Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2022

Καμπανάκια για τον Νίκο Ανδρουλάκη


Πριν από σχεδόν έναν χρόνο, τον Δεκέμβριο του 2021, το εγχώριο πολιτικό σκηνικό, το οποίο έμοιαζε σχεδόν αμετάβλητο και παγιωμένο επί περίπου μια εξαετία, εμφάνισε κάποιες πρώτες τάσεις ανατροπής.

Από τον Ιανουάριο του 2016, οπότε εξελέγη στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας ο Κυριάκος Μητσοτάκης, εκατοντάδες δημοσκοπήσεις, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν από τα αποτελέσματα που έβγαλαν οι κάλπες του Μαΐου και του Ιουλίου του 2019, έδειχναν πάνω κάτω την ίδια εικόνα: η ΝΔ να προηγείται σταθερά έναντι του ΣΥΡΙΖΑ στη διεκδίκηση της εξουσίας και ο ρόλος των υπόλοιπων κομμάτων να είναι επί της ουσίας περιθωριακός και προβλέψιμος, όπως και η σειρά κατάταξή τους.

Η εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, τον περυσινό Δεκέμβριο, προκάλεσε ισχυρές πολιτικές εντυπώσεις, οι οποίες δεν άργησαν να αποτυπωθούν και στα ευρήματα όλων των ερευνών με τις διαθέσεις της κοινής γνώμης.

Ο «νέος παίκτης», για τον οποίο έκαναν λόγο πρωτοσέλιδα των εφημερίδων εκείνης της περιόδου, έδειχνε ικανός να ρυμουλκήσει στη δική του ανοδική πορεία και τις πενιχρές επιδόσεις του άλλοτε κραταιού κόμματός του. Όπως και να δώσει πνοή στις προσδοκίες για απόκτηση του ρυθμιστικού ρόλου τον οποίο συνήθως διεκδικούν τα κόμματα που προσπαθούν και καταφέρνουν να ξεφύγουν από την άχαρη και αδιάφορη θέση της ελάσσονος αντιπολίτευση.

Έχοντας εισροές ψηφοφόρων τόσο εκ δεξιών όσο και εξ αριστερών, το ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη έδειξε τον πρώτο καιρό να πλησιάζει επικίνδυνα τον ΣΥΡΙΖΑ, απειλώντας, μάλιστα, σε μεταγενέστερο χρόνο να του αποσπάσει και τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. 

Σε κάποιες από τις δημοσκοπήσεις εκείνης της περιόδου βρέθηκε σε θέση βολής, καθώς το ποσοστό που συγκέντρωνε απείχε μόλις τέσσερις μονάδες από την Κουμουνδούρου. Για την ακρίβεια, το ΠΑΣΟΚ εμφανιζόταν να έχει στην πρόθεση ψήφου ποσοστό 15%, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ προσγειωνόταν ανώμαλα στο 19%.

Η συνέχεια, ωστόσο, κάθε άλλο παρά δικαίωσε τις αρχικές προσδοκίες, αφού δώδεκα μήνες αργότερα το ΠΑΣΟΚ έχει πάρει για τα καλά την κατιούσα. Με αποτέλεσμα να απέχει ελάχιστα από την απώλεια του διψήφιου ποσοστού που φαινόταν να έχει κατοχυρωμένο όλο το προηγούμενο διάστημα.

Στον απόηχο του σκανδάλου διαφθοράς των Βρυξελλών που είχε (συμ)πρωταγωνίστρια την ευρωβουλευτή του Εύα Καλή, οι πρόσφατες μετρήσεις δείχνουν να υποχωρεί στο 10,5%.

Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι οι αποκαλύψεις για την εμπλοκή της Καϊλή στο πολύκροτο Qatargate επιβεβαίωσαν την προϊούσα φθορά των επιδόσεων του ΠΑΣΟΚ, το οποίο ήδη είχε απωλέσει το μεγαλύτερο μέρος από τα κέρδη που του είχε προσδώσει η προ έτους αλλαγή στην ηγεσία. 

Τα πράγματα απλώς έγιναν λίγο χειρότερα εξαιτίας των χειρισμών στο σκάνδαλο με την πράσινη ευρωβουλευτή, για την οποία μάλλον ουδείς επείσθη ότι έκανε όσα έκανε επειδή λειτουργούσε ως «δούρειος ίππος του Μαξίμου», όπως θέλησε να την εμφανίσει ο κ. Ανδρουλάκης. Άλλωστε, ακόμη και αν είχε δίκιο ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, το timing στο οποίο έκανε την καταγγελία, κάθε άλλο παρά απάλλαξε το κόμμα του από το άγος του σκανδάλου.

Σε κάθε περίπτωση η δημοσκοπική υποχώρηση είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα και όλα δείχνουν ότι οφειλόταν στα θολά και αντικρουόμενα μηνύματα που εξέπεμπε η Χαριλάου Τρικούπη στο μείζον ζητούμενο των επερχόμενων εκλογών που δεν είναι άλλο από τη διακυβέρνηση της χώρας. 

Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι το ΠΑΣΟΚ δεν κατάφερε να αποκομίσει κέρδη από την υπόθεση της διπλής παρακολούθησης του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη τόσο από το κακόβουλο λογισμικό Predator όσο και από την ΕΥΠ. Οι ισχυρισμοί ότι δεν τον στήριξαν τα συστημικά μέσα ενημέρωσης συνιστούν μόνον προσχηματικές δικαιολογίες.

Η αρχική συμπάθεια που δημιουργήθηκε γύρω από το πρόσωπο του παρακολουθούμενου γρήγορα εξαϋλώθηκε, αφού η επαμφοτερίζουσα στάση της Χαριλάου Τρικούπη διευκόλυνε τις κινήσεις εκτόνωσης και διαφυγής από το σκάνδαλο στις οποίες προχώρησε η κυβέρνηση. Με αποτέλεσμα την όποια φθορά, εν τέλει, προκλήθηκε να την καρπωθεί μάλλον ο ΣΥΡΙΖΑ. 

Ποιος ξεχνά άλλωστε ότι μόλις ανακοινώθηκε το κυβερνητικό νομοσχέδιο με τις θεσμικές αλλαγές, ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ τοποθετήθηκε θετικά, ενώ στη συνέχεια το κόμμα του το αποδόμησε;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ρόλος του Νίκου Ανδρουλάκη είναι δύσκολος καθώς το κόμμα του είναι διχασμένο σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να κινείται τόσο απέναντι στην κυβέρνηση όσο και στην αξιωματική αντιπολίτευση. 

Η πλειονότητα του εκλογικού του ακροατηρίου, σε ποσοστό περίπου 60%, διάκειται φιλικά προς τη σημερινή κυβέρνηση και εξακολουθεί να διατηρεί έντονα αντιΣΥΡΙΖΑ ανακλαστικά. 

Υπάρχει, όμως, και μια ισχυρή μειοψηφία της τάξης περίπου του 30% που είναι έντονα αντιδεξιά και υποστηρίζει ότι συνεργασία μπορεί να υπάρξει μόνον σε κεντροαριστερή κατεύθυνση και άρα με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Το πρόβλημα του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ είναι ότι όχι μόνον δεν κατάφερε να ομογενοποιήσει αυτές τις αντικρουόμενες προσεγγίσεις των στελεχών, οπαδών και ψηφοφόρων της παράταξής του αλλά μάλλον τις όξυνε. 

Ειδικά με τις τελευταίες απόψεις του πήγε κόντρα στην βούληση της πλειοψηφίας διατυπώνοντας το αίτημα να περάσει στην αντιπολίτευση το σημερινό κυβερνών κόμμα. 

Διότι, κακά τα ψέματα, υπό τις παρούσες συνθήκες, αν όντως ισχύσει κάτι τέτοιο, τότε η παλινόρθωση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία αποτελεί μονόδρομο, ο οποίος όμως, δεν βρίσκει πολλούς να συμφωνούν.

Μέσα στις πάμπολλες πολιτικές περικοκλάδες που χρησιμοποιούν συχνά τα κόμματα, μπερδεύοντας τους ψηφοφόρους τους, τα πράγματα θα ήταν πολύ απλά αν η ηγεσία της Χαριλάου Τρικούπη έκανε μια ξεκάθαρη δήλωση με το ακόλουθο εύληπτο και συνεκτικό περιεχόμενο 33 όλων και όλων λέξεων: «Η χώρα δεν πρόκειται να μείνει ακυβέρνητη διότι το ΠΑΣΟΚ την επομένη των εκλογών θα αναλάβει τις εθύνες του και θα διαπραγματευθεί προγραμματική συμφωνία με το κόμμα που θα αναδείξουν πρώτο οι πολίτες».

Έχω την αίσθηση ότι δεν θα χρειαζόταν τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από τη στιγμή που οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ είναι μετριοπαθείς πολίτες οι οποίοι επιθυμούν περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο την πολιτική σταθερότητα. 

Όσο αυτό δεν γίνεται, τα καμπανάκια που χτυπούν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις για τον Νίκο Ανδρουλάκη και τον περίγυρό του θα είναι όλο και πιο ηχηρά για να ακουστούν στην κωφεύουσα Χαριλάου Τρικούπη.

Αν παρά ταύτα δεν βρουν ευήκοα ώτα, τότε η καμπάνα που θα ηχήσει το βράδυ της επερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης θα σημάνει και το τέλος εποχής για έναν πολιτικό χώρο και μια παράταξη με μεγάλη ιστορία που δεν της αξίζει να βρεθεί οριστικά τόσο άδοξα στο πολιτικό περιθώριο.

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2022

Τα βελγικά μαθήματα και η ελληνική ατιμωρησία


Από την πρώτη σχεδόν στιγμή που ήρθε στην επιφάνεια το τεράστιο σκάνδαλο των δωροδοκιών στην Ευρωβουλή με (συμ)πρωταγωνίστρια την Ελληνίδα αντιπρόεδρο Εύα Καϊλή, ο τρόπος με τον οποίο κινήθηκε η βελγική δικαιοσύνη και εν γένει οι θεσμοί της χώρας, που αποτελεί την έδρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έγιναν αντικείμενο πολλών και έντονων συζητήσεων στην Ελλάδα.

Δυστυχώς η σύγκριση, αν διανοηθεί να αποτολμήσει κανείς κάτι τέτοιο, με τα ισχύοντα στη δική μας χώρα είναι συντριπτικά εις βάρος μας, εκθέτοντας συλλήβδην την πολιτική τάξη, τη Δικαιοσύνη και τους φορείς της ενημέρωσης.

Μόνον σε μελαγχολικές σκέψεις, άλλωστε, μπορεί να καταλήξει όποιος επιχειρήσει να αντιπαραθέσει τα ισχύοντα στη δική μας χώρα με τον επαγγελματικό τρόπο δράσης των αρχών του Βελγίου στο Qatargate χωρίς, μάλιστα, παρέκκλιση από την προσήλωση στην τήρηση της νομιμότητας και με απόλυτο σεβασμό στα δικαιώματα όσων θεωρούνται ύποπτοι για εμπλοκή σε έκνομες ενέργειες.

