Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2023

Σεβασμό στους νεκρούς, αλλά με ζωντανή την ιστορική μνήμη

 

Από την εποχή που ο Σοφοκλής συνέγραψε την εμβληματική τραγωδία «Αντιγόνη» για να στηλιτεύσει την ύβρι του βασιλιά Κρέοντα, ο οποίος είχε απαγορεύσει την ταφή του αδελφού της κεντρικής ηρωίδας του έργου, ο σεβασμός στους νεκρούς υπήρξε συστατικό στοιχείο της αρχαιοελληνικής παράδοσης που μεταλαμπαδεύτηκε στον δυτικό πολιτισμό και έγινε κοινό κτήμα του σύγχρονου πολιτισμένου κόσμου.

Στην πορεία των αιώνων που παρήλθαν έκτοτε, πρόσωπα ή και ολόκληροι λαοί που είτε ενέταξαν είτε όχι στην Παιδεία τους τα μηνύματα της «Αντιγόνης», «εκπαιδεύτηκαν» να εκδηλώνουν σεβασμό σε όλους όσοι εγκαταλείπουν τα εγκόσμια. Έτσι, ακόμη και σε κάποιους από τους πιο φονικούς πολέμους, οι αντιμαχόμενες πλευρές συνομολογούν εκεχειρία στις συγκρούσεις τους με στόχο να θάψουν τους νεκρούς τους.

Υπό αυτή την έννοια είναι παντελώς ακατανόητο το πάθος και το μένος με το οποίο μια πλειάδα συνελλήνων εκφράζεται αυτές τις μέρες για την εκδημία του τελευταίου (τέως) βασιλιά της Ελλάδας Κωνσταντίνου. Όπως -βεβαίως, βεβαίως- και η αντίστοιχη φιλοδυναστική λαγνεία που κάποιοι άλλοι επιχειρούν να καλλιεργήσουν για προφανείς ιδιοτελείς σκοπούς που σχετίζονται με ιδεοληψία ου μην αλλά και με ψηφοθηρία.

Παρότι μας χωρίζει σχεδόν μισός αιώνας αφότου ο ελληνικός λαός με το ιστορικό δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974 τερμάτισε το καθεστώς της Βασιλείας, ορισμένοι αμετανόητα επιμένουν να συντηρούν το διχαστικό πνεύμα παλαιότερων εποχών για το οποίο ο λαός μας κατέβαλε βαρύτατο τίμημα τόσο σε αδελφοκτόνο αίμα όσο, πολύ περισσότερο, σε συλλογική οικονομική ευημερία, αφού η χώρα δέσμια των εμφύλιων αντιπαραθέσεων έμεινε πίσω την ώρα που οι άλλοι κάλπαζαν προς το μέλλον.

Δίχως αμφιβολία, η μεγάλη πλειονότητα των σημερινών Ελλήνων δεν έχει μνήμες από τις εποχές οι οποίες σημαδεύτηκαν από τη διαμάχη των φιλοβασιλικών με τους αντιβασιλικούς. Ενώ και οι -μάλλον αφελείς- πολιτικές πρωτοβουλίες του προσφάτως εκλιπόντος τελευταίου -και, ως εκ τούτου, τέως- μονάρχη της Ελλάδος αποτελούν μακρινές αναμνήσεις ακόμη και για τη μικρή μειοψηφία όσων τις έζησαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

Όπως και να έχει, η σημερινή ελληνική πραγματικότητα σε τίποτε δεν θυμίζει την περίοδο που ο 25ετής κληρονομικός μονάρχης οδηγούσε, τον Ιούλιο του 1965, σε παραίτηση τον εκλεγμένο πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου, ούτε την εποχή που, δύο χρόνια αργότερα, ο ίδιος όρκιζε τους σφετεριστές της εξουσίας -και της δικής του, εν τέλει!- χουντικούς αξιωματικούς.

Κακά τα ψέματα, όσο γραφική είναι η απόπειρα των λίγων νοσταλγών του βασιλικού θεσμού να ωραιοποιήσουν το άκρως προβληματικό παρελθόν της ελληνικής δυναστείας, άλλο τόσο άστοχοι και έξω από κάθε λογική είναι οι υπαινικτικοί ισχυρισμοί ότι το δημοκρατικό πολίτευμα που εγκαθιδρύθηκε μετά τη Μεταπολίτευση μπορεί να τεθεί σε διακινδύνευση επειδή η ελληνική Πολιτεία συναίνεσε στη διευκόλυνση των οικείων του τέως βασιλιά να κηδέψουν τον άνθρωπό τους με τον τρόπο που οι ίδιοι θεωρούν προσήκοντα.

Καθώς συμπληρώνονται, πλέον, 49 χρόνια από την αποκατάσταση της, η Δημοκρατία στην Ελλάδα είναι πολύ ισχυρή για να χρειάζεται να καταφεύγει κάποιος σε απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς προκειμένου να την υπερασπιστεί.

Γι΄ αυτό και όσοι με πάθος επιμένουν να μιλούν για «Γλίξμπουργκ», αμφισβητώντας το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού που οι ίδιοι αναγνωρίζουν σε όλους τους υπολοίπους, δεν νομίζω ότι προσφέρουν θετική υπηρεσία στο δημοκρατικό πολίτευμα. Το αντίθετο θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος. Καταβάλλουν προσπάθειες να συντηρήσουν φοβικά σύνδρομα που ουδόλως αντιστοιχούν στην εποχή μας.

Καλώς ή κακώς, για τους περισσότερους σύγχρονους Έλληνες, ο εκλιπών Κωνσταντίνος και τα μέλη της οικογενείας του αντιμετωπίζονταν και εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ως «celebrity’s» οι οποίοι δεν συνιστούν κίνδυνο για τη δημοκρατική τάξη στη χώρα.

Προφανώς θα ήταν εντελώς διαφορετικές οι εντυπώσεις που θα δημιουργούνταν στην κοινή γνώμη εφόσον υιοθετούνταν το αίτημα κάποιων ότι έπρεπε να γίνει δημοσία δαπάνη η κηδεία του τέως βασιλιά, ο οποίος είκοσι χρόνια πριν, το 2002, είχε αποσπάσει από το ελληνικό Δημόσιο το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 13,7 εκατομμυρίων ευρώ, που του επιδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ως αποζημίωση για τη λεγόμενη «βασιλική περιουσία» η οποία περιήλθε στο Δημόσιο.

Και δυστυχώς παραμένει ως τις μέρες μας πλήρως ανεκμετάλλευτη.

Ο θάνατος του τελευταίου μονάρχη που γνώρισε αυτή η χώρα, έστω και αν βασίλεψε για μόλις τρία χρόνια και αυτό συνέβη πριν από έξι δεκαετίες, συνιστά μια καλή ευκαιρία για να κλείσουν οριστικά και αμετάκλητα αρκετοί λογαριασμοί του παρελθόντος.

Με βάση, λοιπόν, τη μακραίωνη παράδοση που πρωτοκαθιερώθηκε σε τούτα τα χώματα και ισχύει σε όλη τη δημοκρατική υφήλιο είναι ιερό το δικαίωμα όλων των ανθρώπων να τιμούν τους νεκρούς τους, χωρίς διάκριση σε «γαλαζοαίματους» ή σε… κοινούς θνητούς.

Εξίσου ιερό, όμως, είναι και το δικαίωμα όλων ημών να διατηρούμε ζωντανή την ιστορική μνήμη και να διακηρύττουμε με απόλυτη κατηγορηματικότητα και ανάλογη ψυχραιμία ότι η κληρονομική μοναρχία είναι ένα καθεστώς που η εφαρμογή του επέφερε δεινά στον τόπο μας και, σε κάθε περίπτωση, δεν συνάδει με την εποχή μας.

Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2023

Ποιον συμφέρει η προεκλογική πόλωση;


Το «ποδαρικό» στην ακραία κομματική πόλωση που έκαναν τις προηγούμενες ημέρες ο υπουργός Ανάπτυξης Άδωνις Γεωργιάδης και ο μέχρι πρότινος εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ Νάσος Ηλιόπουλος θα αμέμενε κανείς ότι θα ακολουθείτο από ένα τσουνάμι αντιδράσεων από το πολιτικό δυναμικό, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τους λεγόμενους διαμορφωτές της κοινής γνώμης.

Δύο από τα υπερπροβεβλημένα στελέχη των κομμάτων εξουσίας αντάλλαξαν ύβρεις –«είσαι κλόουν», «είστε άθλια υποκείμενα»- και αν οι οικοδεσπότες του τηλεοπτικού πρωινάδικου που τους «φιλοξενούσε» τους άφηναν αχαλιναγώγητους ουδείς γνωρίζει που θα κατέληγαν. Φεύ, όμως!

Ο άγριος καβγάς που είχαν μπροστά στις κάμερες αντιμετωπίστηκε ως κάτι σύνηθες. Ούτε οι ηγεσίες των κομμάτων τους τούς κάλεσαν να δώσουν εξηγήσεις. Ούτε φυσικά οι ίδιοι ένοιωσαν την ανάγκη να απολογηθούν για τη συμπεριφορά την οποία είχαν και την εικόνα που παρουσίασαν.

Με κυνικότητα, μάλιστα, μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι δεν αποκλείεται και ο ένας και ο άλλος να έφυγαν από τα τηλεοπτικά στούντιο ικανοποιημένοι για τη στάση τους. Είναι, άλλωστε, σαφές για τους παροικούντες στην Ιερουσαλήμ της εγχώριας πολιτικής ζωής, ότι οι τηλεοπτικοί καβγάδες είναι σχεδόν πάντοτε άκρως αποδοτικοί για τους ίδιους τους πρωταγωνιστές τους.

Οι οποίοι συχνά μόλις κλείνουν οι κάμερες φεύγουν… αγκαλιασμένοι από τα τηλεοπτικά πλατό.

Κακά τα ψέματα, οι φανατικοί οπαδοί, ανεξαρτήτως παρατάξεως, αρέσκονται στις επιθετικές συμπεριφορές που επιδεικνύονται τα στελέχη των κομμάτων που υποστηρίζουν. Έτσι όσο πιο εριστικός προς τους αντιπάλους του είναι κάποιος πολιτικός, τόσο πιο δημοφιλής γίνεται στους απαρτίζοντες τον κομματικό πυρήνα.

Μπορεί την ίδια ώρα να γίνεται απεχθής σε όλους τους υπολοίπους, που είτε είναι μετριοπαθείς και νουνεχείς πολίτες, είτε ανήκουν στους φανατικούς της άλλης πλευράς, αλλά αυτό δεν εμποδίζει την εκτίναξη των προσωπικών του μετοχών στο εσωτερικό του κομματικού χρηματιστήριου.

