Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2013

Η στροφή του ΣΥΡΙΖΑ και το δημοσκοπικό «ταμείο»

            Το τελευταίο δημοσκοπικό «κύμα» δημιουργεί, αναμφισβήτητα, ένα θετικό momentum για την τρικομματική κυβέρνηση, αφού η κοινή συνισταμένη των ερευνών της κοινής γνώμης, που δημοσιοποιήθηκαν μέσα στον Ιανουάριο, δείχνει ότι, εν πολλοίς, το πολιτικό σκηνικό παραμένει αμετάβλητο στις βασικές παραμέτρους τους περασμένου Ιουνίου, οπότε αποτυπώθηκε αυθεντικά στην κάλπη η διάθεση του εκλογικού σώματος.
            Παρατηρώντας κανείς στατικά την εικόνα, βρίσκει, πράγματι, ότι τα κόμματα της συγκυβέρνησης ανακτούν τις απώλειες που κατέγραφαν το φθινόπωρο, όταν από αρκετές πλευρές διατυπωνόταν σοβαρές αμφιβολίες εάν θα περάσουν τα μέτρα που ήταν προαπαιτούμενα για να συνεχιστεί η χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας. Η αίσθηση, έστω, της οικονομικής σταθεροποίησης, που δημιούργησε η εκταμίευση των δανειακών δόσεων, φαίνεται ότι συνέβαλε και στην αποκατάσταση της πολιτικής σταθεροποίησης.
            Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, που αποτελεί το βασικό «αντίπαλον δέος» για τη σταθερότητα, ου μην αλλά και τη μακροημέρευση, της συγκυβέρνησης, εμφανίζει, όντως, μικρή κάμψη της απήχησής του στην κοινή γνώμη. Κάμψη, όμως, που είναι ευεξήγητη εάν λάβει κανείς υπόψη του τη συγκυρία και κυρίως τη μεταβατική φάση που διέρχεται για τη μετεξέλιξή του από συνονθύλευμα συνιστωσών σε μια ενιαία παράταξη που μπορεί να μιλήσει (και) στους «νοικοκυραίους».
            Βλέποντας τη δυναμική των μετρήσεων και αναγνωρίζοντας ότι, όπως σωστά λέγεται –συνήθως από τους… «χαμένους»-, οι δημοσκοπήσεις είναι «φωτογραφία της στιγμής», το σωστό συμπέρασμα στο οποίο μπορεί, κατά την άποψή μου, να οδηγηθεί ένας ψύχραιμος αναλυτής είναι ότι το παιχνίδι παραμένει ανοιχτό και οι πολιτικές ισορροπίες που διαμορφώνονται είναι απολύτως εύθραυστες.
             Μπορεί η κυβέρνηση να πέτυχε –όπως το πέτυχε- να περάσει από τη Βουλή τον ορυμαγδό των –επιβληθέντων από τους δανειστές μας στην συντριπτική πλειονότητά τους- μέτρων, αλλά η εφαρμογή τους μοιάζει πολύ δυσκολότερο εγχείρημα, εξαιτίας και του ότι εκείνοι που καλούνται να τα εφαρμόσουν συχνά δεν πιστεύουν στην αποδοτικότητά τους, ενώ, και σε αρκετές περιπτώσεις, δεν μπορούν ή/και δεν θέλουν να τα εφαρμόσουν.
            Άλλωστε, στους επτά μήνες που πέρασαν από τις εκλογές με μεγάλη δυσκολία μπορεί να βρεθεί κάτι δημιουργικό που να έγινε στη χώρα με κυβερνητική πρωτοβουλία. Πέρα από τις αιματηρές περικοπές δαπανών, που συνεχίζουν να βυθίζουν την οικονομία στην ύφεση και να ταΐζουν τον αδηφάγο Μινώταυρο της ανεργίας, ο απλός πολίτης δεν νομίζω ότι αισθάνθηκε κάποιο θετικό αντιστάθμισμα από την κυβερνητική λειτουργία που να βελτίωσε την καθημερινότητά του ή να του δημιούργησε αισιοδοξία για το μέλλον.
            Τι να πρωτοπεί κανείς; Για τα μεγάλα οδικά έργα που παραμένουν  βαλτωμένα; Για τη δημόσια διοίκηση που καθεύδει στην παραλυσία της; Για το ΕΣΠΑ που «ξεκολλάει» μόνον για επιμορφωτικά σεμινάρια; Για τη Δικαιοσύνη που βγάζει αποφάσεις έπειτα από μια δεκαετία; Για τα δημόσια νοσοκομεία που υπολειτουργούν; Για τις προμήθειες που παραμένουν μια μεγάλη χοάνη διασπάθισης δημοσίου χρήματος;       
             Το γεγονός ότι, για αταβιστικούς, ίσως, λόγους και επειδή, ενδεχομένως, δεν έχει προβληθεί, προσώρας, αξιόπιστη εναλλακτική λύση, η τρικομματική κυβέρνηση διατηρεί το δημοσκοπικό πλεονέκτημα, δεν μπορεί να καθησυχάζει τους κυβερνητικούς εταίρους. Εφόσον η οικονομική σταθεροποίηση, δεν συνοδευθεί και από κοινωνική σταθεροποίηση, που, σε απλά λόγια, «μεταφράζεται» σε «φρένο» στην ανεργία και στα «λουκέτα», το πλεονέκτημα αυτό θα εξανεμιστεί πολύ σύντομα.
            Η στροφή, εξάλλου, προς τον κυβερνητικό ρεαλισμό που φιλότιμα προετοιμάζει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορεί να ανακοπεί από τις πρόσκαιρες επικοινωνιακές εντυπώσεις που επιχειρείται να αναδειχθούν από ορισμένες «γκάφες» στελεχών της Κουμουνδούρου. Όταν κατακάτσει ο κουρνιαχτός που μοιραία προκαλείται από την αξιοσημείωτη στροφή του κ. Αλέξη Τσίπρα και περάσει η… ναυτία που αναπότρεπτα νοιώθουν κάποιοι στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, τότε θα έχει αφαιρεθεί από τη συγκυβέρνηση το βασικό επιχείρημα με το οποίο κέρδισε τις τελευταίες εκλογές.
            Το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή» που κυριάρχησε ως διακύβευμα στην αναμέτρηση του Ιουνίου, ακυρώνεται, πλέον, στην πράξη. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με την αποφασιστικότητα με την οποία η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θέτει σιγά – σιγά στο περιθώριο ακραίες αντιλήψεις ορισμένων στελεχών του, που –άλλοτε δικαίως και άλλοτε αδίκως- «δαιμονοποιούνται» από τη ΝΔ, διαμορφώνουν νέα δεδομένα στο πολιτικό σκηνικό. Υπό την αίρεση, βεβαίως, ότι η Κουμουνδούρου θα συνεχίσει με συνέπεια και χωρίς πισωγυρίσματα την ίδια τακτική, αποδοκιμάζοντας ή και υποχρεώνοντας σε αναδίπλωση όσους «φαλτσάρουν». 
            Με λίγα λόγια, το δημοσκοπικό «ταμείο» -και για τους μεν και για τους δε- θα γίνει λίαν προσεχώς. Όταν, από τη μια, περάσει το ταξιδιωτικό «τζετ λανγκ» του κ. Τσίπρα και ολοκληρωθεί η στροφή του ΣΥΡΙΖΑ. Και όταν, από την άλλη, καταδειχτεί ότι η τρικομματική κυβέρνηση μπορεί, όντως, να κυβερνήσει και δεν περιορίζεται στο να ψηφίζει μέτρα που άλλοι της επιβάλουν.
(Δημοσιεύτηκε στο www.ptotothema.gr στις 29 Ιανουαρίου 2013).

