Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2020

Ο ευρωπαϊκός τρόπος ζωής στο έλεος του (κάθε) Ερντογάν

 Όσο αποτρόπαια ήταν η αποικιοκρατία των προηγούμενων αιώνων με τους Δυτικούς να καθυποτάσσουν δια πυρός και σιδήρου τον «Τρίτο Κόσμο», εξίσου, αν όχι και ακόμη περισσότερο, αποτρόπαια είναι η επίθεση που δέχεται ο ευρωπαϊκός τρόπος ζωής από τα τρομοκρατικά στοιχεία που στο όνομα του Ισλάμ επιδιώκουν να επιβάλουν τις ακραίες επιλογές τους στις δυτικές κοινωνίες.

Μπορεί σε αυτή τη φάση το πεδίο της αιματηρής δράσης τους να είναι η Γαλλία, αλλά, αναμφισβήτητα, ο πραγματικός στόχος όσων κινούν τα ανθρώπινα πιόνια, τα οποία χωρίς κανένα δισταγμό αφαιρούν ζωές ανυπεράσπιστων και ανύποπτων ανθρώπων, είναι η Ευρώπη και τα ιδεώδη που είναι ψηλά στον κώδικα αξιών των κοινωνιών που την απαρτίζουν.

Ο σεβασμός στα ανθρώπινα δικαιώματα, η ελευθερία στην έκφραση, η χειραφέτηση των γυναικών και η ισότητα των φύλων, που, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, απολαμβάνουμε όλοι όσοι ζούμε στη Δύση, είναι αυτά που επιβουλεύονται οι κάθε είδους τζιχαντιστές που προκαλούν κάθε τρεις και λίγο ένα καινούργιο «λουτρό αίματος»: από τους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης έως το περιοδικό «Σαρλί Εμπντό» και το κέντρο «Μπατακλάν».

Όσο και αν κάποιοι επιμένουν να το αρνούνται, η προ τριακονταετίας πρόβλεψη του Αμερικανού ακαδημαϊκού Σάμιουελ Χάντινγκτον (1927-2008) για τη «σύγκρουση των πολιτισμών» βρίσκει όλο και συχνότερα την επιβεβαίωσή της. Ο νεαρός Τσετσένος που προ ημερών αποκεφάλισε τον Γάλλο καθηγητή επειδή έδειξε στους μαθητές του τα σκίτσα του Μωάμεθ δεν είχε προσωπικές διαφορές με τον 47χρονο εκπαιδευτικό Σαμουέλ Πατί, ο οποίος θα πρέπει να καταταγεί στη χορεία των μαρτύρων για την Ελευθερία που εγγυάται ο Δυτικός Πολιτισμός.

Το γεγονός ότι επίσημες κυβερνήσεις χωρών, όπως η Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αλλά όχι μόνον αυτή, παρέχουν κάλυψη σε τέτοιες μισαλλόδοξες και απάνθρωπες ενέργειες συνιστά την καλύτερη απόδειξη ότι οι σφαγές στις οποίες επιδίδονται οι κάθε είδους τζιχαντιστές δεν αποτελούν μεμονωμένα και ασύνδετα μεταξύ τους περιστατικά. Κακά τα ψέματα, υπάρχει ένας ευδιάκριτος ιστός που ενώνει όλες αυτές τις σκοταδιστικές επιθέσεις.

Όποιο όνομα και αν απέκτησαν στην πορεία του χρόνου, παλαιότερα «συστήνονταν» ως «Μουτζαχεντίν» ή «Αλ Κάιντα», εν συνεχεία τους γνωρίσαμε ως «Ισλαμικό Κράτος» και πιο πρόσφατα ως «Αδελφοί Μουσουλμάνοι», ίδιοι και απαράλλαχτοι παραμένουν οι βραχίονες που θέλουν να επιβάλουν μια «κουλτούρα» η οποία δεν αρκείται στη δική της αυθυπαρξία, αλλά τρέφεται από τον αφανισμό οποιουδήποτε έχει διαφορετική αντίληψη για τον τρόπο ζωής.

Η Ευρώπη μέχρι τώρα αντιδρά μάλλον φοβικά στις συνεχείς επιθέσεις που δέχεται στο έδαφος της από στοιχεία που τις περισσότερες φορές κρύβονται πίσω από την ιδιότητα των προσφύγων, όπως συνέβη με τον Τυνήσιο απεχθή δολοφόνο της Νίκαιας που πέρασε από τη Λαμπεντούζα. Ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν δείχνει διάθεση να αλλάξει την ψοφοδεή τακτική που ακολουθεί ως τώρα η ευρωπαϊκή ιθύνουσα τάξη.

Η λυσσώδης αντίδραση του Ερντογάν και άλλων ακραίων μουσουλμάνων καταδεικνύει περίτρανα ότι η στάση του Προέδρου Μακρόν ενοχλεί όσους κρύβονται πίσω από τον ισλαμικό φονταμενταλισμό που θέλει να καταστρέψει τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής. Γι΄ αυτό και η ευρωπαϊκή ηγεσία πρέπει να αφήσει κατά μέρος τις αυταπάτες του παρελθόντος ότι η μονομερής ανοχή που επιδεικνύει μπορεί να εξημερώσει το θηρίο και να φέρει θετικά αποτελέσματα προς την κατεύθυνση της συμφιλίωσης.

Οι συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί επιβάλουν τη λήψη άμεσων αποφάσεων που δεν θα είναι πλέον μόνον αμυντικές, όπως η φύλαξη των συνόρων και ο έλεγχος των εισερχομένων, αλλά μπορεί να γίνουν και επιθετικές. Όποιος δεν σέβεται τα ήθη και τα έθιμα που επικρατούν στην Ευρώπη, πρέπει να αντιληφθεί ότι δεν έχει θέση στην Ευρώπη. Και αν δεν θέλει να το αντιληφθεί, οι αρχές όλων των ευρωπαϊκών χωρών έχουν καθήκον και υποχρέωση να του δείχνουν την πόρτα της εξόδου.

Ο ευρωπαϊκός τρόπος ζωής, ο οποίος αποτελεί τον πόλο έλξης για κάθε ελεύθερο πνεύμα στον πλανήτη, αλλά ταυτόχρονα και «κάρφος εν τω οφθαλμώ» κάθε ισλαμοφασίστα ή όποιο άλλου μισαλλόδοξου και φανατικού, είναι ανάγκη να πάψει να βρίσκεται στο έλεος του (κάθε) Ερντογάν. Μόνον έτσι μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει.

Ώρα λοιπόν να αναφωνήσουμε: Nous sommes tous avec Macron. (Είμαστε όλοι με τον Μακρόν)!

Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2020

Η αυτοθυματοποίηση και οι μομφές «στον βρόντο»

 Η πρόταση μομφής εναντίον της (όποιας) κυβέρνησης, ή ενός μεμονωμένου στελέχους της, είναι το ισχυρότερο κοινοβουλευτικό όπλο που διαθέτει στη φαρέτρα της η αντιπολίτευση. Και γι΄ αυτό τον λόγο ασκείται πολύ σπάνια και σε ιδιαίτερα εξαιρετικές περιπτώσεις. Το Σύνταγμα, άλλωστε, θέτει περιορισμούς και δεν επιτρέπει να χρησιμοποιείται παρά μόνον μετά την παρέλευση εξαμήνου από την προηγούμενη πρόταση δυσπιστίας, όπως λέγεται στην επίσημη κοινοβουλευτική γλώσσα η αποκαλούμενη «μομφή».

Υπό αυτή την έννοια, η εγχώρια, όπως, εξάλλου, και η διεθνής κοινοβουλευτική πρακτική επιβάλει προτάσεις μομφής να υποβάλλονται σε δύο περιπτώσεις: Πρώτον, όταν η αντιπολίτευση έχει βάσιμες ελπίδες να πλήξει πολιτικά την κυβέρνηση επειδή οι βουλευτές που την στηρίζουν είναι απρόθυμοι να δώσουν ψήφο εμπιστοσύνης. Και, δεύτερον, όταν από την τριήμερη συζήτηση επί της πρότασης η κυβερνητική παράταξη θα υποστεί πολιτική φθορά επειδή θα αδυνατεί να βρει πειστικά επιχειρήματα για να υπερασπιστεί τον εαυτό της στην επίθεση που θα της εξαπολύσει η αντιπολίτευση.