Θα μπορούσε, μάλιστα, χωρίς μεγάλη δόση υπερβολής να υποστηρίξει κανείς ότι όσο απεχθέστερος γίνεται κάποιος στα μάτια του αντίπαλου οπαδικού ακροατηρίου τόσο μετατρέπεται σε ολοένα και μεγαλύτερο αντικείμενο λατρείας για τους οπαδούς του δικού του χώρου. Τα παραδείγματα είναι πολλά τόσο από παλαιότερες πολιτικές περιόδους όσο και από την τρέχουσα που τα πράγματα γίνονται όλο και χειρότερα.

Τυχάρπαστα πρόσωπα που δημιουργούν θόρυβο γύρω από το όνομα τους, ξεχωρίζουν χωρίς να διαθέτουν κανένα απολύτως χάρισμα πέραν ίσως του θράσους και της συγκρουσιακής ορμής που επιδεικνύουν.

Στον αντίποδα, σοβαροί άνθρωποι με επαγγελματικές περγαμηνές και διακρίσεις που έχουν προτάσεις να καταθέσουν και αρθρώνουν ουσιαστικό πολιτικό λόγο δυσκολεύονται να σπάσουν το φράγμα της αποσιώπησης με το οποίο έρχονται αντιμέτωποι επειδή δεν θορυβούν και, ως εκ τούτου, «δεν κάνουν νούμερα», ικανά να τους εξασφαλίσουν περισσότερες προσκλήσεις για τηλεοπτικές εμφανίσεις.

Δεν είναι τυχαίος, εξάλλου, ο πολύ περιορισμένος αριθμός των πολιτικών στελεχών που καλούνται στις ουκ ολίγες τηλεοπτικές εκπομπές.

Με υπαιτιότητα άλλοτε των υπευθύνων των εκπομπών που απευθύνουν τις προσκλήσεις και άλλοτε των επικοινωνιακών επιτελείων των κομμάτων που επιλέγουν τους εκπροσώπους που στέλνουν στα τηλεοπτικά πάνελ, το βασικό κριτήριο επιλογής είναι τις περισσότερες φορές η κακώς εννοούμενη μαχητικότητα.

Τα προηγούμενα χρόνια που ήταν χρόνια μεγάλης πολιτικής έντασης, αρχικά εξαιτίας της πίεσης που ασκήθηκε από τις μνημονιακές πολιτικές σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα και εν συνεχεία λόγω της οξύτητας που πυροδότησε η διχαστική στρατηγική της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, τα έξαλλα και… ζοχαδιακά πολιτικά στελέχη κέρδιζαν κατά κράτος εξοβελίζοντας από το πεδίο όσους επιχειρούσαν να πάρουν αποστάσεις από τα εύπεπτα λαϊκίστικα αφηγήματα για τους «καλούς» της μιας πλευράς και το «απόλυτο καλό» της άλλης όχθης.

Εκείνα που έθρεψαν τη «Χρυσή Αυγή» και καλλιέργησαν τον «χρυσαυγητισμό».

Παρά ταύτα, πάντως, και καθώς βαθμιαία η Ελλάδα επιστρέφει -με αργούς ρυθμούς είναι η αλήθεια- στην κανονικότητα είναι απορίας άξιον αν η μακρά προεκλογική περίοδος που διανύουμε -και η οποία έχει ακόμη μακρύ δρόμο μπροστά της- αποτελεί το κατάλληλο πλαίσιο για να συνεχίζεται αενάως η τοξική αντιπαράθεση. Διότι μπορεί οι φιλέριδες πολιτικοί, οι οποίοι είτε είναι έτσι από τη φύση τους είτε παίζουν αυτό τον ρόλο, να αφιονίζουν το φανατικό κοινό της μιας ή της άλλης παράταξης, την ίδια στιγμή, όμως, απωθούν όλους όσοι δεν υποστηρίζουν τυφλά και άκριτα μια παράταξη.

Αν, μάλιστα, επιβεβαιωθεί η υπόθεση ότι στις επερχόμενες εκλογές, περισσότερο ίσως από όλες τις προηγούμενες, οι πολίτες χωρίς ιδιαίτερη κομματική ταύτιση θα είναι εκείνοι που με την επιλογή την οποία θα κάνουν στις κάλπες θα κρίνουν την έκβαση του αποτελέσματος, τότε η χρησιμότητα των στελεχών που ποντάρουν στον φανατισμό γίνεται όλο πιο περιορισμένη.

Διότι μπορεί η πόλωση, η οξύτητα και η τοξικότητα που προκαλούν να βοηθούν τους ίδιους, που «τρώνε από τα έτοιμα», σαρώνοντας τους σταυρούς των φανατικών, είναι, όμως, αμφίβολη η συνεισφορά τους στην προσέλκυση άλλων ψηφοφόρων.

Όποια ηγεσία το συνειδητοποιήσει γρηγορότερα και το εφαρμόσει αποτελεσματικότερα θα είναι πιθανότατα εκείνη που θα βγει κερδισμένη.

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022

Άλλο υποκριτική και άλλο υποκρισία


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα κάθε είδους πολιτιστικά αγαθά έχουν κάποιες ιδιοτυπίες που τα διαφοροποιούν από τα υπόλοιπα αγαθά και τις υπηρεσίες που παράγονται στις σύγχρονες παγκοσμιοποιημένες καπιταλιστικές κοινωνίες και προσφέρονται προς τέρψη στο φιλοθεάμον κοινό.

Από αρχαιοτάτων άλλωστε χρόνων, οι λεγόμενες καλές τέχνες και οι λειτουργοί τους για να εκπληρώσουν τον ιδιαίτερο ρόλο που διαδραμάτιζαν είχαν ανάγκη τις συνεισφορές των χορηγών ή τη συνδρομή φιλότεχνων «μαικήνων» και, μεταγενέστερα, τις κρατικές επιχορηγήσεις.

Χωρίς τους χορηγούς, έναν θεσμό που δημιουργήθηκε δια νόμου ο οποίος υποχρέωνε τους πιο εύπορους πολίτες να αναλαμβάνουν τα έξοδα των παραστάσεων και των μεγάλων εορταστικών εκδηλώσεων, η Αρχαία Αθήνα ίσως να μην είχε περάσει στην Ιστορία ως «γενέτειρα» του Θεάτρου και της εν γένει καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Παρά ταύτα, ούτε στον «Χρυσούν Αιώνα» της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, ούτε αργότερα στη Ρώμη του Γάιου Μαικήνα και όσων τον μιμήθηκαν στη συνέχεια με τις ευεργεσίες τους, οι θεράποντες των Τεχνών και των Γραμμάτων δεν διεκδίκησαν και δεν απέκτησαν το status του δια βίου κρατικοδίαιτου υπαλλήλου, όπως φαίνεται να απαιτούν κάποιοι στις μέρες μας οι οποίοι δεν αρκούνται στις αμοιβές που αντιστοιχούν στο έργο που προσφέρουν και στις ικανότητες που διαθέτουν.

Με τις πρόσφατες, μάλιστα, κινητοποιήσεις τους, που είχαν ως αφορμή το Προεδρικό Διάταγμα για το νέο προσοντολόγιο - κλαδολόγιο, με βάση το οποίο θα γίνονται εφεξής οι προσλήψεις στο Δημόσιο, έδωσαν την εντύπωση ότι επιδιώκουν να αμείβονται χάρις και μόνον στην ιδιότητα του καλλιτέχνη που με κάποιον τρόπο κατάφεραν να τους απονεμηθεί και χωρίς -ειδικά γι΄ αυτούς- να λαμβάνεται διόλου υπόψιν το επίπεδο σπουδών που έκαναν.

Θέλω να ανοίξω εδώ μια παρένθεση για να επισημάνω ότι, αν και έπειτα από τόσα χρόνια ενασχόλησης με το πολιτικό ρεπορτάζ, δεν θα έπρεπε να εκπλήσσομαι με την ποιότητα του δυναμικού που έχει κατά καιρούς καθίσει στα κοινοβουλευτικά έδρανα, δεν μπορώ να μην εκφράσω την αλγεινή εντύπωση που μου προκάλεσε η αήθης επίθεση την οποία εξαπέλυσε κατά της Προέδρου της Δημοκρατίας μια αδαής κυρία η οποία θεωρείται καλλιτέχνης και, παρόλο που πέρασε για κάποιους μήνες από το Κοινοβούλιο, ο κομματικός φανατισμός δεν της επέτρεψε να μάθει ότι το περιεχόμενο των προεδρικών διαταγμάτων είναι στην αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης και ο εκάστοτε Ανώτατος Άρχων απλώς προσυπογράφει.

Η αλήθεια, όμως, είναι ότι δεν ήταν μόνον η συγκεκριμένη κυρία η οποία επιδόθηκε σε ένα κρεσέντο υποκρισίας για το περιεχόμενο του επίμαχου Προεδρικού Διατάγματος. Πολλοί ομότεχνοι και ομοϊδεάτες της επιχείρησαν -φαντάζομαι κάποιοι λίγοι ηθελημένα και οι περισσότεροι αθέλητα και ακολουθώντας τον… συρμό- να δημιουργήσουν εντυπώσεις για δήθεν υποβάθμιση των τίτλων σπουδών που χορηγούνται στους αποφοίτους των δημοσίων και ιδιωτικών Σχολών Δραματικής Τέχνης ή Χορού οι οποίες δεκαετίες τώρα λειτουργούν υπό το καθεστώς των Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΙΕΚ) που τις κατατάσσει στην κατηγορία της μεταλυκειακής εκπαίδευσης.

Το εντυπωσιακότερο όλων είναι ότι επισπεύδοντες στον θόρυβο και στη διαμαρτυρία είναι τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης, παρόλο που είναι διπλά υπεύθυνοι για τη σημερινή κατάσταση: αφενός, διότι επί των ημερών της διακυβέρνησης τους δημιουργήθηκε κατά τον μέγιστο βαθμό το ζήτημα που τώρα ήρθε στην επιφάνεια, και, αφετέρου, επειδή είναι εκείνοι που με τις ιδεοληψίες τους εμποδίζουν την εξεύρεση οριστικής λύσης στο θέμα της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης.

Με απόφαση, λοιπόν, της προηγούμενης κυβέρνησης, που ελήφθη όταν υπουργός Πολιτισμού ήταν η ηθοποιός κυρία Λυδία Κονιόρδου, όλοι ανεξαιρέτως οι αποφοιτήσαντες μεταξύ των ετών 1981 και 2003 από δημόσιες και ιδιωτικές καλλιτεχνικές σχολές της χώρας –υπολογίζεται ότι είναι περισσότερες από 120 δραματικές σχολές και σχολές χορού και περίπου 700 ωδεία- εξομοιώθηκαν με τους κατόχους τίτλων σπουδών από Ιδρύματα Ανώτερης Τεχνολογικής Εκπαίδευσης, δηλαδή ΤΕΙ.

