Το τελευταίο δημοσκοπικό «κύμα» δημιουργεί, αναμφισβήτητα, ένα θετικό momentum για την τρικομματική κυβέρνηση, αφού η κοινή συνισταμένη των ερευνών της κοινής γνώμης, που δημοσιοποιήθηκαν μέσα στον Ιανουάριο, δείχνει ότι, εν πολλοίς, το πολιτικό σκηνικό παραμένει αμετάβλητο στις βασικές παραμέτρους τους περασμένου Ιουνίου, οπότε αποτυπώθηκε αυθεντικά στην κάλπη η διάθεση του εκλογικού σώματος.
Παρατηρώντας κανείς στατικά την εικόνα, βρίσκει, πράγματι, ότι τα κόμματα της συγκυβέρνησης ανακτούν τις απώλειες που κατέγραφαν το φθινόπωρο, όταν από αρκετές πλευρές διατυπωνόταν σοβαρές αμφιβολίες εάν θα περάσουν τα μέτρα που ήταν προαπαιτούμενα για να συνεχιστεί η χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας. Η αίσθηση, έστω, της οικονομικής σταθεροποίησης, που δημιούργησε η εκταμίευση των δανειακών δόσεων, φαίνεται ότι συνέβαλε και στην αποκατάσταση της πολιτικής σταθεροποίησης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, που αποτελεί το βασικό «αντίπαλον δέος» για τη σταθερότητα, ου μην αλλά και τη μακροημέρευση, της συγκυβέρνησης, εμφανίζει, όντως, μικρή κάμψη της απήχησής του στην κοινή γνώμη. Κάμψη, όμως, που είναι ευεξήγητη εάν λάβει κανείς υπόψη του τη συγκυρία και κυρίως τη μεταβατική φάση που διέρχεται για τη μετεξέλιξή του από συνονθύλευμα συνιστωσών σε μια ενιαία παράταξη που μπορεί να μιλήσει (και) στους «νοικοκυραίους».
Βλέποντας τη δυναμική των μετρήσεων και αναγνωρίζοντας ότι, όπως σωστά λέγεται –συνήθως από τους… «χαμένους»-, οι δημοσκοπήσεις είναι «φωτογραφία της στιγμής», το σωστό συμπέρασμα στο οποίο μπορεί, κατά την άποψή μου, να οδηγηθεί ένας ψύχραιμος αναλυτής είναι ότι το παιχνίδι παραμένει ανοιχτό και οι πολιτικές ισορροπίες που διαμορφώνονται είναι απολύτως εύθραυστες.
Μπορεί η κυβέρνηση να πέτυχε –όπως το πέτυχε- να περάσει από τη Βουλή τον ορυμαγδό των –επιβληθέντων από τους δανειστές μας στην συντριπτική πλειονότητά τους- μέτρων, αλλά η εφαρμογή τους μοιάζει πολύ δυσκολότερο εγχείρημα, εξαιτίας και του ότι εκείνοι που καλούνται να τα εφαρμόσουν συχνά δεν πιστεύουν στην αποδοτικότητά τους, ενώ, και σε αρκετές περιπτώσεις, δεν μπορούν ή/και δεν θέλουν να τα εφαρμόσουν.
Άλλωστε, στους επτά μήνες που πέρασαν από τις εκλογές με μεγάλη δυσκολία μπορεί να βρεθεί κάτι δημιουργικό που να έγινε στη χώρα με κυβερνητική πρωτοβουλία. Πέρα από τις αιματηρές περικοπές δαπανών, που συνεχίζουν να βυθίζουν την οικονομία στην ύφεση και να ταΐζουν τον αδηφάγο Μινώταυρο της ανεργίας, ο απλός πολίτης δεν νομίζω ότι αισθάνθηκε κάποιο θετικό αντιστάθμισμα από την κυβερνητική λειτουργία που να βελτίωσε την καθημερινότητά του ή να του δημιούργησε αισιοδοξία για το μέλλον.
Τι να πρωτοπεί κανείς; Για τα μεγάλα οδικά έργα που παραμένουν βαλτωμένα; Για τη δημόσια διοίκηση που καθεύδει στην παραλυσία της; Για το ΕΣΠΑ που «ξεκολλάει» μόνον για επιμορφωτικά σεμινάρια; Για τη Δικαιοσύνη που βγάζει αποφάσεις έπειτα από μια δεκαετία; Για τα δημόσια νοσοκομεία που υπολειτουργούν; Για τις προμήθειες που παραμένουν μια μεγάλη χοάνη διασπάθισης δημοσίου χρήματος;
Το γεγονός ότι, για αταβιστικούς, ίσως, λόγους και επειδή, ενδεχομένως, δεν έχει προβληθεί, προσώρας, αξιόπιστη εναλλακτική λύση, η τρικομματική κυβέρνηση διατηρεί το δημοσκοπικό πλεονέκτημα, δεν μπορεί να καθησυχάζει τους κυβερνητικούς εταίρους. Εφόσον η οικονομική σταθεροποίηση, δεν συνοδευθεί και από κοινωνική σταθεροποίηση, που, σε απλά λόγια, «μεταφράζεται» σε «φρένο» στην ανεργία και στα «λουκέτα», το πλεονέκτημα αυτό θα εξανεμιστεί πολύ σύντομα.
Η στροφή, εξάλλου, προς τον κυβερνητικό ρεαλισμό που φιλότιμα προετοιμάζει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορεί να ανακοπεί από τις πρόσκαιρες επικοινωνιακές εντυπώσεις που επιχειρείται να αναδειχθούν από ορισμένες «γκάφες» στελεχών της Κουμουνδούρου. Όταν κατακάτσει ο κουρνιαχτός που μοιραία προκαλείται από την αξιοσημείωτη στροφή του κ. Αλέξη Τσίπρα και περάσει η… ναυτία που αναπότρεπτα νοιώθουν κάποιοι στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, τότε θα έχει αφαιρεθεί από τη συγκυβέρνηση το βασικό επιχείρημα με το οποίο κέρδισε τις τελευταίες εκλογές.
Το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή» που κυριάρχησε ως διακύβευμα στην αναμέτρηση του Ιουνίου, ακυρώνεται, πλέον, στην πράξη. Σε συνδυασμό, μάλιστα, με την αποφασιστικότητα με την οποία η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θέτει σιγά – σιγά στο περιθώριο ακραίες αντιλήψεις ορισμένων στελεχών του, που –άλλοτε δικαίως και άλλοτε αδίκως- «δαιμονοποιούνται» από τη ΝΔ, διαμορφώνουν νέα δεδομένα στο πολιτικό σκηνικό. Υπό την αίρεση, βεβαίως, ότι η Κουμουνδούρου θα συνεχίσει με συνέπεια και χωρίς πισωγυρίσματα την ίδια τακτική, αποδοκιμάζοντας ή και υποχρεώνοντας σε αναδίπλωση όσους «φαλτσάρουν».
Με λίγα λόγια, το δημοσκοπικό «ταμείο» -και για τους μεν και για τους δε- θα γίνει λίαν προσεχώς. Όταν, από τη μια, περάσει το ταξιδιωτικό «τζετ λανγκ» του κ. Τσίπρα και ολοκληρωθεί η στροφή του ΣΥΡΙΖΑ. Και όταν, από την άλλη, καταδειχτεί ότι η τρικομματική κυβέρνηση μπορεί, όντως, να κυβερνήσει και δεν περιορίζεται στο να ψηφίζει μέτρα που άλλοι της επιβάλουν.