Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2020

Υπουργοί σε καραντίνα με άλλοθι τον κορωνοϊό

Την ερχόμενη εβδομάδα συμπληρώνονται 15 μήνες από τις τελευταίες εκλογές στις οποίες ο Κυριάκος Μητσοτάκης πήρε ισχυρή λαϊκή εντολή και σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση της απολύτου αρεσκείας του, αφού η άνετη επικράτησή του στην κάλπη τού επέτρεψε να μην είναι δέσμιος πολλών εσωκομματικών ισορροπιών, όπως συνέβαινε στο παρελθόν με αρκετούς προκατόχους του.

Στη διάρκεια αυτού του δεκαπεντάμηνου, με προεξάρχον το μείζον ζήτημα της υγειονομικής κρίσης που έφερε η πανδημία του κορωνοϊού, είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη κλήθηκε να χειριστεί και να αντιμετωπίσει τόσα πολλά μεγάλα προβλήματα που σπανίως άλλες κυβερνήσεις αντιμετώπισαν ακόμη και σε ολόκληρη τη θητεία τους.

Η οξύτατη οικονομική ύφεση που αφήνει πίσω της η ασταμάτητη διασπορά του ιού, η αγωνία για να σταθεί όρθιο το Εθνικό Σύστημα Υγείας, η κλιμάκωση των προκλήσεων του Ερντογάν με όλα τα μέσα, καθώς και η έντονη πίεση που ασκούν οι συνεχιζόμενες μεταναστευτικές ροές, συνιστούν, χωρίς αμφιβολία, ένα εκρηκτικό κοκτέιλ ταυτόχρονων κρίσεων που δοκιμάζουν τις αντοχές της ελληνικής κοινωνίας και συνακόλουθα τις ικανότητες της κυβέρνησης.

Σε καμία, όμως, περίπτωση, η συγκεκριμένη διαπίστωση δεν μπορεί να θεωρείται δικαιολογία για την απραξία που παρατηρείται σε ορισμένους τομείς της κυβερνητικής δράσης. Κάποιοι υπουργοί δείχνουν να έχουν μπει σε (αυτο)καραντίνα, επικαλούμενοι τον κορωνοϊό. Αγνοούν ή και αδιαφορούν για την αυταπόδεικτη αλήθεια ότι οι κυβερνήσεις εκλέγονται παγκοσμίως για να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες και τα προβλήματα της καθημερινότητας των πολιτών και όχι απλώς και μόνον για να απολαμβάνουν τα στελέχη τους το νέκταρ της εξουσίας.

Στην τελευταία συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου ο πρωθυπουργός μίλησε για τις αστοχίες του σχήματος του οποίου ηγείται. Και έβγαλε, όπως λέμε στην ποδοσφαιρική γλώσσα, «κίτρινη κάρτα» στους συνεργάτες του λέγοντάς τους ότι «δεν είναι πολιτικά  και ηθικά αποδεκτό, οποιοσδήποτε υπουργός να μετακυλύει ευθύνες σε άλλους υπουργούς ή να αποφεύγει να στηρίζει επιλογές της κυβέρνησης ή να αναγνωρίζει αστοχίες επικαλούμενος αναρμοδιότητα».

Ήταν η πρώτη φορά που ο Κυριάκος Μητσοτάκης χρησιμοποίησε αυστηρή γλώσσα για τους συνεργάτες του, επειδή προφανώς αντιλαμβάνεται ότι κάποιοι εξ αυτών έχουν παρεξηγήσει τον ρόλο τους. Η αναβολή του ανασχηματισμού που ήταν προγραμματισμένος για το περασμένο καλοκαίρι, ενδεχομένως να δημιούργησε σε ορισμένους την εντύπωση ότι είναι αναντικατάστατοι. Αυτό τουλάχιστον μαρτυρούν οι συμπεριφορές των κυβερνητικών στελεχών που φημολογούνταν ότι επρόκειτο να αντικατασταθούν.

Μέχρι να γίνουν οι λίγες διορθωτικές αλλαγές του Αυγούστου έβλεπε κανείς στη συμπεριφορά της πλειονότητας των κυβερνητικών στελεχών μια προσπάθεια να δείξουν ότι παράγουν έργο, αλλά και να εμφανιστούν με κάποια ταπεινότητα. Υπήρχε, άλλωστε, ακόμη τότε ο φόβος της αξιολόγησης και του «ποινολογίου» που υποτίθεται ότι τηρούνται στο Μέγαρο Μαξίμου, καταγράφοντας τη δραστηριότητα όλων.

Η εικόνα αυτή μεταβλήθηκε μετά τον μίνι ανασχηματισμό. Μάλλον επειδή οι περισσότεροι εξέλαβαν την παραμονή τους στο κυβερνητικό σχήμα ως σημάδι επιβράβευσης της έως τότε θητείας τους στην κυβέρνηση. Έτσι, η ταπεινότητα έδωσε τη θέση της στην αλαζονεία και για ουκ ολίγους… μέτρο της επιτυχίας τους έγινε ο αριθμός των προσκλήσεων που λαμβάνουν για να συμμετάσχουν στα πάνελ των πρωινών τηλεοπτικών εκπομπών.

Το πολυδιαφημισμένο, εξάλλου, σύστημα της αξιολόγησης των υπουργών αποδείχθηκε αναποτελεσματικό, αφού βασίζεται σε ποσοτικά και όχι σε ποιοτικά στοιχεία. Ποτέ και πουθενά η αποτελεσματικότητα της πολιτικής δράσης δεν μετρήθηκε με αριθμούς αποφάσεων, διαταγμάτων και νόμων. Έχει σίγουρα σημασία ποιος τηρεί και ποιος όχι τα χρονοδιαγράμματα στα οποία στηρίζονται τα συστήματα αξιολόγησης, αλλά δεν είναι αυτός ο καθοριστικός δείκτης που διαχωρίζει τον ικανό από τον ανίκανο πολιτικό.

Όπως και να έχει, εκείνο που έχει αρχίσει να γίνεται σαφές στην κοινωνία είναι ότι για την κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει τελειώσει προ πολλού ο παρατεταμένος «μήνας του μέλιτος» που έζησε, λόγω και της εσωστρέφειας στην οποία βυθίστηκε η κυρίαρχη αντίπαλη παράταξη. Είναι μια κυβέρνηση που έχει πλέον –καλό και κακό- παρελθόν. Μια κυβέρνηση 15 μηνών που δεν κρίνεται πια από τις προθέσεις της. Κρίνεται για τα όσα έκανε και για τα όσα δεν έκανε αυτό το διάστημα.