Είναι, λοιπόν, απορίας άξιο σε ποια από τις δύο συγκεκριμένες περιπτώσεις μπορεί να ενταχθεί η «μομφή» που κατέθεσε την Πέμπτη ο αρχηγός της αξιωματικής Αλέξης Τσίπρας αντιπολίτευσης κατά του υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα για τον συζητούμενο στη Βουλή Πτωχευτικό Κώδικα. «Επενδύει», άραγε, σε διαφοροποίηση βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας, οι οποίοι μπορεί να μην πουν «όχι» στην ψηφοφορία της Κυριακής; Ή, μήπως, ελπίζει ότι τα στελέχη της κυβερνητικής παράταξης δεν θα έχουν επιχειρήματα να υπερασπιστούν τον κ. Σταϊκούρα;

Η πραγματικότητα βοά ότι ούτε το ένα ούτε το άλλο είναι πιθανό να συμβεί. Για όποιον δεν εθελοτυφλεί, η κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ δεν βρίσκεται -σε αυτή τη φάση τουλάχιστον, διότι αργότερα δεν ξέρει κανείς τι μπορεί να γίνει- σε κατάσταση τέτοια που να πιθανολογεί κάποιος ότι θα εκφραστεί κατά του υπουργού Οικονομικών σε μια ανοιχτή συζήτηση που καταλήγει σε φανερή ονομαστική ψηφοφορία. Δεν θα έκανε ακόμη και δεν ίσχυε η αυτονόητη αλήθεια ότι ο κ. Σταϊκούρας δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να βάλει την υπογραφή του κάτω από ένα νομοσχέδιο το οποίο αποτελεί προϊόν συνολικής κυβερνητικής βούλησης.

Πολύ περισσότερο που, καλώς ή κακώς, για τα στελέχη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας είναι ένα θετικό νομοσχέδιο το οποίο δίνει λύσεις σε χρονίζοντα προβλήματα της υπερχρέωσης νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Είναι ένας ισχυρισμός που θα ακουστεί κατά κόρον στην τριήμερη συζήτηση. Και θα προστίθεται στην επιχειρηματολογία ότι οι μαζικοί πλειστηριασμοί άρχισαν (σ.σ.: όποιος αμφιβάλει ας ρωτήσει τον πρώην υπουργό Παναγιώτη Λαφαζάνη που αντιμετωπίζει διώξεις επειδή προσπαθούσε να τους ματαιώσει…) επί των ημερών της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Όπως επίσης και στο αδιάψευστο γεγονός ότι την ίδια περίοδο ήρθη για πρώτη φορά η προστασία της πρώτης κατοικίας που είχε καθιερωθεί από τα πρώτα μνημονιακά χρόνια.

Με δεδομένο, πάντως, ότι η πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ να στραφεί κατά του υπουργού Οικονομικών εκδηλώθηκε σε μια μέρα που η επικαιρότητα κατακλυζόταν από σημαντικά γεγονότα, όπως το μήνυμα του πρωθυπουργού για την έξαρση της πανδημίας, οι συνεχιζόμενες τουρκικές προσκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και η κορύφωση της δίκης της Χρυσής Αυγής, δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν: Είτε στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν χάσει πλέον κάθε αίσθηση της επικοινωνιακής πραγματικότητας, είτε το μόνο που τους απασχολεί είναι να βρουν μια ακόμη ευκαιρία για να εκδηλώσουν το μένος τους κατά των μέσων ενημέρωσης.

Το έναυσμα, άλλωστε, το έδωσε με την ομιλία του στη Βουλή ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας, λέγοντας προς τα κυβερνητικά έδρανα: «Αλλά να ξέρετε, αυτή η στρατηγική δε θα σας πάει πολύ μακριά. Και ο κοινωνικός αυτοματισμός αλλά και αυτό το απόλυτο που έχετε πετύχει με τα ΜΜΕ, η ΥΕΝΕΔοποίηση της ενημέρωσης, δε θα σας βγει σε καλό. Μπούμερανγκ θα σας γυρίσει. Γιατί δε καταλαβαίνετε ότι όσο να κρύψετε και να διαστρέψετε τη πραγματικότητα, όσο αυτή όχι μόνο δε βελτιώνεται αλλά επιδεινώνεται, θα σας κυνηγάει».

Η αλήθεια είναι βεβαίως ότι μέχρι στιγμής η… διαστροφή της πραγματικότητας εκείνον που… κυνηγάει είναι την αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία βλέπει τις δημοσκοπικές επιδόσεις της να επιδεινώνονται μήνα με τον μήνα. Και εκείνο που ουσιαστικά γίνεται «μπούμερανγκ» είναι η προσπάθεια να αποδοθούν όλα τα δεινά που κατατρύχουν την Κουμουνδούρου στην περιώνυμη «λίστα Πέτσα» και στα «εξαγορασμένα μέσα ενημέρωσης».

Όσο, όμως, παραμένουν προσκολλημένοι σε αυτό το κατασκευασμένο ιδεολόγημα της «αυτοθυματοποίησης», θα χάνουν το επικοινωνιακό momentum και θα βλέπουν τις προτάσσεις μομφής που καταθέτουν να… πηγαίνουν «στον βρόντο».

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2020

Με… νοσταλγία δεν λειτουργούν «φουγάρα»

 «Στόχος είναι να ανάψουν όσο περισσότερα φουγάρα γίνεται…», δήλωνε η Θεοδώρα Τζάκρη όταν τον Σεπτέμβριο του 2015 αναλάμβανε το χαρτοφυλάκιο της υφυπουργού Βιομηχανίας στην κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Δεκατρείς μήνες αργότερα, ωστόσο, εγκατέλειψε το κυβερνητικό αξίωμα αφήνοντάς μας με την απορία πόσα φουγάρα άναψαν και πότε έσβησαν επί των ημερών της υφυπουργίας της.

Χωρίς να είναι βέβαιο ότι συνδέονται τα δύο γεγονότα, μερικούς μήνες μετά την αντικατάσταση της φερέλπιδος πολιτικού από την Πέλλα, η εταιρεία ΒSH (Βosch Siemens Hausgerate) Hellas που κατασκεύαζε τις λευκές συσκευές «Πίτσος» ανακοίνωνε την απόφαση της γερμανικής μητρικής εταιρείας να βάλει λουκέτο στο εργοστάσιο της επιχείρησης στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη. Το αρχικό χρονοδιάγραμμα όριζε ότι οι τίτλοι τέλους για την «Πίτσος» θα έπεφταν στο τέλος του 2018, αλλά στη συνέχεια η ημερομηνία λήξης ορίστηκε για το τέλος του 2020.

Εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν έκανε απολύτως τίποτε για να εμποδίσει τη δυσμενή αυτή εξέλιξη. Το αντίθετο θα έλεγε κανείς, καθώς είχε εξαρχής εχθρική διάθεση απέναντι στον συμβιβασμό τον οποίο είχαν πετύχει οι προηγούμενες κυβερνήσεις με τη γερμανική εταιρία Siemens, η οποία προκειμένου να εξιλεωθεί για το σκάνδαλο με τα «μαύρα ταμεία» είχε, μεταξύ άλλων, δεσμευτεί να υλοποιήσει στη χώρα μας επένδυση 60 εκατ. ευρώ που θα απασχολούσε 700 εργαζόμενους.

Στο κείμενο της συμβιβαστικής συμφωνίας με την Siemens, η οποία είχε ψηφιστεί από τη Βουλή ως χωριστός νόμος, η επένδυση δεν κατονομαζόταν, αλλά ήταν κοινό μυστικό ότι αφορούσε τη μετεγκατάσταση του εργοστασίου της BSH - Πίτσος από τον Ρέντη στη Μαγούλα Αττικής. Είχε μάλιστα βρεθεί και το σχετικό ακίνητο, πλην, όμως, ο προσκείμενος στο τότε κυβερνών κόμμα δήμαρχος της περιοχής αντέδρασε στην αδειοδότηση.