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013

Το σοκ που μπορεί να φέρει πολιτική ενότητα

Δεν ξέρω αν επέδρασε καταλυτικά το αναμφισβήτητα ισχυρό σοκ του τόσο «αναβαθμισμένου», για τα εγχώρια δεδομένα, τρομοκρατικού χτυπήματος, αλλά έχει νομίζω ενδιαφέρον ότι η «τυφλή» ενέργεια στο Mall έγινε η αφορμή για την πρώτη έπειτα από πολύ καιρό ομόθυμη στάση των πολιτικών δυνάμεων του συνταγματικού τόξου.
Το τελευταίο διάστημα η οξύτητα με την οποία γινόταν η πολιτική αντιπαράθεση, δεν άφηνε περιθώρια για τέτοιου είδους συμπτώσεις απόψεων και θέσεων, με αποτέλεσμα ανάλογα γεγονότα, όπως αυτό με τους προ ημερών πυροβολισμούς κατά των γραφείων της Νέας Δημοκρατίας, να γίνονται αφετηρίες για ανούσιους, διχαστικούς κομματικούς καβγάδες.
Η έκρηξη, όμως, στο πολυσύχναστο εμπορικό κέντρο του Αμαρουσίου, δείχνει ότι τα πράγματα έχουν σοβαρέψει πολύ. Κατέδειξε ότι δογματικού τύπου στερεότυπα του παρελθόντος, που αναζητούν απαντήσεις σε ερωτήματα του τύπου «ποιος ωφελείται;», ή, ακόμη, θεωρίες συνωμοσίας, που υποκρύπτονται πίσω από ερωτήσεις του στυλ «ποιος τους βάζει;» (τους δράστες,  για να κάνουν όσα κάνουν), δεν χωρούν σε τέτοιες περιστάσεις που διακυβεύονται ανθρώπινες ζωές και προκαλείται ανυπολόγιστη ζημιά στη διεθνή εικόνα της χώρας.
Ας το πάρουμε, επιτέλους, απόφαση ότι κανείς δεν ωφελείται και δεν μπορεί να ωφελείται πολιτικά από τέτοιες αποτρόπαιες πράξεις. Ούτε καν, αν θέλετε, οι ίδιοι οι… δράστες, αφού είναι το λιγότερο αστείο να πιστεύει κανείς στα σοβαρά ότι θα… επαναστατήσουν οι μάζες, επειδή θα ανατιναχθούν μέσα στη νύχτα μερικά ΑΤΜ τραπεζών ή ότι θα καταλυθεί ο καπιταλισμός επειδή θα φοβηθούν οι καταναλωτές και δεν θα συχνάζουν πια σε πολυκαταστήματα.
Όσο για το «ποιος τους βάζει;», χρειάζεται, μάλλον, κάποιος να κλείνει ερμητικά τα μάτια του στην πραγματικότητα, όχι μόνον την απώτερη ιστορική, αλλά και την πρόσφατη, με την εξάρθρωση της «17 Νοέμβρη» και τη γνωστή πλέον «ταυτότητα» του βασικού πυρήνα της, ή τις συλλήψεις μελών των νεώτερης γενιάς οργανώσεων, για να πλέκει με το μυαλό του σενάρια υποκίνησης από το κράτος ή το… παρακράτος.     
Όπως και να έχει, πάντως, το μόνο σίγουρο είναι ότι η στρατηγική της έντασης, την οποία επιδιώκουν οι δυνάμεις του σκότους και του χάους που κρύβονται πίσω από τέτοιες ενέργειες, συνιστά σοβαρή απειλή για την ελληνική κοινωνία, που καλείται να ζει με τον φόβο ότι μπορεί να αποτελέσει την «παράπλευρη απώλεια» μιας ασύμμετρης απειλής, την οποία η Πολιτεία και οι θεσμοί της (κυβέρνηση, κόμματα, Αστυνομία, Δικαιοσύνη, κ.λ.π.), δεν είναι σε θέση να την αντιμετωπίσουν.
Η απερίφραστη καταδίκη που καταγράφηκε από σύσσωμο τον πολιτικό κόσμο είναι, υπό αυτή την έννοια, μια καλή αρχή, που πρέπει, όμως, να έχει και συναινετική συνέχεια. Υπάρχουν πολλά πεδία για αντιπαράθεση ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις. Το να προσθέσουν και το ζήτημα της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας δεν ωφελεί κανέναν. Αντιθέτως βλάπτει πολλούς. Και, πάνω από όλα βλάπτει την κοινωνία που βιώνει τόσους άλλους φόβους (της ανασφάλειας, της ύφεσης, της ανεργίας, της δυσπραγίας, κ.ά.) που δεν χρειάζεται έναν ακόμη.
Οι διαφορετικές θέσεις για το Μνημόνιο, οι διαφωνίες για την φορολογία, οι αντιθέσεις για την οικονομική πολιτική, οι διαφοροποιήσεις στην προσέγγιση των διεθνών σχέσεων της χώρας είναι θεμιτές και πολλές φορές επιβεβλημένες από την πολυπλοκότητα των ζητημάτων αυτών και βεβαίως από τις διαφορετικές ιδεολογικές προτιμήσεις κάθε πολιτικού χώρου, όπως και κάθε πολίτη.
Η βία, όμως, και, ακόμη περισσότερο, η ένοπλη βία, που συνήθως είναι «τυφλή», για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά χρειάζεται ενότητα δυνάμεων και αρραγές μέτωπο για την πολιτική καταδίκη, την κοινωνική αποδοκιμασία και, εν τέλει, την εξάλειψη του φαινομένου της τρομοκρατίας με όλα τα μέσα που διαθέτει μια σύγχρονα οργανωμένη και δημοκρατική Πολιτεία. 
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 21.1.2013)

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2013

Οι κάλπικες μεθοδεύσεις τιμωρούν τους εμπνευστές τους

Μπορεί και να είναι το σωστότερο αυτό που πάει να γίνει με την προοπτική στην ψηφοφορία για τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής που θα διερευνήσει το σκάνδαλο με τη λίστα Λαγκάρντ, να στηθούν τρεις κάλπες, όσες, δηλαδή, οι προτάσεις κατηγορίας, και όχι τέσσερις, όσα και τα πρόσωπα που ζητείται να τους ασκηθεί δίωξη.

Η καθεμιά από τις προτάσεις που υπεβλήθησαν, από την κυβερνητική πτέρυγα, τον ΣΥΡΙΖΑ και τη σύμπραξη ΑΝΕΛ και Χρυσής Αυγής, ίσως έχει ένα συγκεκριμένο σκεπτικό, μια λογική αλληλουχία, διαφορετικά από τις άλλες που θα συζητηθούν από κοινού. Και, ενδεχομένως, ο ρόλος και η αρμοδιότητα των οιωνεί «δικαστών» που υποδύονται σε αυτή την απαράδεκτη, από πολλές απόψεις, διαδικασία οι βουλευτές να θεωρηθεί πως είναι ορθότερο να κρίνουν την κάθε πρόταση χωριστά και επί αυτής να αποφασίσουν εμμέσως για τα πρόσωπα και τις αποδιδόμενες κατηγορίες.

Όλα αυτά, όμως, που, όντως, δεν έχουν το ακριβώς ανάλογο ιστορικό προηγούμενο και δεν ξεκαθαρίζονται στο Σύνταγμα και στον Κανονισμό της Βουλής, μπορεί να ισχύουν υπό μια σαφή και ξεκάθαρη προϋπόθεση: Κάθε βουλευτής που θα αποφασίσει να συμμετάσχει σε αυτή τη διαδικασία δεν μπορεί παρά να είναι «υποχρεωμένος» να προσέρχεται και να ψηφίζει και στις τρεις κάλπες.

Ό,τιδήποτε άλλο, δηλαδή κάποιοι να ψηφίζουν σε μια, άλλοι σε δύο ή και στις τρεις κάλπες, μπορεί τυπικά να μην προσκρούει στο Σύνταγμα, στην ουσία, όμως, συνιστά απόλυτο εξευτελισμό όχι μόνον του Συντάγματος, αλλά, κυρίως, των ίδιων των πολιτικών και, εν γένει, της πολιτικής.

Ο βουλευτής ή οι βουλευτές που δεν θα πάνε να ρίξουν ψηφοδέλτιο –επιλέγοντας είτε το «ναι», είτε το «όχι», είτε το «λευκό», δεν θα βαρύνονται, ίσως, τόσο με το «αμάρτημα» της παραβίασης της μυστικότητας της ψήφου, που προνοεί το Σύνταγμα για ψηφοφορίες που αφορούν σε πρόσωπα, όσο θα έχουν υποπέσει στο «αδίκημα» του αυτοεξευτελισμού και, ακόμη χειρότερα, στο «έγκλημα» της καταρράκωσης του κύρους της πολιτικής.

Δεν μπορεί να υπάρχουν βουλευτές που να διστάζουν ή να φοβούνται να εκφράσουν την άποψή τους, όποια και αν είναι αυτή, επειδή, ενδεχομένως, θα θεωρηθεί ότι δεν ακολούθησαν την κομματική γραμμή. Δεν νοείται Βουλή, χωρίς ελεύθερους τους βουλευτές να πουν, έστω μυστικά, την άποψή της.

Σε όσους από τους ιθύνοντες της τρικομματικής κυβερνητικής συνεργασίας, θεωρούν ότι με τον τρόπο αυτό, μπορεί να επιβάλουν τη βούληση τους και να δημιουργήσουν ανάχωμα στις διαρροές, προστατεύοντας, δήθεν, την κυβερνητική σταθερότητα, πρέπει να υπενθυμίσει κανείς το πολύ ευχερές προηγούμενο της κυβέρνησης του κ. Κώστα Καραμανλή.