Επί των ημερών της ίδιας κυβέρνησης, όμως, τα ΤΕΙ καταργήθηκαν και -χωρίς υπερβολή- εν μια νυκτί η τριτοβάθμια εκπαίδευση έγινε μία και ενιαία. Κανείς τότε δεν σκέφθηκε που θα εντάσσονταν όσοι αποφοιτούν μετά το 2003 από την καλλιτεχνική εκπαίδευση αφού καταργείται ο κλάδος της τεχνολογικής εκπαίδευσης. Θα μπορούσε ίσως να είχαν υπολογίσει ότι όσοι θέλουν να κάνουν καριέρα στο Δημόσιο έχουν την ευκαιρία να φοιτήσουν σε ένα από τα υφιστάμενα ΑΕΙ, αλλά δεν τους έχω ικανούς για τόσο… σύνθετες σκέψεις.

Ακόμη και αν παραβλέψει κάποιος τον τραγέλαφο που δημιουργεί η ρύθμιση με την οποία το 2017 η κυρία Κονιόρδου τακτοποίησε στην κατηγορία ΤΕ μόνον όσους αποφοίτησαν μέχρι το 2003, αφήνοντας -με ποια λογική άραγε;- εκτός νυμφώνος όλους όσοι συνέχισαν να σπουδάζουν στις ίδιες σχολές, το ζήτημα που ανακύπτει είναι κατά πόσο είναι σωστό να ακολουθήσουν την πορεία των παλαιότερων και να ενταχθούν στην ενιαία τριτοβάθμια εκπαίδευση (ΠΕ).

Στην περίπτωση που συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε με μαθηματική ακρίβεια θα επερχόταν διπλός «ξεσηκωμός»: από τη μια θα εξεγείρονταν -και δικαίως- όσοι φοιτούν σε τμήματα ΑΕΙ που παρέχουν καλλιτεχνικές σπουδές και από την άλλη θα έβγαιναν στον δρόμο και θα ανέβαιναν στα κεραμίδια όλοι όσοι τάσσονται κατά της πανεπιστημιακού επιπέδου ιδιωτικής εκπαίδευσης.

Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που τις προηγούμενες μέρες αναρωτήθηκαν αν η Μελίνα Μερκούρη, η Κατίνα Παξινού, η Ειρήνη Παπά, η Άννα Συνοδινού, ο Δημήτρης Χορν, ή η Τζένη Καρέζη και τόσοι άλλοι που υπηρέτησαν τον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό είχαν ανάγκη να τους αναγνωριστεί καθεστώς… ΤΕΙ για να προσφέρουν όσα πρόσφεραν στο ελληνικό και στο διεθνές κοινό τους.

Καλή και άγια, λοιπόν, η υποκριτική τέχνη, η οποία, όμως, επ΄ ουδενί δεν πρέπει να συγχέεται με την υποκρισία του πολιτικαντισμού και της κρατικοδίαιτης «τέχνης».

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2022

Καμπανάκια για τον Νίκο Ανδρουλάκη


Πριν από σχεδόν έναν χρόνο, τον Δεκέμβριο του 2021, το εγχώριο πολιτικό σκηνικό, το οποίο έμοιαζε σχεδόν αμετάβλητο και παγιωμένο επί περίπου μια εξαετία, εμφάνισε κάποιες πρώτες τάσεις ανατροπής.

Από τον Ιανουάριο του 2016, οπότε εξελέγη στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας ο Κυριάκος Μητσοτάκης, εκατοντάδες δημοσκοπήσεις, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν από τα αποτελέσματα που έβγαλαν οι κάλπες του Μαΐου και του Ιουλίου του 2019, έδειχναν πάνω κάτω την ίδια εικόνα: η ΝΔ να προηγείται σταθερά έναντι του ΣΥΡΙΖΑ στη διεκδίκηση της εξουσίας και ο ρόλος των υπόλοιπων κομμάτων να είναι επί της ουσίας περιθωριακός και προβλέψιμος, όπως και η σειρά κατάταξή τους.

Η εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, τον περυσινό Δεκέμβριο, προκάλεσε ισχυρές πολιτικές εντυπώσεις, οι οποίες δεν άργησαν να αποτυπωθούν και στα ευρήματα όλων των ερευνών με τις διαθέσεις της κοινής γνώμης.

Ο «νέος παίκτης», για τον οποίο έκαναν λόγο πρωτοσέλιδα των εφημερίδων εκείνης της περιόδου, έδειχνε ικανός να ρυμουλκήσει στη δική του ανοδική πορεία και τις πενιχρές επιδόσεις του άλλοτε κραταιού κόμματός του. Όπως και να δώσει πνοή στις προσδοκίες για απόκτηση του ρυθμιστικού ρόλου τον οποίο συνήθως διεκδικούν τα κόμματα που προσπαθούν και καταφέρνουν να ξεφύγουν από την άχαρη και αδιάφορη θέση της ελάσσονος αντιπολίτευση.

Έχοντας εισροές ψηφοφόρων τόσο εκ δεξιών όσο και εξ αριστερών, το ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη έδειξε τον πρώτο καιρό να πλησιάζει επικίνδυνα τον ΣΥΡΙΖΑ, απειλώντας, μάλιστα, σε μεταγενέστερο χρόνο να του αποσπάσει και τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. 

Σε κάποιες από τις δημοσκοπήσεις εκείνης της περιόδου βρέθηκε σε θέση βολής, καθώς το ποσοστό που συγκέντρωνε απείχε μόλις τέσσερις μονάδες από την Κουμουνδούρου. Για την ακρίβεια, το ΠΑΣΟΚ εμφανιζόταν να έχει στην πρόθεση ψήφου ποσοστό 15%, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ προσγειωνόταν ανώμαλα στο 19%.

Η συνέχεια, ωστόσο, κάθε άλλο παρά δικαίωσε τις αρχικές προσδοκίες, αφού δώδεκα μήνες αργότερα το ΠΑΣΟΚ έχει πάρει για τα καλά την κατιούσα. Με αποτέλεσμα να απέχει ελάχιστα από την απώλεια του διψήφιου ποσοστού που φαινόταν να έχει κατοχυρωμένο όλο το προηγούμενο διάστημα.

Στον απόηχο του σκανδάλου διαφθοράς των Βρυξελλών που είχε (συμ)πρωταγωνίστρια την ευρωβουλευτή του Εύα Καλή, οι πρόσφατες μετρήσεις δείχνουν να υποχωρεί στο 10,5%.

Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι οι αποκαλύψεις για την εμπλοκή της Καϊλή στο πολύκροτο Qatargate επιβεβαίωσαν την προϊούσα φθορά των επιδόσεων του ΠΑΣΟΚ, το οποίο ήδη είχε απωλέσει το μεγαλύτερο μέρος από τα κέρδη που του είχε προσδώσει η προ έτους αλλαγή στην ηγεσία. 

Τα πράγματα απλώς έγιναν λίγο χειρότερα εξαιτίας των χειρισμών στο σκάνδαλο με την πράσινη ευρωβουλευτή, για την οποία μάλλον ουδείς επείσθη ότι έκανε όσα έκανε επειδή λειτουργούσε ως «δούρειος ίππος του Μαξίμου», όπως θέλησε να την εμφανίσει ο κ. Ανδρουλάκης. Άλλωστε, ακόμη και αν είχε δίκιο ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, το timing στο οποίο έκανε την καταγγελία, κάθε άλλο παρά απάλλαξε το κόμμα του από το άγος του σκανδάλου.

Σε κάθε περίπτωση η δημοσκοπική υποχώρηση είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα και όλα δείχνουν ότι οφειλόταν στα θολά και αντικρουόμενα μηνύματα που εξέπεμπε η Χαριλάου Τρικούπη στο μείζον ζητούμενο των επερχόμενων εκλογών που δεν είναι άλλο από τη διακυβέρνηση της χώρας. 

Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι το ΠΑΣΟΚ δεν κατάφερε να αποκομίσει κέρδη από την υπόθεση της διπλής παρακολούθησης του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη τόσο από το κακόβουλο λογισμικό Predator όσο και από την ΕΥΠ. Οι ισχυρισμοί ότι δεν τον στήριξαν τα συστημικά μέσα ενημέρωσης συνιστούν μόνον προσχηματικές δικαιολογίες.

Η αρχική συμπάθεια που δημιουργήθηκε γύρω από το πρόσωπο του παρακολουθούμενου γρήγορα εξαϋλώθηκε, αφού η επαμφοτερίζουσα στάση της Χαριλάου Τρικούπη διευκόλυνε τις κινήσεις εκτόνωσης και διαφυγής από το σκάνδαλο στις οποίες προχώρησε η κυβέρνηση. Με αποτέλεσμα την όποια φθορά, εν τέλει, προκλήθηκε να την καρπωθεί μάλλον ο ΣΥΡΙΖΑ. 

Ποιος ξεχνά άλλωστε ότι μόλις ανακοινώθηκε το κυβερνητικό νομοσχέδιο με τις θεσμικές αλλαγές, ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ τοποθετήθηκε θετικά, ενώ στη συνέχεια το κόμμα του το αποδόμησε;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ρόλος του Νίκου Ανδρουλάκη είναι δύσκολος καθώς το κόμμα του είναι διχασμένο σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να κινείται τόσο απέναντι στην κυβέρνηση όσο και στην αξιωματική αντιπολίτευση. 

Η πλειονότητα του εκλογικού του ακροατηρίου, σε ποσοστό περίπου 60%, διάκειται φιλικά προς τη σημερινή κυβέρνηση και εξακολουθεί να διατηρεί έντονα αντιΣΥΡΙΖΑ ανακλαστικά. 

Υπάρχει, όμως, και μια ισχυρή μειοψηφία της τάξης περίπου του 30% που είναι έντονα αντιδεξιά και υποστηρίζει ότι συνεργασία μπορεί να υπάρξει μόνον σε κεντροαριστερή κατεύθυνση και άρα με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Το πρόβλημα του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ είναι ότι όχι μόνον δεν κατάφερε να ομογενοποιήσει αυτές τις αντικρουόμενες προσεγγίσεις των στελεχών, οπαδών και ψηφοφόρων της παράταξής του αλλά μάλλον τις όξυνε. 

Ειδικά με τις τελευταίες απόψεις του πήγε κόντρα στην βούληση της πλειοψηφίας διατυπώνοντας το αίτημα να περάσει στην αντιπολίτευση το σημερινό κυβερνών κόμμα. 

Διότι, κακά τα ψέματα, υπό τις παρούσες συνθήκες, αν όντως ισχύσει κάτι τέτοιο, τότε η παλινόρθωση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία αποτελεί μονόδρομο, ο οποίος όμως, δεν βρίσκει πολλούς να συμφωνούν.

Μέσα στις πάμπολλες πολιτικές περικοκλάδες που χρησιμοποιούν συχνά τα κόμματα, μπερδεύοντας τους ψηφοφόρους τους, τα πράγματα θα ήταν πολύ απλά αν η ηγεσία της Χαριλάου Τρικούπη έκανε μια ξεκάθαρη δήλωση με το ακόλουθο εύληπτο και συνεκτικό περιεχόμενο 33 όλων και όλων λέξεων: «Η χώρα δεν πρόκειται να μείνει ακυβέρνητη διότι το ΠΑΣΟΚ την επομένη των εκλογών θα αναλάβει τις εθύνες του και θα διαπραγματευθεί προγραμματική συμφωνία με το κόμμα που θα αναδείξουν πρώτο οι πολίτες».

