίας που επικρατεί σε όλο το εύρος της δημόσιας σφαίρας και συντηρεί την επενδυτική άπνοια, η οποία, με τη σειρά της, συμβάλει στο βάθεμα της ύφεσης και στην εκτίναξη της ανεργίας.
Γι΄ αυτό, κατά τη γνώμη μου, ο πρωθυπουργός και οι πολιτικοί αρχηγοί που στηρίζουν την κυβέρνηση, τώρα που «ο κόμπος έφτασε στο χτένι» και σε λίγες μέρες θα ψηφιστούν τα περιβόητα μέτρα, απαιτείται να λάβουν άμεσα την εξής πρωτοβουλία: να καθίσουν γύρω από το ίδιο τραπέζι, να καθορίσουν στόχους και προτεραιότητες για όλο εύρος της κυβερνητικής λειτουργίας και να… απαγορέψουν εφεξής την ενασχόληση με την… «μετρολογία».  Έτσι, ώστε να γίνει στις επόμενες εκατό ημέρες, αυτό που δεν έγινε στις πρώτες εκατό.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

Μύθοι και πραγματικότητες με αφορμή τη νέα κυβέρνηση

«Θα έπεφταν και τα τσιμέντα…», αν γινόταν γνωστό το παρασκήνιο που προηγήθηκε του σχηματισμού της νέας κυβέρνησης, έγραφε, προ ημερών, στην προσωπική του στήλη ένας από τους εκδότες που πρωταγωνίστησαν στην επιλογή  του νέου πρωθυπουργού και στην αναγκαστική στροφή που υποχρεώθηκαν να κάνουν οι αρχηγοί των δύο μεγάλων παρατάξεων, εγκαταλείποντας τους αρχικούς σχεδιασμούς να ηγηθεί του νέου σχήματος πολιτικό πρόσωπο και όχι ο τεχνοκράτης Λουκάς Παπαδήμος.
Η αμφίσημη αυτή έκφραση μπορεί να είναι ανοιχτή σε πολλές ερμηνείες, για τους γνωρίζοντες, όμως, συνιστά μια επιπλέον απόδειξη για το πόσο ευάλωτο είναι το εγχώριο πολιτικό σύστημα στα νέα δεδομένα που δημιούργησε η οικονομική κρίση, αλλά, συνάμα, και πόσο αδύναμο να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των δύσκολων περιστάσεων που διέρχεται η χώρα και να πείσει την ελληνική κοινωνία για τις πραγματικές διαστάσεις των προβλημάτων, αλλά και τις εφικτές λύσεις που απαιτείται να δοθούν.
Στον Τύπο και στις τηλεοράσεις, πολύ περισσότερο δε στο διαδίκτυο, αλλά ακόμα και στο ίδιο το Κοινοβούλιο, διακινούνται διάφορες θεωρίες για το πώς οδηγηθήκαμε στην κυβέρνηση Παπαδήμου, με την πλειονότητά τους να διαπνέεται από ένα πνεύμα συνωμοσιολογίας, που θέλει ως αφανείς σκηνοθέτες άλλοτε τα εγχώρια οικονομικά συμφέροντα και άλλοτε κάποιες απροσδιόριστες διεθνείς δυνάμεις που βυσσοδομούν εναντίον μας.     
Αν και ήμουν από εκείνους που έχουν επιχειρηματολογήσει κατά της κυβερνητικής λύσης που δόθηκε (σε αυτή τη στήλη έχω γράψει επανειλημμένα εναντίον μιας τέτοιας προοπτικής,  όπως, π.χ., στις 17/5, υπό τον τίτλο «Μόνον η πολιτική μπορεί να δώσει λύσεις»), εν τούτοις, πιστεύω, πλέον, ότι η υποχρεωτική «συγκατοίκηση» του ετερόκλητου αυτού συνονθυλεύματος, υπήρξε μια «λυτρωτική» εξέλιξη, υπό την έννοια ότι συμβάλει στο να διαλυθούν ορισμένοι από τους μύθους που θεωρώ ότι, όπως ενδεικτικά καταγράφονται πιο κάτω, επιδρούν καθοριστικά στην αδυναμία ορθολογικής ανάλυσης της πραγματικότητας.
Μύθος πρώτος: Η κρίση προέκυψε επειδή η κυβέρνηση Παπανδρέου δεν δανείστηκε εγκαίρως, καθώς ήθελε να φέρει το ΔΝΤ. Το γεγονός και μόνον ότι η «τρόικα» καλείται επειγόντως να παράσχει συνδρομή σε σειρά ευρωπαϊκών χωρών, από την βιομηχανικά ισχυρή Ιταλία έως την μέχρι πρότινος  εμφανιζόμενη ως «εθνικά υπερήφανη» Ουγγαρία, κονιορτοποιεί κάθε τέτοιον ισχυρισμό. Εκτός αν πιστεύει κανείς ότι Ρώσοι και Κινέζοι ήταν διατεθειμένοι να δανείσουν την Ελλάδα και μόνον την Ελλάδα, αλλά επειδή εκείνη δε δέχτηκε την προσφορά, θύμωσαν και, παρά τα υψηλά επιτόκια που προσφέρονται, δεν δανείζουν κανέναν άλλο.
Μύθος δεύτερος: Το δημοψήφισμα που πρότεινε ο τέως πρωθυπουργός μείωσε την αξιοπιστία της χώρας και γι΄ αυτό ζητούν έγγραφες δεσμεύσεις για να πάρουμε την έκτη δόση. Όταν ο Γιώργος Παπανδρέου καλούσε τον αρχηγό της ΝΔ να πάνε μαζί στις Βρυξέλλες στις 26 Οκτωβρίου, ο Αντώνης Σαμαράς απαντούσε ότι δε μπορούσε «να συναινέσει στο λάθος», τώρα, όμως, που ζητείται η δική του συνυπογραφή (όπως, άλλωστε, έχει ήδη γίνει με ομολόγους του σε Πορτογαλία και Ιρλανδία), θεωρεί μείζονα στόχο της παρούσας κυβέρνησης την εκταμίευση της δόσης και την έγκριση των αποφάσεων της συνόδου Κορυφής.    
Μύθος τρίτος: Ο Παπαδήμος είναι ο άνθρωπος των τραπεζών που τον επέβαλαν για να σωθούν.  Ο σημερινός πρωθυπουργός –καλώς ή κακώς- εργάστηκε μόνο στον δημόσιο τομέα και από τις θέσεις που κατείχε συνήθως είχε ελεγκτικό ρόλο έναντι του ιδιωτικών τραπεζών. Επεσήμανε, βεβαίως, πρόσφατα κινδύνους για τις τράπεζες εξαιτίας του αυξημένου «κουρέματος», αλλά, ούτως ή άλλως, τον τρόπο με τον οποίο θα γίνει η επανακεφαλαιοποίησή τους –δηλαδή, αν θα έχουν προνομιούχες ή κοινές μετοχές, που θα έχουν επίπτωση στο ιδιοκτησιακό τους καθεστώς- ο βαρύνων λόγος ανήκει στο Κοινοβούλιο.  
Μύθος τέταρτος: Η Ευρώπη θα μας σώσει ούτως ή άλλως, για να αποφύγει τη μετάδοση της κρίσης σε όλη την ευρωζώνη. Η κρίση στην ευρωζώνη, δυστυχώς, επεκτείνεται και αυτό δεν είναι καλό, καθώς το «γενναιόδωρο» ευρωπαϊκό πακέτο που φτιάχτηκε ειδικά για μας, που είχαμε τα μεγαλύτερα προβλήματα, θα αποδειχθεί ανεπαρκές για τα συνολικότερα προβλήματα που αναδύονται, οπότε είναι πιθανό δεδομένα του σήμερα να αποτελέσουν σοβαρά ενδεχόμενα του κοντινού αύριο.   
Μύθος πέμπτος: Η έκδοση του ευρωομολόγου θα αντιμετωπίσει τις αδηφάγες αγορές και, ως «πανάκεια», θα μας απαλλάξει , μεταξύ άλλων, από τα άδικα «χαράτσια». Πλανώνται πλάνην οικτρά όσοι πιστεύουν ότι μια χώρα που μέχρι πρότινος δεν ήξερε πόσους μισθοδοτούσε το δημόσιο και ακόμη δεν έχει μάθει πόσες χιλιάδες «μαϊμού» συντάξεις χορηγούν τα ασφαλιστικά της ταμεία, μπορεί να επιβάλει, έστω και με τη συνηγορία άλλων υπερδανεισμένων χωρών, την απαίτηση να δανείζεται με «γερμανικά» επιτόκια, συνεχίζοντας το σπορ της φοροδιαφυγής.  
Μύθος έκτος: Θέλουν να μας βγάλουν από το ευρώ (ή να μας κρατήσουν, γιατί εδώ οι συνωμοσιολόγοι αντιφάσκουν) με στόχο να μας πάρουν φθηνά την κρατική περιουσία. Αν ως χώρα ενστερνιστούμε το επιχείρημα που προβάλλουν τελευταία ορισμένοι «επώνυμοι» φοροφυγάδες, οι οποίοι θέλουν να διατηρήσουν τις πολυτελείς τους κατοικίες –ακόμη και στο Μαϊάμι-, αλλά να μην πληρώνουν τον ΦΠΑ που ενθυλάκωσαν, νομίζω ότι δεν θα μας λυπηθεί κανείς στο εξωτερικό.
Θα μπορούσα να συνεχίσω, παραθέτοντας πολλούς ακόμη «μύθους» αυτού τους είδους, αλλά νομίζω ότι είναι καλύτερα να αφήσουμε την ίδια την πραγματικότητα να ολοκληρώσει το «απομυθοποιητικό» της έργο, έστω και αν αυτό θα έχει τίμημα που θα κληθούμε, δυστυχώς, να το πληρώσουμε όλοι μαζί.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com/.

Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011

Συνεννόηση, ενότητα, σύνεση, απέναντι στα κομματικά λάβαρα

Δεν ξέρω αν οφείλεται στη μακρά παράδοση των συμμαχικών κυβερνήσεων που έχουν, ή αν… παραδειγματίστηκαν από την Ελλάδα, αλλά στη γειτονική μας  Ιταλία, όπου τα οικονομικά προβλήματα είναι σαφώς μικρότερα από τα δικά μας, κινήθηκαν πολύ πιο γρήγορα και μάλλον πιο αποφασιστικά και αποτελεσματικά από την ελληνική πολιτική ηγεσία.
Ο Μάριο Μόντι αντικατέστησε τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι σε συντομότερο χρόνο από εκείνον που χρειάστηκε ο Λουκάς Παπαδήμος για να διαδεχθεί τον Γιώργο Παπανδρέου, αλλά το σημαντικότερο είναι ότι οι ιταλικές πολιτικές ηγεσίες, με την ενεργό ανάμειξη του Προέδρου της ιταλικής Δημοκρατίας Τζόρτζιο Ναπολιτάνο, συνεννοήθηκαν καλύτερα και «έλυσαν τα χέρια» του μεταβατικού πρωθυπουργού, ο οποίος ανέλαβε τα ηνία της Ιταλίας χωρίς ασφυκτικά εκλογικά χρονοδιαγράμματα.
Υπό αυτές τις συνθήκες ο Ιταλός τεχνοκράτης πρωθυπουργός ξεκινά με καλύτερους οιωνούς από τον Έλληνα ομόλογο και «ομότεχνό» του, ο οποίος, εξαιτίας και της –αλλοπρόσαλης- κυβέρνηση που υποχρεώθηκε να σχηματίσει, μοιάζει να έχει «δεμένα τα χέρια» και καλείται να κινηθεί εν μέσω αμφιθυμιών και αμφιταλαντεύσεων των εγχώριων πολιτικών δυνάμεων που τον στηρίζουν, αλλά και της πολεμικής ατμόσφαιρας που συντηρούν όσοι ήθελαν «εδώ και τώρα εκλογές».
Κάποιοι ισχυρίζονται πως ήταν οι «παλινωδίες» του τέως πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου που οδήγησαν στη δυστοκία που παρακολουθήσαμε στη συγκρότηση του νέου κυβερνητικού σχήματος. Άλλοι αποδίδουν την εξέλιξη στην «αναποφασιστικότητα» του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας Αντώνη Σαμαρά να συναινέσει σε κάτι που περισσότερο από ενάμισι χρόνο αρνιόταν να αναγνωρίσει.
Ό,τι και από τα δύο και αν ισχύει, θεωρώ ότι, στην παρούσα συγκυρία, δεν έχει ιδιαίτερη αξία, παρά μόνον ίσως για να αποφανθεί ο ιστορικός του μέλλοντος ποιος έδειξε μεγαλύτερη γενναιότητα: αυτός που μπήκε στη φωτιά και, ενδεχομένως, ελλείψει σχεδίου και πυξίδας, «κάηκε», ή εκείνος  που μέχρι την τελευταία ώρα καθόταν απ΄ έξω και περιοριζόταν να κριτικάρει τη λάθος τακτική που ακολουθούσαν οι πυροσβέστες;
Η απάντηση, όμως, σε τέτοια ερωτήματα, θεωρώ ότι δεν είναι της παρούσης. Όταν η Ευρώπη, αλλά και ο πλανήτης ολόκληρος, κλονίζονται από ισχυρές προσεισμικές δονήσεις, εκείνο που, κατά τη γνώμη μου, προέχει είναι να κάνουμε ότι μπορούμε για να προστατευθούμε από τον επερχόμενο τεκτονικό σεισμό που απειλεί το ετοιμόρροπο οίκημα που λέγεται Ελλάδα. Και αυτό το καθήκον δεν ανήκει μόνον στις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις, αλλά αφορά ολόκληρο το πολιτικό σύστημα και το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας.
Τηρουμένων των ιστορικών αναλογιών, η απειλή που αντιμετωπίζουν σήμερα η Ευρώπη και οι λαοί της μοιάζει με τις παραμονές του τελευταίου Παγκόσμιου Πολέμου που, ας μην ξεχνάμε, μια από τις βασικές αιτίες που τον προκάλεσαν ήταν η οικονομική κρίση του 1929, η οποία, μπορεί να ξέσπασε σε μια περίοδο που ο πλανήτης δεν ήταν τόσο παγκοσμιοποιημένος, όσο σήμερα, δεν άφησε, παρά ταύτα, κανένα έθνος ανεπηρέαστο.
Ο τότε ηγέτης του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης, όντας πολιτικός κρατούμενος, δεν δίστασε, την επομένη της επίθεσης κατά της Ελλάδας, να συντάξει ανοικτή επιστολή και να ζητήσει συστράτευση του ελληνικού λαού στην αντίσταση κατά της απειλής που αντιμετώπιζε η χώρα. «Στον πόλεμο αυτόν που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως επιφύλαξη», έγραφε.
Το παράδειγμα του, δυστυχώς, δεν φαίνεται να οδηγεί πολλούς σύγχρονους Έλληνες, ομοϊδεάτες του και μη. Αντιθέτως, είναι αρκετοί εκείνοι που, προτάσσοντας το στενό προσωπικό τους όφελος, αδιαφορούν για τις συνέπειες που προκαλούν στο συλλογικό συμφέρον η υπόθαλψη των φαινομένων ανομίας που διατρέχουν την ελληνική κοινωνία και που, εν τέλει, δεν υπηρετούν, αλλά, κατά τη γνώμη μου, βλάπτουν τα πλέον αδύναμα στρώματα που χτυπιούνται από τη κρίση και θα χτυπηθούν ακόμη περισσότερο από την πλήρη κατάρρευση.
Αναρωτιέμαι, ειλικρινά, πόσο βλαπτικό για την ταξική πάλη, που επαγγέλλονται οι αριστερές δυνάμεις, θα ήταν ένα χρονικά περιορισμένο «μορατόριουμ», έως ότου κατακάτσει ο παγκόσμιος κουρνιαχτός από τη δίνη της οικονομικής κρίσης. Ακόμη μεγαλύτερη είναι η απορία μου με την επιμονή για προσφυγή στις κάλπες μέσα σε αυτό το δυσοίωνο διεθνές περιβάλλον, πριν καν η νέα κυβέρνηση και, κυρίως ο νέος πρωθυπουργός, δώσουν ένα πρώτο δείγμα γραφής.
Πιστεύω πως αν, έστω και για λίγο, υποσταλούν τα κομματικά λάβαρα, η Ελλάδα θα μπορούσε να σηκωθεί λίγο ψηλότερα. Και ευελπιστώ πως οι πολίτες, όταν, αργά ή γρήγορα, έρθει η ώρα της δικής τους ετυμηγορίας, θα επιβραβεύσουν εκείνους που θα ενστερνιστούν το τρίπτυχο: συνεννόηση, ενότητα και σύνεση, το οποίο προέταξε στην πρώτη δήλωσή του ο νέος πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος.
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 8 Νοεμβρίου 2011