Η ουσιαστική κατρακύλα της περιβόητης «νέας διακυβέρνησης» ξεκίνησε όταν η τότε οριακώς πλειοψηφούσα Νέα Δημοκρατία έφθασε στο πρωτοφανές να αποχωρεί από την αίθουσα κάθε φορά που γινόταν συζήτηση και επέκειτο μυστική ψηφοφορία επί προτάσεων παραπομπής για σκάνδαλα εκείνης της περιόδου (Βατοπέδι, ομόλογα, κ.ά.), με αποκορύφωμα το πρόωρο και αιφνιδιαστικό κλείσιμο της Βουλής, τον Μάιο του 2009, για να επέλθει παραγραφή των αδικημάτων της περιόδου 2004-2007.

Η μεθόδευση εκείνη, η οποία έχει αρκετές αναλογίες με τη διαφαινόμενη τωρινή, αφού και στις δύο περιπτώσεις κυριαρχεί ο φόβος για παραπεμπτικές διαρροές από την πλειοψηφία κατά τη μυστική ψηφοφορία-, όχι μόνον δεν διέσωσε τους πρωταγωνιστές του κοινοβουλευτικού ευτελισμού, αλλά, αντιθέτως, τους καταδίκασε στη συνείδηση όλης της κοινωνίας, στην οποία παραμένουν «ένοχοι», ακόμη και αν δεν κάθησαν ποτέ στο σκαμνί.

Ας το ξανασκεφθούν, λοιπόν, ξανά και ξανά οι υπεύθυνοι των κοινοβουλευτικών ομάδων της συγκυβέρνησης και ας βρουν τρόπο να αποτρέψουν τη ζημιά που θα γίνει και η οποία, σε κάθε περίπτωση, θα είναι μεγαλύτερη από αυτή που θεωρούν ότι μπορούν να αποτρέψουν.

Το λιγότερο που μπορούν να κάνουν, για να περισώσουν, ίσως, ορισμένα προσχήματα, είναι να υποχρεώσουν τους βουλευτές τους να ψηφίσουν σε όλες τις κάλπες. Γιατί, αλλιώς, μπορεί να κερδίσουν την ψηφοφορία, αλλά θα χάσουν τα πάντα: που, εν προκειμένω, είναι η οριστική απώλεια και του τελευταίου ψήγματος αξιοπιστίας που έχει απομείνει στο πολιτικό μας σύστημα.

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2013

Οι «Πυρσογιαννίτες» της Κουμουνδούρου

            «Ποιος έκτισε τον κόσμο τέκνο μου;», ήταν το ερώτημα που θρυλείται ότι απηύθυνε Μητροπολίτης Ιωαννίνων σε ορεσίβιο νεαρό που είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον να χειροτονηθεί ιερέας. «Οι Πυρσογιαννίτες, δέσποτα!», απάντησε με απόλυτη βεβαιότητα ο νέος, που είχε υπόψη του ότι οι ξακουστοί μαστόροι της Πυρσόγιαννης, που ήταν το χωριό του, είχαν κτίσει όλα τα σπίτια της ευρύτερης περιοχής και είχαν επεκτείνει την πετυχημένη επαγγελματική δραστηριότητα τους και πέραν αυτής.
            Το ιστορικό αυτό ανάλεκτο μού ήρθε κατά νου διαβάζοντας το πολυσέλιδο κείμενο της πρότασης για τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής που κατέθεσε στη Βουλή η κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΑ, ζητώντας την άσκηση ποινικής δίωξης κατά των κυρίων Γιώργου Παπακωνσταντίνου και Ευάγγελου Βενιζέλου, αλλά και την απόδοση πολιτικών ευθυνών σε σύμπασα την πολιτική τάξη των τελευταίων ετών για τους χειρισμούς στην περιβόητη υπόθεση με τη λίστα Λαγκάρντ.
            Ο Πυρσογιαννίτης υποψήφιος παπάς του θρύλου εξέφρασε και μια μικρή αμφιβολία όταν ο δεσπότης, θέλοντας να ακούσει και κάτι περί της συνεισφοράς του Θεού στο κτίσιμο του κόσμου, επανήλθε: «Καλά, δεν βοήθησε κανένας άλλος, τέκνο μου;», τον ρώτησε. «Ε, βοήθησαν και λίγο οι Βουρμπιανίτες», απάντησε ο νεαρός, αναγνωρίζοντας μια, έστω, μικρή συνεισφορά στην κτίση του κόσμου στους κατοίκους της Βούρμπιανης, του διπλανού με την Πυρσόγιαννη χωριού.
            Σε αντίθεση με τον επίδοξο ιερέα, στο εντυπωσιακό από πολλές απόψεις, αλλά κυρίως για την αυταρέσκεια των συντακτών του, κείμενο με τις υπογραφές των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να εκφράζεται καμία αμφιβολία. Ο κόσμος όλος περιστρέφεται γύρω από την Κουμουνδούρου. Και στην υπόθεση με τη λίστα Λγκάρντ, μάλλον δεν θα… υπήρχε κόσμος, αν δεν υπήρχαν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, σύμφωνα με το πνεύμα που αποπνέεται από την πρόταση κατηγορίας της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
            Στο προοίμιο, άλλωστε, του κειμένου, κάτω από τον βαρύγδουπο υπότιτλο «οι σκελετοί βγαίνουν από τις ντουλάπες της εξουσίας», διαβάζει κανείς το ακόλουθο εκπληκτικό για την μονομέρεια, ου μην αλλά και την εμπάθεια (η οποία, πάντως, διατρέχει όλο το κείμενο) απόσπασμα:  «Η υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ και οι συναφείς εξελίξεις που πυροδοτήθηκαν από την επιμονή του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ να διερευνηθεί σε βάθος η υπόθεση παρά τα πρωτοφανή εμπόδια που συνάντησε από σύσσωμο το σύστημα εξουσίας, πολιτικά στελέχη, βουλευτές, υπουργούς, και, φυσικά, «εντεταλμένους» δημοσιογράφους που λειτούργησαν ως υποτακτικοί οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων, ανοίγει μια χαραμάδα που επιτρέπει στον ελληνικό λαό να διακρίνει όψεις της δυσώδους πραγματικότητας που κρύβεται πίσω από την κουρτίνα της προσχηματικής “πολιτικής ορθότητας” και της υποκριτικής ηθικολογίας των κυβερνητικών αξιωματούχων».
Τι καταλαβαίνει κανείς από τα πιο πάνω;  Ότι στην υπόθεση της διερεύνησης της λίστας Λαγκάρντ βρίσκονται αντιμέτωποι δύο… κόσμοι: από τη μια ο… ηρωικός ΣΥΡΙΖΑ που μάχεται κατά πάντων και από την άλλη… όλοι οι άλλοι, που είτε «εκπροσωπούν το σύστημα εξουσίας» ή είναι «εντεταλμένοι» και «υποτακτικοί» συμφερόντων. Τόσο απλά. (Ή μήπως τόσο απλοϊκά;). 
Για τους νομικούς φωστήρες της Κουμουνδούρου, η επίμονη δημοσιογραφική έρευνα που ανέδειξε την «εξαφάνιση» της λίστας δεν υπάρχει. Οι δύο δικογραφίες που σχημάτισαν και έστειλαν στη Βουλή οι οικονομικοί εισαγγελείς δεν υφίστανται. Όπως δεν υφίστανται οι ερωτήσεις των βουλευτών των άλλων κομμάτων, ούτε η πρωτοβουλία τους να συγκληθεί η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, ή, πολύ περισσότερο, η κίνηση του υπουργείου Οικονομικών να γίνει νέο αίτημα προς τις γαλλικές αρχές για να έρθει το πρωτότυπο της λίστας και να γίνει αντιπαραβολή του με το αντίγραφο, από την οποία αποκαλύφθηκε η αλλοίωση της λίστας.
Πέραν, όμως, από την εγωπαθή μονομέρεια των συντακτών της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ, που διεκδικούν για τους εαυτούς τους όλη τη… δόξα των αποκαλύψεων σε αυτή την πολύκροτη υπόθεση, εκείνο που περισσότερο από κάθε τι άλλο χαρακτηρίζει το κείμενο τους είναι η πολιτική εμπάθεια που αναδύεται μέσα από επανειλημμένους βερμπαλισμούς του τύπου: «η ηθική ποιότητα και το ποιοτικό ανάστημα των “ηρώων” της ελληνικής μεταπολιτευτικής δημοκρατίας», ο «τρικομματικός κυβερνητικός “όρκος σιωπής”» και άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια που… προετοιμάζουν τον αναγνώστη για το επερχόμενο τέλος του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού που θα προέλθει από την εισαγγελική ρομφαία της Κουμουνδούρου.
Καταφανή πολιτική εμπάθεια, εξάλλου, μαρτυρούν οι ακροβασίες που γίνονται με την –προφανώς- σκόπιμη σύγχυση που επιχειρείται ανάμεσα στον καταλογισμό πολιτικών ευθυνών για ολέθριους χειρισμούς, που αναμφισβήτητα έγιναν στη συγκεκριμένη υπόθεση, και στην αναζήτηση ποινικής ευθύνης, προκειμένου να δικαιολογηθεί η επιχειρούμενη στοχοποίηση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ κ. Ευάγγελου Βενιζέλου, προς τον οποίο η… κατηγορούσα αρχή του ΣΥΡΙΖΑ δεν φείδεται χαρακτηρισμών, παρότι τον χρήζει –χωρίς στοιχεία- κατηγορούμενο, αποδίδοντας του τα βαρύτατα αδικήματα της υπεξαίρεσης εγγράφου, της απιστίας και της παράβασης καθήκοντος.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς εξειδικευμένος νομικός για να αντιληφθεί ότι είναι εντελώς διαφορετικό ζήτημα η απόδοση πολιτικών ευθυνών για πιθανούς λανθασμένους χειρισμούς κάποιου που άσκησε εξουσία, από την ενεργοποίηση, κατά το άρθρο 86 του Συντάγματος, εναντίον του ποινικής δίωξης, για την οποία απαιτούνται τουλάχιστον αποχρώσες ενδείξεις ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε με δόλο. Αν, άλλωστε, προκύψουν τέτοιες ενδείξεις κατά τη διερεύνηση που θα ξεκινήσει για τον κ. Παπακωνσταντίνου, η Βουλή έχει τη δυνατότητα να επανέλθει και να κατηγορήσει και τον κ. Βενιζέλο.
Οι γενικόλογοι, όμως, ισχυρισμοί περί υποψιών «διαπλοκής» μέσω της λίστας και πιθανής χρήσης της κατά την προεκλογική περίοδο, μένει να αποδειχθούν. Το βάρος της απόδειξης το φέρουν ακέραιο οι κατήγοροι, οι οποίοι, στην αντίθετη περίπτωση, θα βαρύνονται αιωνίως με την κατηγορία της καθυπόταξης της ηθικής και του δικαίου στην πολιτική σκοπιμότητα της διεκδίκησης με κάθε μέσο της εξουσίας. Και, όπως μάλλον θα συμφωνούσε ακόμη και ο Πυρσογιαννίτης επίδοξος ιερωμένος, ο σκοπός δεν αγιάζει (πάντα) τα μέσα.      
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