Έχω την αίσθηση ότι δεν θα χρειαζόταν τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από τη στιγμή που οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ είναι μετριοπαθείς πολίτες οι οποίοι επιθυμούν περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο την πολιτική σταθερότητα. 

Όσο αυτό δεν γίνεται, τα καμπανάκια που χτυπούν οι τελευταίες δημοσκοπήσεις για τον Νίκο Ανδρουλάκη και τον περίγυρό του θα είναι όλο και πιο ηχηρά για να ακουστούν στην κωφεύουσα Χαριλάου Τρικούπη.

Αν παρά ταύτα δεν βρουν ευήκοα ώτα, τότε η καμπάνα που θα ηχήσει το βράδυ της επερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης θα σημάνει και το τέλος εποχής για έναν πολιτικό χώρο και μια παράταξη με μεγάλη ιστορία που δεν της αξίζει να βρεθεί οριστικά τόσο άδοξα στο πολιτικό περιθώριο.

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2022

Τα βελγικά μαθήματα και η ελληνική ατιμωρησία


Από την πρώτη σχεδόν στιγμή που ήρθε στην επιφάνεια το τεράστιο σκάνδαλο των δωροδοκιών στην Ευρωβουλή με (συμ)πρωταγωνίστρια την Ελληνίδα αντιπρόεδρο Εύα Καϊλή, ο τρόπος με τον οποίο κινήθηκε η βελγική δικαιοσύνη και εν γένει οι θεσμοί της χώρας, που αποτελεί την έδρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έγιναν αντικείμενο πολλών και έντονων συζητήσεων στην Ελλάδα.

Δυστυχώς η σύγκριση, αν διανοηθεί να αποτολμήσει κανείς κάτι τέτοιο, με τα ισχύοντα στη δική μας χώρα είναι συντριπτικά εις βάρος μας, εκθέτοντας συλλήβδην την πολιτική τάξη, τη Δικαιοσύνη και τους φορείς της ενημέρωσης.

Μόνον σε μελαγχολικές σκέψεις, άλλωστε, μπορεί να καταλήξει όποιος επιχειρήσει να αντιπαραθέσει τα ισχύοντα στη δική μας χώρα με τον επαγγελματικό τρόπο δράσης των αρχών του Βελγίου στο Qatargate χωρίς, μάλιστα, παρέκκλιση από την προσήλωση στην τήρηση της νομιμότητας και με απόλυτο σεβασμό στα δικαιώματα όσων θεωρούνται ύποπτοι για εμπλοκή σε έκνομες ενέργειες.

Από που να ξεκινήσει και που να καταλήξει κάποιος; Από την μεθοδικότητα της αστυνομικής έρευνας η οποία διήρκεσε επί μήνες και κύλησε χωρίς περιττές διαρροές που θα έβλαπταν την αποτελεσματικότητα της διερεύνησης; Από τη διακριτικότητα των εισαγγελικών και δικαστικών αρχών που κράτησαν μακριά από την περιττή δημοσιότητα τους συλληφθέντες, ενώ απείχαν και οι ίδιοι από τη σαγήνη της αυτοπροβολής τους; Ή μήπως από την υπεύθυνη στάση των εκπροσώπων των μέσων ενημέρωσης, οι οποίοι παρότι είχαν πληροφορίες για την έρευνα περίμεναν να τις δημοσιοποιήσουν μόνον όταν όλα είχαν πάρει την πορεία τους.

Θυμηθείτε λίγο κάποια εγχώρια προηγούμενα, όπως για παράδειγμα η υπόθεση Novartis που κυριάρχησε στην επικαιρότητα επί των ημερών της διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Φέρτε στη μνήμη σας την επίσκεψη του τότε κυβερνητικού εκπροσώπου Δημήτρη Τζανακόπουλου στον Άρειο Πάγο για να πιέσει προς την κατεύθυνση της άμεσης αποστολής δικογραφίας στη Βουλή.

Ανατρέξτε στην πανηγυρική φιέστα που στήθηκε έξω από το Μέγαρο Μαξίμου από την ηγεσία του υπουργείου Δικαιοσύνης, υπό τον τότε υπουργό Σταύρο Κοντονή (αλήθεια τώρα που έχει εγκαταλείψει τον ΣΥΡΙΖΑ να έχει άραγε μετανιώσει για εκείνη τη στάση του;) και τον αναπληρωτή του Δημήτρη Παπαγγελόπουλο ο οποίος μίλησε για το «μεγαλύτερο σκάνδαλο από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους».

Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή. Με μόνες τις -κατά βάση προαναγγελθείσες από τα φιλοκυβερνητικά μέσα- καταθέσεις κουκουλοφόρων μαρτύρων στήθηκε στη Βουλή το κακόγουστο σόου με τις δέκα κάλπες για να «κρεμαστούν στα μανταλάκια» ισάριθμοι πολιτικοί αντίπαλοι της τότε κυβέρνησης.

Η μια μετά την άλλη οι κατηγορίες κατέρρευσαν, παρόλο που έγιναν έφοδοι σε σπίτια και ανοίχθηκαν θυρίδες, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνδέουν κάποιον από τους διασυρθέντες με τους ισχυρισμούς που αποτέλεσαν τη βάση για την παραπομπή τους. 

Στο τέλος, ο ένας μετά τον άλλον, απηλλάγησαν άπαντες αλλά συγνώμη δεν ψέλλισε ούτε ένας από όσους ενορχήστρωσαν την όλη υπόθεση. Η ίδια η Δικαιοσύνη παρέστησε την… «τυφλή» και έδωσε άφεση αμαρτιών σε θύματα και θύτες.

Με αρκετές παραλλαγές το έργο φαίνεται να επαναλαμβάνεται και στην ευρισκόμενη ακόμη σε εξέλιξη υπόθεση των παρακολουθήσεων. Και αυτό διότι η Δικαιοσύνη διστάζει να πιάσει στα χέρια της την «καυτή πατάτα» της διερεύνησης του σκανδάλου με αποτέλεσμα αυτή μοιραία να γίνεται μπαλάκι το οποίο από την πολιτική εξουσία πετιέται στα μέσα ενημέρωσης και τούμπαλιν. 

Διότι όσο παράδοξο είναι οι λειτουργοί της ενημέρωσης να μετατρέπονται σε διαδίκους, επικαλούμενοι την γενική και αόριστη «δημοσιογραφική αλήθεια», άλλο τόσο και ακόμη περισσότερο προβληματικό είναι οι αρμόδιες δικαστικές αρχές να κινούνται με ταχύτητα αραμπά όταν δεν σφυρίζουν αδιάφορα στις καταγγελλόμενες παρακολουθήσεις.

Τα πράγματα είναι σχετικά απλά: Ή οι καταγγελίες δεν ισχύουν και οι ψευδώς καταγγέλλοντες πρέπει να έρθουν αντιμέτωποι με την τσιμπίδα του νόμου. Ή οι καταγγελίες είναι βάσιμες και, άρα, πρέπει να διερευνηθούν πέρα για πέρα έτσι ώστε εκείνοι που παραβίασαν τη νομιμότητα και καταχράστηκαν την εξουσία που τους ανατέθηκε να μη μείνουν στο απυρόβλητο. 

Το μόνο που δεν μπορεί να γίνεται είναι, ενώ συνεχίζονται οι καταγγελίες για παρακολουθήσεις, να μην συγκινούνται εκείνοι που έχουν καθήκον και υποχρέωση να αντιδρούν και να οδηγούν τα πράγματα στην κάθαρση.

Η σκοπιμότητα του «ούτε γάτα, ούτε ζημιά» που επικράτησε στην υπόθεση της Novartis, η οποία για την ελληνική Δικαιοσύνη δεν ήταν ούτε σκάνδαλο, αφού όλοι οι εγκαλούμενοι και κατηγορηθέντες απηλλάγησαν, ούτε σκευωρία, αφού η διάψευση των καταγγελιών δεν κόστισε το παραμικρό στους καταγγέλλοντες, δεν μπορεί να αποτελέσει τον κανόνα για την εμπέδωση νοοτροπιών που οδηγούν στην παντελή ατιμωρησία.

Εκτός και αν ζηλώσαμε συλλογικά την ειρωνεία που εξέπεμπαν τα έργα και οι ημέρες του μεγάλου πρωταγωνιστή του Qatargate του Ιταλού πρώην ευρωβουλευτή Αντόνιο Παντσέρι ο οποίος «ξέπλενε» τις μίζες που εξασφάλιζε σε μετρητά μέσω της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης «Fight Impunity» την οποία είχε ιδρύσει γι΄αυτόν τον σκοπό. 

Στα ελληνικά ο τίτλος της μεταφράζεται «Καταπολεμήστε την Ατιμωρησία»!

Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2022

Πού οφείλεται η εξακολουθητική ανοχή προς τις τράπεζες


Χωρίς να είμαι από εκείνους που πιστεύουν στο λαϊκίστικο θεώρημα ότι για όλα τα δεινά που μας βρήκαν στα χρόνια της παρατεταμένης μνημονιακής κρίσης αποκλειστικοί υπαίτιοι ήταν οι τραπεζίτες, δεν μπορώ να μην καγχάσω με την ανακοίνωση που εξέδωσε το απόγευμα της Πέμπτης το υπουργείο Οικονομικών για να συνομολογήσει τον ουσιαστικά άκαρπο χαρακτήρα που είχε μια ακόμη συνάντηση των εκπροσώπων της Πολιτείας με τους εκπροσώπους των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Η συνάντηση, που δεν ήταν η πρώτη, αφορούσε το μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα που τείνει να δημιουργηθεί από τη σπουδή των τραπεζών να αυξήσουν τα επιτόκια των δανειακών χορηγήσεων. Μια σπουδή μάλιστα, η οποία -κατά έναν πολύ προκλητικό τρόπο- δεν συνοδεύτηκε ούτε από την παραμικρή αναπροσαρμογή των ισχνών έως μηδενικών επιτοκίων που συνεχίζουν να (μην) δίνουν στους καταθέτες τους.

Δεν είναι κακό να συζητούν και να διαβουλεύονται οι αρμόδιοι κυβερνητικοί αξιωματούχοι με εκπροσώπους φορέων της αγοράς. Είναι, όμως, προσβλητικό τόσο για τη νοημοσύνη των πολιτών όσο και για την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος, η ελληνική Πολιτεία να δείχνουν τέτοια ανοχή απέναντι στους τραπεζίτες.