Μετά τα μικρά βήματα πίσω, το μεγάλο άλμα προς τα εμπρός


Δυσκολεύομαι ειλικρινά να αποφασίσω τελεσίδικα αν πρέπει να ευαρεστείται ή να δυσαρεστείται κανείς για τις τελευταίες εξελίξεις στο πολιτικό πεδίο με την απόφαση της πολιτικής ηγεσίας της χώρας να καταλήξει –επιτέλους!- σε ένα μίνιμουμ συνεννόησης και στο σχηματισμό κυβέρνησης ευρύτερης στήριξης.
Η δυσκολία που αισθάνομαι εδράζεται στο γεγονός ότι δεν θέλω να κάνω την επιθυμία μου πραγματικότητα και, πολύ περισσότερο, γιατί πιστεύω πως τα μικρά βήματα πίσω που έγιναν την τελευταία εβδομάδα από τους πολιτικούς ταγούς, θα πρέπει να συνοδευτούν από ένα μεγάλο άλμα μπροστά που πρέπει να γίνει από την ελληνική κοινωνία για να αποφύγουμε οριστικά το γκρεμό, στον οποίο κρεμόμαστε εδώ και αρκετό καιρό.
Όπως επανειλημμένα στο παρελθόν, έτσι και τις τελευταίες ώρες, αναρωτιέμαι γιατί έπρεπε να φτάσουμε να απειλούμαστε, μέσω ταπεινωτικών τελεσιγράφων από τους εταίρους μας, με άμεση έξωση από το ευρώ για να συνειδητοποιηθούν οι τεράστιοι κίνδυνοι από την πορεία που ακολουθούσε η χώρα και να γίνει η επαναφορά στη σφαίρα της λογικής, με τόσο μεγάλη καθυστέρηση.
Δεν θέλω να καταλογίσω ευθύνες για το ποιος φταίει περισσότερο ή λιγότερο γι΄ αυτή την αργοπορία, ούτε πιστεύω ότι είναι ώρα να κοιτάξουμε πίσω και να θυμηθούμε τους όρους με τους οποίους διεξαγόταν, μέχρι πρότινος, ο δημόσιος διάλογος και ποιο ήταν το κλίμα υπό το οποίο οδηγηθήκαμε στις τελευταίες εξελίξεις.  
Οι «ωδίνες», ωστόσο, που προηγήθηκαν του «τοκετού» του νέου κυβερνητικού σχήματος, αλλά και η προσπάθεια που ήδη άρχισε για να πειστούν τα φανατικά ακροατήρια για το ποιος υποχώρησε λιγότερο ή περισσότερο από τον άλλο, δεν με κάνουν και πολύ αισιόδοξο για την επιτυχία και κυρίως για την μακροημέρευση του εγχειρήματος.
Θέλω, παρά ταύτα, να πιστέψω ότι αυτό θα συμβεί και όταν έρθει το πλήρωμα του χρόνου και παραδώσει η νέα κυβέρνηση τα ηνία στην επόμενη, θα έχει απομακρυνθεί οριστικά το φάσμα της επανόδου της χώρας σε ένα εθνικό νόμισμα και θα έχουμε επιστρέψει πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά στην ευρωπαϊκή ήπειρο.    
Χωρίς να με βρίσκει αντίθετο το αίτημα να «μιλήσει ο λαός», που από πολλές πλευρές προβάλλεται, ο ορισμός της ημερομηνίας των εκλογών σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, είναι ήδη μια υπονομευτική διαδικασία που θα επικρέμαται ως δαμόκλειος σπάθη, πάνω από τα κεφάλια όσων απαρτίζουν το νέο κυβερνητικό σχήμα.
Στο διάστημα, άλλωστε, ως τις εκλογές χρειάζεται να γίνουν πάρα πολλά, αλλά εκείνο που, κατά τη γνώμη μου, απαιτείται κυρίως είναι να αρχίσουν να αλλάζουν οι καταστροφικές νοοτροπίες των κάθε λογής ισχυρών αυτού του τόπου (επιχειρηματιών, μηντιαρχών, συνδικαλιστών, τοπαρχών, κ.ά.) που διαχέονται σε όλη την κοινωνία, στο όνομα της διατήρησης των «προνομίων» που εξασφάλισαν στο πέρασμα των χρόνων και για τη διατήρηση των οποίων αγωνίζονται.
Αν συνεχίσουμε να πορευόμαστε με «τσιτάτα» περί… κατοχικής κυβέρνησης που υπακούει στα κελεύσματα ξένων αφεντικών και ενστερνιζόμενοι κάθε είδους θεωρίες συνωμοσίας, η παραλυτική διαδικασία που έχει καταλάβει σχεδόν από άκρου εις άκρον την Ελλάδα, δεν θα επιτρέψει την απαραίτητη επανεκκίνηση για την οποία όλοι μιλάμε, αλλά λίγοι αγωνίζονται για να συμβεί.
Η χώρα, εξάλλου, δεν μπορεί παρά να εξακολουθήσει να παραμένει καθηλωμένη και να κινδυνεύσει να βρεθεί πολύ σύντομα καθημαγμένη όσο συνεχίζονται τα πολυσχιδή φαινόμενα ανομίας που παρατηρούνται σε όλο το εύρος της δημόσιας ζωής, με τα πολυποίκιλα (δήθεν) κινήματα «δεν πληρώνω», τα οποία, μπορεί να προβάλλουν ως άλλοθι τους ατιμώρητους πολιτικούς που πρωταγωνίστησαν σε σκάνδαλα, αλλά, τις περισσότερες φορές, συγκροτούνται ή καλύπτονται από πρόσωπα που διαπιστωμένα συμπεριλαμβάνονται στους έχοντες και κατέχοντες.
Επειδή θέλω να μείνω αισιόδοξος, θα κλείσω ευχόμενος τα μικρά βήματα πίσω που έγιναν από τις κομματικές ηγεσίες να ακολουθηθούν από το μεγάλο άλμα μπροστά που πρέπει να γίνει από όλους μας. Οι καιροί ου μενετοί!