Αλεπούδες και σκαντζόχοιροι


Δεν χρειάζεται, νομίζω, να πάσχει κανείς από… προγονοπληξία –ασθένεια ευρέως διαδεδομένη μεταξύ των σύγχρονων συνελλήνων- για να αναγνωρίσει ότι στην αρχαιοελληνική διανόηση βρίσκουν τις ρίζες τους πολλές από τις απόψεις που κυριαρχούν στον σημερινό κόσμο.
Κάνω τη διαπίστωση αυτή, έχοντας μόλις ολοκληρώσει την ανάγνωση του ενδιαφέροντος βιβλίου, με τίτλο «Το σινιάλο και ο θόρυβος», που συνέγραψε, πρόσφατα, ο Αμερικανός δημοσιογράφος Νέιτ Σίλβερ, ο οποίος, παρά το σχετικά νεαρό της ηλικίας του -είναι μόλις 34 ετών- θεωρείται ως «γκουρού» των προγνώσεων στις ΗΠΑ, καθώς, μεταξύ άλλων, προέβλεψε, βασιζόμενος σε επιστημονικές προσεγγίσεις, με μεγάλη ακρίβεια την επικράτηση του Μπαράκ Ομπάμα, τόσο στην τελευταία όσο και στην προηγούμενη προεδρική αναμέτρηση.
«Κλειδί», κατά τη δική μου ανάγνωση, της ανάλυσης του Ν. Σίλβερ, ο οποίος σπούδασε οικονομικά και, πριν ασχοληθεί παθιασμένα με τον τομέα των πολιτικών, οικονομικών και άλλων προγνώσεων, δοκίμασε –με επιτυχές αποτέλεσμα…- την τύχη του στον ηλεκτρονικό τζόγο (!), αποτελεί το επίγραμμα του λυρικού ποιητή του 7ου π.Χ. αιώνα Αρχίλοχου του Πάριου, που λέει «πολλ'  οίδ'  αλώπηξ, εχίνος δε εν, μέγα» και η απόδοση του στα νεοελληνικά είναι: «η αλεπού ξέρει πολλά και ο σκαντζόχοιρος ένα, μεγάλο».
Κατά τη θεώρηση του αρχαιοελληνικού επιγράμματος που κάνει ο συγγραφέας, οι «σκαντζόχοιροι» αφιερώνουν όλη τους τη ζωή σε ένα - δύο ζητήματα που θεωρούν μεγάλα και, λειτουργώντας ως «παλληκαράδες», επιμένουν στις απόψεις τους, τις οποίες είναι απρόθυμοι να αλλάξουν ακόμη και όταν πέφτουν έξω. Είναι δε τόσο προσηλωμένοι στην ιδεολογία τους που περιμένουν ότι οι λύσεις στα καθημερινά προβλήματα θα έρθουν μέσα από κάποια μεγάλη θεωρία ή από έναν μεγάλο αγώνα.
Αντίθετα, οι «αλεπούδες», όπως υποστηρίζει ο Ν. Σίλβερ, χρησιμοποιούν τη συσσωρευμένη διεπιστημονική γνώση και προσαρμόζουν τις προσεγγίσεις τους ανάλογα με τις πραγματικές συνθήκες, ενώ κάνουν, όποτε χρειάζεται, την αυτοκριτική τους. Κυρίως, όμως, αναγνωρίζουν την πολυπλοκότητα που περιβάλλει το σύμπαν στο οποίο ζούμε, δυσπιστούν στις ιδεολογικές εμμονές και βασίζονται περισσότερο στην παρατήρηση και λιγότερο στη θεωρία.
            Ο συγγραφέας έχει την άποψη ότι στον σημερινό πολύπλοκο κόσμο, με την υπερπληθώρα πληροφοριών, οι «αλεπούδες» είναι πιο αποτελεσματικές στο να κάνουν ακριβέστερες προγνώσεις και προβλέψεις για τα μελλούμενα. Κι αυτό διότι, παρότι, ενδεχομένως, υστερούν σε εξειδικευμένη γνώση ενός συγκεκριμένου τομέα, η πλουραλιστική προσέγγιση που έχουν απέναντι στα πράγματα τις βοηθά, αφενός, να αναγνωρίζουν τον «θόρυβο» από τα δεδομένα και, αφετέρου, να έχουν μικρότερη ροπή προς το λάθος «σινιάλο», όπως συμβαίνει με τους εμμονικά μονοδιάστατους «σκαντζόχοιρους».
Διαβάζοντας το βιβλίο είχα πολλές φορές την αίσθηση ότι το επίγραμμα του Αμφίλοχου, όπως και η προέκταση που δίνει σε αυτό ο Νέιτ Σίλβερ, περιγράφουν, εν πολλοίς, τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα που, κατά την άποψή μου, κατακλύζεται από «σκαντζόχοιρους», οι οποίοι δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν το καινούργιο περιβάλλον που δημιουργείται γύρω μας, επειδή (θέλουν να) είναι προσκολημένοι σε ξεπερασμένα δόγματα, ανιστόρητες δοξασίες και υπερβολικές φαντασιώσεις.
Η παρατηρούμενη, συχνά, άρνηση της πραγματικότητας, η επιμονή σε παρωχημένες θεωρίες που έχουν αποτύχει παταγωδώς όπου εφαρμόστηκαν, η υιοθέτηση αναποτελεσματικών παραδοσιακών τρόπων ανάλυσης για σύγχρονα γεγονότα, είναι στοιχεία που στις μέρες μας προκαλούν μεγάλο «θόρυβο», τέτοιον, όμως, που, τις περισσότερες φορές, μας οδηγεί στο να χάνουμε το «σινιάλο» για να διαχειριστούμε αποτελεσματικά τη νέα πραγματικότητα και, κυρίως, να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις του μέλλοντος.
Ισχυρισμοί του τύπου «δεν φταίμε εμείς για τον υπερβολικό δανεισμό της χώρας, αλλά εκείνοι που την δάνειζαν», παραδοσιακού χαρακτήρα δοξασίες για «οικοδόμηση συμμαχιών με λαούς του Τρίτου Κόσμου» ως προϋπόθεση εξόδου από την κρίση, ή, ακόμη χειρότερα, φαντασιακές εξιδανικεύσεις του απώτερου παρελθόντος της εκτεταμένης φτώχειας και περιθωριοποίησης για το συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα του ελληνικού πληθυσμού, μαρτυρούν εμμονή που παραπέμπει στους «σκαντζόχοιρους» του επιγράμματος.     
Μια ματιά, εξάλλου, στην ιστορία –πρόσφατη και παλαιότερη, ελληνική και παγκόσμια- δείχνει ότι οι πολυμήχανες και προσαρμοστικές «αλεπούδες» είναι εκείνες που μπορεί να αδράξουν τις ευκαιρίες και να αλλάξουν τον κόσμο, επειδή ακριβώς δεν παραμένουν προσκολλημένες σε δόγματα και αντιμετωπίζουν την πραγματικότητα όχι όπως θα ήθελαν να είναι, αλλά όπως πραγματικά είναι και όπως οι ίδιες με την προσπάθεια τους μπορεί να τη διαμορφώσουν.
Νομίζω, λοιπόν, πως το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε, ειδικά τούτες τις μέρες, που δίνουν αφορμές για ανασκοπήσεις και εσωτερικές ενατενίσεις, είναι να (ξανα-)δούμε με «αλεπουδίσια» ματιά την -ούτως ή άλλως, πολύπλοκη και γεμάτη αβεβαιότητες- πραγματικότητα που βιώνουμε. Έτσι ώστε, διδαγμένοι από τα παθήματα του παρελθόντος και με αυτοκριτική –και όχι μόνον σκέτα κριτική- διάθεση, να προσπαθήσουμε να την αλλάξουμε.     
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com. 