Γιατί, κακά τα ψέματα, από τις επαφές που γίνονται ανάμεσα στις δύο πλευρές το μήνυμα που εκπέμπεται είναι ότι στην πραγματικότητα η κυβέρνηση δεν δείχνει διατεθειμένη να κάνει τίποτε περισσότερο παρά να εκλιπαρεί για κάποιες μικροδιευθετήσεις, ένεκα της προεκλογικής περιόδου που διανύουμε και του κινδύνου να αρχίσουν να «κοκκινίζουν» δάνεια από την αδυναμία κάποιων δανειοληπτών να ανταποκριθούν στις όλο και υψηλότερες τοκοχρεολυσιακές υποχρεώσεις τους.

Δεν μπορώ να φανταστώ άλλον κλάδο της οικονομίας που να αξιοποιεί τόσο άμεσα την ευκαιρία για να αυξήσει τα κέρδη του, όπως κάνουν οι τράπεζες αμέσως μόλις δώσει το σήμα της αύξησης των δικών της επιτοκίων η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Από τα σούπερ μάρκετ έως τους παραγωγούς ενέργειας, η κυβέρνηση προσπάθησε να τιθασεύσει τις κερδοσκοπικές τους ορέξεις που άνοιξε ο πληθωρισμός και η εκτίναξη των τιμών. 

Άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, οι περισσότεροι ανταποκρίθηκαν και η αναμφισβήτητη ακρίβεια που έχει ενσκήψει στην ελληνική αγορά κάπως μετριάστηκε. Τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα αν δεν επιβαλλόταν το «καλάθι του νοικοκυριού» και το καθημερινό παρατηρητήριο των τιμών ή δεν θεσμοθετούνταν η ανάκτηση του 90% από τα υπερκέρδη των εταιριών που δραστηριοποιούνται στον τομέα της ενέργειας.

Για παράδειγμα, οι φουσκωμένοι λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου εξορθολογίστηκαν τόσο με τη συνδρομή και του κρατικού προϋπολογισμού όσο και με την τιθάσευση της αχαλίνωτης αισχροκέρδειας που πυροδότησε η ενεργειακή κρίση. Το ερώτημα είναι γιατί δεν μπορεί να γίνει κάτι ανάλογο και με τις δόσεις των δανείων. Γιατί οι τραπεζίτες να μην απορροφήσουν πρόσκαιρα ένα μέρος του αυξημένου κόστους του χρήματος, περιορίζοντας τα κέρδη τους;

Κατά την τελευταία δωδεκαετία, η ελληνική Πολιτεία και οι φορολογούμενοι πολίτες συνέδραμαν επανειλημμένως στην επιβίωση των εναπομεινασών συστημικών τραπεζών. Η δύναμη, άλλωστε, με την οποία κατάφεραν να (ξανα)περάσουν σε καθεστώς κερδοφορίας προήλθε μέσω της αμέριστης κρατικής συνδρομής. Αφενός, επειδή η ανακεφαλαιοποίησή τους έγινε με χρήματα τα οποία δανείστηκαν οι μνημονιακές κυβερνήσεις εν ονόματι του ελληνικού λαού και με υποθήκευση της δημόσιας περιουσίας. Και, αφετέρου, διότι οι τράπεζες ήταν οι μεγάλοι κερδισμένοι από την ταχεία ψηφιοποίηση της ελληνικής οικονομίας που έφερε η υποχρεωτικότητα πολλών από τις ηλεκτρονικές συναλλαγές.

Παρά ταύτα, οι τράπεζες δείχνουν ανικανοποίητες. Οι ιθύνοντες τους θέλουν κέρδη και άλλα κέρδη. Προφανώς για να δικαιολογήσουν έτσι τα προκλητικά bonus με τα οποία αμείβονται. Δεν είναι, εξάλλου, η πρώτη φορά που οι εκπρόσωποι των τραπεζών αγνοούν την κυβερνητική βούληση. Ίσως και επειδή δεν κινητοποιείται η Επιτροπή Ανταγωνισμού για να ελέγξει την ανενδοίαστη εναρμονισμένη πρακτική την οποία εφαρμόζουν.

Πριν από περίπου δύο χρόνια όταν αποφάσισαν να αυξήσουν τις κάθε είδους προμήθειες που επέβαλαν ετσιθελικά στους πελάτες του, οι διαμαρτυρίες των καταναλωτών και η αντίδραση της κυβέρνησης έπεσαν στο απόλυτο κενό. Έγραψαν… εκεί που δεν πιάνει η μελάνη ακόμη και την παρότρυνση του πρωθυπουργού να μειώσουν τις χρεώσεις σε απλές τραπεζικές συναλλαγές, όπως για παράδειγμα η μεταφορά ή η ανάληψη μικροποσών από διαφορετική τράπεζα που χρεώνεται κοντά στα 5 ευρώ ανά συναλλαγή.

Η προηγούμενη κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ήθελε να παρακάμψει την ανεξέλεγκτη λειτουργία των τραπεζών φαντασιωνόμενη ότι μπορούσε να στήσει (το δικό της) «παράλληλο τραπεζικό σύστημα» για να κάνει τις δουλειές της μέσα από αυτό. Θυμηθείτε τα ιλαροτραγικά επεισόδια με τους διοικούντες της Τράπεζας Αττικής που έπαιζαν μπουνιές ή τα πασίγνωστα πρόσωπα στα οποία χορηγήθηκαν δάνεια εκείνη την περίοδο. Η τωρινή κυβέρνηση φαίνεται να διακατέχεται από την ψευδαίσθηση ότι οι διοικούντες τις τράπεζες θα φιλοτιμηθούν να δείξουν «κοινωνικό» πρόσωπο.

Όσο κατάφερε ο ΣΥΡΙΖΑ να στήσει το δικό του σύστημα, άλλο τόσο θα καταφέρει και η κυβέρνηση της ΝΔ να πετύχει τον στόχο της. Όχι για κάποιον άλλο λόγο, αλλά διότι και στη μια και στην άλλη περίπτωση εκείνο που προέχει δεν είναι οι κανόνες της καπιταλιστικής οικονομίας στην οποία ζούμε αλλά οι μικροεκλογικοί υπολογισμοί πίσω από τους οποίους βρίσκει έρεισμα η εξακολουθητική ανοχή απέναντι στην ακόρεστη αισχροκέρδεια των τραπεζιτών.

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2022

Καλά τα φωτοστέφανα, καλύτερη η λογοδοσία


Ακούω και διαβάζω δεξιά και αριστερά τις τελευταίες μέρες -και κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, στα οποία στήνουν καραούλια διάφοροι αυτόκλητοι μαχητές του πληκτρολογίου που έχουν αναγορεύσει τους εαυτούς τους σε πολέμιους του συστημισμού- ότι «τα μέσα ενημέρωσης άφησαν την Πισπιρίγκου και έπιασαν τον παπά Αντώνη της Κιβωτού του Κόσμου».

Χωρίς να έχω γνώση -άρα και άποψη- για την υπόθεση της Πάτρας, επειδή, παρά την μάλλον δυσανάλογη υπερπροβολή που της δόθηκε, δεν κέντρισε το ενδιαφέρον μου, δεν βρίσκω αναλογίες με την υπόθεση που βρίσκεται αυτές τις μέρες στην επικαιρότητα. Και όσο και αν τα μέσα ενημέρωσης έχουν σημαντικό μερίδιο ευθύνης για το φωτοστέφανο με το οποίο περιβλήθηκε ο ρασοφόρος ιδρυτής της Κιβωτού του Κόσμου, υποχρέωση και καθήκον τους είναι να συμβάλουν στη διερεύνηση των όσων ανατριχιαστικών καταγγελιών έρχονται στην επιφάνεια.

Ακόμη και αν το δει κανείς ως ένα είδος… εξιλέωση για το γεγονός ότι μέχρι πρότινος δεν βρέθηκε κανείς από τον χώρο των μέσων ενημέρωσης που να καταφέρει να δει πίσω από τον επιτηδευμένο λούστρο που κάλυπτε τα ανομήματα στο εσωτερικό της Κιβωτού, η πίεση για να πέσει άπλετο φως στο συγκεκριμένο οργανισμό Πρόνοιας και να καταλογιστούν ευθύνες σε όλους όσοι βασάνιζαν ψυχές ανήμπορων και ανυπεράσπιστων παιδιών, είναι το ελάχιστο που επιβάλλεται να κάνουν για να δικαιολογήσουν τον ρόλο που διεκδικούν ως εκφραστές της κοινής γνώμης. 

Παρόλο που προσωπικά αρέσκομαι στην απομυθοποίηση, δεν μπορώ να κρύψω πόσο ενοχλητικά είναι όλα όσα αποκαλύπτονται την τελευταία βδομάδα και αφότου ο έφηβος που πήγε και κατέθεσε σπάζοντας τη συνωμοσία σιωπής που είχε επιβληθεί από έναν τεράστιο οργανισμό που είχαν στήσει ο ιερωμένος και η πρεσβυτέρα του που ξεκίνησαν από τη Χίο και κάλυψαν ένα μεγάλο κενό που είχε αφήσει η Ελληνική Πολιτεία με την συνεχή υποχώρησή της από τα προνοιακά ιδρύματα. 

Το πρόβλημα είναι μάλλον διαχρονικό. Διότι η αλήθεια είναι ότι το ελληνικό Δημόσιο δεν κατάφερε ποτέ να απλώσει ένα αποτελεσματικό δίχτυ προστασίας πάνω από τις ευάλωτες ομάδες της κοινωνίας μας. Παλαιότερα τον ρόλο αυτόν τον είχε αναλάβει η βασιλική οικογένεια, με προεξάρχουσα την αμφιλεγόμενη Φρειδερίκη, που ίδρυσε μετεμφυλιακά τις παιδουπόλεις. Ενώ νωρίτερα, αλλά και αργότερα, τα δημόσια ορφανοτροφεία ποτέ δεν κατάφεραν να καλύψουν τις ανάγκες που δημιουργούνταν, με αποτέλεσμα το σύστημα αρωγής των πλέον αδύναμων να στηρίζεται σε πρωτοβουλίες «φιλόπτωχων» που σε κάποιες περιπτώσεις η ιδιότητα αυτή ήταν και επαγγελματική.

Παρά τη μεγάλη οικονομική πρόοδο που συντελέστηκε στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, μόνον οι λέξεις άλλαξαν στον τομέα της αποκαλούμενης κοινωνικής αλληλεγγύης. Τα ορφανοτροφεία και οι παιδουπόλεις μετονομάστηκαν σε «δομές φιλοξενίας», οι «φιλόπτωχες κυρίες» αποκλήθηκαν δωρητές. 

Με προσχηματικές δικαιολογίες την αναποτελεσματική γραφειοκρατία του Δημοσίου και την έλλειψη πόρων, αφού, πέραν των άλλων, το δημόσιο δεν μπορεί να υποδεχθεί χορηγίες και δωρεές με την ίδια ευκολία που το κάνουν οι κάθε λογής δήθεν «μη κυβερνητικοί οργανισμοί» (ΜΚΟ) που λειτουργούν με τη μορφή της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρίας (ΑΜΚΕ), οι τελευταίες υπεκατέστησαν το Κράτος. 