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com/.

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011

Με εξάρσεις βίας και χάους δεν «ξορκίζεται» η κρίση


Ο θυμός, η διαμαρτυρία, ακόμη και η ανάγκη για εκτόνωση από την ασφυκτική πίεση, την οποία αισθάνεται η ελληνική κοινωνία, που επί δεκαετίες είχε «εκπαιδευθεί» με εντελώς διαφορετικό τρόπο από εκείνον με τον οποίο καλείται να πορευθεί εφεξής, δικαιολογούνται. Δικαιολογημένη, επίσης, ως ένα βαθμό, μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να θεωρηθεί και η εκδήλωση ασυνήθιστων μορφών αντίδρασης από εκείνους που πλήττονται βάναυσα από την κρίση.
Πίσω, ωστόσο, από τα πρόσφατα θλιβερά έκτροπα, είτε αυτά αφορούν τις προ ημερών συγκρούσεις διαδηλωτών στην πλατεία Συντάγματος, που επεκτάθηκαν σε διάφορες περιοχές της χώρας, είτε το αποκορύφωμα των ανεξέλεγκτων αντιδράσεων, με τη διακοπή των παρελάσεων κατά την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, ελλοχεύουν πολύ σοβαροί κίνδυνοι για την κοινωνική συνοχή και τη δημοκρατική ομαλότητα.
Οι δυνάμεις της βίας, του χάους και του μηδενισμού που έχουν απελευθερωθεί, βρίσκουν, δυστυχώς, πρόσφορο έδαφος για να προωθήσουν ιδέες και πρακτικές, τι οποίες είναι βέβαιο ότι η συντριπτική πλειονότητα της κοινωνίας, παρόλο που παρακολουθεί απαθής και αμήχανη τα τεκταινόμενα, απεύχεται να ζήσει τις συνέπειες της πλήρους εφαρμογής τους.  
Η ανομία, η αμαύρωση εθνικών επετείων, η ισοπέδωση θεσμών, η καταστροφική μανία εναντίον δημόσιας, αλλά και ιδιωτικής περιουσίας, η ποδοπάτηση συμβόλων, τα υβριστικά συνθήματα και –γιατί όχι;- οι υπερβολικές και διαστρεβλωτικές αναφορές από πολιτικά πρόσωπα, όπως και από μέσα ενημέρωσης που εκπροσωπούν συγκεκριμένα συμφέροντα, στις διαστάσεις των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε, σε τίποτε δεν εξυπηρετούν τους αδυνάτους της κοινωνίας μας, στο όνομα των οποίων υποτίθεται ότι εξεγείρονται πολλοί από τους διαμαρτυρόμενους που ανήκουν στην τάξη των βολεμένων.    
Αποτελεί κανόνα απαράβατο πως με την επικράτηση κοινωνικών συνθηκών «ζούγκλας», οι πρώτοι οι οποίοι θίγονται είναι οι αδύναμοι που γίνονται βορά στους ισχυρούς, οι οποίοι έχουν τρόπους να προστατεύουν τα δικά τους «κεκτημένα». Οι δημοκρατικές συνθήκες είναι οι μόνες που επιτρέπουν στους πολλούς να εκφράσουν τη βούλησή τους και, με την συλλογική ή την ατομική  δράση τους, να απαιτήσουν και να επιβάλλουν καλύτερες συνθήκες ζωής.
Η παγκόσμια, αλλά και η ελληνική, ιστορία βρίθουν από επεισόδια επικράτησης αυταρχικών λύσεων από δυναμικές μειοψηφίες, οι οποίες, σχεδόν πάντα, ήρθαν ως επιστέγασμα παρατεταμένων καταστάσεων πολιτικής και κοινωνικής αστάθειας, κατά τις οποίες οι θιασώτες του αυταρχισμού και της βίας, εκμεταλλευόμενοι, κατ΄ εξοχήν,  τις οικονομικές δυσκολίες, είχαν πάρει το «πάνω χέρι», εμφανιζόμενοι ως δήθεν υπερασπιστές των συμφερόντων του λαού.  
Η άνοδος του ναζισμού και του φασισμού μετά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την οικονομική κρίση του 1929, ο ελληνικός εμφύλιος που ακολούθησε με το τέλος του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τα Δεκεμβριανά και την αποτυχία εφαρμογής της συμφωνίας της Βάρκιζας –για την οποία η σημερινή ηγεσία της Αριστεράς δυσπιστεί (!) αν έπρεπε να είχαν κατατεθεί τα όπλα και αν καλώς ή κακώς δεν ενταχθήκαμε στον ανατολικό συνασπισμό-, όπως και οι κραυγές «δεν βρίσκεται ένας λοχίας» της περιόδου πριν από το 1967, είναι μόνον μερικά κραυγαλέα παραδείγματα.
Δεν υιοθετώ, ούτε κατά κεραία, τις ανοησίες που γράφηκαν αυτές τις μέρες σε μια γερμανική εφημερίδα για δήθεν κίνδυνο μιας νέας δικτατορίας στην Ελλάδα, γιατί η χώρα μας είναι πλέον μια ανοικτή ευρωπαϊκή κοινωνία που, παρόλα τα τρωτά και τα στραβά και τα ανάποδα που συμβαίνουν στο εσωτερικό της, δεν μπορεί να ποδηγετηθεί και να αποδεχθεί αυταρχικές λύσεις, όπως αυτές ίσως που έχουν κατά νου οι μειοψηφίες που φωνάζουν «Παπούλια, προδότη» (!) και θέλουν «κρεμάλες για όλους τους πολιτικούς», με μόνο στόχο, φυσικά, να πάρουν οι ίδιοι τα ηνία.
Δεν μπορώ, όμως, να κρύψω, την ανησυχία που ένοιωσα παρακολουθώντας τις εξελίξεις στην παρέλαση της Θεσσαλονίκης, αλλά και τη συνέχεια τους, όταν εκπρόσωποι πολιτικών δυνάμεων δεν εύρισκαν λόγια για την αυθωρεί και παραχρήμα καταδίκη της επίθεσης κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας ή άλλοι που έστρεφαν τα πυρά τους κατά της –σοφής, κατά τη γνώμη μου- απόφασης να μην επέμβει η Αστυνομία, επέμβαση που, αν είχε γίνει, θα αποτελούσε τη θρυαλλίδα για να μετατραπεί ολόκληρη η χώρα σε «Γης μαδιάμ», όπως ακριβώς επιδιώκουν οι δυνάμεις του αυταρχισμού και του χάους.       
Εκείνο το οποίο, νομίζω, ότι έχει περισσότερο ανάγκη τούτες τις δύσκολες ώρες η κοινωνία μας είναι η περίσκεψη, η ψυχραιμία και η αυτοσυγκράτηση στη δράση τόσο των συλλογικών οντοτήτων, όσο και ενός εκάστου εξ ημών. Με τις ακραίες εκδηλώσεις, τα ξεσπάσματα βίας, τις καταστροφές δεν «ξορκίζεται» η οικονομική κρίση. 
Καθώς βρισκόμαστε στο σκοτεινό και δύσβατο τούνελ της παρατεταμένης κρίσης, το χειρότερο που μπορεί να μας συμβεί είναι να ξεσπάσουμε πάνω στον συρμό που αγκομαχώντας παλεύει να μας βγάλει στο επόμενο ξέφωτο.  Το μόνο που επιτυγχάνουμε με τέτοιες ενέργειες είναι να παρατείνουμε την καθήλωση, στην οποία μας οδήγησαν χρόνιες παθογένειες.  