Από που να ξεκινήσει και που να καταλήξει κάποιος; Από την μεθοδικότητα της αστυνομικής έρευνας η οποία διήρκεσε επί μήνες και κύλησε χωρίς περιττές διαρροές που θα έβλαπταν την αποτελεσματικότητα της διερεύνησης; Από τη διακριτικότητα των εισαγγελικών και δικαστικών αρχών που κράτησαν μακριά από την περιττή δημοσιότητα τους συλληφθέντες, ενώ απείχαν και οι ίδιοι από τη σαγήνη της αυτοπροβολής τους; Ή μήπως από την υπεύθυνη στάση των εκπροσώπων των μέσων ενημέρωσης, οι οποίοι παρότι είχαν πληροφορίες για την έρευνα περίμεναν να τις δημοσιοποιήσουν μόνον όταν όλα είχαν πάρει την πορεία τους.

Θυμηθείτε λίγο κάποια εγχώρια προηγούμενα, όπως για παράδειγμα η υπόθεση Novartis που κυριάρχησε στην επικαιρότητα επί των ημερών της διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Φέρτε στη μνήμη σας την επίσκεψη του τότε κυβερνητικού εκπροσώπου Δημήτρη Τζανακόπουλου στον Άρειο Πάγο για να πιέσει προς την κατεύθυνση της άμεσης αποστολής δικογραφίας στη Βουλή.

Ανατρέξτε στην πανηγυρική φιέστα που στήθηκε έξω από το Μέγαρο Μαξίμου από την ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης, υπό τον τότε υπουργό Σταύρο Κοντονή (αλήθεια τώρα που έχει εγκαταλείψει τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει άραγε μετανιώσει για εκείνη τη στάση του;) και τον αναπληρωτή του Δημήτρη Παπαγγελόπουλο ο οποίος μίλησε για το «μεγαλύτερο σκάνδαλο από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους».

Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή. Με μόνες τις -κατά βάση προαναγγελθείσες από τα φιλοκυβερνητικά μέσα- καταθέσεις κουκουλοφόρων μαρτύρων στήθηκε στη Βουλή το κακόγουστο σόου με τις δέκα κάλπες για να «κρεμαστούν στα μανταλάκια» ισάριθμοι πολιτικοί αντίπαλοι της τότε κυβέρνησης.

Η μια μετά την άλλη οι κατηγορίες κατέρρευσαν, παρόλο που έγιναν έφοδοι σε σπίτια και ανοίχθηκαν θυρίδες, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνδέουν κάποιον από τους διασυρθέντες με τους ισχυρισμούς που αποτέλεσαν τη βάση για την παραπομπή τους. 

Στο τέλος, ο ένας μετά τον άλλον, απηλλάγησαν άπαντες αλλά συγνώμη δεν ψέλλισε ούτε ένας από όσους ενορχήστρωσαν την όλη υπόθεση. Η ίδια η Δικαιοσύνη παρέστησε την… «τυφλή» και έδωσε άφεση αμαρτιών σε θύματα και θύτες.

Με αρκετές παραλλαγές το έργο φαίνεται να επαναλαμβάνεται και στην ευρισκόμενη ακόμη σε εξέλιξη υπόθεση των παρακολουθήσεων. Και αυτό διότι η Δικαιοσύνη διστάζει να πιάσει στα χέρια της την «καυτή πατάτα» της διερεύνησης του σκανδάλου με αποτέλεσμα αυτή μοιραία να γίνεται μπαλάκι το οποίο από την πολιτική εξουσία πετιέται στα μέσα ενημέρωσης και τούμπαλιν. 

Διότι όσο παράδοξο είναι οι λειτουργοί της ενημέρωσης να μετατρέπονται σε διαδίκους, επικαλούμενοι την γενική και αόριστη «δημοσιογραφική αλήθεια», άλλο τόσο και ακόμη περισσότερο προβληματικό είναι οι αρμόδιες δικαστικές αρχές να κινούνται με ταχύτητα αραμπά όταν δεν σφυρίζουν αδιάφορα στις καταγγελλόμενες παρακολουθήσεις.

Τα πράγματα είναι σχετικά απλά: Ή οι καταγγελίες δεν ισχύουν και οι ψευδώς καταγγέλλοντες πρέπει να έρθουν αντιμέτωποι με την τσιμπίδα του νόμου. Ή οι καταγγελίες είναι βάσιμες και, άρα, πρέπει να διερευνηθούν πέρα για πέρα έτσι ώστε εκείνοι που παραβίασαν τη νομιμότητα και καταχράστηκαν την εξουσία που τους ανατέθηκε να μη μείνουν στο απυρόβλητο. 

Το μόνο που δεν μπορεί να γίνεται είναι, ενώ συνεχίζονται οι καταγγελίες για παρακολουθήσεις, να μην συγκινούνται εκείνοι που έχουν καθήκον και υποχρέωση να αντιδρούν και να οδηγούν τα πράγματα στην κάθαρση.

Η σκοπιμότητα του «ούτε γάτα, ούτε ζημιά» που επικράτησε στην υπόθεση της Novartis, η οποία για την ελληνική Δικαιοσύνη δεν ήταν ούτε σκάνδαλο, αφού όλοι οι εγκαλούμενοι και κατηγορηθέντες απηλλάγησαν, ούτε σκευωρία, αφού η διάψευση των καταγγελιών δεν κόστισε το παραμικρό στους καταγγέλλοντες, δεν μπορεί να αποτελέσει τον κανόνα για την εμπέδωση νοοτροπιών που οδηγούν στην παντελή ατιμωρησία.

Εκτός και αν ζηλώσαμε συλλογικά την ειρωνεία που εξέπεμπαν τα έργα και οι ημέρες του μεγάλου πρωταγωνιστή του Qatargate του Ιταλού πρώην ευρωβουλευτή Αντόνιο Παντσέρι ο οποίος «ξέπλενε» τις μίζες που εξασφάλιζε σε μετρητά μέσω της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης «Fight Impunity» την οποία είχε ιδρύσει γι΄αυτόν τον σκοπό. 

Στα ελληνικά ο τίτλος της μεταφράζεται «Καταπολεμήστε την Ατιμωρησία»!

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2022

Πού οφείλεται η εξακολουθητική ανοχή προς τις τράπεζες


Χωρίς να είμαι από εκείνους που πιστεύουν στο λαϊκίστικο θεώρημα ότι για όλα τα δεινά που μας βρήκαν στα χρόνια της παρατεταμένης μνημονιακής κρίσης αποκλειστικοί υπαίτιοι ήταν οι τραπεζίτες, δεν μπορώ να μην καγχάσω με την ανακοίνωση που εξέδωσε το απόγευμα της Πέμπτης το υπουργείο Οικονομικών για να συνομολογήσει τον ουσιαστικά άκαρπο χαρακτήρα που είχε μια ακόμη συνάντηση των εκπροσώπων της Πολιτείας με τους εκπροσώπους των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Η συνάντηση, που δεν ήταν η πρώτη, αφορούσε το μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα που τείνει να δημιουργηθεί από τη σπουδή των τραπεζών να αυξήσουν τα επιτόκια των δανειακών χορηγήσεων. Μια σπουδή μάλιστα, η οποία -κατά έναν πολύ προκλητικό τρόπο- δεν συνοδεύτηκε ούτε από την παραμικρή αναπροσαρμογή των ισχνών έως μηδενικών επιτοκίων που συνεχίζουν να (μην) δίνουν στους καταθέτες τους.

Δεν είναι κακό να συζητούν και να διαβουλεύονται οι αρμόδιοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι με εκπροσώπους φορέων της αγοράς. Είναι, όμως, προσβλητικό τόσο για τη νοημοσύνη των πολιτών όσο και για την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος, η ελληνική Πολιτεία να δείχνουν τέτοια ανοχή απέναντι στους τραπεζίτες.

Γιατί, κακά τα ψέματα, από τις επαφές που γίνονται ανάμεσα στις δύο πλευρές το μήνυμα που εκπέμπεται είναι ότι στην πραγματικότητα η κυβέρνηση δεν δείχνει διατεθειμένη να κάνει τίποτε περισσότερο παρά να εκλιπαρεί για κάποιες μικροδιευθετήσεις, ένεκα της προεκλογικής περιόδου που διανύουμε και του κινδύνου να αρχίσουν να «κοκκινίζουν» δάνεια από την αδυναμία κάποιων δανειοληπτών να ανταποκριθούν στις όλο και υψηλότερες τοκοχρεολυσιακές υποχρεώσεις τους.

Δεν μπορώ να φανταστώ άλλον κλάδο της οικονομίας που να αξιοποιεί τόσο άμεσα την ευκαιρία για να αυξήσει τα κέρδη του, όπως κάνουν οι τράπεζες αμέσως μόλις δώσει το σήμα της αύξησης των δικών της επιτοκίων η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Από τα σούπερ μάρκετ έως τους παραγωγούς ενέργειας, η κυβέρνηση προσπάθησε να τιθασεύσει τις κερδοσκοπικές τους ορέξεις που άνοιξε ο πληθωρισμός και η εκτίναξη των τιμών. 

Άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, οι περισσότεροι ανταποκρίθηκαν και η αναμφισβήτητη ακρίβεια που έχει ενσκήψει στην ελληνική αγορά κάπως μετριάστηκε. Τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα αν δεν επιβαλλόταν το «καλάθι του νοικοκυριού» και το καθημερινό παρατηρητήριο των τιμών ή δεν θεσμοθετούνταν η ανάκτηση του 90% από τα υπερκέρδη των εταιριών που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ενέργειας.

Για παράδειγμα, οι φουσκωμένοι λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου εξορθολογίστηκαν τόσο με τη συνδρομή και του κρατικού προϋπολογισμού όσο και με την τιθάσευση της αχαλίνωτης αισχροκέρδειας που πυροδότησε η ενεργειακή κρίση. Το ερώτημα είναι γιατί δεν μπορεί να γίνει κάτι ανάλογο και με τις δόσεις των δανείων. Γιατί οι τραπεζίτες να μην απορροφήσουν πρόσκαιρα ένα μέρος του αυξημένου κόστους του χρήματος, περιορίζοντας τα κέρδη τους;

Κατά την τελευταία δωδεκαετία, η ελληνική Πολιτεία και οι φορολογούμενοι πολίτες συνέδραμαν επανειλημμένως στην επιβίωση των εναπομεινασών συστημικών τραπεζών. Η δύναμη, άλλωστε, με την οποία κατάφεραν να (ξανα)περάσουν σε καθεστώς κερδοφορίας προήλθε μέσω της αμέριστης κρατικής συνδρομής. Αφενός, επειδή η ανακεφαλαιοποίησή τους έγινε με χρήματα τα οποία δανείστηκαν οι μνημονιακές κυβερνήσεις εν ονόματι του ελληνικού λαού και με υποθήκευση της δημόσιας περιουσίας. Και, αφετέρου, διότι οι τράπεζες ήταν οι μεγάλοι κερδισμένοι από την ταχεία ψηφιοποίηση της ελληνικής οικονομίας που έφερε η υποχρεωτικότητα πολλών από τις ηλεκτρονικές συναλλαγές.