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2012

Το «έγκλημα» δεν ήταν στιγμιαίο, το ίδιο και η ανάκαμψη

Η ζωή, αρκετές φορές, ξεπερνάει και την πιο οργιώδη φαντασία. Γιατί, αλήθεια, ποιος θα φανταζόταν πριν από τρία ή πέντε χρόνια ότι θα ερχόταν  η ώρα που θα περνούσαν την πόρτα του Κορυδαλλού ή θα απειλούνταν με αυτήν, τόσοι μεγαλόσχημοι που μέχρι πρότινος, κατέκλυζαν τις σελίδες του lifestyle, παριστάνοντας τους μεγάλους «χορηγούς» με χρήματα που, προφανώς, δεν ήταν δικά τους;
Το πάθημα του Γιώργου Κοσκωτά, ο οποίος με τα κλεμμένα της Τράπεζας Κρήτης, αγόραζε, στα μέσα της δεκαετίας του ΄80 «ό,τι πετούσε και ό,τι κολυμπούσε», για να βρεθεί σε λιγότερο από μια δεκαετία πίσω από της φυλακής τα σίδερα, όχι μόνον δεν φαίνεται να έγινε μάθημα, αλλά, μάλλον, λειτούργησε ως πρότυπο για το «επιχειρείν» στην Ελλάδα από πλειάδα ασφαλιστών, κατασκευών, τραπεζιτών, ακόμη και… μόδιστρων!    
Τις ίδιες παραδοξότητες παρατηρεί κανείς και στον τρόπο που διαμορφώθηκε η πολιτική ζωή, ιδίως μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Γιατί, πόσο υψηλές, άραγε, μαντικές ικανότητες θα έπρεπε να διέθετε κανείς για να προβλέψει πριν από δυο τρία χρόνια ότι ένας μικρομεσαίος βουλευτής, χωρίς καμία προηγούμενη θετική διάκριση στη ζωή του, θα πετύχαινε, μέσα από τα social media, να πείσει το 10% των Ελλήνων ότι έχει στο τσεπάκι του όλες τις μαγικές λύσεις και μεταξύ αυτών να απαλλάξει, εν μια νυκτί, τη χώρα από το «επονείδιστο» χρέος;
Εκεί, που, κατά το παρελθόν, απέτυχαν προσωπικότητες με οντότητα, οι οποίοι, σε ορισμένες, τουλάχιστον, περιπτώσεις, είχαν τη δυνατότητα να αρθρώσουν έναν λόγο διαφορετικό από τον κυρίαρχο δικομματισμό, εμφανίστηκαν από το… πουθενά σχήματα, όπως οι «Ανεξάρτητοι Έλληνες» του κ. Πάνου Καμμένου, που τσαλαβουτώντας στα θολά νερά της κρίσης, αλίευσαν τόσες ψήφους που ούτε στα όνειρά τους δεν είχαν πολιτικοί όπως ο Κωστής Στεφανόπουλος, ο νυν πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, ο Δημήτρης Τσοβόλας, ο Γιώργος Καρατζαφέρης, ο Γιάγκος Πεσμαζόγλου, ο Αντώνης Τρίτσης, ο Γεράσιμος Αρσένης και –γιατί όχι;- ο Λεωνίδας Κύρκος και άλλοι που αποτόλμησαν να ιδρύσουν τα δικά τους κόμματα.
Η φάση αποσύνθεσης, στην οποία υπεισέρχεται, πλέον, το κόμμα Καμμένου, καθώς οι… δράκοι των συνωμοσιολογικών παραμυθιών φαίνεται να καταπίνουν και τον ίδιο τον εμπνευστή τους, όπως και οι χειροπέδες που φορούν ο ένας μετά τον άλλο οι νεόκοποι ολιγάρχες που πρωταγωνίστησαν στην οικονομική ζωή των τελευταίων δεκαετιών, είναι, κατά την άποψή μου, δύο άκρως διδακτικές ιστορίες. Που βοηθούν να ερμηνεύσει κανείς τη βαθιά και γενικευμένη κρίση που διαπερνά την ελληνική κοινωνία. Και, ταυτόχρονα, να ανιχνεύσει τις προοπτικές που δημιουργούνται για την έξοδο από το μακρύ τούνελ της ύφεσης.
            Μαζί με την οικονομική χρεοκοπία της χώρας, χρεοκόπησαν και πολλά άλλα. Χρεοκόπησε, πρωτίστως, το παρασιτικό μοντέλο του κρατικοδίαιτου επιχειρηματία, ο οποίος δεν αναλάμβανε κανένα επενδυτικό ρίσκο, αλλά βολευόταν με τις μεθόδους της διαπλοκής που συνοψίζονται στο τρίπτυχο: κρατικές επιχορηγήσεις και στραβά μάτια για τη στρέβλωση του υγιούς ανταγωνισμού, τραπεζικά θαλασσοδάνεια, ανεξάντλητη ρευστότητα από τα άνευ ουσιαστικού αντικρίσματος «χαρτιά» που «μοσχοπουλούσε» στο χρηματιστηριακό καζίνο της Σοφοκλέους. Χρεοκόπησε, επίσης, το πελατειακό κράτος, αλλά και ο λαϊκισμός που το συνόδευε και καθήλωνε τη χώρα στην ακινησία.
Όλα αυτά, βεβαίως, δεν έγιναν ούτε σε μια μέρα, ούτε σε έναν μήνα, ούτε καν σε μια τετραετία. Είναι παθογένειες δεκαετιών, στις οποίες δεν συνέβαλε ένας και μόνον παράγων, ούτε μια παράταξη, αλλά ένα ολόκληρο «σύστημα». Τα αίτια του προβλήματος είναι βαθιά και αποτελεί τεράστια αυταπάτη και πελώρια κοροϊδία να θέλει να πείσει κάποιος ότι η απάντηση μπορεί να βρει τη λύση στον απλοϊκό διαχωρισμό: μνημόνιο και αντιμνημόνιο.
Το δίπολο, άλλωστε, «μνημόνιο – αντιμνημόνιο» ή όποιο άλλο απλουστευμένο ερμηνευτικό σχήμα, που θέλει όλα να ξεκίνησαν για έναν λόγο και κάποια συγκεκριμένη στιγμή, π.χ. τον Μάιο του 2010, όταν, από το Καστελόριζο, ο τότε πρωθυπουργός ανακοίνωσε την ένταξη στο μηχανισμό στήριξης Ευρωπαϊκής Ένωσης και ΔΝΤ, απαλλάσσει των ευθυνών της την κρατικοδίαιτη επιχειρηματική διαπλοκή και τους ταγούς που την υπέθαλψαν. Δίνει συγχωροχάρτι στο πολύχρονο πάρτι των μεσαζόντων στους εξοπλισμούς και τις άλλες κρατικές προμήθειες. Παραβλέπει τον σχεδόν μόνιμο δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Κλείνει τα μάτια στην κραιπάλη του υπερδανεισμού για να βολευτούν «δικά μας παιδιά», να πληρωθούν «μαϊμού» συντάξεις, να επιδοτηθούν συνδικαλιστικές ηγεσίες, να εξαγοραστούν μέσα ενημέρωσης. 
Αν έχουν κάποια αξία τούτες οι σκέψεις, δεν είναι για να επαναλάβουμε τις, εν πολλοίς, γνωστές διαπιστώσεις για τη δυσμενή πραγματικότητα που βιώνουμε. Είναι, κυρίως, για να συνειδητοποιήσουμε ότι το «έγκλημα» που συντελέστηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια δεν ήταν στιγμιαίο. Ήταν διαρκές, αλλά χρειάστηκε χρόνο για να αποκαλυφθεί σε όλη την έκταση που τώρα βλέπουμε να φανερώνεται μπροστά μας.
Έχει, επίσης, σημασία να συνειδητοποιήσουμε ότι καμία κρίση, ποτέ δεν ήταν αιώνια. Οι κοινωνίες που τις αντιμετώπισαν, ακόμη και η νεοελληνική που βίωσε άλλες τρεις μεγάλες χρεοκοπίες, τις ξεπέρασαν όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, ο οποίος για να επιταχυνθεί απαιτεί σχέδιο, αλλά, πάνω από όλα, δημιουργική προσπάθεια.  Από τη χρεοκοπία επί των ημερών του Χαριλάου Τρικούπη, η χώρα λίγα χρόνια μπήκε δυνατή στους Βαλκανικούς Πολέμους. Και από την χρεοκοπία των αρχών της δεκαετίας του 30, όταν έφθασαν στα μέρη μας οι επιπτώσεις του Μεγάλου Κραχ του 1929, οδηγηθήκαμε στο έπος του 40.
 Χωρίς, λοιπόν,  να παριστάνω τον… μάγο, έχω εδραία την πεποίθηση ότι η ανάκαμψη δεν μπορεί παρά να έρθει. Μόνον, όμως, που, όπως το «έγκλημα» δεν ήταν στιγμιαίο, έτσι και η ανάκαμψη δεν θα είναι στιγμιαία. Ή, με τα λόγια του ποιητή, «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή…».  
   