Ο κορωνοϊός δεν μπορεί να είναι άλλοθι για πολύ καιρό ακόμη. Ενώ και η αξιωματική αντιπολίτευση θα βγει κάποια στιγμή από τον πολιτικό λήθαργο στον οποίο βρίσκεται. Και θα ασκήσει τον ρόλο που τώρα έχουν αναλάβει οι… φαντασιακοί «μαυροσκούφηδες» του Παύλου Πολάκη.

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2020

Οι δημοσκοπήσεις και τα πέντε στάδια του πένθους

 Παρότι η κυβέρνηση έδειξε διάθεση να… κοιμηθεί στις δάφνες που αποκόμισε από την έγκαιρη κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού όταν ξέσπασε η πανδημία του κορωνοϊού στις αρχές της περασμένης άνοιξης, οι πολίτες φαίνεται να της δίνουν ακόμη μεγάλη ανοχή.

Σε δύο νέες δημοσκοπήσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας αυτές τις μέρες, επιβεβαιώνεται ότι οι επιδόσεις του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης παραμένουν συγκριτικά πολύ καλύτερες από τις αντίστοιχες του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και του κόμματός του.

Ο ήπιος πολιτικός λόγος τον οποίο χρησιμοποιεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε όλες τις τελευταίες παρεμβάσεις του φαίνεται να του αποφέρει κέρδη, τα οποία υπερκαλύπτουν τις ζημιές από το γεγονός ότι στους έξι και πλέον μήνες που παρήλθαν από την εμφάνιση του πρώτου κύματος της πανδημίας δεν έγιναν όλα όσα θα μπορούσαν να έχουν γίνει για να προετοιμαστούν η χώρα και η κοινωνία για το δεύτερο κύμα που τώρα ενσκήπτει εντονότερο.

Στον αντίποδα, ο Αλέξης Τσίπρας όχι μόνον δεν αποκομίζει οφέλη από τον οξύτατο λόγο στον οποίο καταφεύγει για να αντιπολιτευθεί την κυβέρνηση –με αποκορύφωμα την επιμονή του να επιβάλει στο κόμμα του τον όρο «πολιτικός απατεώνας» που προσδίδει στον νυν πρωθυπουργό-, αλλά μάλλον καταγράφει απώλειες με τη στρατηγική της μετωπικής αντιπαράθεσης που έχει χαράξει, αμφισβητώντας προθέσεις και επιτεύγματα των αντιπάλων του που οι πολίτες τους τα πιστώνουν.

Τόσο στην προ δεκαπενθημέρου δίδυμη παρέμβαση του από την Θεσσαλονίκη όσο και στο τελευταίο μήνυμα του προς τους πολίτες ο πρωθυπουργός επέλεξε να παρουσιάσει τις θέσεις και τις απόψεις τους, αποφεύγοντας επιμελώς να ανταποδώσει τα πυρά που εξακοντίζουν εναντίον του οι πολιτικοί του αντίπαλοι. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε δεν έκανε σχεδόν καμία προσωπική αναφορά στον προκάτοχό του. Καλώς ή καλώς επέλεξε σε όλα τα θέματα –πανδημία, οικονομία, ελληνοτουρκικά, κ.ά.- να περιγράψει το δικό του αφήγημα.

Αντιθέτως, ο Αλέξης Τσίπρας σχεδόν σε όλες τις ερωτήσεις που δέχθηκε στο τετράωρο που διήρκησε η δική του συνέντευξη απάντησε με ονομαστικές αναφορές στον διάδοχό του και με σταθερά επικριτική διάθεση. Δεν περιορίστηκε να ασκήσει κριτική εκεί που όντως η κυβέρνηση δεν τα έχει πάει καλά, αλλά της επιτέθηκε ακόμη και εκεί που ήταν σαφές ότι τα περιθώρια κριτικής μέσα στα οποία μπορούσε να κινηθεί ήταν πολύ στενά. Μοιραία, λοιπόν, δεν κατάφερε να αποφύγει τις αντιφάσεις από τις οποίες χαρακτηρίζεται τον τελευταίο χρόνο η πολιτική του, γεγονός που αντανακλάται και στις διαρκείς εσωκομματικές αναταραχές.

Ο ισχυρισμός, για παράδειγμα, ότι η επιτυχία της Ελλάδας στην πρώτη φάση της πανδημίας οφείλεται αποκλειστικά στην υπευθυνότητα των πολιτών, αλλά όχι στην ενεργοποίηση της κυβέρνησης, είναι τουλάχιστον αντιφατικός όταν συνοδεύεται με έντονη κριτική προς την κυβέρνηση που επικαλείται την ατομική ευθύνη για να αυτοπροστατευθούν οι πολίτες από την εξάπλωση της πανδημίας. Είναι, άλλωστε, ζήτημα κοινής λογικής να αναγνωρίσει κανείς ότι χωρίς την ατομική ευθύνη του καθενός μας, καμία κυβέρνηση και κανένα κράτος δεν μπορεί να φρενάρει τη διάδοση της πανδημίας.

Από την άλλη, μια παράταξη που διεκδικεί την εξουσία, από την οποία αποχώρησε μόλις πριν από δεκατέσσερις μήνες, δεν μπορεί να ενστερνίζεται πρωτοβουλίες για καταλήψεις σχολείων που βρίσκουν σύμφωνες μόνον κοινωνικές μειοψηφίες που αρέσκονται στην ακραία ρητορική.

Οι μετριοπαθείς πολίτες που εκλέγουν τις κυβερνήσεις και στην παρούσα φάση ανησυχούν σφόδρα για τις βαριές συνέπειες που έχει στις ζωές τους η πανδημία είναι βέβαιο ότι δεν συγκινούνται από τις καταλήψεις. Είναι, μάλιστα, πολύ πιθανό το ενδεχόμενο να έτειναν ευήκοον ους σε μια στοιχειοθετημένη κριτική για τα πραγματικά προβλήματα και τις αδυναμίες που διαπιστωμένα υπάρχουν στην εκπαίδευση, όπως και σε άλλους τομείς ης δημόσιας ζωής.

Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν είναι διόλου τυχαίο ότι η πλειονότητα των Ελλήνων επιβραβεύει τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του επειδή προφανώς τους συγκρίνει με την πολιτική ομάδα που αποδοκιμάστηκε για τον διχαστικό τρόπο με τον οποίο διακυβέρνησε τη χώρα την προηγούμενη πενταετία και, πάρα ταύτα, επιμένει πεισματικά στο ίδιο ακριβώς μοτίβο της μισαλλόδοξης δαιμονοποίησης όποιου δεν συμφωνεί και δεν συντάσσεται μαζί τους.