Παρά ταύτα, οι τράπεζες δείχνουν ανικανοποίητες. Οι ιθύνοντες τους θέλουν κέρδη και άλλα κέρδη. Προφανώς για να δικαιολογήσουν έτσι τα προκλητικά bonus με τα οποία αμείβονται. Δεν είναι, εξάλλου, η πρώτη φορά που οι εκπρόσωποι των τραπεζών αγνοούν την κυβερνητική βούληση. Ίσως και επειδή δεν κινητοποιείται η Επιτροπή Ανταγωνισμού για να ελέγξει την ανενδοίαστη εναρμονισμένη πρακτική την οποία εφαρμόζουν.

Πριν από περίπου δύο χρόνια όταν αποφάσισαν να αυξήσουν τις κάθε είδους προμήθειες που επέβαλαν ετσιθελικά στους πελάτες του, οι διαμαρτυρίες των καταναλωτών και η αντίδραση της κυβέρνησης έπεσαν στο απόλυτο κενό. Έγραψαν… εκεί που δεν πιάνει η μελάνη ακόμη και την παρότρυνση του πρωθυπουργού να μειώσουν τις χρεώσεις σε απλές τραπεζικές συναλλαγές, όπως για παράδειγμα η μεταφορά ή η ανάληψη μικροποσών από διαφορετική τράπεζα που χρεώνεται κοντά στα 5 ευρώ ανά συναλλαγή.

Η προηγούμενη κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ήθελε να παρακάμψει την ανεξέλεγκτη λειτουργία των τραπεζών φαντασιωνόμενη ότι μπορούσε να στήσει (το δικό της) «παράλληλο τραπεζικό σύστημα» για να κάνει τις δουλειές της μέσα από αυτό. Θυμηθείτε τα ιλαροτραγικά επεισόδια με τους διοικούντες της Τράπεζας Αττικής που έπαιζαν μπουνιές ή τα πασίγνωστα πρόσωπα στα οποία χορηγήθηκαν δάνεια εκείνη την περίοδο. Η τωρινή κυβέρνηση φαίνεται να διακατέχεται από την ψευδαίσθηση ότι οι διοικούντες τις τράπεζες θα φιλοτιμηθούν να δείξουν «κοινωνικό» πρόσωπο.

Όσο κατάφερε ο ΣΥΡΙΖΑ να στήσει το δικό του σύστημα, άλλο τόσο θα καταφέρει και η κυβέρνηση της ΝΔ να πετύχει τον στόχο της. Όχι για κάποιον άλλο λόγο, αλλά διότι και στη μια και στην άλλη περίπτωση εκείνο που προέχει δεν είναι οι κανόνες της καπιταλιστικής οικονομίας στην οποία ζούμε αλλά οι μικροεκλογικοί υπολογισμοί πίσω από τους οποίους βρίσκει έρεισμα η εξακολουθητική ανοχή απέναντι στην ακόρεστη αισχροκέρδεια των τραπεζιτών.

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2022

Καλά τα φωτοστέφανα, καλύτερη η λογοδοσία


Ακούω και διαβάζω δεξιά και αριστερά τις τελευταίες μέρες -και κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στα οποία στήνουν καραούλια διάφοροι αυτόκλητοι μαχητές του πληκτρολογίου που έχουν αναγορεύσει τους εαυτούς τους σε πολέμιους του συστημισμού- ότι «τα μέσα ενημέρωσης άφησαν την Πισπιρίγκου και έπιασαν τον παπά Αντώνη της Κιβωτού του Κόσμου».

Χωρίς να έχω γνώση -άρα και άποψη- για την υπόθεση της Πάτρας, επειδή, παρά την μάλλον δυσανάλογη υπερπροβολή που της δόθηκε, δεν κέντρισε το ενδιαφέρον μου, δεν βρίσκω αναλογίες με την υπόθεση που βρίσκεται αυτές τις μέρες στην επικαιρότητα. Και όσο και αν τα μέσα ενημέρωσης έχουν σημαντικό μερίδιο ευθύνης για το φωτοστέφανο με το οποίο περιβλήθηκε ο ρασοφόρος ιδρυτής της Κιβωτού του Κόσμου, υποχρέωση και καθήκον τους είναι να συμβάλουν στη διερεύνηση των όσων ανατριχιαστικών καταγγελιών έρχονται στην επιφάνεια.

Ακόμη και αν το δει κανείς ως ένα είδος… εξιλέωση για το γεγονός ότι μέχρι πρότινος δεν βρέθηκε κανείς από τον χώρο των μέσων ενημέρωσης που να καταφέρει να δει πίσω από τον επιτηδευμένο λούστρο που κάλυπτε τα ανομήματα στο εσωτερικό της Κιβωτού, η πίεση για να πέσει άπλετο φως στο συγκεκριμένο οργανισμό Πρόνοιας και να καταλογιστούν ευθύνες σε όλους όσοι βασάνιζαν ψυχές ανήμπορων και ανυπεράσπιστων παιδιών, είναι το ελάχιστο που επιβάλλεται να κάνουν για να δικαιολογήσουν τον ρόλο που διεκδικούν ως εκφραστές της κοινής γνώμης. 

Παρόλο που προσωπικά αρέσκομαι στην απομυθοποίηση, δεν μπορώ να κρύψω πόσο ενοχλητικά είναι όλα όσα αποκαλύπτονται την τελευταία βδομάδα και αφότου ο έφηβος που πήγε και κατέθεσε σπάζοντας τη συνωμοσία σιωπής που είχε επιβληθεί από έναν τεράστιο οργανισμό που είχαν στήσει ο ιερωμένος και η πρεσβυτέρα του που ξεκίνησαν από τη Χίο και κάλυψαν ένα μεγάλο κενό που είχε αφήσει η Ελληνική Πολιτεία με την συνεχή υποχώρησή της από τα προνοιακά ιδρύματα. 

Το πρόβλημα είναι μάλλον διαχρονικό. Διότι η αλήθεια είναι ότι το ελληνικό Δημόσιο δεν κατάφερε ποτέ να απλώσει ένα αποτελεσματικό δίχτυ προστασίας πάνω από τις ευάλωτες ομάδες της κοινωνίας μας. Παλαιότερα τον ρόλο αυτόν τον είχε αναλάβει η βασιλική οικογένεια, με προεξάρχουσα την αμφιλεγόμενη Φρειδερίκη, που ίδρυσε μετεμφυλιακά τις παιδουπόλεις. Ενώ νωρίτερα, αλλά και αργότερα, τα δημόσια ορφανοτροφεία ποτέ δεν κατάφεραν να καλύψουν τις ανάγκες που δημιουργούνταν, με αποτέλεσμα το σύστημα αρωγής των πλέον αδύναμων να στηρίζεται σε πρωτοβουλίες «φιλόπτωχων» που σε κάποιες περιπτώσεις η ιδιότητα αυτή ήταν και επαγγελματική.

Παρά τη μεγάλη οικονομική πρόοδο που συντελέστηκε στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, μόνον οι λέξεις άλλαξαν στον τομέα της αποκαλούμενης κοινωνικής αλληλεγγύης. Τα ορφανοτροφεία και οι παιδουπόλεις μετονομάστηκαν σε «δομές φιλοξενίας», οι «φιλόπτωχες κυρίες» αποκλήθηκαν δωρητές. 

Με προσχηματικές δικαιολογίες την αναποτελεσματική γραφειοκρατία του Δημοσίου και την έλλειψη πόρων, αφού, πέραν των άλλων, το δημόσιο δεν μπορεί να υποδεχθεί χορηγίες και δωρεές με την ίδια ευκολία που το κάνουν οι κάθε λογής δήθεν «μη κυβερνητικοί οργανισμοί» (ΜΚΟ) που λειτουργούν με τη μορφή της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρίας (ΑΜΚΕ), οι τελευταίες υπεκατέστησαν το Κράτος. 

Δεν έμειναν, όμως, σε αυτό. Λειτουργώντας στην πραγματικότητα ως οικογενειακές μπίζνες, εγιναν στην πραγματικότητα «κράτος εν κράτει», αφού επί δεκαετίες λειτουργούν εντελώς ανεξέλεγκτα. Δεν δίνουν λόγο σε κανέναν για τις εισπράξεις, τις δαπάνες, τις προσλήψεις προσωπικού, τα πρόσωπα που φιλοξενούν και όποιους άλλους επωφελούνται από την λειτουργία τους. Στην περίπτωση της Κιβωτού του Κόσμου, αλλά και σε άλλες, τον απόλυτο έλεγχο τον είχε η οικογένεια του ιερέα και πρόσωπα τα οποία συνδέονταν μαζί της.

Αναμφίβολα, οι κοινωνίες για να σταθούν όρθιες και να αποκτήσουν συνοχή έχουν ανάγκη από πρότυπα, αναζητούν παραδείγματα, χρειάζονται σύμβολα. Ο ιδρυτής της Κιβωτού του Κόσμου» ήταν για πάνω από είκοσι χρόνια ένα τέτοιο σύμβολο. Οι πολιτικοί όλων των παρατάξεων συναγωνίζονταν ποιος θα τους αποδώσει τους μεγαλύτερους επαίνους και θα του απονείμει τα πιο βαρύγδουπα βραβεία. Από κοινού με τα μέσα ενημέρωσης τού φόρεσαν φωτοστέφανο, το οποίο λειτουργούσε ως μαγνήτης που έφερνε όλες και μεγαλύτερες δωρεές. 

Κακά τα ψέματα, η παρουσία του ιερωμένου σε αυτόν τον Οργανισμό ήταν το άλλοθι όλων μας. Δίναμε -όσοι έδιναν- τον οβολό μας και είχαμε όλοι μας ήσυχη τη συνείδηση. Κανείς δεν ρωτούσε. Και εκείνοι που ήξεραν δεν μιλούσαν. Οι περισσότεροι από φόβο. Δεν ήθελαν να πάνε κόντρα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της… αγιοσύνης του φωτοστεφανωμένου ιερέα. Ακόμη και η πανίσχυρη Αρχιεπισκοπή που θέλει να εμπλέκεται και σε θέματα για τα οποία δεν πέφτει λόγος και κατά καιρούς συγκρούεται με κυβερνήσεις και πρωθυπουργούς, προτίμησε να καθίσει στη γωνία της.

Χρειάστηκε να φωνάξει ένα βασανισμένο παιδί ότι «ο… αγιοποιημένος ιερέας ήταν γυμνός» για να ανοίξει ο ασκός του Αιόλου και να αντιληφθούμε όλοι -Κράτος, Εκκλησία και κοινωνία- ότι η Κιβωτός του Κόσμου ήταν ένας ιδιαίτερος και πολυπλόκαμος οργανισμός. Ένας οργανισμός που γιγαντώθηκε υπέρμετρα και ήταν αδύνατο να λειτουργήσει με τις δυνάμεις και τις ικανότητες ενός ανθρώπου που φόρεσε ράσο και κατάφερνε να μαζεύει γύρω του παιδιά επειδή τα… εντυπωσίαζε παίζοντας μπάσκετ. Η εξουσία την οποία απέκτησε ήταν τέτοια που ήταν μοιραίο ότι, από τη στιγμή που δεν λογοδοτούσε σε κανέναν, θα μετατρεπόταν σε αλαζονεία.