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

Ο «τρώσας και ιάσεται» τη ζημιά στην αξιοπιστία της χώρας


Η μικρή Σοφία, παιδί μεικτού γάμου, απάντησε καταφατικά και με πολύ καμάρι, όταν συμμαθητής της σε σχολείο του εξωτερικού τη ρώτησε αν «είναι μισή Ελληνίδα». Ίσως γιατί δεν περίμενε το σχόλιο «τώρα, δηλαδή, είσαι φτωχή…» που ακολούθησε.
Η πραγματική αυτή ιστορία που συνέβη αυτές τις μέρες σε χώρα της κεντρικής Ευρώπης, που θεωρείται από τις πλουσιότερες, είναι, νομίζω, άκρως ενδεικτική της τεράστιας ζημιάς που έχει προκληθεί από τη σχεδόν διετή έκθεση των ελληνικών οικονομικών προβλημάτων στο μεγεθυντικό φακό των πρωτοσέλιδων του διεθνούς τύπου και των τηλεοπτικών δελτίων ειδήσεων παγκοσμίως.
Το «κούρεμα» που υπέστη όλο αυτό το διάστημα η αξιοπιστία της χώρας είναι μάλλον μεγαλύτερο, ή, καλύτερα, «βαθύτερο», κατά την φρασεολογία του «συρμού», από την επικείμενη απομείωση των τίτλων του ελληνικού δημοσίου που αναμένεται να ανακοινωθεί αύριο στις Βρυξέλλες και οι οικονομικές συνέπειες της οποίας παραμένουν «αχαρτογράφητες».
Οι απόψεις, ειδικών και μη, για τα θετικά και τα αρνητικά της αναδιάρθρωσης που είναι αναγκαίο να γίνει στο δυσθεώρητο δημόσιο χρέος διίστανται. Οι λιγότεροι τόκοι, που θα απαιτείται να πληρώνουμε για την εξυπηρέτηση των δανείων τα οποία θα συνεχίσουν να «τρέχουν», είναι σίγουρα κάτι θετικό. Υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι η χώρα δεν θα συνεχίσει να παράγει νέα ελλείμματα, ώστε να έχει ανάγκη για νέο δανεισμό.
Από την άλλη, εφόσον το «κούρεμα» περιλάβει αυτή τη φορά και τους τίτλους του ελληνικού δημοσίου που κατέχουν τα ασφαλιστικά μας ταμεία, τα οποία είχαν εξαιρεθεί από την θνησιγενή, όπως αποδείχθηκε, λύση του περασμένου Ιουλίου, η ανάγκη για νέα χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό που μοιραία θα προκύψει, είναι πολύ πιθανό να συντηρήσει το «φαύλο κύκλο» της υπερχρέωσης, αφού δυνατότητες για νέες περικοπές στις συντάξεις και στις παροχές που χορηγούν τα Ταμεία δεν υπάρχουν.
Αδιευκρίνιστες είναι, βεβαίως, οι επιπτώσεις για τις ελληνικές τράπεζες, και, ακόμη κι αν δεν είμαστε μεταξύ εκείνων που θα… κλάψουν για όσα θα υποστούν, δεν μπορεί, ωστόσο, να μας αφήνει αδιάφορους το γεγονός ότι τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα ή θα ενισχυθούν και πάλι από το ελληνικό δημόσιο ή θα περάσουν σε «ξένα χέρια», εναλλακτικές λύσεις που και οι δύο δεν είναι χωρίς συνέπειες για την δοκιμαζόμενη –και εξαιτίας της έλλειψης ρευστότητας- ελληνική οικονομία.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αν τα ερωτήματα για το τι μέλει γενέσθαι με τους κατόχους των τίτλων του χρέους, δηλαδή τα Ταμεία και τις τράπεζες, παραμένουν ακόμη αναπάντητα, εκείνο που, κατά την άποψή μου, ισχύει χωρίς αμφιβολία είναι ότι η εικόνα της Ελλάδας στο διεθνές στερέωμα έχει πληγεί σχεδόν ανεπανόρθωτα, όπως καταδεικνύει η μικρή ιστορία που σας διηγήθηκα στην αρχή αυτού του σημειώματος.
Εστιάζω την προσοχή μου στην καταβαράθρωση της διεθνούς αξιοπιστίας της χώρας, όχι με όρους επικοινωνίας, αλλά με ό,τι αυτό συνεπάγεται, τόσο βραχυπρόθεσμα, όσο και μακροπρόθεσμα, για την προσέλκυση των αναγκαίων για την επανεκκίνηση της οικονομίας μας ξένων επενδύσεων, αλλά -ακόμη, ακόμη- και για την έλευση τουριστών. 
Για όλα αυτά, όμως, ας μην αναζητούμε το εύκολο άλλοθι της συνωμοσιολογικής προσέγγισης που θέλει ότι όλα αυτά μας συμβαίνουν επειδή τάχατες «μας μισούν» κάποιοι κακοί ξένοι. Με κίνδυνο να γίνω μονότονος θα επιμείνω για πολλοστή φορά ότι η υιοθέτηση τέτοιων απόψεων, το μόνο στο οποίο οδηγεί είναι στη διαιώνιση της σημερινής κατάστασης παραλυσίας που επικρατεί σχεδόν από άκρου εις άκρον της χώρας.
Εξίσου, παραλυτική είναι, κατά γνώμη μου, και η «επένδυση», υπό την μορφή «πανάκειας», στην κυβερνητική αλλαγή, η οποία, θα το επαναλάβω, αργά ή γρήγορα, θα επέλθει. Αν, όμως, δεν συνοδευτεί από αλλαγή νοοτροπίας, τίποτε δεν πρόκειται να γίνει. Οι κυβερνήσεις, άλλωστε, έρχονται και παρέρχονται, αλλά εμείς οι πολίτες είμαστε και θα είμαστε εδώ.
Γι΄ αυτό και πρέπει να παραδεχθούμε ότι οι νοοτροπίες που πλειοψηφικά επικράτησαν στην ελληνική κοινωνία, ακόμη, αν θέλετε, και με τον τρόπο που επιλέγαμε κυβερνήσεις, είναι αυτές που κυρίως μας οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση. Οπότε, δεν μένει, κατά την πεποίθησή μου, παρά να ενστερνιστούμε το ρητό «ο τρώσας και ιάσεται».