Είναι προφανές ότι, με ψυχαναλυτικούς όρους, η ηγεσία και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονται στα πολύ πρώιμα στάδια του πένθους που αισθάνονται από την απώλεια της εξουσίας. Οι πιο πολλοί, με πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις τον Παύλο Πολάκη και τη Θεοδώρα Τζάκρη, κινούνται ακόμη ανάμεσα στην άρνηση και στον θυμό.

Κάποιοι λίγοι, όπως ίσως ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, έχουν περάσει στο τρίτο στάδιο που είναι η διαπραγμάτευση. Όλοι τους, όμως, δείχνουν να θέλουν πολύ χρόνο για να φτάσουν στο τέταρτο στάδιο που είναι η κατάθλιψη. Πόσω μάλλον στο πέμπτο στάδιο που είναι η αποδοχή της πραγματικότητας.

Όσο γρηγορότερα, πάντως, το κάνουν τόσο το καλύτερο για τους ίδιους, το επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης αλλά και την ποιότητα της διακυβέρνησης στη χώρα.

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2020

Η αθάνατη γραφειοκρατία βγάζει τη γλώσσα στον μεταρρυθμιστικό οίστρο

 Είναι απερίγραπτη η ευρηματικότητα με την οποία η… αθάνατη ελληνική γραφειοκρατία έχει καταφέρει στον καιρό της πανδημίας να εξουδετερώσει όλες τις φιλότιμες προσπάθειες που καταβάλουν ορισμένοι –και σε καμία περίπτωση, όχι όλοι- οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι  για να επιταχυνθεί η εξυπηρέτηση του άμοιρού Έλληνα πολίτη.

Με πρόσχημα τον κορωνοϊό, η πλειονότητα των υπηρεσιών του στενού αλλά και του ευρύτερου Δημόσιου τομέα, όταν δεν έχουν κατεβάσει πλήρως ρολά, αποφεύγοντας την επικοινωνία με τους πολίτες, υπολειτουργούν προκλητικά. Το πιο προκλητικό, μάλιστα, είναι ότι έχουν μετατρέψει σε αρωγό της ραθυμίας τους την ίδια την τεχνολογία, η οποία τους έχει προσφερθεί για να λύνουν προβλήματα και να εξυπηρετούν εγκαίρως τους πολίτες.

Πως συμβαίνει αυτό; Με τον εξής καταπληκτικό τρόπο: Εκεί που πριν στεκόσουν στην ουρά για να διεκπεραιώσεις την υπόθεση που σε απασχολούσε εντός της ίδιας ημέρας, τώρα σε διώχνουν και σου ζητούν να κλείσεις ραντεβού μέσω email για να σε καλέσουν όποτε εκείνοι δεήσουν να ασχοληθούν με το αίτημά σου, ακόμη και αν είναι για να τους πληρώσεις. Το ραντεβού, μάλιστα, που σου κλείνουν -σε πολεοδομίες, Δήμους, ασφαλιστικά ταμεία και άλλες υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και κάποια… ΚΕΠ- είναι πολλές μέρες και συχνά εβδομάδες μετά.

Μέρα με την ημέρα και εβδομάδα με την εβδομάδα, το φαινόμενο παίρνει όλο και μεγαλύτερη έκταση, αφού οι υπάλληλοι που βρίσκονται στις θέσεις τους είναι ελάχιστοι. Όλοι οι υπόλοιποι, επικαλούμενοι προβλήματα υγείας που σχετίζονται με την πανδημία, απέχουν από την εργασία τους. Χωρίς, βεβαίως, ούτε οι ίδιοι να συναισθανθούν ούτε κάποιος από τους προϊσταμένους τους να τους υποδείξει ότι κάλλιστα θα μπορούσαν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους μέσω τηλεργασίας. Ή, απλούστερα, να πάρουν δουλειά για το σπίτι, όπως –εκόντες, άκοντες- κάνουν οι περισσότεροι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα.

Τα παραδείγματα που έχω υπόψη μου δεν είναι ούτε ένα ούτε δύο. Είναι πάμπολλα και πολύ συγκεκριμένα. Σε Δήμο της Αττικής που παλαιότερα χορηγούσε άμεσα βεβαίωση για ηλεκτροδότηση νεόδμητου ακινήτου, τώρα ζητούν να καταθέσεις τα έγγραφα για να τα ελέγξουν και να σε καλέσουν να ξαναπάς είτε για να συμπληρώσεις ελλείψεις που δεν διαπιστώνονται στην κατάθεση, είτε για να πάρεις τη βεβαίωση. Πότε; «Άγνωστο», σου απαντά η εργαζόμενη στο «Πρωτόκολλο». Και αν απορήσεις, η απάντησή της είναι αυτόματη: «Υπάρχει φόρτος εργασίας. Λείπει κόσμος. Θα σας σταλεί mail πότε να ξαναέλθετε».

Έπειτα από αυτή την αποστομωτική απάντηση, πώς να τολμήσεις να ρωτήσεις ποιος είναι ο λόγος που υπάρχουν ακόμη υπηρεσίες Πρωτοκόλλου στην ελληνική δημόσια διοίκηση; Είχε προηγηθεί, άλλωστε, ένας ακόμη πιο… επικός διάλογος. Στο ερώτημα του πολίτη για το ποια ακριβώς έγγραφα έπρεπε να καταθέσει, η υπάλληλος (που δεν αποκλείεται να ένοιωθε και… κορόιδο αφού ήταν η μόνη η οποία –θεωρητικώς, τουλάχιστον- δούλευε σε έναν ολόκληρο όροφο) αφοπλιστικά δήλωνε: «Εγώ θα παραλάβω ό,τι μου καταθέσετε …»!

Στα ασφαλιστικά ταμεία η κατάσταση είναι τρισχειρότερη. Περισσότερες πιθανότητες έχει κανείς να πιάσει τον πρώτο λαχνό στο Λόττο παρά να καταφέρει να μιλήσει στο τηλέφωνο με υπάλληλο του ΕΦΚΑ. Δικαιολογημένα, ίσως, αφού ο αρμόδιος υπουργός Γιάννης Βρούτσης βρίσκει, έτσι, άλλοθι για να δικαιολογήσει την εκτίναξη των εκκρεμών συντάξεων σε αριθμούς πολύ πιο δυσθεώρητους από εκείνους για τους οποίους, όταν ήταν στην αντιπολίτευση, εξαπέλυσε μύδρους κατά της προκατόχου του Έφης Αχτσιόγλου που έπεφτε συνεχώς έξω στις συνεχείς προφητείες ότι σε λίγους μήνες θα λυνόταν οριστικά το πρόβλημα.