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.     

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Οι φόροι και οι μύθοι

Παρακολουθώ, όχι με ιδιαίτερη έκπληξη είν΄ αλήθεια, αφού πρόκειται περί πολυπαιγμένου έργου και μάλιστα με τους ίδιους, σχεδόν, πρωταγωνιστές, τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται ο λεγόμενος «δημόσιος διάλογος» για το φορολογικό νομοσχέδιο. Τα όσα, ωστόσο, ακούγονται, κυρίως κατά τη διάρκεια του άφθονου χρόνου που αφιερώνουν τα βραδινά τηλεοπτικά δελτία –και των πρωινάδικων, όπως πληροφορούμαι, αλλά δεν έχω ιδία αντίληψη, γιατί τα αποφεύγω-, είναι, κατά την άποψή μου, εξοργιστικά.
Με… ιερά οργή οι σχολιαστές των «οκτώ» κατακεραυνώνουν κάθε -εικαζόμενη, πολλές φορές- ρύθμιση που μπορεί να συμβάλει στην δικαιότερη κατανομή των βαρών, ίσως επειδή αναγκαστικά περνάει μέσα από την αύξηση της δικής τους φορολογικής επιβάρυνσης, υπερασπιζόμενοι ακόμη και την κατάργηση φοροαπαλλαγών που αποδείχθηκαν ατελέσφορες, την ίδια ώρα που με ικανοποίηση χαιρετίζουν κάθε μέτρο που μειώνει τα συνολικά έσοδα του κράτους. 
Υποτίθεται ότι μιλούν από την πλευρά του… λαού και της κοινωνίας, θέλοντας να πείσουν ότι, τάχατες, προασπίζουν τα συμφέροντα τους από τους… φορομπήχτες του υπουργείου Οικονομικών. Και για να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο το υποτιθέμενο αντιμνημονιακό τους προφίλ, τραβάνε και ένα καταχέριασμα στους ανάλγητους τροϊκανούς… κατακτητές.
Στην πραγματικότητα, όμως, όλοι αυτοί στρέφονται κατά των αδυνάτων, οι οποίοι, όσο και αν ακούγεται παράδοξο μέσα στη θολούρα στην οποία καλείται να βρει άκρη η ελληνική κοινωνία, είναι εκείνοι που πριν από όλους πλήττονται όταν μειώνονται τα έσοδα του κράτους ή περιορίζονται οι εισπράξεις από την άμεση φορολογία και γίνεται επιτακτική ανάγκη η αύξηση των έμμεσων φόρων.
Το ενάμισι εκατομμύριο των ανέργων, όπως και η συντριπτική πλειονότητα των μικροσυνταξιούχων και χαμηλόμισθων, όχι μόνον δεν έχει να φοβηθεί τίποτε από την αύξηση των αμέσων φόρων, αλλά αν ήταν σωστά ενημερωμένοι και αν, επιπλέον, είχαν στοιχειώδη εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα του κράτους, θα έπρεπε να εύχονται την ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της φορολογίας επί των υψηλότερων εισοδημάτων, όπως, άλλωστε, συμβαίνει στις περισσότερες σοβαρές χώρες του κόσμου.
Γνωρίζω τον –κατ΄ εμέ- εύκολο αντίλογο όλων αυτών των κηνσόρων, όπως και των πολιτικάντηδων που επενδύουν σε αυτή την πολιτική ατζέντα, καθώς επαναλαμβάνεται σχεδόν μονότονα κάθε βράδυ μέσα από το μυθοποιημένο στερεότυπο ερώτημα: «Και τι θα γίνει με την κατανάλωση; Τι θα κάνει η αγορά που έχει στεγνώσει, με αποτέλεσμα να κλείνουν χιλιάδες καταστήματα;».
Η απάντηση, κατά τη γνώμη μου, είναι απλή: Αν είναι να δουλεύει η αγορά, όπως δούλευε τόσα χρόνια, πουλώντας κάθε είδους εισαγόμενα προϊόντα και αδιαφορώντας για την καταστροφή που συντελέστηκε στην εγχώρια παραγωγή και οδήγησε στην απόλυτη ανισορροπία του εμπορικού ισοζυγίου –τη βασική, δηλαδή, πηγή των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας-, οι πολίτες αυτής της χώρας δεν πρόκειται να… σωθούν ακόμη και αν  –προς χαράν των τηλεσχολιαστών- μηδενιζόταν οι φορολογικοί συντελεστές.
Οι όψιμοι, δήθεν, «κεϊνσιανιστές», μέσα στον αντιμνημονιακό τους οίστρο, παραβλέπουν, για παράδειγμα, την τεράστια ζημιά που προκλήθηκε όταν στις αρχές του 2009 κάποιοι οικονομικοί «φωστήρες» είχαν την φαεινή έμπνευση (;) να δώσουν κίνητρα – επιχορηγήσεις και μείωση φόρων- για την αγορά κλιματιστικών και μεγάλου κυβισμού αυτοκινήτων, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι η επίπλαστη ευημερία που στηρίζονταν στα δανεικά, τα οποία δινόταν ακόμη αφειδώς, χάρις και στην παραποίηση των στατιστικών στοιχείων, θα ήταν αιώνια.    
Αντ΄ αυτών, θα μπορούσαν, ακόμη και τώρα μπορούν, να ισχύσουν κίνητρα για την τόνωση του εσωτερικού τουρισμού, για την ενίσχυση καινοτόμων επιχειρήσεων ή για την επιδότηση εταιριών που δημιουργούν θέσεις εργασίας σε κλάδους που στηρίζουν τα παραγωγικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας. Γι΄ αυτά, όμως, δεν γίνεται κανένας δημόσιος διάλογος, ούτε εκδηλώνεται ενδιαφέρον από τα τηλεοπτικά δελτία, προφανώς γιατί αυτοί που τα σχεδιάζουν βολεύονται με τη μείωση της φορολογίας.  
Από… ιδρύσεως κόσμου, όμως, η φορολογία -και η δη η άμεση- είναι το κατ΄ εξοχήν, αναδιανεμητικό μέτρο που διαθέτει μια στοιχειωδώς οργανωμένη Πολιτεία. Μέσω της φορολόγησης αποφεύγονται συνθήκες κοινωνικής ζούγκλας και στηρίζονται τα εισοδηματικά πιο αδύναμα μέλη κάθε κοινωνίας που έχουν την ανάγκη του δασκάλου για τα παιδιά τους, του αστυνομικού που να εμπεδώνει το κλίμα ασφάλειας στις γειτονιές τους, του δικαστή από τον οποίο μπορεί να βρουν το δίκιο τους.
Αρκεί, βεβαίως, η Πολιτεία αυτή να διαθέτει αποτελεσματικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς που να συλλέγουν τους αναλογούντες φόρους, αλλά να κατοικείται και από συνειδητούς πολίτες που να πληρώνουν πρώτα τους δικούς τους φόρους τους, αναλογικά με τα εισοδήματα και την περιουσία που διαθέτουν και, κατόπιν, να απαιτούν, δικαίως, να πληρώνουν και οι άλλοι. Η φοροδιαφυγή, όμως,  των άλλων, που πολλές φορές οι ίδιοι την υποθάλπουμε, δεν μπορεί να αποτελεί μόνιμο άλλοθι.      
Ξέρω ότι, για ιστορικούς και όχι μόνον λόγους, στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ mainstream (πόσω μάλλον στις μέρες μας, μέρες γενικευμένης σύγχυσης και απολύτως συγκεχυμένων απόψεων για το πώς και το γιατί φθάσαμε εδώ που είμαστε) να τάσσεται κανείς υπέρ των φόρων, αλλά αν τώρα δεν ειπωθεί η αλήθεια και δεν επικρατήσει η λογική δεν πρόκειται να βγούμε ποτέ από τον κρίση.
   