Δεν έμειναν, όμως, σε αυτό. Λειτουργώντας στην πραγματικότητα ως οικογενειακές μπίζνες, εγιναν στην πραγματικότητα «κράτος εν κράτει», αφού επί δεκαετίες λειτουργούν εντελώς ανεξέλεγκτα. Δεν δίνουν λόγο σε κανέναν για τις εισπράξεις, τις δαπάνες, τις προσλήψεις προσωπικού, τα πρόσωπα που φιλοξενούν και όποιους άλλους επωφελούνται από την λειτουργία τους. Στην περίπτωση της Κιβωτού του Κόσμου, αλλά και σε άλλες, τον απόλυτο έλεγχο τον είχε η οικογένεια του ιερέα και πρόσωπα τα οποία συνδέονταν μαζί της.

Αναμφίβολα, οι κοινωνίες για να σταθούν όρθιες και να αποκτήσουν συνοχή έχουν ανάγκη από πρότυπα, αναζητούν παραδείγματα, χρειάζονται σύμβολα. Ο ιδρυτής της Κιβωτού του Κόσμου» ήταν για πάνω από είκοσι χρόνια ένα τέτοιο σύμβολο. Οι πολιτικοί όλων των παρατάξεων συναγωνίζονταν ποιος θα τους αποδώσει τους μεγαλύτερους επαίνους και θα του απονείμει τα πιο βαρύγδουπα βραβεία. Από κοινού με τα μέσα ενημέρωσης τού φόρεσαν φωτοστέφανο, το οποίο λειτουργούσε ως μαγνήτης που έφερνε όλες και μεγαλύτερες δωρεές. 

Κακά τα ψέματα, η παρουσία του ιερωμένου σε αυτόν τον Οργανισμό ήταν το άλλοθι όλων μας. Δίναμε -όσοι έδιναν- τον οβολό μας και είχαμε όλοι μας ήσυχη τη συνείδηση. Κανείς δεν ρωτούσε. Και εκείνοι που ήξεραν δεν μιλούσαν. Οι περισσότεροι από φόβο. Δεν ήθελαν να πάνε κόντρα στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα της… αγιοσύνης του φωτοστεφανωμένου ιερέα. Ακόμη και η πανίσχυρη Αρχιεπισκοπή που θέλει να εμπλέκεται και σε θέματα για τα οποία δεν πέφτει λόγος και κατά καιρούς συγκρούεται με κυβερνήσεις και πρωθυπουργούς, προτίμησε να καθίσει στη γωνία της.

Χρειάστηκε να φωνάξει ένα βασανισμένο παιδί ότι «ο… αγιοποιημένος ιερέας ήταν γυμνός» για να ανοίξει ο ασκός του Αιόλου και να αντιληφθούμε όλοι -Κράτος, Εκκλησία και κοινωνία- ότι η Κιβωτός του Κόσμου ήταν ένας ιδιαίτερος και πολυπλόκαμος οργανισμός. Ένας οργανισμός που γιγαντώθηκε υπέρμετρα και ήταν αδύνατο να λειτουργήσει με τις δυνάμεις και τις ικανότητες ενός ανθρώπου που φόρεσε ράσο και κατάφερνε να μαζεύει γύρω του παιδιά επειδή τα… εντυπωσίαζε παίζοντας μπάσκετ. Η εξουσία την οποία απέκτησε ήταν τέτοια που ήταν μοιραίο ότι, από τη στιγμή που δεν λογοδοτούσε σε κανέναν, θα μετατρεπόταν σε αλαζονεία.

Καλώς ή κακώς, το φωτοστέφανο που είχαν φορέσει -με την θέλησή του ή χωρίς αυτήν- στον ιερωμένο, όπως και στην πρεσβυτέρα του που επίσης αποθεωνόταν, δεν ήταν αρκετό για να καλύψει τα ελλείματα του ζεύγους σε γνώσεις και δεξιότητες γύρω από τη διοίκηση και τη διαχείριση ανθρώπων και μάλιστα νέων παιδιών που προέρχονται από ευάλωτες και προβληματικές οικογένειες. 

Όπως και να έχει, οποιασδήποτε μορφής θεσμοί, των οποίων οι ιθύνοντες δεν ελέγχονται και δεν λογοδοτούν, μοιραία παράγουν παθογένειες και σκάνδαλα που κανένα φωτοστέφανο δεν μπορεί να τα ξορκίζει εσαεί.

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2022

Μικρό καλάθι στην… αλά γκρέκα «ερευνητική δημοσιογραφία»


Το βράδυ μιας Παρασκευής στο τέλος Οκτωβρίου του 2018 το οικοδομικό τετράγωνο στο οποίο στεγάζεται το «Πρώτο Θέμα» στην περιοχή του Αμαρουσίου «ζώστηκε» ασφυκτικά από αστυνομικό κλοιό, ο οποίος μάλιστα κράτησε για κάποιες μέρες.

Τέτοια μέτρα… προστασίας δεν είχαμε βιώσει στην περιοχή μας ποτέ άλλοτε στο παρελθόν ή στο μέλλον. Ούτε καν στις δύο φορές που η πρόσοψη των γραφείων της σύνταξης, αλλά και τα αυτοκίνητα που ήταν σταθμευμένα μπροστά στο κτίριο, είχαν γίνει γυαλιά καρφιά από τους («γνωστούς – άγνωστους») κουκουλοφόρους οι οποίοι, επιτιθέμενοι με βαριοπούλες στις τζαμαρίες, αγνόησαν παντελώς το ενδεχόμενο οι βανδαλισμοί τους να είχαν συνέπειες για την ακεραιότητα των εργαζομένων που μπαινόβγαιναν καθώς ήταν ώρες δουλειάς.

Γι΄ αυτό και η μεγάλη αστυνομική κινητοποίηση που είχαμε εκείνη την Παρασκευή του Οκτωβρίου μάς δημιούργησε πολλές και μεγάλες απορίες. Τί μπορούσε να οδηγήσει τόσα περιπολικά στα μέρη μας; Οι αστυνομικοί που τα επάνδρωναν ήταν φειδωλοί στις απαντήσεις, ίσως διότι και οι περισσότεροι εξ αυτών μάλλον δεν ήξεραν γιατί βρίσκονταν εκεί. Επικρατούσε μια υπέρμετρη μυστικοπάθεια που πήρε λίγο καιρό για να μετατραπεί σε… ιλαροτραγωδία.

Στην πραγματικότητα χρειάστηκε να περάσουν μια δυό μέρες για να μάθουμε τον λόγο για τον οποίο είχε γίνει αυτή η μεγάλη αυτή αστυνομική κινητοποίηση. Από φίλα προσκείμενα προς την τότε κυβέρνηση μέσα ενημέρωσης πληροφορηθήκαμε ότι δεν ήμασταν εμείς που μας έγινε η τιμή να έχουμε τέτοια περιφρούρηση από την ΕΛ.ΑΣ. Με πομπώδεις τίτλους τα μέσα αυτά πανηγύριζαν ότι στο υπόγειο του παρακείμενου κτιρίου, όπου έδρευε το ΚΕΕΛΠΝΟ, ο σημερινός ΕΟΔΥ δηλαδή, είχε αποκαλυφθεί ένας τεράστιος… θησαυρός.

Τα σκανδαλοθηρικά σαΐνια που είχε εξαπολύσει ο τότε αναπληρωτής υπουργός Υγείας Παύλος Πολάκης, ο οποίος είχε καταληφθεί από ψύχωση αποκάλυψης σκανδάλων, είχαν ανακαλύψει μια «μυστική κρύπτη» στην οποία υποτίθεται ότι ήταν κρυμμένα στοιχεία πίσω από μια… γυψοσανίδα που είχε μάλλον πρόχειρα τοποθετηθεί στο παρκινγκ του κτιρίου. 

Το θέμα ήταν πρωτοσέλιδο την επόμενη Κυριακή σε φιλοκυβερνητική εφημερίδα που εμφανίζεται ως… υπόδειγμα ερευνητικής δημοσιογραφίας επειδή φέρνει στο φως σκάνδαλα με πρωταγωνιστές αποκλειστικά και μόνο πολιτικούς της αντίπαλης παράταξης από εκείνη την οποία με φανατισμό υποστηρίζει.

Η πολυήμερη, λοιπόν, φύλαξη ολόκληρου του τετραγώνου έγινε μόνον και μόνον για να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι είχαν βρεθεί τα πολυπόθητα στοιχεία που θα «έδεναν» τους ισχυρισμούς του Πολάκη και του συνοδοιπόρου του σε εκείνο το κρεσέντο σκανδαλολογίας Πάνου Καμμένου. Για το ΚΕΕΛΠΝΟ, άλλωστε, είχε προηγηθεί η σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής, η οποία οδηγούνταν σε φιάσκο, κάτι που επιβεβαιώθηκε λίγους μήνες αργότερα. 

Η ιλαροτραγωδία με την… κρύπτη πίσω από τη γυψοσανίδα δεν ήταν παρά το αποκορύφωμα μιας παρωδίας που παίχθηκε σε πολλά επεισόδια. Όποιος αμφιβάλει δεν έχει παρά να κάνει μια πρόχειρη έρευνα στο Διαδίκτυο με τις λέξεις «κρύπτη ΚΕΕΛΠΝΟ» για να γίνει κοινωνός της… απολαυστικής «ειδησεογραφίας» της εποχής.

Ακόμη ένα, εξάλλου, ίσως και δυνατότερο, επεισόδιο της ίδιας παρωδίας διαδραματίστηκε με τη διαβόητη «υπόθεση Novartis» -«το μεγαλύτερο σκάνδαλο από ιδρύσεως ελληνικού κράτους», σύμφωνα με τους εμπνευστές του- που στήθηκε μέσα από θηριώδη πρωτοσέλιδα για τις… τροχήλατες βαλίτσες με λεφτά που πήγαιναν στο Μέγαρο Μαξίμου από τη… μπροστινή πόρτα. 

Και σε αυτή την περίπτωση όποιος ανατρέξει στα δημοσιεύματα και στις εκπομπές εκείνης της εποχής θα βρει χιλιάδες αναρτήσεις για επερχόμενες νέες αποκαλύψεις και επικείμενες συλλήψεις υποτιθέμενων πρωταγωνιστών του σκανδάλου που δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ. Παρότι έγιναν έφοδοι εισαγγελέων και αστυνομικών σε σπίτια και γραφεία, ανοίχθηκαν τραπεζικές θυρίδες και ελέγχθηκαν λογαριασμοί, ο θησαυρός αποδείχθηκε άνθρακας.

Σε όλο τον πλανήτη και κατά βάση στις ανοικτές δημοκρατικές κοινωνίες, η ερευνητική δημοσιογραφία αποτελεί συστατικό στοιχείο που συμβάλει αποφασιστικά στην ποιότητα λειτουργίας των θεσμών τους. Ως εκ τούτου, προσωπικά σέβομαι και υπολήπτομαι τους λειτουργούς της ερευνητικής δημοσιογραφίας που φέρνουν στο φως όλα εκείνα που κάθε είδους εξουσίες προσπαθούν να κρατήσουν στο σκοτάδι. Τα υψιπετή ιδανικά αυτού του είδους ήταν, άλλωστε, εκείνα που οδήγησαν τους περισσότερους από τη δική μου γενιά να ακολουθήσουν επαγγελματική διαδρομή στην ενημέρωση σε μια εποχή που δεν είχε ούτε πολλά χρήματα ούτε μεγάλη δόξα.