«Μην μας πουν τώρα ότι δεν υπήρχε κορωνοϊός που δυσκόλεψε τα πράγματα, αφού πολλοί υπάλληλοι δεν πήγαιναν στη δουλειά τους…», απαντούσε προ ημερών ο υπουργός Εργασίας όταν κλήθηκε από τον «Θέμα 104.6» να δώσει εξηγήσεις για τον κώδωνα του κινδύνου ότι οι εκκρεμείς συντάξεις «δημιουργούν κρυφό χρέος» που ήχησε ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας Κλάους Ρέγκλινγκ, αποκαλύπτοντας ότι τα εκκρεμή συνταξιοδοτικά δικαιώματα φθάνουν πλέον τις 300.000.

Πίσω από αυτό τον αριθμό βρίσκονται ισάριθμοι πολίτες που σίγουρα θυμώνουν όταν ακούν τον κ. Βρούτση να επαίρεται ότι δίνει συντάξεις σε… ένα δευτερόλεπτο και με το πάτημα ενός κουμπιού. Και για να μη θεωρηθούν δημοσιογραφική υπερβολή όλα τα παραπάνω, έχω στη διάθεση κάθε ενδιαφερόμενου δύο κραυγαλέες περιπτώσεις από τον ευρύτερο οικογενειακό μου: η μια αφορά σύνταξη χηρείας που εκκρεμεί από το 2016 και η άλλη επικουρική σύνταξη που δεν έχει χορηγηθεί από το 2014.

Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι προφανές ότι όσες μεταρρυθμίσεις και αν σχεδιάσουν ο Κυριάκος Πιερρακάκης, ο Γρηγόρης Ζαριφόπουλος και ο Γιώργος Γεωργαντάς, που στελεχώνουν το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης, η… αθάνατη ελληνική γραφειοκρατία θα τους… βγάζει τη γλώσσα. Επειδή αισθάνεται -και είναι- τόσο αλώβητη ώστε να μπορεί ακόμη και την κρίση της πανδημίας να την μετατρέπει σε ευκαιρία για περισσότερη λούφα.

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2020

Η ΕΥΠ και το «μπάι, μπάι Μόρια»

 Τους… αλησμόνητους δορυφόρους του Νίκου Παπά που κυνηγούσαν φανταστικούς εμπρηστές λίγα εκοσιτετράωρα μετά την τραγωδία του Ιουλίου του 2018 στο Μάτι θύμισε η παρουσία του διοικητή της ΕΥΠ στη σύσκεψη που συγκλήθηκε στο πρωθυπουργικό γραφείο την επαύριο των εμπρηστικών ταραχών στη Μόρια με πρωταγωνιστές τους ίδιους τους φιλοξενούμενους του καταυλισμού

Όπως τότε το κακόγουστο σόου το οποίο συστήθηκε θωρήθηκε από τους περισσότερους ως φθηνός επικοινωνιακός αντιπερισπασμός που στόχο είχε να καλυφθούν οι τεράστιες ευθύνες των κυβερνώντων, έτσι και τώρα οι συνωμοσιολογικοί συνειρμοί που επιχειρήθηκε να δημιουργηθούν με την ανακοίνωση της συμμετοχής του επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών σε μια πολιτική σύσκεψη αποτελεί πρόκληση για τη νοημοσύνη των σκεπτόμενων πολιτών.

Όπως τότε αν πράγματι είχαν υπάρξει εμπρηστές, εκείνο που χρειαζόταν ήταν να δοθούν τα στοιχεία στις αρμόδιες αρχές για να προβούν σε έρευνες και συλλήψεις, έτσι και τώρα αν οι μυστικές υπηρεσίες της χώρας διέθεταν πληροφορίες για δράσεις κατά της εθνικής ασφάλειας, η ευθύνη που αναλογούσε στους ιθύνοντες της ΕΥΠ ήταν ότι έπρεπε να είχαν κινηθεί εγκαίρως για να αποτρέψουν τις υποκινούμενες –αν είναι, όντως, τέτοιες…- ταραχές και τις καταστροφές των υποδομών που δημιουργήθηκαν με χρήματα των Ευρωπαίων, άρα και των Ελλήνων, φορολογουμένων.

Το γεγονός ότι πριν από μερικούς μήνες στον Έβρο ο Τούρκος Πρόεδρος Ερντογάν «εργαλειοποίησε» τους πρόσφυγες και μετανάστες που «φιλοξενεί» στη χώρα του για να εξαπολύσει τον «υβριδικό» πόλεμο της κατάλυσης των ελληνικών συνόρων, δεν μπορεί να αποτελεί διαρκές άλλοθι για τη σημερινή κυβέρνηση. Με την ιδιότητα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επισκέφθηκε τρεις φορές τη Μόρια. Και τις τρεις κατήγγειλε την τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για ανεπάρκεια και ιδεοληψίες, ενώ στηλίτευσε τις απάνθρωπες συνθήκες που επικρατούσαν στον καταυλισμό, όπως είχε κάνει νωρίτερα και στην Ειδομένη.

Όντας, πλέον, 14 μήνες στην ευθύνη της διακυβέρνησης, ούτε ο ίδιος ο πρωθυπουργός ούτε οι υπουργοί του δικαιούνται να μένουν στις διαπιστώσεις και στην περιγραφή του προβλήματος που συνιστά η παρουσία τόσο μεγάλου αριθμού μεταναστών ή προσφύγων που περιφέρονται ασκόπως είτε στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου είτε στις πλατείες των υποβαθμισμένων συνοικιών της πρωτεύουσας.

Αν μάλιστα ισχύουν οι πληροφορίες –και γιατί να μην ισχύουν;- ότι ο «ασθενής μηδέν», ο οποίος εντοπίστηκε στη Μόρια και μόλυνε με κορωνοϊό και τους υπολοίπους, είχε επισκεφθεί την πρωτεύουσα και, επειδή δεν βρήκε τρόπο να βιοποριστεί, επέστρεψε στην πιο διάσημη «αποθήκη ψυχών» που διαθέτει η Λέσβος, αντιλαμβάνεται ο καθένας ότι ήταν απλώς θέμα καθαρής τύχης που τόσους μήνες δεν έχει λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις η εξάπλωση της πανδημίας μέσα στις δομές φιλοξενίας.

Η μονόπλευρη επίρριψη της ευθύνης στους ίδιους τους μετανάστες οι οποίοι δεν λαμβάνουν μέτρα για την προστασία της υγείας τους και αντιδρούν στην «καραντίνα» πυρπολώντας τους καταυλισμούς που τους φιλοξενούν, είναι εύκολη υπεκφυγή. Ακόμη και αν όσοι οργανώνουν τις εξεγέρσεις είναι κατευθυνόμενοι, είτε από ξένους πράκτορες, είτε από στελέχη «πειρατικών» ΜΚΟ (αλήθεια πόσες έδιωξε ως τώρα η σημερινή κυβέρνηση;), οι ιθύνοντες της μεταναστευτικής πολιτικής δεν είναι άμοιροι.