Η επένδυση ματαιώθηκε και οι Γερμανοί ιδιοκτήτες της εταιρείας, οι οποίοι είχαν αποκτήσει τον έλεγχο της «Πίτσος» έπειτα από μια μεγάλη απεργία που έγινε στην επιχείρηση στα μέσα της δεκαετία του 1970, αποφάσισαν να κατευθύνουν την παραγωγική τους δραστηριότητα εκτός Ελλάδας, επιλέγοντας πιο συμφέροντες προορισμούς όπως είναι η Τουρκία ή η Σλοβενία. Είναι γνωστό άλλωστε ότι το κεφάλαιο δεν έχει… πατρίδα και κατευθύνεται εκεί που βρίσκει μεγαλύτερο κέρδος.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, βεβαίως, τα σχέδια των Γερμανών… καπιταλιστών διευκόλυναν τα μάλα και οι εργαζόμενοι στην επιχείρηση, καθώς δεν άνοιξε μύτη με την απόφαση για το λουκέτο επειδή, όπως γράφηκε τότε χωρίς να διαψευστεί, οι εργατοϋπάλληλοι της επιχείρησης, με τη συναίνεση και του σωματείου τους, εξασφάλισαν γενναίες αποζημιώσεις απόλυσης.

Παραδόξως πως, ωστόσο, το ζήτημα ανακινήθηκε πρόσφατα με επιστολή που έστειλε προς τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργατοϋπαλλήλων Μετάλλου, ζητώντας την παρέμβασή του, ώστε να μην σταματήσει η λειτουργία της «Πίτσος» που έχει ιστορία 155 ετών, με έτος ίδρυσης το 1865. Ακόμη πιο παράδοξη, όμως, ήταν η αντίδραση της πρώην υφυπουργού Βιομηχανίας Θεοδώρας Τζάκρη, η οποία εξέδωσε ανακοίνωση για να επικρίνει τη σημερινή κυβέρνηση ότι ευθύνεται για ένα «λουκέτο» που αποφασίστηκε πριν από τρία χρόνια.

Πέρα από τις πολιτικές καντρίλιες, πάντως, αφού στην κόντρα μπήκαν και άλλοι πολιτικοί από τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ, η φυγή μιας επιχείρησης από τη χώρα μας και η μεταφορά των δραστηριοτήτων της στην Τουρκία ή όπου αλλού είναι ένα σοβαρό ζήτημα που δεν μπορεί να αφήνει αδιάφορους ούτε όσους απαρτίζουν το πολιτικό σύστημα ούτε την κοινωνία και τους συλλογικούς φορείς της (συνδικάτα, κλπ).

Τις τελευταίες ημέρες, με αφορμή την καθυστερημένη αντίδραση της Ομοσπονδίας των μεταλλεργατών, εκδηλώθηκε, κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ένα κύμα έντονης νοσταλγίας για τις χαμένες ελληνικές βιομηχανίες που, όπως η «Πίτσος», έγραψαν ιστορία τις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά τα τελευταία χρόνια δεν άντεξαν στον διεθνή ανταγωνισμό και οδηγήθηκαν στο λουκέτο.

Κάποιες εξ αυτών μάλιστα κατέρρευσαν πολύ πριν ζήσουμε την τελευταία φάση της φρενήρους παγκοσμιοποίησης, ενώ άλλες διατηρήθηκαν λίγο παραπάνω στη ζωή είτε χάρις σε κρατικές επιδοτήσεις είτε επειδή προσέλκυσαν κεφαλαιακές ενισχύσεις από το εξωτερικό. Το μόνο αναμφισβήτητο συμπέρασμα είναι ότι ο βιομηχανικός χάρτης του 1960 και του 1970 δεν έχει καμία σχέση με τον παραγωγικό χάρτη του 2020. Οι λόγοι για τους οποίους συνέβη αυτό είναι πολλοί και σίγουρα δεν μπορούν να εξαντληθούν σε ένα τέτοιο σημείωμα.

Κακά τα ψέματα, η ποιότητα αλλά κυρίως το κόστος των παραγόμενων στην Ελλάδα ηλεκτρικών συσκευών δεν μπορεί να συγκριθούν με πολλά εισαγόμενα. Και όσο και αν οι έχοντες κάποια ηλικία νοσταλγούμε τις πρώτες συσκευές που μπήκαν σπίτι μας και ήταν made in Greece, έστω και με σχετικά μικρή εγχώρια προστιθέμενη αξία, η συντριπτική πλειονότητα στις μέρες μας προτιμά τις φτηνότερες και πιο σύγχρονες συσκευές ακόμη και όταν αυτές κατασκευάζονται στην… Τουρκία.

Όπως και να έχει, η Ελλάδα του 2020 δεν μπορεί να αποκτήσει συγκριτικό πλεονέκτημα στα φουγάρα. Οι συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια στον παγκόσμιο καταμερισμό, σε συνδυασμό με το καλά εκπαιδευμένο προσωπικό που διαθέτει την υποχρεώνουν να στρέψει το ενδιαφέρον της σε νέες μορφές παραγωγικών δραστηριοτήτων, όπως είναι η έρευνα και η καινοτομία, η ψηφιακή τεχνολογία, η πράσινη ενέργεια και η τεχνητή νοημοσύνη στις οποίες μπορεί να πρωταγωνιστήσει.

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2020

Κι αν ο Κοντονής μιλούσε και για τη Novartis…

 Κανείς από τους παροικούντες στην… πολιτική Ιερουσαλήμ δεν πρέπει να έπεσε από τα σύννεφα με την επίθεση που εξαπέλυσε η ηγεσία της Κουμουνδούρου κατά του Σταύρου Κοντονή όταν ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ θύμισε τις παλαιότερες επισημάνσεις του σύμφωνα με τις οποίες ο νέος Ποινικός Κώδικας, ο οποίος άρον άρον ψηφίστηκε τις παραμονές των τελευταίων εκλογών, διευκόλυνε τη Χρυσή Αυγή.

Με αποκορύφωμα, άλλωστε, τη διαβόητη άποψη που διατύπωσε τον Ιούνιο του 2016 ο τότε πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης περί μη διαχωρισμού των ψήφων σε «ευπρόσδεκτες» και «μη ευπρόσδεκτες», όταν το κόμμα του είχε βάλει στόχο να περάσει πάση θυσία την απλή αναλογική, δεν είναι η πρώτη φορά που, είτε ως ψίθυρος είτε ως δημόσια καταγγελία, κυκλοφορούν στη δημόσια σφαίρα βάσιμες υποψίες για υπόγειους υπολογισμούς της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα σε σχέση με την παρουσία του νεοναζιστικού μορφώματος στο πολιτικό στερέωμα.

Εκείνο, ωστόσο, που ξένισε σε αυτή την οξεία αντιπαράθεση, ίσως περισσότερο ακόμη και από τη διαγραφή του που αποφασίστηκε με συνοπτικές διαδικασίες, ήταν το περιεχόμενο της λιτής ανακοίνωσης με την οποία ο επίσημος ΣΥΡΙΖΑ αποδοκίμασε τον άλλοτε υπουργό του. Χρειάστηκαν μόλις 31 λέξεις για να τον εξουδετερώσουν πολιτικά και να υπονομεύσουν την αξιοπιστία των καταγγελιών του, τόσο των τωρινών όσο και των ενδεχόμενων μελλοντικών.

«Οι δηλώσεις του Σταύρου Κοντονή, που υιοθετούν την προπαγάνδα και τα fake news της Νέας Δημοκρατίας, είναι απαράδεκτες και αντικειμενικά εξυπηρετούν πολιτικά συμφέροντα εχθρικά προς την Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία», ήταν το σχόλιο με το οποίο ανασύρθηκαν από το χρονοντούλαπο της Ιστορίας φρασεολογία και πρακτικές της Αριστεράς του Μεσοπολέμου και της μετεμφυλιακής περιόδου.