Καλώς ή κακώς, το φωτοστέφανο που είχαν φορέσει -με την θέλησή του ή χωρίς αυτήν- στον ιερωμένο, όπως και στην πρεσβυτέρα του που επίσης αποθεωνόταν, δεν ήταν αρκετό για να καλύψει τα ελλείματα του ζεύγους σε γνώσεις και δεξιότητες γύρω από τη διοίκηση και τη διαχείριση ανθρώπων και μάλιστα νέων παιδιών που προέρχονται από ευάλωτες και προβληματικές οικογένειες. 

Όπως και να έχει, οποιασδήποτε μορφής θεσμοί, των οποίων οι ιθύνοντες δεν ελέγχονται και δεν λογοδοτούν, μοιραία παράγουν παθογένειες και σκάνδαλα που κανένα φωτοστέφανο δεν μπορεί να τα ξορκίζει εσαεί.

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2022

Μικρό καλάθι στην… αλά γκρέκα «ερευνητική δημοσιογραφία»


Το βράδυ μιας Παρασκευής στο τέλος Οκτωβρίου του 2018 το οικοδομικό τετράγωνο στο οποίο στεγάζεται το «Πρώτο Θέμα» στην περιοχή του Αμαρουσίου «ζώστηκε» ασφυκτικά από αστυνομικό κλοιό, ο οποίος μάλιστα κράτησε για κάποιες μέρες.

Τέτοια μέτρα… προστασίας δεν είχαμε βιώσει στην περιοχή μας ποτέ άλλοτε στο παρελθόν ή στο μέλλον. Ούτε καν στις δύο φορές που η πρόσοψη των γραφείων της σύνταξης, αλλά και τα αυτοκίνητα που ήταν σταθμευμένα μπροστά στο κτίριο, είχαν γίνει γυαλιά καρφιά από τους («γνωστούς – άγνωστους») κουκουλοφόρους οι οποίοι, επιτιθέμενοι με βαριοπούλες στις τζαμαρίες, αγνόησαν παντελώς το ενδεχόμενο οι βανδαλισμοί τους να είχαν συνέπειες για την ακεραιότητα των εργαζομένων που μπαινόβγαιναν καθώς ήταν ώρες δουλειάς.

Γι΄ αυτό και η μεγάλη αστυνομική κινητοποίηση που είχαμε εκείνη την Παρασκευή του Οκτωβρίου μάς δημιούργησε πολλές και μεγάλες απορίες. Τί μπορούσε να οδηγήσει τόσα περιπολικά στα μέρη μας; Οι αστυνομικοί που τα επάνδρωναν ήταν φειδωλοί στις απαντήσεις, ίσως διότι και οι περισσότεροι εξ αυτών μάλλον δεν ήξεραν γιατί βρίσκονταν εκεί. Επικρατούσε μια υπέρμετρη μυστικοπάθεια που πήρε λίγο καιρό για να μετατραπεί σε… ιλαροτραγωδία.

Στην πραγματικότητα χρειάστηκε να περάσουν μια δυό μέρες για να μάθουμε τον λόγο για τον οποίο είχε γίνει αυτή η μεγάλη αυτή αστυνομική κινητοποίηση. Από φίλα προσκείμενα προς την τότε κυβέρνηση μέσα ενημέρωσης πληροφορηθήκαμε ότι δεν ήμασταν εμείς που μας έγινε η τιμή να έχουμε τέτοια περιφρούρηση από την ΕΛ.ΑΣ. Με πομπώδεις τίτλους τα μέσα αυτά πανηγύριζαν ότι στο υπόγειο του παρακείμενου κτιρίου, όπου έδρευε το ΚΕΕΛΠΝΟ, ο σημερινός ΕΟΔΥ δηλαδή, είχε αποκαλυφθεί ένας τεράστιος… θησαυρός.

Τα σκανδαλοθηρικά σαΐνια που είχε εξαπολύσει ο τότε αναπληρωτής υπουργός Υγείας Παύλος Πολάκης, ο οποίος είχε καταληφθεί από ψύχωση αποκάλυψης σκανδάλων, είχαν ανακαλύψει μια «μυστική κρύπτη» στην οποία υποτίθεται ότι ήταν κρυμμένα στοιχεία πίσω από μια… γυψοσανίδα που είχε μάλλον πρόχειρα τοποθετηθεί στο παρκινγκ του κτιρίου. 

Το θέμα ήταν πρωτοσέλιδο την επόμενη Κυριακή σε φιλοκυβερνητική εφημερίδα που εμφανίζεται ως… υπόδειγμα ερευνητικής δημοσιογραφίας επειδή φέρνει στο φως σκάνδαλα με πρωταγωνιστές αποκλειστικά και μόνο πολιτικούς της αντίπαλης παράταξης από εκείνη την οποία με φανατισμό υποστηρίζει.

Η πολυήμερη, λοιπόν, φύλαξη ολόκληρου του τετραγώνου έγινε μόνον και μόνον για να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι είχαν βρεθεί τα πολυπόθητα στοιχεία που θα «έδεναν» τους ισχυρισμούς του Πολάκη και του συνοδοιπόρου του σε εκείνο το κρεσέντο σκανδαλολογίας Πάνου Καμμένου. Για το ΚΕΕΛΠΝΟ, άλλωστε, είχε προηγηθεί η σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής, η οποία οδηγούνταν σε φιάσκο, κάτι που επιβεβαιώθηκε λίγους μήνες αργότερα. 

Η ιλαροτραγωδία με την… κρύπτη πίσω από τη γυψοσανίδα δεν ήταν παρά το αποκορύφωμα μιας παρωδίας που παίχθηκε σε πολλά επεισόδια. Όποιος αμφιβάλει δεν έχει παρά να κάνει μια πρόχειρη έρευνα στο Διαδίκτυο με τις λέξεις «κρύπτη ΚΕΕΛΠΝΟ» για να γίνει κοινωνός της… απολαυστικής «ειδησεογραφίας» της εποχής.

Ακόμη ένα, εξάλλου, ίσως και δυνατότερο, επεισόδιο της ίδιας παρωδίας διαδραματίστηκε με τη διαβόητη «υπόθεση Novartis» -«το μεγαλύτερο σκάνδαλο από ιδρύσεως ελληνικού κράτους», σύμφωνα με τους εμπνευστές του- που στήθηκε μέσα από θηριώδη πρωτοσέλιδα για τις… τροχήλατες βαλίτσες με λεφτά που πήγαιναν στο Μέγαρο Μαξίμου από τη… μπροστινή πόρτα. 

Και σε αυτή την περίπτωση όποιος ανατρέξει στα δημοσιεύματα και στις εκπομπές εκείνης της εποχής θα βρει χιλιάδες αναρτήσεις για επερχόμενες νέες αποκαλύψεις και επικείμενες συλλήψεις υποτιθέμενων πρωταγωνιστών του σκανδάλου που δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ. Παρότι έγιναν έφοδοι εισαγγελέων και αστυνομικών σε σπίτια και γραφεία, ανοίχθηκαν τραπεζικές θυρίδες και ελέγχθηκαν λογαριασμοί, ο θησαυρός αποδείχθηκε άνθρακας.

Σε όλο τον πλανήτη και κατά βάση στις ανοικτές δημοκρατικές κοινωνίες, η ερευνητική δημοσιογραφία αποτελεί συστατικό στοιχείο που συμβάλει αποφασιστικά στην ποιότητα λειτουργίας των θεσμών τους. Ως εκ τούτου, προσωπικά σέβομαι και υπολήπτομαι τους λειτουργούς της ερευνητικής δημοσιογραφίας που φέρνουν στο φως όλα εκείνα που κάθε είδους εξουσίες προσπαθούν να κρατήσουν στο σκοτάδι. Τα υψιπετή ιδανικά αυτού του είδους ήταν, άλλωστε, εκείνα που οδήγησαν τους περισσότερους από τη δική μου γενιά να ακολουθήσουν επαγγελματική διαδρομή στην ενημέρωση σε μια εποχή που δεν είχε ούτε πολλά χρήματα ούτε μεγάλη δόξα.

Όπως προκύπτει, ωστόσο, από τα προαναφερθέντα περιστατικά, η εγχώρια ερευνητική δημοσιογραφία έχει προ πολλού ξεστρατίσει και εξ αυτού έχει μικρή συσχέτιση με τα διεθνώς κρατούντα. Η διαφορά δεν έγκειται στο ότι στη χώρα μας δεν υπάρχουν σκάνδαλα που περιμένουν τους ερευνητές να τα αποκαλύψουν. Το αντίθετο. Εδώ, κατά έναν περίεργο τρόπο, οι δημοσιογράφοι ερευνητές λειτουργούν περισσότερο ως… διάδικοι, οι οποίοι μάλιστα σε κάποιες στιγμές μετατρέπονται σε… τιμωρούς που δικάζουν και καταδικάζουν εξ ονόματος και για λογαριασμό της Δικαιοσύνης.

Πάρτε για παράδειγμα την υπόθεση των παρακολουθήσεων, που -δεν θέλω να το κρύψω- είναι η αφορμή για τούτες τις επισημάνσεις. Οπουδήποτε αλλού στον κόσμο οι δημοσιογράφοι που γίνονται αποδέκτες στοιχείων τα οποία συνθέτουν ένα σκάνδαλο, αρκούνται στο καθήκον τους που είναι η δημοσίευση, με μόνη προϋπόθεση να στηρίζεται σε τεκμήρια. Ούτε συναλλάσσονται με τις αρχές, ούτε διαπραγματεύονται με τη Δικαιοσύνη. Παρουσιάζουν τα στοιχεία που διαθέτουν και καλούν τις αρχές να κάνουν το καθήκον τους. Τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο.

Στην… αλά γκρέκα -υποτιθέμενη- ερευνητική δημοσιογραφία, όμως, τα πράγματα είναι αλλιώς. Τα μέσα ενημέρωσης γίνονται συμμέτοχοι σε ένα αλισβερίσι στο οποίο περιπλέκονται η εκτελεστική, η οικονομική αλλά και η δικαστική εξουσία. Γι΄ αυτό και τις περισσότερες δεν βγαίνει καμία απολύτως άκρη. 

Δεν είναι τυχαίο ότι στην όποια διασπάθιση χρήματος έγινε στο πρώην ΚΕΕΛΠΝΟ ουδείς τιμωρήθηκε. Όπως δεν ελέγχθηκε κανείς για τον δυσανάλογο θόρυβο που προκάλεσε. Το ίδιο και με τη Novartis. Ούτε υπήρξε κατάληξη ούτε προβλέπεται να υπάρξει για το που ήταν η αλήθεια και που η κατασκευή στοιχείων και ενόχων.

Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πιθανότερο φαντάζει πως το ίδιο θα συμβεί και με τις παρακολουθήσεις, είτε πρόκειται για σκάνδαλο είτε όχι. 

Από τη στιγμή που η λεγόμενη «ερευνητική δημοσιογραφία» δεν διαθέτει εχέγγυα κομματικής -και άλλης- αμεροληψίας, ας κρατάμε καλύτερα μικρό καλάθι!

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2022

Πέντε μαθήματα από το «κόκκινο κύμα» που κατέληξε… παφλασμός


Με όλες τις ιδιαιτερότητες αλλά και τις παραδοξότητες που το χαρακτηρίζουν, όπως ο σχεδόν αδιάσπαστος δικομματισμός ή η περιορισμένη συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία κυρίως των φτωχότερων στρωμάτων, το αμερικανικό πολιτικό σύστημα διαθέτει πλεονεκτήματα που μπορεί να πει κάποιος ότι είναι ζηλευτά από πολλές άλλες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες.

Η σταθερότητα, για παράδειγμα, στον χρόνο έκφρασης της λαϊκής ετυμηγορίας είναι ένα από αυτά τα πλεονεκτήματα. Οι κανόνες του εκλογικού παιχνιδιού είναι από ετών γνωστοί σε όλους και αλλάζουν πάρα πολύ σπάνια, όπως συνέβη πρόσφατα με τα όρια των εκλογικών περιφερειών στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης. 

Το σημαντικότερο, όμως, πλεονέκτημα είναι ότι, ακόμη και σε περιόδους ακραίας πολιτικής πόλωσης, όπως αυτή που ζουν τα τελευταία χρόνια οι Ηνωμένες Πολιτείες, το αμερικανικό εκλογικό σώμα επιλέγει την «εξισορροπητική» ψήφο.

Όταν στον Λευκό Οίκο ο ένοικος είναι από τη μια πολιτική παράταξη, τότε οι ψηφοφόροι φροντίζουν την πλειοψηφία στο Κογκρέσο να την έχουν οι αντίπαλοί του. Ο άτυπος αυτός κανόνας επιβεβαιώθηκε και στις ενδιάμεσες εκλογές της περασμένη Τρίτης. 

Έτσι, όπως η πλειοψηφία των Δημοκρατικών έκανε δύσκολη τη ζωή του προηγούμενου Ρεπουμπλικανού Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, επιχειρώντας μάλιστα ακόμη την καθαίρεσή του, τώρα οι ψηφοφόροι έδωσαν την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων στους Ρεπουμπλικανούς, υποχρεώνοντας τον Δημοκρατικό Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν να συνδιαλλαγεί με τους αντιπάλους του αν θέλει στη διετία που του απομένει στο αξίωμα να κυβερνήσει αποτελεσματικά τη μεγάλη αυτή χώρα.

Σε πείσμα, όμως, των πρόωρων πανηγυρισμών στους οποίους -με τη συνδρομή και κάποιων δημοσκοπήσεων- επιδόθηκαν τα στελέχη και οι οπαδοί των Ρεπουμπλικανών, οι οποίοι πριν ανοίξουν οι κάλπες έβλεπαν ένα «κόκκινο κύμα» (σ.σ.: από το χρώμα του κόμματός του) να σαρώνει από άκρη σε άκρη τις Ηνωμένες Πολιτείες, η λαϊκή ψήφος διέψευσε τις προσδοκίες τους. 

Ο έλεγχος του δεύτερου νομοθετικού Σώματος, της Γερουσίας, θα παραμείνει -ευτυχώς για την Ελλάδα!- στην παράταξη των Δημοκρατικών. Και, εξ αυτού, η ανάγκη για αναζήτηση συμβιβαστικών λύσεων στα προβλήματα της αμερικανικής κοινωνίας θα είναι ακόμη πιο επιτακτική.

Πέραν, πάντως, από τα συγκεκριμένα γενικά χαρακτηριστικά που διέπουν το αποτέλεσμα αρκετών εκλογικών αναμετρήσεων στις ΗΠΑ, ουδείς μπορεί να υποστηρίξει ότι οι πρόσφατες ενδιάμεσες εκλογές, από τις οποίες αναδείχθηκε ένα μεγάλο μέρος της αμερικανικής πολιτικής τάξης, ήταν όμοια -και πως θα μπορούσε, άλλωστε;- με κάποια προηγούμενη. 

Γι΄ αυτό και τα αποτελέσματά τους, τα οποία (άλλο αυτό αμερικανικό… παράδοξο, δεν έχουν οριστικοποιηθεί ακόμη) αξίζουν μια πιο ενδελεχή ματιά για να εξαχθούν συμπεράσματα τα οποία μπορεί να αποτελέσουν μαθήματα που τυγχάνουν γενικότερης εφαρμογής:

Μάθημα πρώτο: Η υπεροπτική προεξόφληση του εκλογικού αποτελέσματος επιφυλάσσει συχνά οδυνηρές εκπλήξεις. Όποιος έχει αντίθετη άποψη ας ανατρέξει τις τελευταίες ομιλίες του Τραμπ και στις χιλιάδες αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για το «κόκκινο κύμα» το οποίο κατέληξε ένας απλός… παφλασμός.

Μάθημα δεύτερο: Η βεβαιότητα που ορισμένοι εκφράζουν ότι η κατάσταση της… τσέπης είναι το αποκλειστικό κριτήριο της ψήφου των πολιτών διαψεύστηκε οικτρά. Η ανάγκη προστασίας της Δημοκρατίας από τον «τραμπισμό», όπως και το θέμα των αμβλώσεων, καθόρισε τη συμπεριφορά μιας αξιοσημείωτης μερίδας των προοδευτικών εκλογέων που κινητοποιήθηκαν και πήγαν στην κάλπη.

Μάθημα τρίτο: Οι δημοσκοπήσεις δεν πέφτουν πάντα μέσα. Προφανώς δεν είναι «στημένες», όπως τις θέλουν οι απανταχού της γης συνομωσιολόγοι, αλλά τις περισσότερες φορές βρίσκουν τις τάσεις, αλλά δεν πετυχαίνουν τα εκλογικά αποτελέσματα με χειρουργική ακρίβεια. Βλέπετε οι άνθρωποι δεν έχουν τη συμπεριφορά των μηχανών και οι ανθρωπιστικές επιστήμες δεν προσομοιάζουν με τις φυσικές.

Μάθημα τέταρτο: Η συζήτηση για τον «τοξικό» Τραμπ που άνοιξε από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστή η ετυμηγορία των Αμερικανών κατέδειξε ότι οι μεγάλες παρατάξεις (και -αν θέλετε- τα συμφέροντα που ταυτίζονται μαζί τους) αποφεύγουν να επενδύσουν σε… «κουτσά άλογα». 

Το σενάριο που ήθελε τον τέως Πρόεδρο να ανακοινώνει μια νέα υποψηφιότητα για το 2024 αποδυναμώθηκε, καθώς μέσα από τις κάλπες ανέτειλαν νέα πολιτικά αστέρια, όπως ο 44χρονος κυβερνήτης στην Πολιτεία της Φλόριντα Ρον Ντε Σάντις. 

Αν όντως επικρατήσει στην κούρσα για το ρεπουμπλικανικό χρίσμα, που σύντομα θα ξεκινήσει, τότε και η τύχη του ήδη 80χρονου νυν Προέδρου Μπάιντεν είναι μάλλον προδιαγεγραμμένη. Δύσκολα θα ανανεώσει τη θητεία του ακόμη και αν λάβει εκ νέου το χρίσμα από τους Δημοκρατικούς.

Μάθημα πέμπτο: Το ελληνικό λόμπι είναι από τους μεγάλους νικητές αυτών των ενδιάμεσων εκλογών, καθώς πέτυχε τους περισσότερους από τους στόχους που είχε θέσει. Με αποκορύφωμα την αποτυχία να εκλεγεί Γερουσιαστής στην Πολιτεία της Πενσυλβάνιας ο διαβόητος τουρκικής καταγωγής τηλεγιατρός και φίλος του Ερντογάν Δρ Μεχμέτ Οζ. 

Η κινητοποίηση όλων των δυνάμεων της Ομογένειας και οι έξυπνες συμμαχίες που συνήψε με άλλα λόμπι και προσωπικότητες από τις δύο παρατάξεις, είχε ως αποτέλεσμα να ενισχύσει την επιρροή της στα κρίσιμα πόστα εξουσίας της Ουάσιγκτον.

Άλλωστε, ποιος διαφωνεί ότι η εφαρμοσμένη πολιτική δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια διαρκή αναμέτρηση συσχετισμών δύναμης στην άσκηση της εξουσίας;

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2022

Ο… «προδότης» Ανδρουλάκης και τα δύο μέτρα και σταθμά


Στόχος σφοδρών επιθέσεων γίνεται τις τελευταίες μέρες ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης. Όχι, αυτή τη φορά δεν είναι αντιμέτωπος με τα ανόητα επώνυμα και ανώνυμα κυβερνητικά τρολ που τον καλούσαν όλο το προηγούμενο διάστημα να αποδείξει ότι δεν είναι… «προδότης» που έθεσε σε διακινδύνευση την εθνική μας ασφάλεια και άρα δικαιολογημένα τον παρακολουθούσαν ταυτοχρόνως η ΕΥΠ και όσοι κρύβονταν πίσω από το παράνομο λογισμικό που ακούει στο όνομα «predator».

Αίφνης η σκυτάλη πέρασε σε ανώνυμους και επώνυμους φιλοσυριζαίους σχολιαστές και αναλυτές που εγκαλούν τον κ. Ανδρουλάκη ότι υπέστειλε τη σημαία του αντικυβερνητισμού επειδή -φρονίμως μάλλον ποιών- περιορίστηκε να στείλει στην ερευνητική επιτροπή του Ευρωκοινοβουλίου -την αποκαλούμενη PEGA στην οποία δια των υπερβολών του Δημήτρη Παπαδημούλη ο ΣΥΡΙΖΑ είχε δώσει μυθώδεις διαστάσεις- υπόμνημα με τις γνωστές και διακηρυγμένες απόψεις και θέσεις γύρω από την καθόλα απαράδεκτη παρακολούθησή του.

Το έχει φαίνεται η μοίρα όσων δεν ενστερνίζονται το «άσπρο μαύρο» του δικομματισμού να γίνονται στόχοι επικρίσεων που εκπορεύονται κάθε φορά από διαφορετική αφετηρία. Οπότε ήταν μάλλον αναμενόμενη η διαφορετική προέλευση που είχαν τα νεότερα πυρά τα οποία δέχεται ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ από τη στιγμή που φάνηκε να αντιλαμβάνεται ότι η υπόθεση της παρακολούθησής του δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να γίνει «μονοκαλλιέργεια» για την παράταξή του.