Δουλειά τους είναι να λάβουν μέτρα για να μην μετατραπούν οι δομές σε υγειονομικές βόμβες, αλλά και να αποσυμφορηθούν οι χώροι φιλοξενία ούτως ώστε να αποφεύγονται οι συνθήκες του συνωστισμού και της οχλοκρατίας που ενδημούν εκεί όπου διαβούν υπεράριθμοι απελπισμένοι οι οποίοι καίγοντας τους χώρους που τους φιλοξενούν προσδοκούν να έχουν περισσότερα οφέλη από τις ζημιές που υφίστανται.

Αν είχαμε, άλλωστε, ικανή ΕΥΠ δεν θα έπρεπε να καλείται ο αρχηγός της στο Μαξίμου, αλλά θα περίμενε κανείς από τα στελέχη της να βρίσκονται… μέσα στους καταυλισμούς και να εντοπίζουν όσους υποκινούν τις ταραχές και πρωταγωνιστούν στις καταστροφές. Μόνον έτσι, άλλωστε, θα έπαιρνε… σάρκα και οστά το «μπάι, μπάι Μόρια» που τινές εξ αυτών τραγουδούσαν ανάμεσα στα αποκαΐδια.

Όπως και να έχει, πάντως, αυτού του είδους τα πολυσύνθετα ζητήματα, όπως είναι το Μεταναστευτικό, δεν επιλύονται με γενικόλογες διαπιστώσεις και απλοϊκούς επικοινωνιακούς χειρισμούς. Θέλουν συνεκτικό σχέδιο, αποφασιστικότητα για την εφαρμογή του, αλλά και ανάθεση της σχετικής αρμοδιότητας σε πρόσωπα που θέλουν και μπορούν να φέρουν αποτελέσματα.

Η σημερινή κυβέρνηση άλλαξε ως τώρα τρεις φορές τους υπεύθυνους για τον χειρισμό του Μεταναστευτικού: ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης έδωσε τη σκυτάλη στον Αλκιβιάδη Στεφανή (ο οποίος είχε υποσχεθεί κλειστές δομές ως τον Ιούνιο…) και από εκείνον την πήρε ο Νότης Μηταράκης. Όπως, ωστόσο, μαρτυρούν τα τελευταία δραματικά γεγονότα, ελάχιστα πράγματα άλλαξαν σε αυτό το διάστημα.

Τι(ς) πταίει;

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020

Πόσο «τρελός» είναι ο Ερντογάν;

 Πριν από περίπου δύο δεκαετίες, ο Χρήστος Ζαχαράκις, ένας από τους εμβληματικότερους Έλληνες διπλωμάτες της μεταπολιτευτικής περιόδου που εκείνη την εποχή, εκλεγμένος με τη λίστα της ΝΔ, θήτευε στο Ευρωκοινοβούλιο, άφηνε άφωνη την πολιτικοδημοσιογραφική ομήγυρη που άκουγε την κατηγορηματική εκτίμησή του ότι «στο προβλεπτό μέλλον είναι αναπόφευκτη μια ελληνοτουρκική πολεμική σύγκρουση».

«Δεν μπορώ να προβλέψω αν θα γίνει σε ένα ή δύο χρόνια, σε μια ή δύο δεκαετίες, ούτε πόσο θα διαρκέσει, αλλά είμαι βέβαιος ότι θα γίνει», επέμενε ο έμπειρος διπλωμάτης απαντώντας στις εύλογες αμφισβητήσεις των συνομιλητών του, καθώς η επίμαχη συζήτηση λάμβανε χώρα σε μια συγκυρία που οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονταν στο καλύτερο επίπεδο των πολλών τελευταίων δεκαετιών.

Η επίκληση της θετικής επίπτωσης που έδειχνε ότι είχε τότε στην προσέγγιση των δύο λαών η λεγόμενη «διπλωματία των σεισμών», την οποία είχε εγκαινιάσει ως υπουργός Εξωτερικών ο Γιώργος Παπανδρέου, ουδόλως μετέβαλε τη βεβαιότητα με την οποία ο Κ. Ζαχαράκις εξέφραζε την άποψή του ότι η Τουρκία δεν είναι μια ευρωπαϊκή χώρα που θα επιδιώξει να επιλύσει ειρηνικά τις διαφορές που πιστεύει ότι έχει με τη Ελλάδα.

Ανίσχυρο επίσης απεδείχθη και το επιχείρημα κάποιων από την ομήγυρη ότι τα πράγματα μπορούσε να τα ανατρέψει η -διαφαινόμενη ακόμη τότε- ανάρρηση στο πολιτικό στερέωμα της γείτονος ενός νέου πολιτικού ηγέτη, του «ήπιου ισλαμιστή», όπως θεωρείτο, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ο οποίος (υποτίθεται ότι) ερχόταν για να καταλύσει την παντοκρατορία του βαθέος κεμαλικού κράτους που ελέγχονταν από το πολεμοχαρές στρατιωτικό κατεστημένο της Άγκυρας.

Λίγο ως πολύ, η συνέχεια είναι γνωστή. Οι στρατηγοί της γείτονος οι οποίοι καθαιρούσαν, φυλάκιζαν και ενίοτε κρεμούσαν, όπως έκαναν με τον Αντνάν Μεντερές τη δεκαετία του 50 με πρόσχημα το πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Πόλης στα «Σεπτεμβριανά» του 1955, όποιον εκλεγμένο πρωθυπουργό ή άλλο πολιτικό δεν ήταν της αρεσκείας τους, απεδείχθησαν… σκέτες «Αρσακειάδες» στη σύγκριση με τον σκληροτράχηλο ισλαμιστή Ερντογάν.

Από το 2002, οπότε κέρδισε για πρώτη φορά τις εκλογές το ισλαμικών καταβολών κόμμα του πρώην δημάρχου Κωνσταντινούπολης, στη γείτονα συντελέστηκαν σεισμικού χαρακτήρα αλλαγές σε όλα τα επίπεδα: στους πολιτικούς και άλλους θεσμούς της χώρας (Στρατός, Δικαιοσύνη, Δημόσια Διοίκηση, Εκπαίδευση, κλπ), στα πρόσωπα που διαδραματίζουν κεντρικούς ρόλους στη χώρα, στην οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα, με την ανάδειξη στο προσκήνιο νέων στρωμάτων, καθώς και στην καθημερινότητα των πολιτών, στην οποία τον τόνο δίνει η ευρεία χρήση από τις γυναίκες της απαγορευμένης από την περίοδο του Κεμάλ μαντήλας.