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Πέμπτη 6 Δεκεμβρίου 2012

Αχ, αυτές οι εκλογές…

             Πριν από λίγες μέρες ο πλανήτης ολόκληρος συγκλονίστηκε από τις εικόνες με τα βομβαρδισμένα κτίρια στην Παλαιστίνη. Εκατοντάδες άνθρωποι, άμαχοι στην πλειονότητά τους, έχασαν τη ζωή τους από τις επιδρομές της ισραηλινής αεροπορίας στη Λωρίδα της Γάζας που διέταξε ο πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Νετανιάχου.
            Την περασμένη βδομάδα η γειτονική Αλβανία γιόρταζε τα 100 από την ανεξαρτησία της. Έξω από το κτίριο που λάμβανε χώρα πλήθος κόσμου ποδοπατήθηκε για να εξασφαλίσει ένα μικρό κομμάτι από την τούρτα γενεθλίων, την ίδια ώρα που μέσα στην αίθουσα ο πρωθυπουργός Σαλί Μπερίσα σε ένα εθνικιστικό παραλήρημα διεκδικούσε τον… τριπλασιασμό της χώρας του και την επέκταση της από την Ποντγκόριτσα ως την… Πρέβεζα!    
            Την περασμένη Κυριακή η γερμανίδα καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ έδωσε συνέντευξη στην οποία είπε ότι μετά το 2014 ή το 2015 μπορεί να επανεξεταστεί το θέμα της διαγραφής -ενός ακόμη- μέρους του ελληνικού χρέους. Μια μέρα μετά, ο εκπρόσωπος της είπε ότι παρερμηνεύτηκαν οι δηλώσεις της και δεν εννοούσε αυτό που κατάλαβαν όσοι διάβασαν τη συνέντευξη, ότι δηλαδή η νέα αναδιάρθρωση των δανείων της Ελλάδας είναι αναπόφευκτη.
            Τι ενώνει αυτές τις –από πρώτη άποψη- εντελώς αταίριαστες μεταξύ τους ιστορίες; Το γεγονός ότι και οι τρεις πρωταγωνιστές έχουν μπροστά τους εκλογική δοκιμασία και τους επόμενους μήνες θα κριθούν από τους λαούς τους: ο «πολεμοχαρής» Νετανιάχου τον Ιανουάριο, ο «υπερπατριώτης» Μπερίσα τον Ιούνιο και η «καλβινίστρια» Μέρκελ τον Σεπτέμβριο.
Οι («τζούφιες», τις περισσότερες φορές) ρουκέτες από τα παλαιστινιακά εδάφη προς το Ισραήλ εκτοξεύονταν και πέρυσι και προπέρυσι, αλλά ο ισραηλινός πρωθυπουργός αποφάσισε να δείξει την πυγμή του τώρα που είναι η ώρα να διεκδικήσει τις ψήφους των συμπατριωτών του που ενστερνίζονται το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού…».
Μια εκατονταετηρίδα συμπλήρωσαν εκεί που είναι σήμερα τα αλβανικά σύνορα και μέχρι πρότινος μόνον ακραίες ομάδες, όπως η προσφάτως σχηματισθείσα «Ερυθρόμαυρη Συμμαχία», προέτασσαν την ατζέντα του αλυτρωτισμού. Στο εξάμηνο που μεσολαβεί ως τις κάλπες δεν αποκλείεται οι επεκτατικές βλέψεις των πολιτικάντηδων της γείτονος να φθάσουν ως το Βελιγράδι και να περάσουν και την… υποθαλάσσια γέφυρα του Ακτίου.
Την περασμένη Παρασκευή, στη συζήτηση στη γερμανική Βουλή για την έγκριση των πρόσφατων αποφάσεων του Eurogroup, τα κόμματα της αντιπολίτευσης είπαν ευθέως ότι δεν δίνεται οριστική λύση στο ελληνικό πρόβλημα, εξαιτίας των εκλογικών υπολογισμών της κυρίας Μέρκελ, το… αυτί της οποίας, όμως, δεν ίδρωσε, όπως άλλωστε και του στελεχιακού της δυναμικού που την επανεξέλεξε στην ηγεσία του CDU με… σοβιετικό ποσοστό.     
Μας αρέσει ή όχι, έτσι, δυστυχώς, είναι η πολιτική και κατ΄ αυτόν τον τρόπο λειτουργούν οι πολιτικοί. Οι εκλογικές ανάγκες των κομμάτων και των προσώπων που ηγούνται ή συμμετέχουν σε αυτά, αποτελούν καθοριστικό παράγοντα από τη μια για να καταστρωθούν στρατηγικές ή να χαραχθούν τακτικές και από την άλλη για να ερμηνευτούν πρωτοβουλίες και να εξηγηθούν συμπεριφορές.
Καλώς ή κακώς, το «χάιδεμα των αυτιών» δεν είναι ίδιον μόνον των εγχώριων πολιτικών που τις παραμονές των εκλογών ανακαλύπτουν «λεφτά (που δεν) υπάρχουν», βρίσκουν πολλαπλάσια «ισοδύναμα» από την κατάργηση της (αόρατης) σπατάλης, είναι έτοιμοι να αρχίσουν διαπραγματεύσεις για την «απαγκίστρωση από το μνημόνιο» ή –ακόμη… χειρότερα- υπόσχονται τον… ουρανό με τα άστρα και, μάλιστα, «με ένα νομοσχέδιο και σε ένα άρθρο». 
Ας τα έχουμε, λοιπόν, όλα τούτα υπόψη μας όταν κρίνουμε όχι μόνον την εσωτερική πολιτική κατάσταση, αλλά και τα -περισσότερο πολύπλοκα- τεκταινόμενα στη διεθνή σκηνή που μας αφορούν και επηρεάζουν τις ζωές μας. Θα ερμηνεύσουμε, νομίζω, καλύτερα όσα συμβαίνουν γύρω μας αν συναισθανθούμε ότι, όπως εμείς ευαρεστούμαστε να ακούμε ευχάριστα πράγματα και επιλέγουμε –πλειοψηφικά- εκπροσώπους με αυτό το κριτήριο, το ίδιο, λίγο ως πολύ, συμβαίνει και με τους υπόλοιπους λαούς.
Επειδή, όμως, εμείς, με αυτά και με αυτά, ως χώρα πιάσαμε, πλέον, πάτο, στο χέρι μας είναι να κλείσουμε τα αυτιά στις σειρήνες της ευκολίας και να τείνουμε ευήκοον ους στον ορθολογισμό και στην υπευθυνότητα, που έχω την άποψη ότι αποτελούν τα βασικά προαπαιτούμενα για να αρχίσουμε να βγαίνουμε από την κρίση.   
   