Τα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι πολλά: Πώς ορίζονται, αλήθεια, τα «πολιτικά συμφέροντα» που είναι «εχθρικά προς την Αριστερά»; Και με ποιον τρόπο τα «εξυπηρέτησε» ο πρώην υπουργός; Όποιος διατυπώνει μια άποψη που δεν βολεύει την ηγεσία καθίσταται αυτομάτως «εχθρός του κόμματος», ακόμη και αν λέει την αλήθεια;

Τηρουμένων των αναλογιών, η φρασεολογία της Κουμουνδούρου δεν απέχει πολύ από την αντίστοιχη που χρησιμοποιήθηκε στην περίπτωση του Νίκου Πλουμπίδη ο οποίος, ενώ οδηγήθηκε στα μέσα της δεκαετία του 50 στο εκτελεστικό απόσπασμα, για την ηγεσία του κόμματός του δεν ήταν παρά «παλιός προβοκάτορας», που «μεταφέρθηκε στην Αμερική, όπου γεμίζει τις μέρες και τις τσέπες του με το πικρό αντίτιμο τής προδοσίας»…

Όπως τότε, έτσι και τώρα, όποιος αμφισβητεί το αλάθητο της ηγεσίας, εξοβελίζεται. Ο Κοντονής, εξάλλου, δεν είναι το μόνο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ που στις μέρες μας στοχοποιείται για τις απόψεις του. Θυμηθείτε τι υπέστη πρόσφατα ο Ευκλείδης Τσακαλώτος επειδή διαφώνησε με τον χαρακτηρισμό «πολιτικός απατεώνας» που αποδίδει ο Αλέξης Τσίπρας στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη.

Όπως και να έχει, πάντως, το 2020 δεν είναι 1950. Και, ως εκ τούτου, τα πολιτικά στελέχη της εποχής μας δεν βάζουν την «τιμή του κόμματος» πάνω από τον εαυτό τους, όπως ο Πλουμπίδης, ακόμη και όταν δηλώνουν «κομμουνιστές της ανανεωτικής Αριστεράς», όπως ο Κοντονής. Υπό αυτή την έννοια, θα έχει τεράστιο ενδιαφέρον αν κάποια στιγμή ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης αποφασίσει να μιλήσει για την εποχή που ασκούσε τα υπουργικά του καθήκοντα, έχοντας στο πλάι του τον «Ρασπούτιν» Δημήτρη Παπαγγελόπουλο.

Αποτελεί γεγονός αναμφισβήτητο ότι ο «βουλευτής Ζακύνθου», όπως τον αποκαλούσαν υποτιμητικά τον Σ. Κοντονή «σύντροφοι» του, γνωρίζει πολλά για σημαντικές υποθέσεις που σημάδεψαν τη διακυβέρνηση από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Σκεφθείτε μόνον αν κάποια στιγμή θελήσει να περιγράψει τα όσα προηγήθηκαν της παρουσίας του δίπλα στον «Ρασπούτιν» όταν ο τελευταίος, βγαίνοντας από το Μέγαρο Μαξίμου, χαρακτήριζε αμετροεπώς την υπόθεση Novartis ως «το μεγαλύτερο σκάνδαλο από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους»…

Λέτε αυτό να είχαν κατά νου οι ιθύνοντες της Κουμουνδούρου που έσπευσαν να τον διαγράψουν νύκτωρ;

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2020

Υπουργοί σε καραντίνα με άλλοθι τον κορωνοϊό

Την ερχόμενη εβδομάδα συμπληρώνονται 15 μήνες από τις τελευταίες εκλογές στις οποίες ο Κυριάκος Μητσοτάκης πήρε ισχυρή λαϊκή εντολή και σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση της απολύτου αρεσκείας του, αφού η άνετη επικράτησή του στην κάλπη τού επέτρεψε να μην είναι δέσμιος πολλών εσωκομματικών ισορροπιών, όπως συνέβαινε στο παρελθόν με αρκετούς προκατόχους του.

Στη διάρκεια αυτού του δεκαπεντάμηνου, με προεξάρχον το μείζον ζήτημα της υγειονομικής κρίσης που έφερε η πανδημία του κορωνοϊού, είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη κλήθηκε να χειριστεί και να αντιμετωπίσει τόσα πολλά μεγάλα προβλήματα που σπανίως άλλες κυβερνήσεις αντιμετώπισαν ακόμη και σε ολόκληρη τη θητεία τους.

Η οξύτατη οικονομική ύφεση που αφήνει πίσω της η ασταμάτητη διασπορά του ιού, η αγωνία για να σταθεί όρθιο το Εθνικό Σύστημα Υγείας, η κλιμάκωση των προκλήσεων του Ερντογάν με όλα τα μέσα, καθώς και η έντονη πίεση που ασκούν οι συνεχιζόμενες μεταναστευτικές ροές, συνιστούν, χωρίς αμφιβολία, ένα εκρηκτικό κοκτέιλ ταυτόχρονων κρίσεων που δοκιμάζουν τις αντοχές της ελληνικής κοινωνίας και συνακόλουθα τις ικανότητες της κυβέρνησης.

Σε καμία, όμως, περίπτωση, η συγκεκριμένη διαπίστωση δεν μπορεί να θεωρείται δικαιολογία για την απραξία που παρατηρείται σε ορισμένους τομείς της κυβερνητικής δράσης. Κάποιοι υπουργοί δείχνουν να έχουν μπει σε (αυτο)καραντίνα, επικαλούμενοι τον κορωνοϊό. Αγνοούν ή και αδιαφορούν για την αυταπόδεικτη αλήθεια ότι οι κυβερνήσεις εκλέγονται παγκοσμίως για να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες και τα προβλήματα της καθημερινότητας των πολιτών και όχι απλώς και μόνον για να απολαμβάνουν τα στελέχη τους το νέκταρ της εξουσίας.

Στην τελευταία συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου ο πρωθυπουργός μίλησε για τις αστοχίες του σχήματος του οποίου ηγείται. Και έβγαλε, όπως λέμε στην ποδοσφαιρική γλώσσα, «κίτρινη κάρτα» στους συνεργάτες του λέγοντάς τους ότι «δεν είναι πολιτικά  και ηθικά αποδεκτό, οποιοσδήποτε υπουργός να μετακυλύει ευθύνες σε άλλους υπουργούς ή να αποφεύγει να στηρίζει επιλογές της κυβέρνησης ή να αναγνωρίζει αστοχίες επικαλούμενος αναρμοδιότητα».

Ήταν η πρώτη φορά που ο Κυριάκος Μητσοτάκης χρησιμοποίησε αυστηρή γλώσσα για τους συνεργάτες του, επειδή προφανώς αντιλαμβάνεται ότι κάποιοι εξ αυτών έχουν παρεξηγήσει τον ρόλο τους. Η αναβολή του ανασχηματισμού που ήταν προγραμματισμένος για το περασμένο καλοκαίρι, ενδεχομένως να δημιούργησε σε ορισμένους την εντύπωση ότι είναι αναντικατάστατοι. Αυτό τουλάχιστον μαρτυρούν οι συμπεριφορές των κυβερνητικών στελεχών που φημολογούνταν ότι επρόκειτο να αντικατασταθούν.

Μέχρι να γίνουν οι λίγες διορθωτικές αλλαγές του Αυγούστου έβλεπε κανείς στη συμπεριφορά της πλειονότητας των κυβερνητικών στελεχών μια προσπάθεια να δείξουν ότι παράγουν έργο, αλλά και να εμφανιστούν με κάποια ταπεινότητα. Υπήρχε, άλλωστε, ακόμη τότε ο φόβος της αξιολόγησης και του «ποινολογίου» που υποτίθεται ότι τηρούνται στο Μέγαρο Μαξίμου, καταγράφοντας τη δραστηριότητα όλων.

Η εικόνα αυτή μεταβλήθηκε μετά τον μίνι ανασχηματισμό. Μάλλον επειδή οι περισσότεροι εξέλαβαν την παραμονή τους στο κυβερνητικό σχήμα ως σημάδι επιβράβευσης της έως τότε θητείας τους στην κυβέρνηση. Έτσι, η ταπεινότητα έδωσε τη θέση της στην αλαζονεία και για ουκ ολίγους… μέτρο της επιτυχίας τους έγινε ο αριθμός των προσκλήσεων που λαμβάνουν για να συμμετάσχουν στα πάνελ των πρωινών τηλεοπτικών εκπομπών.