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011

Πορτογαλία: σαν σκηνές από (ελληνική) ταινία προσεχώς


Παρακολουθώ, αν και στην, πνιγμένη από πολλών ειδών σκουπίδια, εγχώρια επικαιρότητα, δεν τους δίνονται και ιδιαίτερη σημασία, τα όσα διαδραματίζονται στην –από πολλές απόψεις- πολύ κοντινή μας Πορτογαλία και βρίσκω να μοιάζουν σαν σκηνές από (ελληνική) ταινία προσεχώς.  
Θυμίζω ότι τον περασμένο Ιούνιο στην Πορτογαλία, που αντιμετώπιζε, ανάλογη με την ελληνική, οικονομική κρίση, άλλαξαν κυβέρνηση. Ο αρχηγός της κεντροδεξιάς αντιπολίτευσης Πέδρο Κοέλιο, υποχρέωσε τον σοσιαλιστή πρωθυπουργό Ζοζέ Σόκρατες, που είχε οδηγήσει τη χρεοκοπημένη χώρα του στο μηχανισμό στήριξης της «τρόικας», σε παραίτηση και, αφού μεσολάβησαν εκλογές, ανέλαβε εκείνος το τιμόνι της χώρας.
Νωρίτερα και παρά τις έντονες πιέσεις που του άσκησαν ομοϊδεάτες του στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, όπως η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, ο Κοέλιο είχε αρνηθεί να συνεργαστεί με τον πρωθυπουργό Σόκρατες, ο οποίος, αφού ήπιε μόνος το «πικρό ποτήρι» των πρώτων μέτρων λιτότητας, ουσιαστικά παρέδωσε την εξουσία, αφού, με την πολιτική που είχε υποχρεωθεί να ακολουθήσει, εκλογικό χαΐρι δεν επρόκειτο να δει στις πρόωρες κάλπες που αναγκάστηκε να στήσει.
Ο κεντροδεξιός Κοέλιο διεκήρυττε προεκλογικά ότι θα «επαναδιαπραγματευόταν το μνημόνιο» και θα άλλαζε το «μείγμα πολιτικής» του προκατόχου του, σκορπίζοντας μεγαλύτερα ρίγη συγκίνησης στα πέριξ της αθηναϊκής λεωφόρου Συγγρού από ότι στο κέντρο της Λισαβόνας. Στους τέσσερις μήνες, όμως, που είναι στην εξουσία, όχι μόνον επαναδιαπραγμάτευση δεν μπόρεσε να κάνει, αλλά ήδη έχει λάβει ως τώρα δύο «πακέτα» μέτρων λιτότητας.
Στα τέλη Ιουλίου ανακοίνωσε, με το πρώτο «πακέτο», μείωση των αποζημιώσεων απόλυσης (μέτρο στο οποίο στα καθ΄ ημάς τον είχε προλάβει ο Ανδρέας Λοβέρδος) και κατάργηση ή συγχώνευση δημοσίων φορέων -μεταξύ των οποίων και ένα τηλεοπτικό κανάλι- (όπως πολλάκις έχει ανακοινωθεί κι εδώ, αλλά ακόμη «παλεύεται» το ζήτημα). Στόχος, όπως είχε εξαγγελθεί, ήταν να περιοριστεί το έλλειμμα στο 5,9% στο τέλος του έτους και να λάβει η χώρα τις επόμενες δόσεις του δανείου των 78 δισ. ευρώ από την ΕΕ, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ.
Ο περιορισμός, όμως, του ελλείμματος στο προβλεπόμενο επίπεδο αποδείχθηκε «άπιαστο όνειρο», αφού αυτό εκτινάχθηκε κοντά στο 8%,  με αποτέλεσμα «τρύπα» 3 δισ. ευρώ στον φετινό προϋπολογισμό, που οι «τροϊκανοί» απαίτησαν από τον… «εθνικά υπερήφανο» κ. Κοέλιο  να το καλύψει άμεσα, αν θέλει επόμενη δόση.
Έτσι, την περασμένη εβδομάδα ο Πορτογάλος πρωθυπουργός, μαζί με τον προϋπολογισμό του 2012, ανακοίνωσε το δεύτερο «πακέτο» λιτότητας της θητείας του, με ακόμα πιο έντονο «ελληνικό χρώμα», αφού προβλέπει περικοπές σε μισθούς και «δώρα» όσων αμείβονται με μισθό πάνω από 1.000 ευρώ, καθώς και αύξηση του ΦΠΑ σε πολλά προϊόντα από το 13% στο 23%, όπως ακριβώς, δηλαδή, έγινε και στην Ελλάδα...
«Ζούμε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης», είπε σε τηλεοπτικό διάγγελμά του ο Κοέλιο, ο οποίος –άκουσον, άκουσον!- δέχθηκε πυρά από την αντιπολίτευση ότι θα βουλιάξει ακόμη περισσότερο την πορτογαλική οικονομία στην ύφεση. Ύφεση, η οποία για φέτος προβλεπόταν στο 1,9%, αλλά θα ξεπεράσει το 2%, ενώ υπολογίζεται στο 2,2% για το 2012, έναντι θετικής ανάπτυξης 1,4% το 2010, χρονιά κατά την οποία –μην ξεχνάμε- ότι για την Ελλάδα ήταν η τρίτη συνεχόμενη με ύφεση, καθώς, με βάση τα νεότερα στοιχεία, χτύπησε πρώτη φορά την πόρτα μας το 2008.
Ένοιωσα την υποχρέωση να τα θυμίσω όλα αυτά, όχι για να (υπο-)στηρίξω την κυβέρνηση, που είναι φανερό, άλλωστε, πως έχει χάσει τον «μπούσουλα», αλλά γιατί ενοχλούμαι από «τυφλές» -δήθεν συνδικαλιστικές- κινητοποιήσεις, με στόχο να προκληθούν άμεσες πολιτικές εξελίξεις και, συνάμα,  επειδή θυμώνω με όσους δείχνουν να μη διδάχτηκαν τίποτε από τη γενικευμένη κρίση που ζούμε και εξακολουθούν να υπόσχονται «λαγούς με πετραχήλια», εξαγγέλλοντας μείωση φορολογικών συντελεστών, ως αντίδοτο στη φοροδιαφυγή και κλείνοντας το μάτι σε κάθε είδους και κάθε μορφής διεκδίκηση.
Δεν έχω κανέναν δισταγμό να αναγνωρίσω –και με τη δέσμευση του γραπτού λόγου- ότι αργά ή γρήγορα η σημερινή κυβέρνηση θα αποτελέσει παρελθόν, υπό το βάρος των μέτρων που υποχρεώθηκε να λάβει και τα οποία βρίσκονται σε διάσταση με τις ιδεολογικές επιλογές της, ενώ έρχονται σε αντίθεση με όσα προεκλογικά διεκήρυττε, αγνοώντας ή παραβλέποντας –μικρή σημασία ίσως έχει, πλέον, ποιο από τα δύο ίσχυε- την «ωρολογιακή βόμβα» που καλούνταν να παραλάβει πριν από δύο χρόνια.
Για αρκετούς, μάλιστα, φίλους της κυβερνητικής παράταξης, η επιτάχυνση των πολιτικών εξελίξεων, θα λειτουργήσει «λυτρωτικά» για τον πολιτικό τους χώρο. Ενστερνίζομαι, εν πολλοίς, την άποψη τους, αλλά διστάζω να την υιοθετήσω, επειδή δεν είμαι βέβαιος ότι αποτελεί, τούτη τουλάχιστον την κρίσιμη ώρα, την καλύτερη λύση για τη χειμαζόμενη ελληνική οικονομία.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.     