Όλα αυτά τα χρόνια, το μόνο που δεν άλλαξε –ουσιωδώς τουλάχιστον- είναι οι επεκτατικές βλέψεις της Άγκυρας κατά της Ελλάδας. Αντιθέτως, στη διάρκεια της ερντογανικής εξουσίας βιώνουμε την κλιμάκωση των κάθε είδους προκλήσεων σε αέρα και θάλασσα και τη συνεχή αναβάθμιση των απειλών κατά των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας από σχεδόν σύσσωμη την τουρκική πολιτική τάξη.

Από το 1995, άλλωστε, παραμένει αμετάβλητο το διαβόητο casus belli που διεκήρυξε η Εθνοσυνέλευση της γείτονος εξουσιοδοτώντας την κυβέρνηση της Άγκυρας να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών, για την αξίωση της Ελλάδας να υιοθετήσει την πρόβλεψη της Διεθνούς Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας που επιτρέπει την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια.

Προκλήσεις και προστριβές είχε και άλλες πολλές άλλες φορές στο παρελθόν με τις εξόδους τουρκικών ερευνητικών σκαφών στα νερά του Αιγαίου που στόχο είχαν κυρίως την αμφισβήτηση ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Από το «Χόρα» το 1976 και το «Σισμίκ» το 1987 έως τα τραγικά γεγονότα των Ιμίων το 1996, μια φορά σε κάθε δεκαετία οι Στόλοι των δύο χωρών ήρθαν αντιμέτωποι.

Σε αντίθεση με τη σχετικά σύντομη διάρκεια των προγενέστερων κρίσεων, η πρόσφατη αντιπαράθεση των πολεμικών πλοίων των δύο χωρών που βρίσκεται σε εξέλιξη με τον πολυήμερο πλου του Όρουτς Ρέις σε ελληνικά ύδατα, είναι η μεγαλύτερη σε διάρκεια και, ως εκ τούτου, η πιο απειλητική για την ειρήνη στην περιοχή. Ο Ερντογάν, εξάλλου, δείχνει τέτοια αποθράσυνση όση κανείς προκάτοχός του δεν έχει επιδείξει στο παρελθόν.

Οι παραληρηματικές ομιλίες του και η εν γένει αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά που επιδεικνύει ο Τούρκος Πρόεδρος, ιδίως μετά το 2018 και το υποτιθέμενο «πραξικόπημα» για την ανατροπή του, κάνει πολλούς τόσο στην Ελλάδα, όσο και διεθνώς, να αναρωτιούνται για την ψυχική του κατάσταση. Στο ερώτημα, πάντως, αν είναι… «τρελός» ο Ερντογάν η απάντηση που δίνουν οι σοβαροί αναλυτές είναι μάλλον αρνητική. Άλλωστε, επικαλούμενοι και την «προφητεία» του πολύπειρου Χρήστου Ζαχαράκι πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο Τούρκος Πρόεδρος κινείται στα χνάρια των περισσοτέρων προκατόχων του.

Στην πραγματικότητα, άλλωστε, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν είναι παρά ένας μεγαλομανής λαϊκιστής δικτάτορας, ο οποίος, όπως όλοι οι όμοιοι του σε Ανατολή και Δύση, πορεύεται και δρα με γνώμονα το πως θα γίνει αρεστός στην κοινή γνώμη της χώρας του. Η πολύχρονη παραμονή του στην εξουσία τον έχει γεμίσει με αλαζονικό θράσος που τον κάνει να θέλει να ξεπεράσει όλους τους προκατόχους του στην τουρκική ηγεσία. Και για να πετύχει κάτι τέτοιο, είναι ικανός να κάνει τα πάντα.

Ας το έχουμε, λοιπόν, υπόψη σας και εμείς οι πολίτες και η πολιτική μας ηγεσία. Και, γι΄ αυτό, ας επιδείξουμε όλοι μας τη δέουσα ψυχραιμία και αποφασιστικότητα, προετοιμαζόμενοι για όλα τα ενδεχόμενα.

Πέμπτη 27 Αυγούστου 2020

Η απέραντη υποκρισία με το Συμβούλιο Αρχηγών

Για όποιον δεν αυταπατάται, η συναίνεση στα λεγόμενα «εθνικά θέματα», στην πραγματικότητα, δηλαδή, η αναζήτηση κοινού τόπου μεταξύ των κομμάτων στους χειρισμούς των ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής, δεν υπήρξε ποτέ το ισχυρό χαρτί που ελληνικού πολιτικού συστήματος.

Κατά τη διάρκεια των δύο αιώνων που συμπληρώνονται την επόμενη χρονιά από την Εθνική Παλιγγενεσία, είναι, κακά τα ψέματα, πολύ σπάνιες οι φορές που οι εγχώριες πολιτικές δυνάμεις έβαλαν στην άκρη τα κομματικά συμφέροντα και άφησαν εκτός του πεδίου αντιπαράθεσής τους την εξωτερική πολιτική.

Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, τα βασικά κόμματα ήταν το «Αγγλικό», το «Γαλλικό» και το «Ρωσικό». Αλλά και μεταγενέστερα, ακόμη και σε περιόδους κατά τις οποίες δύσκολα διέκρινε κανείς τις διαφορές που χώριζαν τις κομματικές ηγεσίες, οι τελευταίες «εφεύρισκαν» λόγους για να διαφωνήσουν μεταξύ τους.

Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η αντιπολίτευση επέκρινε τις πράξεις και τις παραλείψεις της κυβέρνησης, καταψηφίζοντας τις εισηγήσεις της, ανεξαρτήτως πολύ φορές του γεγονότος ότι, αν είχε την ευθύνη των χειρισμών, και η ίδια θα έκανε πάνω κάτω τα ίδια πράγματα.

Τα παραδείγματα με τη διαρκή επανάληψη του φαινομένου που μπορεί να παραθέσει κάποιος είναι πολλά. Για να μείνουμε μόνον στην περίοδο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αρκεί να υπενθυμίσουμε τα γεγονότα που σχετίζονται με το Κυπριακό και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, καθώς και το μνημονιακό δρόμο που υποχρεωτικά ακολουθήσαμε μετά τη χρεωκοπία του 2009-2010.

Άλλη λιγότερο και άλλη περισσότερη, οι (τρεις, πλέον) μεγάλες παρατάξεις που διαχειρίστηκαν τα μείζονα αυτά ζητήματα, τα οποία άπτονται άμεσα και καθοριστικά με τη θέση της χώρας στο διεθνές στερέωμα, ακολούθησαν την ίδια πορεία. Μια πορεία που συχνά ήταν αντίθετη με όσα υποστήριζαν όταν ήταν στην αντιπολίτευση.