Το πολυδιαφημισμένο, εξάλλου, σύστημα της αξιολόγησης των υπουργών αποδείχθηκε αναποτελεσματικό, αφού βασίζεται σε ποσοτικά και όχι σε ποιοτικά στοιχεία. Ποτέ και πουθενά η αποτελεσματικότητα της πολιτικής δράσης δεν μετρήθηκε με αριθμούς αποφάσεων, διαταγμάτων και νόμων. Έχει σίγουρα σημασία ποιος τηρεί και ποιος όχι τα χρονοδιαγράμματα στα οποία στηρίζονται τα συστήματα αξιολόγησης, αλλά δεν είναι αυτός ο καθοριστικός δείκτης που διαχωρίζει τον ικανό από τον ανίκανο πολιτικό.

Όπως και να έχει, εκείνο που έχει αρχίσει να γίνεται σαφές στην κοινωνία είναι ότι για την κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει τελειώσει προ πολλού ο παρατεταμένος «μήνας του μέλιτος» που έζησε, λόγω και της εσωστρέφειας στην οποία βυθίστηκε η κυρίαρχη αντίπαλη παράταξη. Είναι μια κυβέρνηση που έχει πλέον –καλό και κακό- παρελθόν. Μια κυβέρνηση 15 μηνών που δεν κρίνεται πια από τις προθέσεις της. Κρίνεται για τα όσα έκανε και για τα όσα δεν έκανε αυτό το διάστημα.

Ο κορωνοϊός δεν μπορεί να είναι άλλοθι για πολύ καιρό ακόμη. Ενώ και η αξιωματική αντιπολίτευση θα βγει κάποια στιγμή από τον πολιτικό λήθαργο στον οποίο βρίσκεται. Και θα ασκήσει τον ρόλο που τώρα έχουν αναλάβει οι… φαντασιακοί «μαυροσκούφηδες» του Παύλου Πολάκη.

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2020

Οι δημοσκοπήσεις και τα πέντε στάδια του πένθους

 Παρότι η κυβέρνηση έδειξε διάθεση να… κοιμηθεί στις δάφνες που αποκόμισε από την έγκαιρη κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού όταν ξέσπασε η πανδημία του κορωνοϊού στις αρχές της περασμένης άνοιξης, οι πολίτες φαίνεται να της δίνουν ακόμη μεγάλη ανοχή.

Σε δύο νέες δημοσκοπήσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας αυτές τις μέρες, επιβεβαιώνεται ότι οι επιδόσεις του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης παραμένουν συγκριτικά πολύ καλύτερες από τις αντίστοιχες του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και του κόμματός του.

Ο ήπιος πολιτικός λόγος τον οποίο χρησιμοποιεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε όλες τις τελευταίες παρεμβάσεις του φαίνεται να του αποφέρει κέρδη, τα οποία υπερκαλύπτουν τις ζημιές από το γεγονός ότι στους έξι και πλέον μήνες που παρήλθαν από την εμφάνιση του πρώτου κύματος της πανδημίας δεν έγιναν όλα όσα θα μπορούσαν να έχουν γίνει για να προετοιμαστούν η χώρα και η κοινωνία για το δεύτερο κύμα που τώρα ενσκήπτει εντονότερο.

Στον αντίποδα, ο Αλέξης Τσίπρας όχι μόνον δεν αποκομίζει οφέλη από τον οξύτατο λόγο στον οποίο καταφεύγει για να αντιπολιτευθεί την κυβέρνηση –με αποκορύφωμα την επιμονή του να επιβάλει στο κόμμα του τον όρο «πολιτικός απατεώνας» που προσδίδει στον νυν πρωθυπουργό-, αλλά μάλλον καταγράφει απώλειες με τη στρατηγική της μετωπικής αντιπαράθεσης που έχει χαράξει, αμφισβητώντας προθέσεις και επιτεύγματα των αντιπάλων του που οι πολίτες τους τα πιστώνουν.

Τόσο στην προ δεκαπενθημέρου δίδυμη παρέμβαση του από την Θεσσαλονίκη όσο και στο τελευταίο μήνυμα του προς τους πολίτες ο πρωθυπουργός επέλεξε να παρουσιάσει τις θέσεις και τις απόψεις τους, αποφεύγοντας επιμελώς να ανταποδώσει τα πυρά που εξακοντίζουν εναντίον του οι πολιτικοί του αντίπαλοι. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε δεν έκανε σχεδόν καμία προσωπική αναφορά στον προκάτοχό του. Καλώς ή καλώς επέλεξε σε όλα τα θέματα –πανδημία, οικονομία, ελληνοτουρκικά, κ.ά.- να περιγράψει το δικό του αφήγημα.

Αντιθέτως, ο Αλέξης Τσίπρας σχεδόν σε όλες τις ερωτήσεις που δέχθηκε στο τετράωρο που διήρκησε η δική του συνέντευξη απάντησε με ονομαστικές αναφορές στον διάδοχό του και με σταθερά επικριτική διάθεση. Δεν περιορίστηκε να ασκήσει κριτική εκεί που όντως η κυβέρνηση δεν τα έχει πάει καλά, αλλά της επιτέθηκε ακόμη και εκεί που ήταν σαφές ότι τα περιθώρια κριτικής μέσα στα οποία μπορούσε να κινηθεί ήταν πολύ στενά. Μοιραία, λοιπόν, δεν κατάφερε να αποφύγει τις αντιφάσεις από τις οποίες χαρακτηρίζεται τον τελευταίο χρόνο η πολιτική του, γεγονός που αντανακλάται και στις διαρκείς εσωκομματικές αναταραχές.

Ο ισχυρισμός, για παράδειγμα, ότι η επιτυχία της Ελλάδας στην πρώτη φάση της πανδημίας οφείλεται αποκλειστικά στην υπευθυνότητα των πολιτών, αλλά όχι στην ενεργοποίηση της κυβέρνησης, είναι τουλάχιστον αντιφατικός όταν συνοδεύεται με έντονη κριτική προς την κυβέρνηση που επικαλείται την ατομική ευθύνη για να αυτοπροστατευθούν οι πολίτες από την εξάπλωση της πανδημίας. Είναι, άλλωστε, ζήτημα κοινής λογικής να αναγνωρίσει κανείς ότι χωρίς την ατομική ευθύνη του καθενός μας, καμία κυβέρνηση και κανένα κράτος δεν μπορεί να φρενάρει τη διάδοση της πανδημίας.

Από την άλλη, μια παράταξη που διεκδικεί την εξουσία, από την οποία αποχώρησε μόλις πριν από δεκατέσσερις μήνες, δεν μπορεί να ενστερνίζεται πρωτοβουλίες για καταλήψεις σχολείων που βρίσκουν σύμφωνες μόνον κοινωνικές μειοψηφίες που αρέσκονται στην ακραία ρητορική.

Οι μετριοπαθείς πολίτες που εκλέγουν τις κυβερνήσεις και στην παρούσα φάση ανησυχούν σφόδρα για τις βαριές συνέπειες που έχει στις ζωές τους η πανδημία είναι βέβαιο ότι δεν συγκινούνται από τις καταλήψεις. Είναι, μάλιστα, πολύ πιθανό το ενδεχόμενο να έτειναν ευήκοον ους σε μια στοιχειοθετημένη κριτική για τα πραγματικά προβλήματα και τις αδυναμίες που διαπιστωμένα υπάρχουν στην εκπαίδευση, όπως και σε άλλους τομείς ης δημόσιας ζωής.

Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν είναι διόλου τυχαίο ότι η πλειονότητα των Ελλήνων επιβραβεύει τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του επειδή προφανώς τους συγκρίνει με την πολιτική ομάδα που αποδοκιμάστηκε για τον διχαστικό τρόπο με τον οποίο διακυβέρνησε τη χώρα την προηγούμενη πενταετία και, πάρα ταύτα, επιμένει πεισματικά στο ίδιο ακριβώς μοτίβο της μισαλλόδοξης δαιμονοποίησης όποιου δεν συμφωνεί και δεν συντάσσεται μαζί τους.