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

Με πόσες, άραγε, προσευχές, γλυτώνουμε τον Αρμαγεδδώνα;

            «Θα τα καταφέρουμε με τη βοήθεια του Θεού! Γιατί βρισκόμαστε όλοι σήμερα σε πόλεμο επιβίωσης. Κι όπως ξέρετε, στα χαρακώματα δεν υπάρχουν άθεοι. Όλοι προσεύχονται!». Αντιγράφω αυτολεξεί την αποστροφή αυτή από την ομιλία του προέδρου της ΝΔ Αντώνη Σαμαρά στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, επειδή με εντυπωσίασε όσο τίποτε άλλο από όσα είπε.
Ακούγοντάς τον, σκέφθηκα, προς στιγμήν, το ανέκδοτο που λέει «καλός είναι ο αγιασμός, αλλά ας πάρουμε και καμία γάτα». Αναλογιζόμενος, όμως, ότι η κατάσταση, όπως είχε διαμορφωθεί λίγες ώρες νωρίτερα, με την ακύρωση του ταξιδιού του πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου στις ΗΠΑ, μετά τις δραματικές εξελίξεις στη σύνοδο των Ευρωπαίων υπουργών Οικονομικών στην Πολωνία, κατέληξα ότι δεν ήταν ώρα για χιούμορ.
Με δεδομένη, άλλωστε, την αντιμετώπιση, την οποία είχε, από τους εταίρους μας, ο αντιπρόεδρος Ευάγγελος Βενιζέλος, ο οποίος είχε προκαλέσει την άρον – άρον αποχώρηση από την Ελλάδα των εκπροσώπων των δανειστών μας, όταν, προ δύο εβδομάδων, ζήτησε «πολιτική διαπραγμάτευση», είναι να απορεί κανείς πως θα μπορούσε να πειστεί η τρόικα να επιστρέψει για να δώσει το «πράσινο φως» εκταμίευσης της απαραίτητης, για την πληρωμή μισθών και συντάξεων, δόσης, αν κάποιος τους έλεγε ότι στην Ελλάδα το έχουμε… ρίξει στην προσευχή.  
Η απορία συνδέεται ευθέως με το γεγονός ότι το τελευταίο διάστημα πληθαίνουν οι φωνές που ζητούν άμεση προσφυγή στις κάλπες, από τις οποίες η πιθανότερη εξέλιξη είναι πως τις τύχες της χώρας θα αναλάβει το κόμμα του κ. Σαμαρά. Ακόμη και φίλοι της κυβερνώσας παράταξης θεωρούν ότι η παρούσα κυβέρνηση δεν πρέπει να επωμιστεί ολόκληρο το βάρος από τα επώδυνα μέτρα που είναι αναγκαίο να ληφθούν για να αποφευχθεί η επισημοποίηση της χρεοκοπίας.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι «ούτως ή άλλως η σημερινή κυβέρνηση δεν διαθέτει την πολιτική νομιμοποίηση για να ασκήσει την πολιτική που υποχρεώνεται να ακολουθεί, καθώς δεν ψηφίστηκε γι΄ αυτά από τον ελληνικό λαό». Άλλοι επιστρατεύουν το επιχείρημα «ας πάρει την απασφαλισμένη χειροβομβίδα ο κ. Σαμαράς, ο οποίος δεν μπορεί να συνεχίζει να κερδοσκοπεί πολιτικά, υποσχόμενος φοροαπαλλαγές και κλείνοντας το μάτι σε κάθε –δικαίως ή αδίκως- διαμαρτυρόμενο»  
Σε όλα αυτά αντιπαρατάσσεται ο αντίλογος, σύμφωνα με τον οποίο «η κυβέρνηση Παπανδρέου δεν μπορεί να φυγομαχήσει σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία, αποποιούμενη των ευθυνών της απέναντι στη χώρα και ακολουθώντας την τακτική της προηγούμενης κυβέρνησης, η οποία μόλις είδε τα δύσκολα που είχε μπροστά της, πήγε στις πρόωρες εκλογές του φθινοπώρου 2009».
Δυσκολεύομαι, ειλικρινά, να ενστερνισθώ την μια ή την άλλη άποψη, καθώς θεωρώ ότι και οι δυο εστιάζονται στο εσωτερικό πολιτικό πεδίο και αγνοούν τον διεθνή παράγοντα που, είτε το θέλουμε, είτε όχι, είναι ο πλέον καθοριστικός για τι «μέλλει γενέσθαι», είτε εδώ στηθούν κάλπες, είτε όχι.
Όταν πανίσχυρες χώρες, όπως οι ΗΠΑ ή η Γαλλία, κλυδωνίζονται και μοιάζουν αδύναμες να αντιδράσουν στα κελεύσματα των αδηφάγων αγορών, δεν μπορεί να μην αναρωτιέται κανείς ποια περιθώρια ελιγμών μπορεί να έχει η υπερχρεωμένη Ελλάδα, η οποία, επιπροσθέτως, έχει βρεθεί στο διεθνές στόχαστρο όχι μόνον ως ο «αδύναμος κρίκος» της ευρωζώνης, αλλά και ως δακτυλοδειχτούμενη, επειδή δεν τηρεί τις δεσμεύσεις της.
Η στήλη έχει επισημάνει και κατά το παρελθόν ότι η βασική αποτυχία της σημερινής κυβέρνησης είναι ότι –καλώς ή κακώς- δεν έχει καταφέρει να πείσει το ευρύ κοινωνικό σώμα για την πραγματική διάσταση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα και τα οποία εστιάζονται στην ψευδή ευημερία που δημιούργησαν τα ελλείμματα παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας.
Όσο, λοιπόν, δεν συνειδητοποιείται αυτή η απλή αλήθεια, θα αφήνεται το πεδίο ελεύθερο σε κάθε λογής πολιτικούς κερδοσκόπους που βάζουν την καρέκλα τους πάνω από το συλλογικό κοινωνικό συμφέρον, αλλά και στα κάθε είδους συμφέροντα που, ας μη γελιόμαστε, θα επωφεληθούν από την χρεοκοπία της χώρας.
Γι΄ αυτό –θεοσεβούμενοι και… άθεοι- ας είμαστε τουλάχιστον «κουμπωμένοι» απέναντι σε όσους μας ζητούν προσευχή για να αποφύγουμε τον επερχόμενο Αρμαγεδδώνα.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 2 Αυγούστου 2011

Ο πρωθυπουργός και το «συν Αθηνά και χείρα κίνει»

         Όποια άποψη και αν έχει κανείς για τον πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου, εκείνο που δεν μπορεί να του αποδώσει είναι η φυγοπονία, για την οποία αρκετοί πιστεύουν ότι χαρακτηρίζει εν γένει τους πολιτικούς -συχνή είναι η αναφορά για ορισμένους που «δεν έχουν κολλήσει ούτε ένα ένσημο»- και πάντως ουδείς αμφιβάλει ότι χαρακτήριζε τον τέως πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή, που, όπως (κατα)μαρτυρούν στενοί του συνεργάτες, αντιμετώπιζε τα προβλήματα με την περιβόητη, πλέον, έκφραση «άσ΄ το για αργότερα».
          Τις σκέψεις αυτές έκανα καθώς, με την επαγγελματική του ιδιότητα, χρειάστηκε να βρεθώ την περασμένη Παρασκευή στην Άρτα, όπου ο πρωθυπουργός επί έξι ολόκληρες ώρες ήταν καθηλωμένος σε μια καρέκλα και άκουγε έναν προς έναν όλους τους φορείς της περιοχής να εκθέτουν στον ίδιο και στο κυβερνητικό κλιμάκιο που τον συνόδευε -ένας υπουργός και έξι υφυπουργοί- τα προβλήματα της περιοχής.

