Στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες ο ρόλος της συμπολίτευσης, δηλαδή της κυβέρνησης και όσων την στηρίζουν, είναι να εισάγει και να ψηφίζει νομοσχέδια, ενώ ο ρόλος της αντιπολίτευσης, δηλαδή των πολιτικών δυνάμεων που δεν μετέχουν στη νομή της κυβερνητικής εξουσίας, περιορίζεται στην άσκηση ελέγχου για τις πράξεις και τις παραλείψεις των κυβερνώντων και στην ανάδειξη των δικών τους εναλλακτικών προτάσεων.
Με άλλα λόγια, στις ώριμες δημοκρατίες τα πράγματα είναι απολύτως ξεκάθαρα: η κυβέρνηση κυβερνά και η αντιπολίτευση αντιπολιτεύεται. Ως εκ τούτου, όπως δεν νοείται «αντιπολιτευόμενη κυβέρνηση» και γι΄ αυτό δεν μπορεί να παραμένουν στους θώκους τους υπουργοί οι οποίοι καταψηφίζουν νομοσχέδια, έτσι ακριβώς δεν νοείται και «συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση» η οποία να υποχρεούται να υπερψηφίζει τις κυβερνητικές νομοθετικές πρωτοβουλίες που φθάνουν στη Βουλή.
Ο κανόνας που ισχύει, εδώ και πολλούς αιώνες στο διεθνές πεδίο και σίγουρα από τη Μεταπολίτευση και εντεύθεν στα καθ΄ ημάς, είναι ότι η εκάστοτε κυβέρνηση εισάγει στο Κοινοβούλιο τις νομοθετικές πρωτοβουλίες της αρεσκείας της επιδιώκοντας το μεγαλύτερο δυνατόν όφελος για την κοινωνία προκειμένου να πιστωθεί πολιτικά κέρδη. Στον αντίποδα, τα κόμματα της εκάστοτε αντιπολίτευσης επιχειρούν να αναδείξουν τις αρνητικές πτυχές των κυβερνητικών πράξεων και παραλείψεων, προκειμένου να πείσουν ότι, αν βρίσκονταν εκείνοι στις θέσεις εξουσίας, η κατάσταση θα ήταν διαφορετική.
Και στη μια και στην άλλη περίπτωση κριτής είναι η κοινωνία, δηλαδή το εκλογικό σώμα, που πείθεται από την επιχειρηματολογία είτε των κυβερνώντων, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι έκαναν το καλύτερο μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες που ήταν υποχρεωμένοι να δράσουν, είτε των αντιπολιτευόμενων, οι οποίοι αντιτείνουν ότι υπήρχε και άλλος εναλλακτικός δρόμος, τον οποίο καλούνται να υποδείξουν αν θέλουν να γίνουν πειστικοί.
Με λίγες εξαιρέσεις, η πιο χαρακτηριστική από τις οποίες στη δική μας κοινοβουλευτική παράδοση είναι η ευρύτερη συναίνεση στην έγκριση των αμυντικών δαπανών που προβλέπονται στον κρατικό προϋπολογισμό, οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης καταψηφίζουν την πλειονότητα των κυβερνητικών εισηγήσεων. Άλλωστε, αν συνέβαινε το αντίθετο, δηλαδή αν τα στελέχη της αντιπολίτευσης ψήφιζαν τις κυβερνητικές προτάσεις, τότε θα αναιρούσαν τον λόγο της ύπαρξης τους, αφού θα συμπεριφέρονταν όπως τα στελέχη της συμπολίτευσης που -αμέσως ή εμμέσως- μετέχουν στην εξουσία.
Οι λόγοι για τους οποίους καταψηφίζουν τα κυβερνητικά νομοσχέδια οι βουλευτές που έχουν εκλεγεί με τη σημαία κομμάτων τα οποία η λαϊκή ετυμηγορία κατέταξε στην αντιπολίτευση, ποικίλλουν. Και δεν περιορίζονται κατ΄ ανάγκην στις ιδεολογικές αποκλίσεις από τις κυβερνητικές εισηγήσεις.
Αν, για παράδειγμα, μια κυβερνητική νομοθετική πρωτοβουλία έρχεται να διορθώσει προηγούμενη αστοχία της ίδιας πλειοψηφίας, η αντιπολίτευση νομιμοποιείται να μην την υπερψηφίσει για να καταδείξει την παλινωδία του υπουργού που την εισηγείται ή για να αναδείξει την αναποτελεσματικότητα του ίδιου ή του προκατόχου του.
Όπως και να έχει, οι κυβερνήσεις και οι υπουργοί που είναι συνεπείς με τον εαυτό τους και πιστεύουν στην ορθότητα των νομοθετικών τους πρωτοβουλιών δεν έχουν ανάγκη τη συνηγορία της αντιπολίτευσης. Εφόσον διαθέτουν την πλειοψηφία ακολουθούν τους κοινοβουλευτικούς κανόνες για την εισαγωγή, την επεξεργασία, τη συζήτηση και την ψήφιση των προτάσεων τους από τα στελέχη της συμπολίτευσης. Χωρίς να εκλιπαρούν τη στήριξη της αντιπολίτευσης ή να «κλαψουρίζουν» επειδή οι αντίπαλοί τους δεν είναι συναινετικοί.