Ήταν ηλίου φαεινότερο ότι μια τέτοια επιλογή βόλευε αφάνταστα τον ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος -όσο η Χαριλάου Τρικούπη βολόδερνε κυνηγώντας πρακτορικές χίμαιρες- φάνταζε ως η μόνη εναλλακτική λύση διακυβέρνησης απέναντι στη σημερινή κυβέρνηση. Γι΄ αυτό και όταν έπειτα από τρεις μήνες δικαιολογημένων αντιπαραθέσεων ο Νίκος Ανδρουλάκης κινήθηκε στη σφαίρα του πολιτικού ρεαλισμού, η Κουμουνδούρου… ενοχλήθηκε.

Από επαγγελματική διαστροφή διάβαζα χθες εμβριθή αρθρογράφο της «Αυγής», που διατέλεσε και βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, αφού αναρωτιόταν στον τίτλο του κειμένου του «τι τρέχει με το ΠΑΣΟΚ;», υποστήριζε ότι «μερικές φορές με το ΠΑΣΟΚ σηκώνει κανείς τα χέρια ψηλά βλέποντας τις παλινωδίες και την έλλειψη συνοχής στη στάση του σε κορυφαία θέματα». Ποια είναι αυτά σύμφωνα με τον αρθρογράφο; 

Το πρώτο ότι «κάνει, άθελά του λογικά, πλάτες στον Μητσοτάκη, ο οποίος κρύβεται από την Εξεταστική Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου».

Αλλά και το δεύτερο, που κατά τον ΣΥΡΙΖΑίο αρθρογράφο αποτελεί μάλιστα «αποκορύφωμα», είναι η «άθλια στάση που τήρησε το ΠΑΣΟΚ χθες στη Βουλή, ψηφίζοντας μαζί με τη ΝΔ την άρση της ασυλίας του βουλευτή του ΜέΡΑ25 Κλέωνα Γρηγοριάδη έπειτα από μήνυση του Αλαφούζου για τις αναφορές του βουλευτή στο ότι Έλληνες εφοπλιστές μεταφέρουν το ρωσικό πετρέλαιο».

Για όσους δεν έχουν εικόνα της περί ου ο λόγος ιστορίας να διευκρινίσουμε ότι ο βουλευτής Γρηγοριάδης υποστήριξε προ ημερών ότι «Έλληνες ολιγάρχες», οι οποίοι αντιτάσσονται δια των μέσων ενημέρωσης που ελέγχουν στην ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, την ίδια ώρα μεταφέρουν παρανόμως ρωσικό πετρέλαιο. Είπε, μάλιστα, όπως περηφανεύονται ο ίδιος και το κόμμα του, και ονόματα. 

Ένας από τους κατονομαζόμενους, ωστόσο, ο καναλάρχης και εφοπλιστής Γιάννης Αλαφούζος θεώρησε συκοφαντικά τα λεγόμενα του βουλευτή και άσκησε, όπως είχε αναφαίρετο δικαίωμα, αγωγή κατά του κ. Γρηγοριάδη.

Από την επομένη ο ίδιος ο εναγόμενος και το κόμμα του, αντί να επιχαίρουν που θα τους δοθεί η ευκαιρία να πάνε στα δικαστήρια και να αποδείξουν την υποτιθέμενη μεγάλη απάτη του ελληνικού εφοπλισμού, έχουν ξεκινήσει μια επιχείρηση αυτοθυματοποίησης εμφανιζόμενοι ως διωκόμενοι από την εγχώρια ολιγαρχία. Ακόμη και η πρόσφατη αποχώρηση της τρίτης κατά σειράν βουλευτού του ΜέΡΑ 25 από το κόμμα Βαρουφάκη αποδόθηκε σε… ολιγαρχικό δάκτυλο.

Το πιο… ωραίο, όμως, ξέρετε ποιο είναι; Τη μέρα που ο ΣΥΡΙΖΑίος αρθρογράφος ξιφουλκούσε κατά του Ανδρουλάκη για την υποτιθέμενη «αθλιότητα» να ψηφίσει το κόμμα του την άρση ασυλίας βουλευτή που δέχθηκε αγωγή, η «Αυγή» πανηγύριζε επειδή εκδότης της απέναντι πλευράς υποχρεώθηκε να ανακρούσει πρύμνη και να δημοσιεύσει απόφαση καταδίκης του επειδή, κατά το δικαστήριο, συκοφάντησε τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα. 

Ο τέως πρωθυπουργός, με αφορμή την υπόθεση της ενοικίασης εξοχικής κατοικίας με τίμημα που δεν θεωρήθηκε εύλογο, στράφηκε εναντίον όσων ο ίδιος θεώρησε ότι τον συκοφάντησαν, ζητώντας την καταδίκη τους.

Το εύλογο ερώτημα που τίθεται με αυτή την αφορμή, αλλά και με αρκετές άλλες, είναι το εξής: δικαιούνται οι πολιτικοί να καταθέτουν αγωγές όταν πιστεύουν ότι συκοφαντήθηκαν; Η απάντηση για κάθε λογικό άνθρωπο είναι προφανώς καταφατική, παρόλο που σημαντικοί πολιτικοί ηγέτες, όπως ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ή ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, είχαν επιλέξει να μην αντιδράσουν κατ΄ αυτόν τον τρόπο και δεν μήνυσαν ποτέ κανέναν παρά τα όσα κατά καιρούς τους καταμαρτυρήθηκαν. 

Αν, όμως, πολιτικοί, όπως ο Αλέξης Τσίπρας, μπορούν να καταθέτουν αγωγές, γιατί δεν μπορεί να δέχονται αγωγές πολιτικοί, όπως ο Κλέων Γρηγοριάδης;

Όσο για την ελευθερία του λόγου που κάποιοι, όπως ο βουλευτής του ΜέΡΑ 25 ή ο αρθρογράφος της «Αυγής», υποτίθεται ότι υπερασπίζονται με την αντίρρησή τους στην άσκηση αγωγών, το μόνο που μπορεί κανείς να αντιτείνει είναι ότι τόση… ευαισθησία για το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση έχει να γνωρίσει η υφήλιος από την εποχή του Στάλιν, του οποίου όλοι αυτοί υπήρξαν ή είναι ακόμη φανατικοί θαυμαστές. 

Τη γνωρίσαμε άλλωστε με την εκκωφαντική σιωπή που τηρούσαν όλοι αυτοί όταν με απαίτηση του συγκυβερνήτη τους Πάνου Καμένου συλλαμβάνονταν και διανυκτέρευαν στα αστυνομικά τμήματα δημοσιογράφοι που απλώς έκαναν τη δουλειά τους. 

Και, ακόμη χειρότερα, με την καρικατούρα της Εξεταστικής Επιτροπής για τα δάνεια των μέσων ενημέρωσης που συστάθηκε με μοναδικό στόχο να εξοντωθούν ηθικά οι εκδότες που δεν έδωσαν γη και ύδωρ στη ΣΥΡΙΖΑΝΕΛική εξουσία. Η μονομέρεια του «άλλο εμείς που έχουμε το… ηθικό πλεονέκτημα» έχει τα όρια της. Όπως και τα δύο μέτρα και τα δύο σταθμά. 

Δεν είναι, άλλωστε, διόλου τυχαίο ότι όταν ήταν στα πράγματα ο ΣΥΡΙΖΑ ουδείς εξ αυτών των… ευαίσθητων υπερασπιστών της ελευθεροστομίας ανέλαβε πρωτοβουλία για να καταργηθούν οι αγωγές για την έκφραση γνώμης από δημοσιογράφους ή πολιτικούς. 

Αν το είχαν κάνει, θα μπορούσαν σήμερα να χαρακτηρίζουν «αθλιότητα» την απόφαση για άρση της ασυλίας ενός βουλευτή, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να αποδείξει όσα ισχυρίστηκε εις βάρος ενός επιχειρηματία.

Επιτρέπονται, λοιπόν, ή όχι οι μηνύσεις και οι αγωγές; Ιδού η απορία. Ή μήπως το τεκμήριο της απόλυτης υποκρισίας;

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022

Τα «κοράκια», οι… κόρακες και η χαμένη τιμή του πολιτικού κόσμου


Παρά την απύθμενη θρασύτητα που αναδύεται από την «υπόθεση Πάτση», το μέγα, δηλαδή, σκάνδαλο με πρωταγωνιστή τον βουλευτή Γρεβενών, ο οποίος, αν και νομικός, έγραφε στα παλαιότερα των υποδημάτων του ολόκληρο το δικαιικό μας σύστημα, μόνον όποιος εθελοτυφλεί μπορεί να αρνηθεί ότι τα όσα ήρθαν αυτές τις μέρες στο φως της δημοσιότητας δεν αποτελούν παρά το σύμπτωμα μιας χρόνιας παθογένειας που βαραίνει σχεδόν το σύνολο του πολιτικού δυναμικού της χώρας.

Πως αλλιώς, άλλωστε, μπορεί να ερμηνευτεί ότι για περισσότερο από μια τριετία συνεχιζόταν χωρίς συνέπειες για τον Ανδρέα Πάτση τόσο η προκλητική καταπάτηση των ρητών διατάξεων του Συντάγματος για τις ασυμβίβαστες δραστηριότητες με το αξίωμα του βουλευτή όσο και μιας πλειάδας –«δρακόντειων», υποτίθεται- νόμων για τον έλεγχο της περιουσιακής κατάστασης όσων εκλέγονται στο Κοινοβούλιο;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πρώτη ευθύνη ανήκει στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας η οποία «φιλοξένησε» στα ψηφοδέλτια της ένα πρόσωπο με το προφίλ του περί ου ο λόγος βουλευτή. Είναι προφανές ότι τόσο εκείνος που τον πρότεινε, όσο και όσοι άναψαν το «πράσινο φως» για να είναι υποψήφιος δεν μπήκαν καν στον κόπο να κάνουν ένα στοιχειώδη έλεγχο για το ποιόν του ανθρώπου αλλά και για τις επαγγελματικές του δραστηριότητες τις οποίες -για να πούμε και του στραβού το δίκιο- δεν απέκρυπτε.

Το ηθικό, εξάλλου, ασυμβίβαστο ανάμεσα στην πολιτική δράση ενός προσώπου και τη δραστηριοποίηση του ίδιου ή της οικογένειας του στον τομέα των εισπρακτικών εταιριών δεν είναι η πρώτη φορά που τίθεται στη δημόσια σφαίρα. Προ ετών, μακαρίτης πλέον, παλαιός πολιτικός είχε υποστεί τα… πάνδεινα όταν έγινε ευρέως γνωστό ότι μέλη της οικογένειας του είχαν αναπτύξει σχετική επαγγελματική δραστηριότητα. Η ελληνική κοινωνία, καλώς ή κακώς, δεν συμπαθεί τα «κοράκια».