Είναι προφανές ότι, με ψυχαναλυτικούς όρους, η ηγεσία και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονται στα πολύ πρώιμα στάδια του πένθους που αισθάνονται από την απώλεια της εξουσίας. Οι πιο πολλοί, με πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις τον Παύλο Πολάκη και τη Θεοδώρα Τζάκρη, κινούνται ακόμη ανάμεσα στην άρνηση και στον θυμό.

Κάποιοι λίγοι, όπως ίσως ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, έχουν περάσει στο τρίτο στάδιο που είναι η διαπραγμάτευση. Όλοι τους, όμως, δείχνουν να θέλουν πολύ χρόνο για να φτάσουν στο τέταρτο στάδιο που είναι η κατάθλιψη. Πόσω μάλλον στο πέμπτο στάδιο που είναι η αποδοχή της πραγματικότητας.

Όσο γρηγορότερα, πάντως, το κάνουν τόσο το καλύτερο για τους ίδιους, το επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης αλλά και την ποιότητα της διακυβέρνησης στη χώρα.

Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2020

Η αθάνατη γραφειοκρατία βγάζει τη γλώσσα στον μεταρρυθμιστικό οίστρο

 Είναι απερίγραπτη η ευρηματικότητα με την οποία η… αθάνατη ελληνική γραφειοκρατία έχει καταφέρει στον καιρό της πανδημίας να εξουδετερώσει όλες τις φιλότιμες προσπάθειες που καταβάλουν ορισμένοι –και σε καμία περίπτωση, όχι όλοι- οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι  για να επιταχυνθεί η εξυπηρέτηση του άμοιρού Έλληνα πολίτη.

Με πρόσχημα τον κορωνοϊό, η πλειονότητα των υπηρεσιών του στενού αλλά και του ευρύτερου Δημόσιου τομέα, όταν δεν έχουν κατεβάσει πλήρως ρολά, αποφεύγοντας την επικοινωνία με τους πολίτες, υπολειτουργούν προκλητικά. Το πιο προκλητικό, μάλιστα, είναι ότι έχουν μετατρέψει σε αρωγό της ραθυμίας τους την ίδια την τεχνολογία, η οποία τους έχει προσφερθεί για να λύνουν προβλήματα και να εξυπηρετούν εγκαίρως τους πολίτες.

Πως συμβαίνει αυτό; Με τον εξής καταπληκτικό τρόπο: Εκεί που πριν στεκόσουν στην ουρά για να διεκπεραιώσεις την υπόθεση που σε απασχολούσε εντός της ίδιας ημέρας, τώρα σε διώχνουν και σου ζητούν να κλείσεις ραντεβού μέσω email για να σε καλέσουν όποτε εκείνοι δεήσουν να ασχοληθούν με το αίτημά σου, ακόμη και αν είναι για να τους πληρώσεις. Το ραντεβού, μάλιστα, που σου κλείνουν -σε πολεοδομίες, Δήμους, ασφαλιστικά ταμεία και άλλες υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων και κάποια… ΚΕΠ- είναι πολλές μέρες και συχνά εβδομάδες μετά.

Μέρα με την ημέρα και εβδομάδα με την εβδομάδα, το φαινόμενο παίρνει όλο και μεγαλύτερη έκταση, αφού οι υπάλληλοι που βρίσκονται στις θέσεις τους είναι ελάχιστοι. Όλοι οι υπόλοιποι, επικαλούμενοι προβλήματα υγείας που σχετίζονται με την πανδημία, απέχουν από την εργασία τους. Χωρίς, βεβαίως, ούτε οι ίδιοι να συναισθανθούν ούτε κάποιος από τους προϊσταμένους τους να τους υποδείξει ότι κάλλιστα θα μπορούσαν να ασκήσουν τα καθήκοντά τους μέσω τηλεργασίας. Ή, απλούστερα, να πάρουν δουλειά για το σπίτι, όπως –εκόντες, άκοντες- κάνουν οι περισσότεροι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα.

Τα παραδείγματα που έχω υπόψη μου δεν είναι ούτε ένα ούτε δύο. Είναι πάμπολλα και πολύ συγκεκριμένα. Σε Δήμο της Αττικής που παλαιότερα χορηγούσε άμεσα βεβαίωση για ηλεκτροδότηση νεόδμητου ακινήτου, τώρα ζητούν να καταθέσεις τα έγγραφα για να τα ελέγξουν και να σε καλέσουν να ξαναπάς είτε για να συμπληρώσεις ελλείψεις που δεν διαπιστώνονται στην κατάθεση, είτε για να πάρεις τη βεβαίωση. Πότε; «Άγνωστο», σου απαντά η εργαζόμενη στο «Πρωτόκολλο». Και αν απορήσεις, η απάντησή της είναι αυτόματη: «Υπάρχει φόρτος εργασίας. Λείπει κόσμος. Θα σας σταλεί mail πότε να ξαναέλθετε».

Έπειτα από αυτή την αποστομωτική απάντηση, πώς να τολμήσεις να ρωτήσεις ποιος είναι ο λόγος που υπάρχουν ακόμη υπηρεσίες Πρωτοκόλλου στην ελληνική δημόσια διοίκηση; Είχε προηγηθεί, άλλωστε, ένας ακόμη πιο… επικός διάλογος. Στο ερώτημα του πολίτη για το ποια ακριβώς έγγραφα έπρεπε να καταθέσει, η υπάλληλος (που δεν αποκλείεται να ένοιωθε και… κορόιδο αφού ήταν η μόνη η οποία –θεωρητικώς, τουλάχιστον- δούλευε σε έναν ολόκληρο όροφο) αφοπλιστικά δήλωνε: «Εγώ θα παραλάβω ό,τι μου καταθέσετε …»!

Στα ασφαλιστικά ταμεία η κατάσταση είναι τρισχειρότερη. Περισσότερες πιθανότητες έχει κανείς να πιάσει τον πρώτο λαχνό στο Λόττο παρά να καταφέρει να μιλήσει στο τηλέφωνο με υπάλληλο του ΕΦΚΑ. Δικαιολογημένα, ίσως, αφού ο αρμόδιος υπουργός Γιάννης Βρούτσης βρίσκει, έτσι, άλλοθι για να δικαιολογήσει την εκτίναξη των εκκρεμών συντάξεων σε αριθμούς πολύ πιο δυσθεώρητους από εκείνους για τους οποίους, όταν ήταν στην αντιπολίτευση, εξαπέλυσε μύδρους κατά της προκατόχου του Έφης Αχτσιόγλου που έπεφτε συνεχώς έξω στις συνεχείς προφητείες ότι σε λίγους μήνες θα λυνόταν οριστικά το πρόβλημα.

«Μην μας πουν τώρα ότι δεν υπήρχε κορωνοϊός που δυσκόλεψε τα πράγματα, αφού πολλοί υπάλληλοι δεν πήγαιναν στη δουλειά τους…», απαντούσε προ ημερών ο υπουργός Εργασίας όταν κλήθηκε από τον «Θέμα 104.6» να δώσει εξηγήσεις για τον κώδωνα του κινδύνου ότι οι εκκρεμείς συντάξεις «δημιουργούν κρυφό χρέος» που ήχησε ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας Κλάους Ρέγκλινγκ, αποκαλύπτοντας ότι τα εκκρεμή συνταξιοδοτικά δικαιώματα φθάνουν πλέον τις 300.000.

Πίσω από αυτό τον αριθμό βρίσκονται ισάριθμοι πολίτες που σίγουρα θυμώνουν όταν ακούν τον κ. Βρούτση να επαίρεται ότι δίνει συντάξεις σε… ένα δευτερόλεπτο και με το πάτημα ενός κουμπιού. Και για να μη θεωρηθούν δημοσιογραφική υπερβολή όλα τα παραπάνω, έχω στη διάθεση κάθε ενδιαφερόμενου δύο κραυγαλέες περιπτώσεις από τον ευρύτερο οικογενειακό μου: η μια αφορά σύνταξη χηρείας που εκκρεμεί από το 2016 και η άλλη επικουρική σύνταξη που δεν έχει χορηγηθεί από το 2014.

Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι προφανές ότι όσες μεταρρυθμίσεις και αν σχεδιάσουν ο Κυριάκος Πιερρακάκης, ο Γρηγόρης Ζαριφόπουλος και ο Γιώργος Γεωργαντάς, που στελεχώνουν το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης, η… αθάνατη ελληνική γραφειοκρατία θα τους… βγάζει τη γλώσσα. Επειδή αισθάνεται -και είναι- τόσο αλώβητη ώστε να μπορεί ακόμη και την κρίση της πανδημίας να την μετατρέπει σε ευκαιρία για περισσότερη λούφα.

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2020

Η ΕΥΠ και το «μπάι, μπάι Μόρια»

 Τους… αλησμόνητους δορυφόρους του Νίκου Παπά που κυνηγούσαν φανταστικούς εμπρηστές λίγα εκοσιτετράωρα μετά την τραγωδία του Ιουλίου του 2018 στο Μάτι θύμισε η παρουσία του διοικητή της ΕΥΠ στη σύσκεψη που συγκλήθηκε στο πρωθυπουργικό γραφείο την επαύριο των εμπρηστικών ταραχών στη Μόρια με πρωταγωνιστές τους ίδιους τους φιλοξενούμενους του καταυλισμού

Όπως τότε το κακόγουστο σόου το οποίο συστήθηκε θωρήθηκε από τους περισσότερους ως φθηνός επικοινωνιακός αντιπερισπασμός που στόχο είχε να καλυφθούν οι τεράστιες ευθύνες των κυβερνώντων, έτσι και τώρα οι συνωμοσιολογικοί συνειρμοί που επιχειρήθηκε να δημιουργηθούν με την ανακοίνωση της συμμετοχής του επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών σε μια πολιτική σύσκεψη αποτελεί πρόκληση για τη νοημοσύνη των σκεπτόμενων πολιτών.

Όπως τότε αν πράγματι είχαν υπάρξει εμπρηστές, εκείνο που χρειαζόταν ήταν να δοθούν τα στοιχεία στις αρμόδιες αρχές για να προβούν σε έρευνες και συλλήψεις, έτσι και τώρα αν οι μυστικές υπηρεσίες της χώρας διέθεταν πληροφορίες για δράσεις κατά της εθνικής ασφάλειας, η ευθύνη που αναλογούσε στους ιθύνοντες της ΕΥΠ ήταν ότι έπρεπε να είχαν κινηθεί εγκαίρως για να αποτρέψουν τις υποκινούμενες –αν είναι, όντως, τέτοιες…- ταραχές και τις καταστροφές των υποδομών που δημιουργήθηκαν με χρήματα των Ευρωπαίων, άρα και των Ελλήνων, φορολογουμένων.

Το γεγονός ότι πριν από μερικούς μήνες στον Έβρο ο Τούρκος Πρόεδρος Ερντογάν «εργαλειοποίησε» τους πρόσφυγες και μετανάστες που «φιλοξενεί» στη χώρα του για να εξαπολύσει τον «υβριδικό» πόλεμο της κατάλυσης των ελληνικών συνόρων, δεν μπορεί να αποτελεί διαρκές άλλοθι για τη σημερινή κυβέρνηση. Με την ιδιότητα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο Κυριάκος Μητσοτάκης επισκέφθηκε τρεις φορές τη Μόρια. Και τις τρεις κατήγγειλε την τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για ανεπάρκεια και ιδεοληψίες, ενώ στηλίτευσε τις απάνθρωπες συνθήκες που επικρατούσαν στον καταυλισμό, όπως είχε κάνει νωρίτερα και στην Ειδομένη.

Όντας, πλέον, 14 μήνες στην ευθύνη της διακυβέρνησης, ούτε ο ίδιος ο πρωθυπουργός ούτε οι υπουργοί του δικαιούνται να μένουν στις διαπιστώσεις και στην περιγραφή του προβλήματος που συνιστά η παρουσία τόσο μεγάλου αριθμού μεταναστών ή προσφύγων που περιφέρονται ασκόπως είτε στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου είτε στις πλατείες των υποβαθμισμένων συνοικιών της πρωτεύουσας.

Αν μάλιστα ισχύουν οι πληροφορίες –και γιατί να μην ισχύουν;- ότι ο «ασθενής μηδέν», ο οποίος εντοπίστηκε στη Μόρια και μόλυνε με κορωνοϊό και τους υπολοίπους, είχε επισκεφθεί την πρωτεύουσα και, επειδή δεν βρήκε τρόπο να βιοποριστεί, επέστρεψε στην πιο διάσημη «αποθήκη ψυχών» που διαθέτει η Λέσβος, αντιλαμβάνεται ο καθένας ότι ήταν απλώς θέμα καθαρής τύχης που τόσους μήνες δεν έχει λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις η εξάπλωση της πανδημίας μέσα στις δομές φιλοξενίας.

Η μονόπλευρη επίρριψη της ευθύνης στους ίδιους τους μετανάστες οι οποίοι δεν λαμβάνουν μέτρα για την προστασία της υγείας τους και αντιδρούν στην «καραντίνα» πυρπολώντας τους καταυλισμούς που τους φιλοξενούν, είναι εύκολη υπεκφυγή. Ακόμη και αν όσοι οργανώνουν τις εξεγέρσεις είναι κατευθυνόμενοι, είτε από ξένους πράκτορες, είτε από στελέχη «πειρατικών» ΜΚΟ (αλήθεια πόσες έδιωξε ως τώρα η σημερινή κυβέρνηση;), οι ιθύνοντες της μεταναστευτικής πολιτικής δεν είναι άμοιροι.

Δουλειά τους είναι να λάβουν μέτρα για να μην μετατραπούν οι δομές σε υγειονομικές βόμβες, αλλά και να αποσυμφορηθούν οι χώροι φιλοξενία ούτως ώστε να αποφεύγονται οι συνθήκες του συνωστισμού και της οχλοκρατίας που ενδημούν εκεί όπου διαβούν υπεράριθμοι απελπισμένοι οι οποίοι καίγοντας τους χώρους που τους φιλοξενούν προσδοκούν να έχουν περισσότερα οφέλη από τις ζημιές που υφίστανται.

Αν είχαμε, άλλωστε, ικανή ΕΥΠ δεν θα έπρεπε να καλείται ο αρχηγός της στο Μαξίμου, αλλά θα περίμενε κανείς από τα στελέχη της να βρίσκονται… μέσα στους καταυλισμούς και να εντοπίζουν όσους υποκινούν τις ταραχές και πρωταγωνιστούν στις καταστροφές. Μόνον έτσι, άλλωστε, θα έπαιρνε… σάρκα και οστά το «μπάι, μπάι Μόρια» που τινές εξ αυτών τραγουδούσαν ανάμεσα στα αποκαΐδια.

Όπως και να έχει, πάντως, αυτού του είδους τα πολυσύνθετα ζητήματα, όπως είναι το Μεταναστευτικό, δεν επιλύονται με γενικόλογες διαπιστώσεις και απλοϊκούς επικοινωνιακούς χειρισμούς. Θέλουν συνεκτικό σχέδιο, αποφασιστικότητα για την εφαρμογή του, αλλά και ανάθεση της σχετικής αρμοδιότητας σε πρόσωπα που θέλουν και μπορούν να φέρουν αποτελέσματα.

Η σημερινή κυβέρνηση άλλαξε ως τώρα τρεις φορές τους υπεύθυνους για τον χειρισμό του Μεταναστευτικού: ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης έδωσε τη σκυτάλη στον Αλκιβιάδη Στεφανή (ο οποίος είχε υποσχεθεί κλειστές δομές ως τον Ιούνιο…) και από εκείνον την πήρε ο Νότης Μηταράκης. Όπως, ωστόσο, μαρτυρούν τα τελευταία δραματικά γεγονότα, ελάχιστα πράγματα άλλαξαν σε αυτό το διάστημα.