Οι κυβερνητικοί ιθύνοντες έχουν την ευχέρεια να ενσωματώνουν στα νομοθετήματά τους τυχόν προτάσεις, παρατηρήσεις και επισημάνσεις που μπορεί να διατυπωθούν από τα αντιπολιτευτικά έδρανα, αλλά αυτό δεν δεσμεύει τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης να ψηφίσουν «ναι». Η ευθύνη για την υπερψήφιση των κυβερνητικών εισηγήσεων ανήκει αποκλειστικά στην πλειοψηφία. Και γι΄ αυτό, εξάλλου, όταν καταψηφιστεί κάποιο σχέδιο νόμου, δημιουργείται ζήτημα για το κατά πόσο η κυβέρνηση «διαθέτει τη δεδηλωμένη», δηλαδή αν είναι επαρκής η κοινοβουλευτική πλειοψηφία που την στηρίζει.
Υπό αυτή την έννοια, είναι τουλάχιστον δυσανάλογος με την πραγματικότητα και την κοινοβουλευτική μας παράδοση ο θόρυβος τον οποίο σήκωσε τις προηγούμενες ημέρες ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης για τη στάση που τήρησε στη Βουλή η αντιπολίτευση έναντι των νεών νομοθετικών ρυθμίσεων για τον -περιβόητο πλέον- προσωπικό γιατρό. Δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς εναντίον του συγκεκριμένου θεσμού για να αρνηθεί να ψηφίσει τη πρόταση του κ. Γεωργιάδη. Αρκεί ίσως να σταθμίσει το γεγονός ότι ο εισηγητής υπουργός έχει θητεύσει άλλες δύο φορές στον ίδιο θώκο.
Και, παρόλο που η καθιέρωση του οικογενειακού γιατρού αποτελούσε μνημονιακή υποχρέωση -ποιος θυμάται το «δεν θα αφήσω τον Τόμσεν να μου πάρει την δόξα»;-, δεν κατέστη δυνατόν να εφαρμοστεί όλα αυτά τα χρόνια.
Είναι χαρακτηριστικό, επίσης, ότι προς αρωγή του νυν υπουργού Υγείας προσέτρεξε και ο εκ των προκατόχων του Θάνος Πλεύρης, ο οποίος ξιφούλκησε με το ίδιο πάθος κατά της αντιπολίτευσης χρησιμοποιώντας, μεταξύ άλλων, το επιχείρημα (;) ότι νόμος για τον προσωπικό γιατρό ψηφίστηκε και επί υπουργίας του, το 2022.
Αντί, όμως, ο νυν και ο τέως υπουργός να αναγνωρίσουν με συστολή τη δικαιολογημένη επιφύλαξη της αντιπολίτευσης για το αν θα επιτύχει ο θεσμός που απέτυχε παταγωδώς πριν από δύο χρόνια, όπως και παλαιότερα που και πάλι είχε ψηφιστεί νόμος ο οποίος δεν εφαρμόστηκε, επέλεξαν να στρέψουν την προσοχή της κοινής γνώμης προς την κατεύθυνση της «ενοχοποίησης» της αντιπολίτευσης που λέει «όχι σε όλα».
Σε κάθε πρίπτωση, το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ επέλεξε το «παρών», ενώ άλλες δυνάμεις της αντιπολίτευσης καταψήφισαν τα άρθρα για τον προσωπικό γιατρό και τα χρηματοδοτούμενα από το Ταμείο Ανάκαμψης απογευματινά χειρουργεία δεν έχει κάποια ουσιώδη σημασία για την εφαρμογή τους. Και το ένα και άλλο ψηφίστηκαν, κατά τα κοινοβουλευτικά θέσμια, από τους βουλευτές της συμπολίτευσης και το ζητούμενο είναι πλέον αν, πως και πότε θα εφαρμοστούν.
Εφόσον, η εφαρμογή των δύο αυτών σημαντικών μέτρων αποδειχθεί, παρά τις επιμέρους διαφωνίες που μπορεί να έχει κάποιος, επιτυχής στην πράξη, η… δόξα θα ανήκει ακέραια στον Άδωνι Γεωργιάδη και την κυβέρνηση που είναι καιρός να αντιληφθούν ότι από πουθενά δεν προκύπτει υποχρέωση της αντιπολίτευσης να υπερψηφίζει τα νομοσχέδια τους.
Έχει παρέλθει, άλλωστε, η εποχή που ο τρόπος με τον οποίο πολιτευόταν ο ΣΥΡΙΖΑ, είτε ως κυβέρνηση είτε ως αξιωματική αντιπολίτευση, αποτελούσε το σταθερό άλλοθι για κάθε κυβερνητική αστοχία.
Η σημερινή κυβέρνηση διανύει τον έκτο χρόνο της θητείας της και διαθέτει επαρκές -θετικό και αρνητικό- παρελθόν για το οποίο αξιολογείται καθημερινά.
Οπότε όταν έρθει η ώρα της κάλπης θα κριθεί για τα δικά της πεπραγμένα και όχι για τη (δικαιολογημένη ή μη) άρνηση της αντιπολίτευσης να συναινεί στις πρωτοβουλίες της και να ψηφίζει τις νομοθετικές ρυθμίσεις που εκείνη εισηγείται.