Όπως και να έχει, λοιπόν, οι ιθύνοντες της κυβερνητικής παράταξης όφειλαν να είναι προσεκτικοί πρωτίστως στις επιλογές των υποψηφίων που περιλαμβάνονται στους κομματικούς συνδυασμούς τους, αλλά και κατόπιν για τη δράση που αναπτύσσουν όσο είναι στη Βουλή. Το ερώτημα που αβίαστα προκύπτει είναι το εξής: Πως μπορεί να έχεις προγραμματική δέσμευση για αξιολόγηση και του τελευταίου δημόσιου υπαλλήλου και να μην αξιολογείς τα ίδια τα στελέχη του;

Όταν εξελέγη στην ηγεσία της ΝΔ ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε υποσχεθεί ότι θα εφαρμόσει παντού την αξιολόγηση. Δυστυχώς, όμως, όπως συνέβη και με άλλους ηγέτες κομμάτων παλαιότερα, η υπόσχεση αυτή έμεινε στα λόγια. 

Γι΄ αυτό και όσο και αν διατυπώνεται ο ισχυρισμός ότι στα μεγάλα και πολυσυλλεκτικά κόμματα εξουσίας φυτρώνουν κάθε είδους λουλούδια, με αποτέλεσμα να παρεισφρέουν ανάμεσα τους και ζιζάνια, μια τέτοια δικαιολογία δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για την ανυπαρξία εσωτερικών διαδικασιών ελέγχου και αξιολόγησης του βίου και της πολιτείας του στελεχιακού δυναμικού το οποίο αποφασίζει για τις ζωές μας.

Τα πράγματα θα ήταν ίσως απλούστερα αν περιπτώσεις όπως αυτή του βουλευτή του βουλευτή Γρεβενών περνούσαν μόνον κάτω από τα ραντάρ των ιθυνόντων της παράταξης από την οποία προέρχεται εκείνος που… παραστρατεί. Το μεγάλο δυστύχημα, όμως, είναι ότι ούτε οι θεσμοί της ελληνικής Πολιτείας λειτουργούν με τέτοιον τρόπο ώστε να πιάνονται στην τσιμπίδα του νόμου όσοι, κάνοντας κατάχρηση της εξουσίας που τους δίνουν οι πολίτες με την ψήφο τους, παραβιάζουν τη νομιμότητα.

Από το 1964, οπότε και καθιερώθηκε για πρώτη φορά η νομοθεσία που υποχρεώνει τους πολιτικούς να υποβάλουν τις λεγόμενες δηλώσεις «πόθεν έσχες» που αφορούν τόσο τη διάρθρωση της περιουσιακής τους κατάστασης όσο, πολύ περισσότερο, την προέλευση των εισοδημάτων και των περιουσιακών τους στοιχείων, η Βουλή έχει τροποποιήσει πάμπολλες φορές τις σχετικές νομοθετικές προβλέψεις. Πλην, όμως, η κατάσταση του (μη) ελέγχου παραμένει σχεδόν αναλλοίωτη.

Η ειρωνεία, μάλιστα, είναι ότι ο πρώτος νόμος που ψηφίστηκε από την κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου έφερε τον τίτλο «για την προστασία της τιμής του πολιτικού κόσμου». Ο τρόπος, όμως, που εφαρμόζεται έκτοτε έφερε μάλλον το αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο. Η τιμή του πολιτικού κόσμου όχι μόνον δεν προστατεύεται, αλλά μάλλον εκτίθεται στο σύνολό του. Διότι, δικαιολογημένα ή όχι, η διαιώνιση των παθογενειών δημιουργεί την πεποίθηση ότι ισχύει η περίφημη λαϊκή ρήση σύμφωνα με την οποία «κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει».

Είναι μια πεποίθηση, η οποία βρίσκει ισχυρισμό έρεισμα στην επί τόσες δεκαετίες πεισματική άρνηση όλων των κοινοβουλευτικών συνθέσεων και όλων των κυβερνήσεων να αναθέσουν τον έλεγχο των δηλώσεων «πόθεν έσχες» σε ανεξάρτητη αρχή, η οποία να μην σχετίζεται με την πολιτική εξουσία. 

Παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η σύνθεση της Επιτροπής Ελέγχου δεν απαρτίζεται πλέον από πλειοψηφία βουλευτών, στην ουσία δεν έχει αλλάξει τίποτε απολύτως, όπως αποδεικνύεται από μια πλειάδα υποθέσεων οι οποίες, ενώ βοούσαν τα στοιχεία, έκλεισαν στο άψε σβήσε και στη λογική του «ούτε γάτα ούτε ζημιά».

Μοναδική εξαίρεση υπήρξε η υπόθεση του Άκη Τσοχατζόπουλου, κάτι που μάλλον οφειλόταν στην πολιτική συγκυρία της εποχής που ξέσπασε. Σε όλες τις υπόλοιπες, οι καταγγελίες για αδικαιολόγητη απόκτηση περιουσιακών στοιχείων δεν βρήκαν τον δρόμο προς τη δικαιοσύνη και οι κυρώσεις που οι νόμοι προβλέπουν έχουν αποδειχθεί κενό γράμμα. 

Μην αμφιβάλετε ότι το ίδιο θα είχε συμβεί και με την προκλητική περίπτωση του κ. Πάτση αν δεν βρισκόμαστε στην τελική ευθεία προς τις εκλογές. Ο ίδιος άλλωστε είχε καταγγελθεί για τα ίδια ακριβώς ζητήματα και προ διετίας και κανείς από τους υπεύθυνους για τον έλεγχο -που δεν ανήκουν μόνον στο κυβερνών κόμμα- δεν είχε συγκινηθεί.

Επειδή, πάντως, όπως πληροφορείται η στήλη, ετοιμάζεται η αλλαγή του νομικού πλαισίου για τον έλεγχο της περιουσιακής κατάστασης των πολιτικών προσώπων, καθώς πιέζει προς αυτή την κατεύθυνση και η Ευρωπαϊκή Ένωση, η κυβέρνηση δεν έχει παρά να αναθέσει τον έλεγχο των «πόθεν έσχες» των κοινοβουλευτικών και αυτοδιοικητικών στελεχών στην Αρχή για την Καταπολέμηση των Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες, όπως συμβαίνει ήδη με τις αντίστοιχες δηλώσεις δημοσίων υπαλλήλων και δημοσιογράφων.

Ο σημερινός επικεφαλής της Αρχής, πρώην αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Χαράλαμπος Βουρλιώτης διαθέτει την έξωθεν καλή μαρτυρία και όλα τα υπόλοιπα εχέγγυα που απαιτούνται για να πειστεί η κοινή γνώμη ότι υπάρχει βούληση να γίνουν πράξη οι επαγγελίες για κάθαρση και μηδενική ανοχή στη διαφθορά. 

Μόνον έτσι τα «κοράκια» θα πάψουν να είναι στο απυρόβλητο επειδή οι άλλοι «κόρακες» θα διστάζουν να τους… βγάλουν το μάτι!

Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2022

Μικροί ηγέτες κατακρημνίζουν ακόμη και μεγάλες χώρες

Αν και τον καγχασμό δύσκολα μπορούμε να τον αποφύγουμε, δεν ξέρω ειλικρινά αν πρέπει να γελάσουμε ή να κλάψουμε με τα παθήματα της παλαιότερης και εμβληματικότερης κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας του πλανήτη, δηλαδή της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία τα τελευταία χρόνια έχει μπει σε μια άνευ προηγουμένου πολιτική περιδίνηση που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει που θα την οδηγήσει.

Είτε κλάψουμε, είτε γελάσουμε, πάντως, θεωρώ πως δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η απαρχή των δεινών της «Γηραιάς Αλβιώνος» συμπίπτει με την απόφαση που έλαβε για έξοδο από την μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια. Μια απόφαση, η οποία, αν και επισφραγίστηκε από τη λαϊκή ετυμηγορία, αφού η πλειονότητα των Βρετανών ψήφισε, έστω οριακά, υπέρ του Brexit, δεν παύει να είναι αποτέλεσμα μιας ευρύτατης επιχείρησης για τη λαϊκίστικη χειραγώγηση της κοινής γνώμης.

Στα έξι χρόνια που μεσολάβησαν από το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου 2016, με το οποίο περίπου το 52% των πολιτών του Ηνωμένου Βασιλείου ψήφισε για να αποχωρήσει η χώρα τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο… παράδεισος που είχαν τάξει στους Βρετανούς οι υποστηρικτές του Brexit, απεδείχθη μια χίμαιρα χωρίς προηγούμενο. 

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι και οι τέσσερις συντηρητικοί πρωθυπουργοί που διαχειρίστηκαν έκτοτε τις τύχες του λαού τους απεδείχθηκαν ο ένας χειρότερος από τον άλλο, χωρίς ουδείς εξ αυτών να καταφέρει να ολοκληρώσει τη συμφωνία εξόδου.

Ο απίθανος Ντέιβιντ Κάμερον, ο οποίος άνοιξε την πόρτα του φρενοκομείου με το δημοψήφισμα, έδωσε αμέσως μετά την σκυτάλη στην περιορισμένων ικανοτήτων Τερίζα Μέι, την οποία -μέσω της απόρριψης από τη Βουλή των Κοινοτήτων των συμφωνιών για αποχώρηση από την ΕΕ- ανέτρεψε ο ανεκδιήγητος Μπόρις Τζόνσον. Για να υποχρεωθεί κι εκείνος σε παραίτηση και αντικατάσταση από αλλοπρόσαλλη Λιζ Τρας, η οποία -τι ειρωνεία!- έμεινε μόλις λίγες εβδομάδες στην Ντάουνινγκ Στριτ, παρόλο που οδηγήθηκε εκεί με την ψήφο των οπαδών της παράταξης της.

Η τύχη της τελευταίας, η οποία υποχρεώθηκε σε παραίτηση έπειτα από μια σειρά από άστοχες πρωτοβουλίες, ήταν μάλλον προδιαγεγραμμένη. Το γεγονός ότι νίκησε στις πρόσφατες εσωκομματικές εκλογές των Τόρις δεν ήταν ικανή συνθήκη για να την καταστήσει αξιόπιστη ηγετική προσωπικότητα. Καιροσκόπος, οπορτουνίστρια και λαϊκίστρια, η Τρας, η οποία στα νιάτα της τασσόταν ακόμη και κατά της βρετανικής μοναρχίας, το 2016 ήταν ενάντια στο Brexit, χωρίς αυτό να την εμποδίσει να στηρίξει εν συνεχεία με φανατισμό την αποχώρηση της χώρας της από την Ε.Ε.

Υπερακοντίζοντας μάλιστα τις απόψεις των Brexiters, ήταν η υπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου που προώθησε νόμο με τον οποίο το Λονδίνο μπορούσε να μην τηρεί το πρωτόκολλο για τη Βόρεια Ιρλανδία, παραβλέποντας τον κίνδυνο που για έναν εμπορικό πόλεμο ανάμεσα στη Βρετανία και τους υπόλοιπους Ευρωπαίους που μπορούσε να ξεσπάσει. Βλέπετε, οι νεοφώτιστοι είναι πάντα φανατικότεροι από εκείνους που συναντούν στη νέα θρησκεία που ασπάζονται…

Με τον ίδιο, άλλωστε, υπερφίαλο φανατισμό η Λιζ Τρας θεώρησε ότι επειδή βρέθηκε στη Ντάουνιγκ Στριτ θα μπορούσε από τη μια στιγμή στην άλλη να μεταμορφωθεί σε νέα Μάργκαρετ Θάτσερ. Τα οικονομικά μέτρα μείωσης της φορολογίας τα οποία απερίσκεπτα έσπευσε να ανακοινώσει σε μια απέλπιδα προσπάθεια να κλείσει τη δημοσκοπική ψαλίδα που τη χώριζε από το Κόμμα των Εργατικών, οδήγησαν στο αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.