Τι να θυμηθούμε και τι να ξεχάσουμε; Τις αιματηρές ταραχές στην Αθήνα κατά την περίοδο 1955-1959 και το ανελέητο ξύλο που έπεφτε στους δρόμους της πρωτεύουσας εις βάρος αντιπολιτευόμενων διαδηλωτών που ήθελαν την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα; Τις επανειλημμένες εντάσεις γύρω από το λεγόμενο «Μακεδονικό»;

Ή το γεγονός ότι με λίγες εξαιρέσεις –μια από τις οποίες είναι η… Θεοδώρα Τζάκρη που τα ψήφισε όλα!- η συντριπτική πλειονότητα όσων διετέλεσαν βουλευτές τη δεκαετία 2009 – 2019 ψήφισε τουλάχιστον ένα Μνημόνιο και καταψήφισε ένα άλλο; Για όσους δεν θυμούνται οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ ψήφισαν το πρώτο και το δεύτερο, της ΝΔ μόνον το δεύτερο και του ΣΥΡΙΖΑ μόνο το τρίτο.

Χωρίς διάθεση συμψηφισμού, πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο κατάλογος με τα μικρότερα ή τα μεγαλύτερα «ανομήματα» και τις παλινωδίες όλων των παρατάξεων στους χειρισμούς της εξωτερικής πολιτικής είναι μεγάλος. Άλλοτε υπαινικτικά και άλλοτε ευθέως οι κατηγορίες για «μειοδοσίες» –ου μην αλλά και «προδοσίες»- διατυπώθηκαν από περισσότερες της μιας πλευρές.

Τούτων δοθέντων, ωστόσο, έχω την αίσθηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ως αξιωματική αντιπολίτευση με τη στάση που τήρησε στη Βουλή κατά τη διαδικασία επικύρωσης της συμφωνίας για τη μερική οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών με την Αίγυπτο, δεν ακολούθησε απλώς την πεπατημένη, αλλά μάλλον «υπερέβη τα εσκαμμένα».

«Υπερέβη τα εσκαμμένα», πρώτον, διότι ήρθε σε αντίθεση με όσα ο ίδιος ο αρχηγός του Αλέξης Τσίπρας μόλις πρόσφατα υποστήριξε δημοσίως -και ενώ είχε χάσει τις εκλογές- για μερική οριοθέτηση. Και, δεύτερον, διότι δεν έμεινε στο δικό του πολιτικά αμήχανο «παρών» -αν ήταν τόσο κακή η συμφωνία, ας την καταψήφιζε…-, αλλά υπέβαλε αίτημα ονοματικής ψηφοφορίας για να καθυστερήσει επί ένα εικοσιτετράωρο την υπερψήφισή της.

Αγνόησε, έτσι την ιδιαιτερότητα των στιγμών που συνιστά η πολυήμερη πρόκληση των ερευνών του Ορούτς Ρέις μέσα στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, αλλά τις κυβερνητικές εκκλήσεις να αναθεωρήσει τη στάση και να μην παρεμποδίσει ασκόπως την έγκαιρη υπερψήφιση της συμφωνίας.

Δεν θέλει ειδική αναλυτική δεινότητα για να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι πίσω από αυτές τις πολιτικές ακροβασίες της Κουμουνδούρου δεν κρύβονται παρά προφανείς μικροκομματικές σκοπιμότητες. Όπως είχαν κάνει και στην περίοδο του «Μακεδονικού», στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επενδύουν και πάλι τώρα στην εικαζόμενη αντίδραση των «σκληρών» στελεχών της γαλάζιας Κοινοβουλευτικής Ομάδας που με προεξάρχοντα τον Αντώνη Σαμαρά είναι επιφυλακτικοί στην έναρξη διαλόγου με την Άγκυρα.

Όντας στη διακυβέρνηση, με τη συμφωνία των Πρεσπών διέσπασαν την εθνική ενότητα προσδοκώντας ανομολόγητα οφέλη από τον εσωτερικό διχασμό της ΝΔ. Και παρότι διαψεύστηκαν τότε οι προσδοκίες του, με την ίδια συλλογιστική κινούνται και τώρα, ζητώντας μάλιστα από τους βουλευτές να πάρουν θέση ο καθένας χωριστά, κάτι που αν συμβεί η δική τους «γραμμή» για «παρών» θα γίνει κομμάτια και θρύψαλα.

Το πλέον παράδοξο όλων, όμως, είναι ότι έπειτα από τους πρωτοφανείς αυτούς κοινοβουλευτικούς τακτισμούς ζητούν από τη σημερινή κυβέρνηση να κάνει αυτό που οι ίδιοι –και σωστά ίσως- δεν έκαναν με τις διχαστικές «Πρέσπες»: να συγκαλέσει, δηλαδή, το Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών.

Γιατί άραγε; Για να συζητήσουν τί οι διαφωνούντες αρχηγοί; Ποιο νόημα έχει το Συμβούλιο όταν οι πολιτικές δυνάμεις δεν μπορούν να ψηφίσουν από κοινού για θέματα για τα οποία όταν είχαν την ευθύνη έκαναν τα ίδια πράγματα; Μήπως θα άλλαζαν γνώμη ο Αλέξης Τσίπρας, ο Δημήτρης Κουτσούμπας ή ο Κυριάκος Βελόπουλος εάν τους καλούσε η Πρόεδρος Κατερίνα Σακελλαροπούλου να καθίσουν δίπλα δίπλα με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη Φώφη Γεννηματά, που –χωρίς να συμπίπτουν οι θέσεις τους- λένε «ναι» στη συμφωνία με την Αίγυπτο;

Τα ερωτήματα είναι ρητορικά και οι απαντήσεις προφανείς. Όσο προφανής είναι και η απέραντη υποκρισία της αξιωματικής αντιπολίτευσης να προτείνει Συμβούλιο Αρχηγών.

Πέμπτη 20 Αυγούστου 2020

Πόση αντιπολιτευτική γκρίνια χωράει η πανδημία;

 Αναμφίβολα, δεν είναι όλα καλώς καμωμένα με την αντιμετώπιση της πανδημίας από τον ελληνική Πολιτεία και κατ΄ ουσίαν από την κυβέρνηση που έχει την πρώτη και κύρια ευθύνη για τη λήψη και την εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για τον περιορισμό της εξάπλωσης του κορωνοϊού.

Όλο το προηγούμενο διάστημα έχουμε γίνει συχνά μάρτυρες παλινωδιών αλλά και αστοχιών που χαρακτήριζαν τις αποφάσεις της κυβέρνησης για τα υγειονομικά πρωτόκολλα, ενώ επανειλημμένα ήταν και τα φαινόμενα της έλλειψης ελέγχων για τη συμμόρφωση μιας μερίδας του πληθυσμού στους κανόνες, όπως και των καθυστερημένων παρεμβάσεων σε τομείς που έχρηζαν άμεσης δράσης.