          Σε μια αναμφίβολα πρωτόγνωρη, όχι μόνον για τη διάρκεια της, διαδικασία εξαντλητικού διαλόγου, βρέθηκαν γύρω από το ίδιο τραπέζι και εξέθεσαν τις απόψεις και τους προβληματισμούς τους περισσότεροι από τριάντα εκπρόσωποι φορέων, προερχόμενοι από όλους τους πολιτικούς, αυτοδιοικητικούς, επιστημονικούς και παραγωγικούς χώρους.

          Χωρίς κανέναν αποκλεισμό ή άλλο περιορισμό δόθηκε ο λόγος από τον περιφερειάρχη Ηπείρου Αλέκο Καχριμάνη ή τον τοπικό βουλευτή της ΝΔ Κώστα Παπασιώζο, έως τους προέδρους των χοιροτρόφων και των πτηνοτρόφων της Άρτας. Και από τον πρύτανη του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων ή τον επικεφαλής του τοπικού σωματείου των ταξιτζήδων έως έναν μεμονωμένο επιχειρηματία, ο οποίος (ανα)ζητούσε εναγωνίως τη συνδρομή της πολιτείας για να υλοποιήσει στον τόπο του μια καινοτόμο, σε παγκόσμιο επίπεδο, ιδέα (πατέντα) που συνέλαβε και είναι, όπως εξήγησε, ένας ανελκυστήρας που κινείται χωρίς να καταναλώνει ενέργεια και για τον οποίο έχει, ήδη, εξασφαλισμένες παραγγελίες από το εξωτερικό.

          Ο πρωθυπουργός εξήγησε το χαρακτήρα της ανοικτής αυτής διαδικασίας, λέγοντας πως άποψη «για το πού πορεύεται η χώρα, πώς πρέπει να κινηθεί, με τι ρυθμούς και τι στόχους, δεν έχει μόνον η Αθήνα, έχει και η Άρτα, έχουν και οι πολίτες της περιφέρειας», ενώ προέτρεψε εξαρχής τους συνομιλητές του να μιλήσουν ανοικτά, αναφέροντας τους ότι είναι «καλοδεχούμενη και η κριτική».

          Ο ίδιος, άλλωστε, στην εισαγωγή του δεν έκρυψε την δυσμενή πραγματικότητα και είπε ξεκάθαρα: «Δεν ήρθα εδώ απλώς για να χαϊδέψω αυτιά, ούτε για να αρνηθώ ότι υπάρχουν προβλήματα, ούτε για να υποσχεθώ μαγικές λύσεις, αλλά για να συζητήσουμε μεταξύ μας, πώς από εδώ και πέρα θα πορευτούμε πολύ καλύτερα, αλλά και πώς φτάσαμε ως εδώ, ώστε να μην βρεθούμε ποτέ ξανά σ' αυτή την κατάσταση. Και κυρίως, για να μπορέσουμε μαζί να δημιουργήσουμε τη νέα Ελλάδα που όλοι μας θέλουμε, να μπούμε σε μια βιώσιμη ανάπτυξη και σε ένα δρόμο προοπτικής».  

          Χωρίς να λείψει ούτε ένα λεπτό από την αίθουσα -βγήκε μόνον για να πάει εκεί που και οι πρωθυπουργοί. πάνε μόνοι τους-, ο κ. Παπανδρέου, κατέγραφε, όπως και οι συνεργάτες του, όλα όσα ακούστηκαν στην πολύωρη σύσκεψη και στο κλείσιμό της συνόψισε, απαντώντας, ο ίδιος ή τα καθ΄ ύλην αρμόδια κυβερνητικά στελέχη, σχεδόν σε όλες τις (και επικριτικές σε ορισμένες περιπτώσεις) επισημάνσεις που εκφράστηκαν.

          Αν έγραψα τούτες τις γραμμές, δεν είναι για να ισχυριστώ ότι η παρουσία του πρωθυπουργού έλυσε τα προβλήματα της Άρτας ή της Ηπείρου, τις έγραψα, κυρίως, για το μεταφέρω το μήνυμα που εξέπεμπε η τοποθέτηση του πρωθυπουργού, ένα μήνυμα δημιουργικής και ουσιαστικής συμμετοχής της ελληνικής περιφέρειας στο αναπτυξιακό γίγνεσθαι της χώρας.

          Γι΄ αυτό και δεν θα σταθώ σε όσα θετικά ειπώθηκαν από υπεύθυνα κυβερνητικά χείλη για το λιμάνι της Ηγουμενίτσας ή τον ελληνοϊταλικό αγωγό φυσικού αερίου, το ειδικό πρόγραμμα για τον Αμβρακικό ή την παραχώρηση στο δήμο Αρταίων του «Ξενία» της πόλης για πολιτικές δραστηριότητες.

          Θα σταθώ μόνον στο θέμα της γαλακτοβιομηχανίας «Δωδώνη», που αφορά όλη την Ήπειρο, και που, κατά τη γνώμη μου, η τοποθέτηση του κ. Παπανδρέου, σηματοδοτεί την απαρχή για να δοθεί λύση στο μεγάλο αυτό αναπτυξιακό ζήτημα της περιφέρειας μας. «Μην αφήνετε το θέμα στην τύχη. Βρείτε τα σχήματα που δεν θα αλλοιώνουν τον χαρακτήρα της επιχείρησης. Δείτε τι συμμαχίες μπορείτε να συνάψετε. Εμείς είμαστε υπέρ της κοινωνικής οικονομίας και θέλουμε όχι μόνον να παραμείνει, αλλά και να μεγαλώσει η συνεταιριστική παράδοση», προέτρεψε τους παριστάμενους και κυρίως όσους είχαν νωρίτερα υποστηρίξει την -ανεδαφική, κατ΄ εμέ, όπως έχω εξηγήσει και με άλλες ευκαιρίες- άποψη να «μείνει ως έχει το ιδιοκτησιακό καθεστώς» της επιχείρησης.

          Εν ολίγοις, το μήνυμα του πρωθυπουργού μπορεί να συνοψιστεί στην αρχαιοελληνική ρήση: «συν Αθηνά και χείρα κίνει». Το ερώτημα, όμως, είναι αν οι αποδέκτες του μηνύματος είναι διατεθειμένοι να κουνήσουν τα χέρια τους.

  

          *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.