Οι αδυσώπητες αγορές, οι οποίες δεν καταλαβαίνουν από… νταούλια, ούτε… κολώνουν μπροστά σε αυτοαποκαλούμενες «Θάτσερ», αποδόμησαν εν ριπή οφθαλμού την εκτός εποχής οικονομική πολιτική της Τρας. Ενώ η κωλοτούμπα της αναίρεσης της πολιτικής της που έσπευσε να κάνει η οπορτουνίστρια πρωθυπουργός δεν στάθηκε αρκετή για να διασώσει την καρέκλα της. Το προβάδισμα των Εργατικών, οι οποίοι έπειτα από πολλά χρόνια διαθέτουν αξιόπιστη ηγεσία, διευρύνθηκε σε θηριώδη επίπεδα και η ανάγκη για νέα αλλαγή στον βρετανικό πρωθυπουργικό θώκο κατέστη αναπόφευκτη.

Με όλα όσα βλέπουμε τα τελευταία χρόνια να διαδραματίζονται στη Βρετανία, ίσως δεν εκπλαγούμε ακόμη και με την… παλινόρθωση στην πρωθυπουργία του Μπόρις Τζόνσον που άρχισε -ναι, ναι, στα σοβαρά!- να συζητείται μετά την παραίτηση της Τρας. 

Τα διεθνή μέσα ενημέρωσης προεξοφλούν ότι όλοι οι επίδοξοι αρχηγοί των Τόρις είναι κατώτεροι των περιστάσεων και το καλύτερο που έχουν να κάνουν είναι να προσφύγουν στο εκλογικό σώμα για να αποφασίσει εκείνο τον επόμενο πρωθυπουργό.

Όποια λύση, πάντως, και αν δοθεί σε αυτό το μεγάλο αδιέξοδο ενώπιον του οποίου έχει βρεθεί η βρετανική πολιτική ζωή, το μόνο βέβαιο είναι ότι όσα προηγήθηκαν της πρωθυπουργίας της Λιζ Τρας και όσα θα ακολουθήσουν θα αποτελούν case study στην πολιτική επιστήμη για το πως μικροί ηγέτες είναι ικανοί να κατακρημνίζουν ακόμη και μεγάλες χώρες…

Υ.Γ.: Έχουμε ζήσει κι εμείς ανάλογες καταστάσεις αλλά σίγουρα σε μικρότερη κλίμακα, αφού αποφύγαμε έστω και την ύστατη ώρα το Grexit, ενώ έχουμε και το… άλλοθι ότι -στο τέλος, τέλος- δεν είμαστε και πρώην κοσμοκράτειρα αυτοκρατορία…

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2022

Με πόσα δισ. ευρώ κερδίζονται οι εκλογές;


Μέσα στην πολυπλοκότητά τους, οι πολιτικές εξελίξεις είναι συχνά πολύ απλές και προδιαγράφονται χάρις στην ικανότητα των πρωταγωνιστών κάθε περιόδου να «διαβάζουν» την διαμορφούμενη πραγματικότητα και να διερμηνεύουν την εκάστοτε κυρίαρχη βούληση της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Δύο πρόσφατα παραδείγματα από τον δημόσιο λόγο των πρωταγωνιστών της εγχώριας πολιτικής σκηνής το μαρτυρούν. Την προηγούμενη Παρασκευή, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας σε τηλεοπτικό πρωινάδικο δήλωσε τα εξής: «Αν εγώ είχα να μοιράσω 50 δισ. θα έβγαινα πρωθυπουργός μέχρι να βαρεθώ να βγαίνω. Ο κ. Μητσοτάκης τα μοίρασε χωρίς κριτήρια. Πήγαν σε ημέτερους. Ωφελήθηκαν οι ισχυροί και η μεγάλη πλειοψηφία δεν ενισχύθηκε».

Τέσσερις μέρες αργότερα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματός του, είπε στους βουλευτές του: «Θέλω να είμαστε πολύ μετρημένοι στον τρόπο με τον οποίον επικοινωνούμε σε αυτές τις εξαιρετικά δύσκολες συγκυρίες. Έχουμε να επιδείξουμε πάρα πολλά ως κυβερνητικό έργο», αλλά «υπάρχει και η άλλη όψη της πραγματικότητας» που «λέει ότι η κοινωνία περνάει δύσκολα, έχει μεγάλη αβεβαιότητα για τον χειμώνα που έρχεται». 

Και γι΄ αυτό, συμπλήρωσε, «θα πρέπει να επιδεικνύουμε την απαραίτητη σεμνότητα στην επικοινωνία μας ώστε να μην αισθάνονται οι πολίτες ότι υπερφίαλα στεκόμαστε πάνω στις πολλές και σημαντικές επιτυχίες».

Που τέμνονται οι δύο αυτές -από πρώτη ματιά ασύμβατες μεταξύ τους- παρεμβάσεις; Τέμνονται στην ένθεν κακείθεν παραδοχή ότι η κυβερνητική παράταξη διαθέτει αδιαμφισβήτητο εκλογικό προβάδισμα, κάτι άλλωστε που καταγράφεται σε όλες τις μετρήσεις με τις διαθέσεις της κοινής γνώμης. 

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δηλώνει σε κάθε ευκαιρία ότι δεν πιστεύει στις δημοσκοπήσεις, με το επιχείρημα ότι «δεν υπάρχει άλλη χώρα που κάνει τόσες δημοσκοπήσεις κατά τη διάρκεια του έτους». Επιχείρημα το οποίο κανονικά θα έπρεπε να τον οδηγεί στο αντίθετο συμπέρασμα από τη στιγμή που όλες αποτυπώνουν την ίδια ακριβώς τάση. 

Όταν, όμως, θεωρεί ο ίδιος ότι οι εκλογές κερδίζονται με 50 δισ. ευρώ, τότε δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αναγνωρίζει, με προφανή ηττοπάθεια, ότι την επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση την κέρδισε ήδη ο αντίπαλος του, τον οποίο κατηγορεί ότι μοίρασε το ποσό αυτό.

Δεν ξέρω αν οι απόψεις που εκφράζει ο τέως πρωθυπουργός είναι προϊόν δικής του σύλληψης ή αποτελούν ιδέες των επικοινωνιολόγων που τον συμβουλεύουν, αλλά αυτό δεν αλλάζει ουσιωδώς την κατάσταση. Ο ίδιος, άλλωστε, κέρδισε σχετικά άνετα τις εκλογές του 2015, υποσχόμενος να διανείμει δισ. που δεν είχε στη διάθεσή του, αλλά έχασε πανηγυρικά στις κάλπες του 2019 παρόλο που είχε μοιράσει σωρεία επιδομάτων χωρίς να καταφέρει να αναστρέψει την κατάσταση. 

Στον αντίποδα, ο νυν πρωθυπουργός, είτε με δική του πρωτοβουλία, είτε επειδή έτσι τον συμβουλεύουν οι δικοί του επικοινωνιολόγοι, εμφανίζεται τόσο σίγουρος για τα αποτελέσματα της διακυβέρνησης του που αρκείται σε παροτρύνσεις προς τα στελέχη της παράταξης του να επιδεικνύουν κοινωνική ενσυναίσθηση και να μην προκαλούν τους πολίτες με τους πανηγυρισμούς τους, που όποιος ακούει κάποιους συνεργάτες του, όπως ο Άδωνις Γεωργιάδης, εύκολα διαπιστώνει ότι δεν αποφεύγουν τον «πειρασμό». 

Χωρίς να υποτιμά κανείς τη σημασία που έχει η δυνατότητα μιας κυβέρνησης να διαθέτει χρήματα για τη στήριξη των πολιτών της, το κριτήριο αυτό δεν είναι το μοναδικό με βάση το οποίο οι πολίτες επιλέγουν εκείνους που θέλουν να τους κυβερνήσουν. Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα που βλέπουμε γύρω μας να το αποδεικνύουν.

Στη γειτονική Ιταλία, η συμμαχία Δεξιάς και Ακροδεξιάς, η οποία οδήγησε στην πτώση την επιτυχημένη -με ευρωπαϊκούς όρους- κυβέρνηση του Μάριο Ντράγκι, αντί να τιμωρηθεί από τους Ιταλούς ψηφοφόρους για την κρίση που προκάλεσε, επιβραβεύτηκε στις κάλπες που στήθηκαν πρόωρα και η Τζόρτζια Μελόνι, που ήταν η μόνη που μέχρι πρότινος έκανε αντιπολίτευση, ετοιμάζεται να ορκιστεί πρωθυπουργός.

Στο Βερολίνο, η τρικομματική κυβέρνηση… τίναξε την μπάνκα στον αέρα αποφασίζοντας να διαθέσει 200 δισ. ευρώ για την αναχαίτιση της ενεργειακής κρίσης στη Γερμανία, αλλά η δημοτικότητα του επικεφαλής της, σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Όλαφ Σολτς, παραμένει χαμηλή και το κόμμα του είναι πολύ πιθανό ότι θα υποστεί δεινή ήττα στις τοπικές εκλογές που θα γίνουν το προσεχές διάστημα.

Δεν μπορώ να ξέρω αν ο κ. Τσίπρας, ο οποίος ταξίδεψε αυτές τις μέρες στην Πράγα για να λάβει μέρος στη Σύνοδο των -άλλοτε… «επάρατων»- Ευρωσοσιαλιστών, είχε την ευκαιρία να ανταλλάξει απόψεις με τον κ. Σολτς. Αν το έκανε, τότε μπορεί να αντελήφθη ότι η πολιτική αξιοπιστία είναι υπέρτατη αξία σε σχέση με τους προϋπολογισμούς.

Όταν, όμως, ο ίδιος κάνει ρεαλιστική στροφή στο Μεταναστευτικό, αναγνωρίζοντας αφενός ότι η θάλασσα έχει σύνορα και αφετέρου ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να είναι ξέφραγο αμπέλι, αλλά ο περίγυρός του -με πρώτη και καλύτερη την «Αυγή»- «παρεξηγείται» επειδή η κυβέρνηση κατηγορεί την Τουρκία για εργαλειοποίηση των μεταναστών, το κέρδος του ρεαλισμού σπαταλιέται ασκόπως και δεν εκταμιεύεται. 

Το ίδιο, λίγο ως πολύ, συμβαίνει και με τα δισ., τα οποία ποτέ δεν είναι αρκετά για να αλλάξουν την προδιαγεγραμμένη πορεία.