Τα μπρος πίσω με την καθημερινή ενημέρωση των πολιτών, οι αμφιταλαντεύσεις με τη χρήση της μάσκας στα εμπορικά κέντρα, οι αντιφατικές εικόνες στις πύλες εισόδου της χώρας, που τη μια στιγμή και σε ορισμένες περιοχές θύμιζαν οργανωμένο κράτος που έκανε επισταμένους ελέγχους στους επισκέπτες, ενώ σε πολλές περιπτώσεις και σε αρκετά σημεία αφίξεων στην ελληνική επικράτεια η είσοδος ήταν παντελώς ανεξέλεγκτη, είναι μερικά μόνο από τα «αμαρτήματα» που βαραίνουν τους κυβερνητικούς ιθύνοντες. Όπως επίσης και ο περιορισμένος αριθμός των τεστ για την ανίχνευση των ασυμπτωματικών φορέων του ιού.

Για να είναι, ωστόσο, κανείς δίκαιος και να βγάλει τα σωστά συμπεράσματα χρειάζεται να δει την μεγάλη εικόνα που δεν είναι άλλη από την αναμφισβήτητη πραγματικότητα ότι, λιγότερο ή περισσότερο, ολόκληρος ο πλανήτης αντιμετώπισε σχεδόν τα ίδια ακριβώς προβλήματα και οι κυβερνήσεις όλων των χωρών κλήθηκαν να διαχειριστούν τα ίδια ακριβώς διλλήματα.

Είναι ίσως από τις λίγες φορές στην Ιστορία του ανθρωπίνου γένους που η έννοια «παγκόσμιο χωριό» βρήκε τόσο πλήρη επιβεβαίωση. Πλούσιες και φτωχές χώρες της υφηλίου, από την Κίνα και τις ΗΠΑ έως τη Λατινική Αμερική και την Αφρική, από το Ισραήλ έως το Ιράν και από τη Γερμανία έως την Αυστραλία, έζησαν τον ίδιο εφιάλτη και πλήρωσαν και πληρώνουν βαρύτατο τίμημα τόσο σε ανθρώπινες ζωές όσο και σε οικονομικές απώλειες.

Με μικρές παραλλαγές ίδιες ήταν οι προκλήσεις που αντιμετώπισαν με την ετοιμότητα των συστημάτων υγείας, την εφαρμογή των lockdown και το επακόλουθο σταδιακό άνοιγμα της οικονομίας, τη λειτουργία των σχολείων, τα ωράρια των επιχειρήσεων, την κυκλοφορία των μέσων μαζικής μεταφοράς, τη χρήση της μάσκας και άλλων προστατευτικών μέσων, αλλά και τη συνωμοσιολογικού χαρακτήρα άρνηση ενός μέρους του πληθυσμού να παραδεχθεί τη σοβαρότητα της κατάστασης.

Όποιος έχει ταξιδέψει αυτό το διάστημα στο εξωτερικό, είτε έχει μιλήσει με ανθρώπους που ζουν εκτός των ελληνικών συνόρων, ή απλώς παρακολουθεί τη διεθνή ειδησεογραφία που διακινείται από αξιόπιστα μέσα ενημέρωσης, εύκολα οδηγείται στο συμπέρασμα ότι οι ομοιότητες είναι περισσότερες από τις διαφορές. Παρά τους κατά καιρούς αφελείς ισχυρισμούς περί του αντιθέτου, χώρα - πρότυπο δεν υπήρξε, αφού κανείς δεν διέθετε τη χρυσή συνταγή κατά του κορωνοϊού.

Οι αβεβαιότητες ήταν συντριπτικά περισσότερες από τις βεβαιότητες και όλοι πήγαιναν ψάχνοντας και παρακολουθώντας τι κάνουν και οι υπόλοιποι. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι περισσότερο κερδισμένες βγήκαν οι χώρες που από την πρώτη στιγμή άκουσαν τους επιστήμονες τους και ακολούθησαν τις κατευθύνσεις που εκείνοι έδιναν. Αντιθέτως, στου χαμένους είναι όσοι υιοθέτησαν ανορθόδοξες θεωρίες, όπως η διαβόητη «ανοσία τη αγέλης», υποτίμησαν την απειλή και ανέλαβαν ρίσκα επιχειρώντας να προστατεύσουν την οικονομία τους με τη γνωστή ανεπιτυχή κατάληξη.

Κακά τα ψέματα, η πιο καθοριστική βεβαιότητα που μέχρι τώρα αναδεικνύεται από την πανδημία είναι ότι η εξάπλωσή της είναι πιο περιορισμένη εκεί όπου ο πληθυσμός τηρεί τα μέτρα προστασίας. Αντιθέτως, όπου δεν τηρούνται τα υγειονομικά πρωτόκολλα και επικρατούν συνθήκες συνωστισμού, τα κρούσματα και κατ΄ επέκταση τα θύματα αυξάνονται. Γι΄ αυτό και προκαλεί πολλές απορίες η… γκρίνια με την οποία αντιπολιτευόμενες δυνάμεις αντιδρούν στην επίκληση της ατομικής ευθύνης, μιλώντας για «στοχοποίηση» είτε της νεολαίας, που εμφανίζεται ανυπότακτη, είτε συνολικά της κοινωνίας.

Οι ισχυρισμοί περί της υποτιθέμενης «στοχοποίησης» όλων όσοι δεν τηρούν τους κανόνες αποτελεί ακραία επίδειξη λαϊκισμού, με την οποία αφενός χαϊδεύονται τα αυτιά αντικοινωνικών ανθρώπων και αφετέρου δίνεται άλλοθι στους κάθε λογής… ψεκασμένους που αρνούνται την ύπαρξη του ιού και εμφανίζονται να κάνουν… αντίσταση στη στέρηση της ελευθερίας που υποτίθεται ότι συνιστά η υποχρεωτικότητα στη χρήση της μάσκας.

Οι υπεύθυνοι πολίτες και οι υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις έχουν καθήκον να κάνουν κριτική στην κυβέρνηση, όποτε δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας, αυξάνοντας, για παράδειγμα, τον αριθμό των τεστ, όπως και τους ελέγχους για την εφαρμογή των μέτρων. Έχουν, όμως, την ίδια ώρα υποχρέωση να αντιτάσσονται στα αντικοινωνικές συμπεριφορές των απείθαρχων και να μην ενδίδουν στη φθηνή αντιπολιτευτική γκρίνια, δικαιολογώντας τα αδικαιολόγητα.