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012

Πόνος, αλλά με… δόσεις ελπίδας


Προσεγγίζοντας τις αποφάσεις του Eurogroup με την ψυχραιμία που απαιτούν οι περιστάσεις και  χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς της ανάγκης της μιας πλευράς για πανηγυρισμούς ή της επιμονής άλλων στην καταστροφολογία και στη μόνιμη κινδυνολογία, δύο είναι τα στοιχεία που τις συνθέτουν: πόνος και ελπίδα.
Για όποιον δεν θέλει να έχει αυταπάτες ή να τρέφει ιδεοληπτικές εμμονές, οι αποφάσεις των εταίρων και δανειστών μας για τη μελλοντική χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας δεν είναι μονοσήμαντες και ούτε χωρούν σε απλοϊκά ερμηνευτικά σχήματα περί απόλυτου καλού ή κακού.
Περιέχουν, αναμφισβήτητα, μεγάλες δόσεις κοινωνικού πόνου που θα προκληθεί από τη σιδηρά πειθαρχία που απαιτεί η απαρέγκλιτη εφαρμογή του επώδυνου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής ώστε να επιτευχθούν τα επόμενα  χρόνια πρωτογενή πλεονάσματα τέτοια που να καθιστούν το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος «βιώσιμο» και άρα αντιμετωπίσιμο.
Από την άλλη, όμως, δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίσει ότι χωρίς την αλληλεγγύη των εταίρων μας, ο «ξαφνικός θάνατος» με τον οποίον απειλούνταν εδώ και καιρό η ελληνική οικονομία, μπορεί να θεωρείται πλέον ότι ξεπεράστηκε. Οι αποφάσεις, άλλωστε, των Βρυξελλών αυτό που κυρίως έκαναν είναι ότι έστειλαν παντού το πολυσήμαντο μήνυμα πως η Ελλάδα είναι και θα παραμείνει αναπόσπαστο μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας.
Η μέγγενη, ωστόσο, των επώδυνων υφεσιακών μέτρων που καλείται να εφαρμόσει η ελληνική κυβέρνηση, συνδυάζεται, πλέον, με τις ελπίδες που καλλιεργούν οι «ανάσες» που δίνει το «κοκτέιλ» των μέτρων ενίσχυσης της ρευστότητας που αποφασίστηκαν και δημιουργούν τις συνθήκες για να σταθεροποιηθεί η οικονομία μας και να μπει, επιτέλους, φρένο στη διαρκή αβεβαιότητα και στην περιδίνηση που προκαλεί το «σπιράλ θανάτου» στο οποίο βρισκόμαστε παγιδευμένοι την τελευταία τριετία.         
Ο δρόμος, ωστόσο, που έχει να διανύσει η ελληνική κοινωνία τα επόμενα χρόνια είναι μακρύς και δύσκολος. Είναι δρόμος που δεν στρώθηκε αίφνης με ροδοπέταλα, αλλά μπορεί, εφεξής, να θεωρείται περισσότερο βατός. Εξακολουθεί να είναι δρόμος ανηφορικός, αλλά μοιάζει, πλέον, να μην είναι αδιάβατος.
Στον περίπλοκο κόσμο που ζούμε επικρατεί το σλόγκαν ότι «δεν υπάρχουν δωρεάν γεύματα». Υπό αυτή την έννοια, οι υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η χώρα μας είναι, αναμφίβολα, βαριές και τα καθήκοντα που έχει η σημερινή κυβέρνηση πολύ δύσκολα.
Το κυριότερο, όμως, από τα καθήκοντα αυτά είναι να πείσει την ελληνική κοινωνία, αλλά την διεθνή κοινή γνώμη, ότι θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της. Και θα προχωρήσει, χωρίς περισπασμούς, σε όλες εκείνες τις αποφάσεις που θα εμπεδώνουν από τη μια το αίσθημα δικαιοσύνης στην εφαρμογή των μέτρων και από την άλλη το κλίμα εμπιστοσύνης στις δημιουργικές δυνάμεις της χώρας που είναι η ώρα να βγουν μπροστά και να ηγηθούν της δύσκολης προσπάθειας που ξεκινά για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. 
Εν κατακλείδι, και πέρα από τους αδυσώπητους αριθμούς που συνοδεύουν τις αποφάσεις του Eurogroup, εκείνο που θα κρίνει την αποτελεσματικότητά τους είναι οι δόσεις ελπίδας που θα αισθανθεί η ελληνική κοινωνία ότι μετριάζουν τον αναμφισβήτητο κοινωνικό πόνο.
Και, φυσικά, η προοπτική ότι, προϊόντος του χρόνου, οι θυσίες θα πιάνουν τόπο και ο πόνος θα γίνεται όλο και μικρότερος, μέχρι να ξαναμπούμε στην ανοδική φάση και να επανέλθει η ευημερία, όχι μόνον των αριθμών, αλλά και των ανθρώπων!
   
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

Η σπατάλη και το «αντάρτικο»


Ακούγοντας από το ραδιόφωνο διαφήμιση για Πρόγραμμα Κοινωνικής Εργασίας που «τρέχει» Δήμος της Αττικής με χρηματοδότηση από κοινοτικούς πόρους –το ΕΣΠΑ, για την ακρίβεια- σκέφθηκα πόσο ενδιαφέρον θα είχε να μαθαίναμε κάποια στιγμή τα αποτελέσματα εφαρμογής των «ποικιλώνυμων» ευρωπαϊκών προγραμμάτων.
Είναι καιρός τώρα που αναρωτιέμαι γιατί μια κυβερνητική υπηρεσία, ένα ερευνητικό ινστιτούτο, κάποιο από τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, η ίδια, αν θέλετε, η Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν αναλαμβάνει πρωτοβουλία για να γίνει μια εμπεριστατωμένη έρευνα για τη συμβολή που έχουν τα ευρωπαϊκά προγράμματα που κατά καιρούς ανατίθενται και υλοποιούνται σε κρίσιμους για την κοινωνία τομείς όπως η κατάρτιση ή η απόκτηση δεξιοτήτων, καθώς και στην απασχόληση και εν γένει στην οικονομική ανάπτυξη.
Φοβάμαι ότι τα αποτελέσματα μιας τέτοιας έρευνας θα ήταν απολύτως απογοητευτικά, καθώς, στις περισσότερες των περιπτώσεων, τα προγράμματα αυτά, στην πράξη δεν λειτουργούν παρά ως μια απλή εισοδηματική ενίσχυση για όσους –ιδιωτικές εταιρείες συμβούλων ή ημικρατικές «αναπτυξιακές» επιχειρήσεις Επιμελητηρίων, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, κ.ά.-  αναλαμβάνουν να τα υλοποιήσουν και για όσους είναι δικαιούχοι των σχετικών επιδοτήσεων.
Τα γράφω αυτά, επειδή έχω υπόψη μου δύο πολύ πρόσφατα χαρακτηριστικά περιστατικά που σχετίζονται με τον τρόπο υλοποίησης του προαναφερόμενου Προγράμματος Κοινωνικής Εργασίας, τα οποία εκτυλίχθηκαν σε δύο διαφορετικές γεωγραφικές της ελληνικής επικράτειας.
Το πρώτο αφορά ακριτική περιοχή, στην οποία ο τοπικός Δήμος χρηματοδοτήθηκε για να προσλάβει ανέργους με πεντάμηνης διάρκειας σύμβαση, οι οποίοι θα απασχολούνταν σε καθαρισμούς και αποψιλώσεις δρόμων απομακρυσμένων κοινοτήτων.
Μόνον, όμως, που οι ιθύνοντες δεν φρόντισαν να εξοπλίσουν τους απασχολούμενους με τον κατάλληλο εξοπλισμό, δηλαδή αξίνες και κασμάδες, με αποτέλεσμα να μεταφέρονται σχεδόν καθημερινά στους τόπους εργασίας και να επιστρέψουν λίγες ώρες αργότερα στα σπίτια τους, παντελώς άπρακτοι. Με αυτόν τον τρόπο, η εκτέλεση του Προγράμματος Κοινωνικής Εργασίας όχι μόνον δεν πρόσφερε κανενός είδους εργασία, αλλά επιβάρυνε και τον καταχρεωμένο Δήμο με την… βενζίνη της μεταφοράς των ανέργων!
Αντίστοιχη εικόνα στην Αττική, με μακροχρόνια ανέργους που εντάχθηκαν σε πρόγραμμα το οποίο υλοποιείται από το ΕΒΕΑ και -υποτίθεται ότι- ως οδηγοί θα μετέφεραν τα συνεργεία Δήμου που κάνουν διάφορες επισκευαστικές εργασίες.
Ο Δήμος, όμως, στον οποίο τοποθετήθηκαν οι επιδοτούμενοι άνεργοι φαίνεται ότι δεν είχε ανάγκες για οδηγούς, ίσως και επειδή τα συνεργεία για επισκευαστικά έργα που διέθετε δεν ήταν και τόσο πολλά, με αποτέλεσμα οι απασχολούμενοι να πίνουν με τις ώρες καφέδες στην πλατεία μπροστά στο δημαρχείο, περιμένοντας να περάσει το… πεντάμηνο και να επιστρέψουν στα γκισέ του ΟΑΕΔ.  
Σίγουρα, τα δύο αυτά παραδείγματα δεν είναι τα μοναδικά και ο καθένας μας στον περίγυρό του θα έχει συναντήσει ανάλογα φαινόμενα κατασπατάλησης κοινοτικών πόρων χωρίς καμία προστιθέμενη αξία για το κοινωνικό σύνολο. Και, ασφαλώς, υπαίτιοι γι΄ αυτή την απαράδεκτη κατάσταση δεν είναι οι άνεργοι που εντάσσονται σε αυτά τα προγράμματα για να εξασφαλίσουν ένα… γλίσχρο εισόδημα –που δεν ξεπερνά τα 500 ευρώ το μήνα- για τις οικογένειες τους.
Δεν μπορεί, όμως, να μην φταίει κανένας. Με πρώτους τους «επαναστάτες» δημάρχους και περιφερειάρχες που έχουν βγει αυτές τις μέρες στο… κλαρί, με αφορμή τις διαθεσιμότητες των υπαλλήλων και κάνουν «αντάρτικο», κλείνοντας -για να τιμωρήσουν άραγε ποιον;- δήμους και περιφέρειες.
Αλήθεια, τι άλλο χώρα -πέρα από την ταπείνωση και την ασφυξία που βιώνουμε όλοι τρία χρόνια τώρα- πρέπει να (μας) συμβεί σε αυτή τη χώρα, για να αναλάβει ο καθένας (μας) τις ευθύνες του;
   
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.