Όπως προκύπτει, ωστόσο, από τα προαναφερθέντα περιστατικά, η εγχώρια ερευνητική δημοσιογραφία έχει προ πολλού ξεστρατίσει και εξ αυτού έχει μικρή συσχέτιση με τα διεθνώς κρατούντα. Η διαφορά δεν έγκειται στο ότι στη χώρα μας δεν υπάρχουν σκάνδαλα που περιμένουν τους ερευνητές να τα αποκαλύψουν. Το αντίθετο. Εδώ, κατά έναν περίεργο τρόπο, οι δημοσιογράφοι ερευνητές λειτουργούν περισσότερο ως… διάδικοι, οι οποίοι μάλιστα σε κάποιες στιγμές μετατρέπονται σε… τιμωρούς που δικάζουν και καταδικάζουν εξ ονόματος και για λογαριασμό της Δικαιοσύνης.

Πάρτε για παράδειγμα την υπόθεση των παρακολουθήσεων, που -δεν θέλω να το κρύψω- είναι η αφορμή για τούτες τις επισημάνσεις. Οπουδήποτε αλλού στον κόσμο οι δημοσιογράφοι που γίνονται αποδέκτες στοιχείων τα οποία συνθέτουν ένα σκάνδαλο, αρκούνται στο καθήκον τους που είναι η δημοσίευση, με μόνη προϋπόθεση να στηρίζεται σε τεκμήρια. Ούτε συναλλάσσονται με τις αρχές, ούτε διαπραγματεύονται με τη Δικαιοσύνη. Παρουσιάζουν τα στοιχεία που διαθέτουν και καλούν τις αρχές να κάνουν το καθήκον τους. Τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο.

Στην… αλά γκρέκα -υποτιθέμενη- ερευνητική δημοσιογραφία, όμως, τα πράγματα είναι αλλιώς. Τα μέσα ενημέρωσης γίνονται συμμέτοχοι σε ένα αλισβερίσι στο οποίο περιπλέκονται η εκτελεστική, η οικονομική αλλά και η δικαστική εξουσία. Γι΄ αυτό και τις περισσότερες δεν βγαίνει καμία απολύτως άκρη. 

Δεν είναι τυχαίο ότι στην όποια διασπάθιση χρήματος έγινε στο πρώην ΚΕΕΛΠΝΟ ουδείς τιμωρήθηκε. Όπως δεν ελέγχθηκε κανείς για τον δυσανάλογο θόρυβο που προκάλεσε. Το ίδιο και με τη Novartis. Ούτε υπήρξε κατάληξη ούτε προβλέπεται να υπάρξει για το που ήταν η αλήθεια και που η κατασκευή στοιχείων και ενόχων.

Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πιθανότερο φαντάζει πως το ίδιο θα συμβεί και με τις παρακολουθήσεις, είτε πρόκειται για σκάνδαλο είτε όχι. 

Από τη στιγμή που η λεγόμενη «ερευνητική δημοσιογραφία» δεν διαθέτει εχέγγυα κομματικής -και άλλης- αμεροληψίας, ας κρατάμε καλύτερα μικρό καλάθι!

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2022

Πέντε μαθήματα από το «κόκκινο κύμα» που κατέληξε… παφλασμός


Με όλες τις ιδιαιτερότητες αλλά και τις παραδοξότητες που το χαρακτηρίζουν, όπως ο σχεδόν αδιάσπαστος δικομματισμός ή η περιορισμένη συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία κυρίως των φτωχότερων στρωμάτων, το αμερικανικό πολιτικό σύστημα διαθέτει πλεονεκτήματα που μπορεί να πει κάποιος ότι είναι ζηλευτά από πολλές άλλες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες.

Η σταθερότητα, για παράδειγμα, στον χρόνο έκφρασης της λαϊκής ετυμηγορίας είναι ένα από αυτά τα πλεονεκτήματα. Οι κανόνες του εκλογικού παιχνιδιού είναι από ετών γνωστοί σε όλους και αλλάζουν πάρα πολύ σπάνια, όπως συνέβη πρόσφατα με τα όρια των εκλογικών περιφερειών στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης. 

Το σημαντικότερο, όμως, πλεονέκτημα είναι ότι, ακόμη και σε περιόδους ακραίας πολιτικής πόλωσης, όπως αυτή που ζουν τα τελευταία χρόνια οι Ηνωμένες Πολιτείες, το αμερικανικό εκλογικό σώμα επιλέγει την «εξισορροπητική» ψήφο.

Όταν στον Λευκό Οίκο ο ένοικος είναι από τη μια πολιτική παράταξη, τότε οι ψηφοφόροι φροντίζουν την πλειοψηφία στο Κογκρέσο να την έχουν οι αντίπαλοί του. Ο άτυπος αυτός κανόνας επιβεβαιώθηκε και στις ενδιάμεσες εκλογές της περασμένη Τρίτης. 

Έτσι, όπως η πλειοψηφία των Δημοκρατικών έκανε δύσκολη τη ζωή του προηγούμενου Ρεπουμπλικανού Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, επιχειρώντας μάλιστα ακόμη την καθαίρεσή του, τώρα οι ψηφοφόροι έδωσαν την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων στους Ρεπουμπλικανούς, υποχρεώνοντας τον Δημοκρατικό Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν να συνδιαλλαγεί με τους αντιπάλους του αν θέλει στη διετία που του απομένει στο αξίωμα να κυβερνήσει αποτελεσματικά τη μεγάλη αυτή χώρα.

Σε πείσμα, όμως, των πρόωρων πανηγυρισμών στους οποίους -με τη συνδρομή και κάποιων δημοσκοπήσεων- επιδόθηκαν τα στελέχη και οι οπαδοί των Ρεπουμπλικανών, οι οποίοι πριν ανοίξουν οι κάλπες έβλεπαν ένα «κόκκινο κύμα» (σ.σ.: από το χρώμα του κόμματός του) να σαρώνει από άκρη σε άκρη τις Ηνωμένες Πολιτείες, η λαϊκή ψήφος διέψευσε τις προσδοκίες τους. 

Ο έλεγχος του δεύτερου νομοθετικού Σώματος, της Γερουσίας, θα παραμείνει -ευτυχώς για την Ελλάδα!- στην παράταξη των Δημοκρατικών. Και, εξ αυτού, η ανάγκη για αναζήτηση συμβιβαστικών λύσεων στα προβλήματα της αμερικανικής κοινωνίας θα είναι ακόμη πιο επιτακτική.

Πέραν, πάντως, από τα συγκεκριμένα γενικά χαρακτηριστικά που διέπουν το αποτέλεσμα αρκετών εκλογικών αναμετρήσεων στις ΗΠΑ, ουδείς μπορεί να υποστηρίξει ότι οι πρόσφατες ενδιάμεσες εκλογές, από τις οποίες αναδείχθηκε ένα μεγάλο μέρος της αμερικανικής πολιτικής τάξης, ήταν όμοια -και πως θα μπορούσε, άλλωστε;- με κάποια προηγούμενη. 

Γι΄ αυτό και τα αποτελέσματά τους, τα οποία (άλλο αυτό αμερικανικό… παράδοξο, δεν έχουν οριστικοποιηθεί ακόμη) αξίζουν μια πιο ενδελεχή ματιά για να εξαχθούν συμπεράσματα τα οποία μπορεί να αποτελέσουν μαθήματα που τυγχάνουν γενικότερης εφαρμογής:

Μάθημα πρώτο: Η υπεροπτική προεξόφληση του εκλογικού αποτελέσματος επιφυλάσσει συχνά οδυνηρές εκπλήξεις. Όποιος έχει αντίθετη άποψη ας ανατρέξει τις τελευταίες ομιλίες του Τραμπ και στις χιλιάδες αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για το «κόκκινο κύμα» το οποίο κατέληξε ένας απλός… παφλασμός.

Μάθημα δεύτερο: Η βεβαιότητα που ορισμένοι εκφράζουν ότι η κατάσταση της… τσέπης είναι το αποκλειστικό κριτήριο της ψήφου των πολιτών διαψεύστηκε οικτρά. Η ανάγκη προστασίας της Δημοκρατίας από τον «τραμπισμό», όπως και το θέμα των αμβλώσεων, καθόρισε τη συμπεριφορά μιας αξιοσημείωτης μερίδας των προοδευτικών εκλογέων που κινητοποιήθηκαν και πήγαν στην κάλπη.

Μάθημα τρίτο: Οι δημοσκοπήσεις δεν πέφτουν πάντα μέσα. Προφανώς δεν είναι «στημένες», όπως τις θέλουν οι απανταχού της γης συνομωσιολόγοι, αλλά τις περισσότερες φορές βρίσκουν τις τάσεις, αλλά δεν πετυχαίνουν τα εκλογικά αποτελέσματα με χειρουργική ακρίβεια. Βλέπετε οι άνθρωποι δεν έχουν τη συμπεριφορά των μηχανών και οι ανθρωπιστικές επιστήμες δεν προσομοιάζουν με τις φυσικές.

Μάθημα τέταρτο: Η συζήτηση για τον «τοξικό» Τραμπ που άνοιξε από την πρώτη στιγμή που έγινε γνωστή η ετυμηγορία των Αμερικανών κατέδειξε ότι οι μεγάλες παρατάξεις (και -αν θέλετε- τα συμφέροντα που ταυτίζονται μαζί τους) αποφεύγουν να επενδύσουν σε… «κουτσά άλογα». 

Το σενάριο που ήθελε τον τέως Πρόεδρο να ανακοινώνει μια νέα υποψηφιότητα για το 2024 αποδυναμώθηκε, καθώς μέσα από τις κάλπες ανέτειλαν νέα πολιτικά αστέρια, όπως ο 44χρονος κυβερνήτης στην Πολιτεία της Φλόριντα Ρον Ντε Σάντις. 

Αν όντως επικρατήσει στην κούρσα για το ρεπουμπλικανικό χρίσμα, που σύντομα θα ξεκινήσει, τότε και η τύχη του ήδη 80χρονου νυν Προέδρου Μπάιντεν είναι μάλλον προδιαγεγραμμένη. Δύσκολα θα ανανεώσει τη θητεία του ακόμη και αν λάβει εκ νέου το χρίσμα από τους Δημοκρατικούς.

Μάθημα πέμπτο: Το ελληνικό λόμπι είναι από τους μεγάλους νικητές αυτών των ενδιάμεσων εκλογών, καθώς πέτυχε τους περισσότερους από τους στόχους που είχε θέσει. Με αποκορύφωμα την αποτυχία να εκλεγεί Γερουσιαστής στην Πολιτεία της Πενσυλβάνιας ο διαβόητος τουρκικής καταγωγής τηλεγιατρός και φίλος του Ερντογάν Δρ Μεχμέτ Οζ. 