Τι(ς) πταίει;

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020

Πόσο «τρελός» είναι ο Ερντογάν;

 Πριν από περίπου δύο δεκαετίες, ο Χρήστος Ζαχαράκις, ένας από τους εμβληματικότερους Έλληνες διπλωμάτες της μεταπολιτευτικής περιόδου που εκείνη την εποχή, εκλεγμένος με τη λίστα της ΝΔ, θήτευε στο Ευρωκοινοβούλιο, άφηνε άφωνη την πολιτικοδημοσιογραφική ομήγυρη που άκουγε την κατηγορηματική εκτίμησή του ότι «στο προβλεπτό μέλλον είναι αναπόφευκτη μια ελληνοτουρκική πολεμική σύγκρουση».

«Δεν μπορώ να προβλέψω αν θα γίνει σε ένα ή δύο χρόνια, σε μια ή δύο δεκαετίες, ούτε πόσο θα διαρκέσει, αλλά είμαι βέβαιος ότι θα γίνει», επέμενε ο έμπειρος διπλωμάτης απαντώντας στις εύλογες αμφισβητήσεις των συνομιλητών του, καθώς η επίμαχη συζήτηση λάμβανε χώρα σε μια συγκυρία που οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βρίσκονταν στο καλύτερο επίπεδο των πολλών τελευταίων δεκαετιών.

Η επίκληση της θετικής επίπτωσης που έδειχνε ότι είχε τότε στην προσέγγιση των δύο λαών η λεγόμενη «διπλωματία των σεισμών», την οποία είχε εγκαινιάσει ως υπουργός Εξωτερικών ο Γιώργος Παπανδρέου, ουδόλως μετέβαλε τη βεβαιότητα με την οποία ο Κ. Ζαχαράκις εξέφραζε την άποψή του ότι η Τουρκία δεν είναι μια ευρωπαϊκή χώρα που θα επιδιώξει να επιλύσει ειρηνικά τις διαφορές που πιστεύει ότι έχει με τη Ελλάδα.

Ανίσχυρο επίσης απεδείχθη και το επιχείρημα κάποιων από την ομήγυρη ότι τα πράγματα μπορούσε να τα ανατρέψει η -διαφαινόμενη ακόμη τότε- ανάρρηση στο πολιτικό στερέωμα της γείτονος ενός νέου πολιτικού ηγέτη, του «ήπιου ισλαμιστή», όπως θεωρείτο, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ο οποίος (υποτίθεται ότι) ερχόταν για να καταλύσει την παντοκρατορία του βαθέος κεμαλικού κράτους που ελέγχονταν από το πολεμοχαρές στρατιωτικό κατεστημένο της Άγκυρας.

Λίγο ως πολύ, η συνέχεια είναι γνωστή. Οι στρατηγοί της γείτονος οι οποίοι καθαιρούσαν, φυλάκιζαν και ενίοτε κρεμούσαν, όπως έκαναν με τον Αντνάν Μεντερές τη δεκαετία του 50 με πρόσχημα το πογκρόμ κατά των Ελλήνων της Πόλης στα «Σεπτεμβριανά» του 1955, όποιον εκλεγμένο πρωθυπουργό ή άλλο πολιτικό δεν ήταν της αρεσκείας τους, απεδείχθησαν… σκέτες «Αρσακειάδες» στη σύγκριση με τον σκληροτράχηλο ισλαμιστή Ερντογάν.

Από το 2002, οπότε κέρδισε για πρώτη φορά τις εκλογές το ισλαμικών καταβολών κόμμα του πρώην δημάρχου Κωνσταντινούπολης, στη γείτονα συντελέστηκαν σεισμικού χαρακτήρα αλλαγές σε όλα τα επίπεδα: στους πολιτικούς και άλλους θεσμούς της χώρας (Στρατός, Δικαιοσύνη, Δημόσια Διοίκηση, Εκπαίδευση, κλπ), στα πρόσωπα που διαδραματίζουν κεντρικούς ρόλους στη χώρα, στην οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα, με την ανάδειξη στο προσκήνιο νέων στρωμάτων, καθώς και στην καθημερινότητα των πολιτών, στην οποία τον τόνο δίνει η ευρεία χρήση από τις γυναίκες της απαγορευμένης από την περίοδο του Κεμάλ μαντήλας.

Όλα αυτά τα χρόνια, το μόνο που δεν άλλαξε –ουσιωδώς τουλάχιστον- είναι οι επεκτατικές βλέψεις της Άγκυρας κατά της Ελλάδας. Αντιθέτως, στη διάρκεια της ερντογανικής εξουσίας βιώνουμε την κλιμάκωση των κάθε είδους προκλήσεων σε αέρα και θάλασσα και τη συνεχή αναβάθμιση των απειλών κατά των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας μας από σχεδόν σύσσωμη την τουρκική πολιτική τάξη.

Από το 1995, άλλωστε, παραμένει αμετάβλητο το διαβόητο casus belli που διεκήρυξε η Εθνοσυνέλευση της γείτονος εξουσιοδοτώντας την κυβέρνηση της Άγκυρας να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών, για την αξίωση της Ελλάδας να υιοθετήσει την πρόβλεψη της Διεθνούς Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας που επιτρέπει την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ναυτικά μίλια.

Προκλήσεις και προστριβές είχε και άλλες πολλές άλλες φορές στο παρελθόν με τις εξόδους τουρκικών ερευνητικών σκαφών στα νερά του Αιγαίου που στόχο είχαν κυρίως την αμφισβήτηση ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Από το «Χόρα» το 1976 και το «Σισμίκ» το 1987 έως τα τραγικά γεγονότα των Ιμίων το 1996, μια φορά σε κάθε δεκαετία οι Στόλοι των δύο χωρών ήρθαν αντιμέτωποι.

Σε αντίθεση με τη σχετικά σύντομη διάρκεια των προγενέστερων κρίσεων, η πρόσφατη αντιπαράθεση των πολεμικών πλοίων των δύο χωρών που βρίσκεται σε εξέλιξη με τον πολυήμερο πλου του Όρουτς Ρέις σε ελληνικά ύδατα, είναι η μεγαλύτερη σε διάρκεια και, ως εκ τούτου, η πιο απειλητική για την ειρήνη στην περιοχή. Ο Ερντογάν, εξάλλου, δείχνει τέτοια αποθράσυνση όση κανείς προκάτοχός του δεν έχει επιδείξει στο παρελθόν.

Οι παραληρηματικές ομιλίες του και η εν γένει αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά που επιδεικνύει ο Τούρκος Πρόεδρος, ιδίως μετά το 2018 και το υποτιθέμενο «πραξικόπημα» για την ανατροπή του, κάνει πολλούς τόσο στην Ελλάδα, όσο και διεθνώς, να αναρωτιούνται για την ψυχική του κατάσταση. Στο ερώτημα, πάντως, αν είναι… «τρελός» ο Ερντογάν η απάντηση που δίνουν οι σοβαροί αναλυτές είναι μάλλον αρνητική. Άλλωστε, επικαλούμενοι και την «προφητεία» του πολύπειρου Χρήστου Ζαχαράκι πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο Τούρκος Πρόεδρος κινείται στα χνάρια των περισσοτέρων προκατόχων του.

Στην πραγματικότητα, άλλωστε, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν είναι παρά ένας μεγαλομανής λαϊκιστής δικτάτορας, ο οποίος, όπως όλοι οι όμοιοι του σε Ανατολή και Δύση, πορεύεται και δρα με γνώμονα το πως θα γίνει αρεστός στην κοινή γνώμη της χώρας του. Η πολύχρονη παραμονή του στην εξουσία τον έχει γεμίσει με αλαζονικό θράσος που τον κάνει να θέλει να ξεπεράσει όλους τους προκατόχους του στην τουρκική ηγεσία. Και για να πετύχει κάτι τέτοιο, είναι ικανός να κάνει τα πάντα.

Ας το έχουμε, λοιπόν, υπόψη σας και εμείς οι πολίτες και η πολιτική μας ηγεσία. Και, γι΄ αυτό, ας επιδείξουμε όλοι μας τη δέουσα ψυχραιμία και αποφασιστικότητα, προετοιμαζόμενοι για όλα τα ενδεχόμενα.