Η κινητοποίηση όλων των δυνάμεων της Ομογένειας και οι έξυπνες συμμαχίες που συνήψε με άλλα λόμπι και προσωπικότητες από τις δύο παρατάξεις, είχε ως αποτέλεσμα να ενισχύσει την επιρροή της στα κρίσιμα πόστα εξουσίας της Ουάσιγκτον.

Άλλωστε, ποιος διαφωνεί ότι η εφαρμοσμένη πολιτική δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια διαρκή αναμέτρηση συσχετισμών δύναμης στην άσκηση της εξουσίας;

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2022

Ο… «προδότης» Ανδρουλάκης και τα δύο μέτρα και σταθμά


Στόχος σφοδρών επιθέσεων γίνεται τις τελευταίες μέρες ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης. Όχι, αυτή τη φορά δεν είναι αντιμέτωπος με τα ανόητα επώνυμα και ανώνυμα κυβερνητικά τρολ που τον καλούσαν όλο το προηγούμενο διάστημα να αποδείξει ότι δεν είναι… «προδότης» που έθεσε σε διακινδύνευση την εθνική μας ασφάλεια και άρα δικαιολογημένα τον παρακολουθούσαν ταυτοχρόνως η ΕΥΠ και όσοι κρύβονταν πίσω από το παράνομο λογισμικό που ακούει στο όνομα «predator».

Αίφνης η σκυτάλη πέρασε σε ανώνυμους και επώνυμους φιλοσυριζαίους σχολιαστές και αναλυτές που εγκαλούν τον κ. Ανδρουλάκη ότι υπέστειλε τη σημαία του αντικυβερνητισμού επειδή -φρονίμως μάλλον ποιών- περιορίστηκε να στείλει στην ερευνητική επιτροπή του Ευρωκοινοβουλίου -την αποκαλούμενη PEGA στην οποία δια των υπερβολών του Δημήτρη Παπαδημούλη ο ΣΥΡΙΖΑ είχε δώσει μυθώδεις διαστάσεις- υπόμνημα με τις γνωστές και διακηρυγμένες απόψεις και θέσεις γύρω από την καθόλα απαράδεκτη παρακολούθησή του.

Το έχει φαίνεται η μοίρα όσων δεν ενστερνίζονται το «άσπρο μαύρο» του δικομματισμού να γίνονται στόχοι επικρίσεων που εκπορεύονται κάθε φορά από διαφορετική αφετηρία. Οπότε ήταν μάλλον αναμενόμενη η διαφορετική προέλευση που είχαν τα νεότερα πυρά τα οποία δέχεται ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ από τη στιγμή που φάνηκε να αντιλαμβάνεται ότι η υπόθεση της παρακολούθησής του δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να γίνει «μονοκαλλιέργεια» για την παράταξή του.

Ήταν ηλίου φαεινότερο ότι μια τέτοια επιλογή βόλευε αφάνταστα τον ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος -όσο η Χαριλάου Τρικούπη βολόδερνε κυνηγώντας πρακτορικές χίμαιρες- φάνταζε ως η μόνη εναλλακτική λύση διακυβέρνησης απέναντι στη σημερινή κυβέρνηση. Γι΄ αυτό και όταν έπειτα από τρεις μήνες δικαιολογημένων αντιπαραθέσεων ο Νίκος Ανδρουλάκης κινήθηκε στη σφαίρα του πολιτικού ρεαλισμού, η Κουμουνδούρου… ενοχλήθηκε.

Από επαγγελματική διαστροφή διάβαζα χθες εμβριθή αρθρογράφο της «Αυγής», που διατέλεσε και βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, αφού αναρωτιόταν στον τίτλο του κειμένου του «τι τρέχει με το ΠΑΣΟΚ;», υποστήριζε ότι «μερικές φορές με το ΠΑΣΟΚ σηκώνει κανείς τα χέρια ψηλά βλέποντας τις παλινωδίες και την έλλειψη συνοχής στη στάση του σε κορυφαία θέματα». Ποια είναι αυτά σύμφωνα με τον αρθρογράφο; 

Το πρώτο ότι «κάνει, άθελά του λογικά, πλάτες στον Μητσοτάκη, ο οποίος κρύβεται από την Εξεταστική Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου».

Αλλά και το δεύτερο, που κατά τον ΣΥΡΙΖΑίο αρθρογράφο αποτελεί μάλιστα «αποκορύφωμα», είναι η «άθλια στάση που τήρησε το ΠΑΣΟΚ χθες στη Βουλή, ψηφίζοντας μαζί με τη ΝΔ την άρση της ασυλίας του βουλευτή του ΜέΡΑ25 Κλέωνα Γρηγοριάδη έπειτα από μήνυση του Αλαφούζου για τις αναφορές του βουλευτή στο ότι Έλληνες εφοπλιστές μεταφέρουν το ρωσικό πετρέλαιο».

Για όσους δεν έχουν εικόνα της περί ου ο λόγος ιστορίας να διευκρινίσουμε ότι ο βουλευτής Γρηγοριάδης υποστήριξε προ ημερών ότι «Έλληνες ολιγάρχες», οι οποίοι αντιτάσσονται δια των μέσων ενημέρωσης που ελέγχουν στην ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, την ίδια ώρα μεταφέρουν παρανόμως ρωσικό πετρέλαιο. Είπε, μάλιστα, όπως περηφανεύονται ο ίδιος και το κόμμα του, και ονόματα. 

Ένας από τους κατονομαζόμενους, ωστόσο, ο καναλάρχης και εφοπλιστής Γιάννης Αλαφούζος θεώρησε συκοφαντικά τα λεγόμενα του βουλευτή και άσκησε, όπως είχε αναφαίρετο δικαίωμα, αγωγή κατά του κ. Γρηγοριάδη.

Από την επομένη ο ίδιος ο εναγόμενος και το κόμμα του, αντί να επιχαίρουν που θα τους δοθεί η ευκαιρία να πάνε στα δικαστήρια και να αποδείξουν την υποτιθέμενη μεγάλη απάτη του ελληνικού εφοπλισμού, έχουν ξεκινήσει μια επιχείρηση αυτοθυματοποίησης εμφανιζόμενοι ως διωκόμενοι από την εγχώρια ολιγαρχία. Ακόμη και η πρόσφατη αποχώρηση της τρίτης κατά σειράν βουλευτού του ΜέΡΑ 25 από το κόμμα Βαρουφάκη αποδόθηκε σε… ολιγαρχικό δάκτυλο.

Το πιο… ωραίο, όμως, ξέρετε ποιο είναι; Τη μέρα που ο ΣΥΡΙΖΑίος αρθρογράφος ξιφουλκούσε κατά του Ανδρουλάκη για την υποτιθέμενη «αθλιότητα» να ψηφίσει το κόμμα του την άρση ασυλίας βουλευτή που δέχθηκε αγωγή, η «Αυγή» πανηγύριζε επειδή εκδότης της απέναντι πλευράς υποχρεώθηκε να ανακρούσει πρύμνη και να δημοσιεύσει απόφαση καταδίκης του επειδή, κατά το δικαστήριο, συκοφάντησε τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα. 

Ο τέως πρωθυπουργός, με αφορμή την υπόθεση της ενοικίασης εξοχικής κατοικίας με τίμημα που δεν θεωρήθηκε εύλογο, στράφηκε εναντίον όσων ο ίδιος θεώρησε ότι τον συκοφάντησαν, ζητώντας την καταδίκη τους.

Το εύλογο ερώτημα που τίθεται με αυτή την αφορμή, αλλά και με αρκετές άλλες, είναι το εξής: δικαιούνται οι πολιτικοί να καταθέτουν αγωγές όταν πιστεύουν ότι συκοφαντήθηκαν; Η απάντηση για κάθε λογικό άνθρωπο είναι προφανώς καταφατική, παρόλο που σημαντικοί πολιτικοί ηγέτες, όπως ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ή ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, είχαν επιλέξει να μην αντιδράσουν κατ΄ αυτόν τον τρόπο και δεν μήνυσαν ποτέ κανέναν παρά τα όσα κατά καιρούς τους καταμαρτυρήθηκαν. 

Αν, όμως, πολιτικοί, όπως ο Αλέξης Τσίπρας, μπορούν να καταθέτουν αγωγές, γιατί δεν μπορεί να δέχονται αγωγές πολιτικοί, όπως ο Κλέων Γρηγοριάδης;

Όσο για την ελευθερία του λόγου που κάποιοι, όπως ο βουλευτής του ΜέΡΑ 25 ή ο αρθρογράφος της «Αυγής», υποτίθεται ότι υπερασπίζονται με την αντίρρησή τους στην άσκηση αγωγών, το μόνο που μπορεί κανείς να αντιτείνει είναι ότι τόση… ευαισθησία για το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση έχει να γνωρίσει η υφήλιος από την εποχή του Στάλιν, του οποίου όλοι αυτοί υπήρξαν ή είναι ακόμη φανατικοί θαυμαστές. 

Τη γνωρίσαμε άλλωστε με την εκκωφαντική σιωπή που τηρούσαν όλοι αυτοί όταν με απαίτηση του συγκυβερνήτη τους Πάνου Καμένου συλλαμβάνονταν και διανυκτέρευαν στα αστυνομικά τμήματα δημοσιογράφοι που απλώς έκαναν τη δουλειά τους. 

Και, ακόμη χειρότερα, με την καρικατούρα της Εξεταστικής Επιτροπής για τα δάνεια των μέσων ενημέρωσης που συστάθηκε με μοναδικό στόχο να εξοντωθούν ηθικά οι εκδότες που δεν έδωσαν γη και ύδωρ στη ΣΥΡΙΖΑΝΕΛική εξουσία. Η μονομέρεια του «άλλο εμείς που έχουμε το… ηθικό πλεονέκτημα» έχει τα όρια της. Όπως και τα δύο μέτρα και τα δύο σταθμά. 

Δεν είναι, άλλωστε, διόλου τυχαίο ότι όταν ήταν στα πράγματα ο ΣΥΡΙΖΑ ουδείς εξ αυτών των… ευαίσθητων υπερασπιστών της ελευθεροστομίας ανέλαβε πρωτοβουλία για να καταργηθούν οι αγωγές για την έκφραση γνώμης από δημοσιογράφους ή πολιτικούς. 

Αν το είχαν κάνει, θα μπορούσαν σήμερα να χαρακτηρίζουν «αθλιότητα» την απόφαση για άρση της ασυλίας ενός βουλευτή, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να αποδείξει όσα ισχυρίστηκε εις βάρος ενός επιχειρηματία.

Επιτρέπονται, λοιπόν, ή όχι οι μηνύσεις και οι αγωγές; Ιδού η απορία. Ή μήπως το τεκμήριο της απόλυτης υποκρισίας;