Συνολικές προβολές σελίδας

75,760

Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2025

Η πολιτική δεν είναι παίγνιο που παίζεται εν ου παικτοίς

 

Το πρωί της περασμένης Κυριακής «ανέβηκε», όπως σχεδόν κάθε Κυριακή,  στον λογαριασμό του πρωθυπουργού στο fakebook ο -κατά το Μέγαρο Μαξίμου- εβδομαδιαίος απολογισμός της κυβερνητικής δράσης.

«Καλημέρα! Άλλη μία εβδομάδα γεμάτη με πολλές κυβερνητικές δράσεις, αλλά και με σημαντικές επενδυτικές κινήσεις, ολοκληρώθηκε και είμαι εδώ για να τα μοιραστώ μαζί σας. Πρωτοβουλίες μεγάλες, αλλά και μικρές, που αλλάζουν την καθημερινότητα των πολιτών και δίνουν μια νέα δυναμική στη χώρα μας», εμφανιζόταν να γράφει ο Κυριάκος Μητσοτάκης στον πρόλογο ενός μακροσκελέστατου κειμένου που αριθμούσε ούτε λίγο ούτε πολύ 2.491 λέξεις.

Είναι απορίας άξιον ποιος έπεισε τον πρωθυπουργό ότι υπάρχει κοινό στο Διαδίκτυο έτοιμο να αφιερώσει χρόνο για να διαβάσει ένα τέτοιο «μακρυνάρι», το οποίο αντιστοιχεί σε ένα πυκνογραμμένο τετρασέλιδο μιας κλασσικής εφημερίδας. Κι ακόμη μεγαλύτερη είναι η απορία για το αν βρέθηκε κάποιος να του μεταφέρει τα καταιγιστικά επικριτικά σχόλια χρηστών που σωρηδόν προστίθεντο κάτω από την ανάρτηση αμέσως μόλις αυτή δημοσιεύθηκε. Σχόλια τα οποία δεν είχαν σχέση με το περιεχόμενο του αναρτημένου κειμένου, αλλά στην συντριπτική τους πλειονότητα αναφερόταν στις προγραμματισμένες για τις επόμενες ώρες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας για το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών.

Αν το κυβερνητικό επιτελείο διέθετε τους απαραίτητους κοινωνικούς αισθητήρες θα είχε αντιληφθεί ότι το κλίμα που έχει διαμορφωθεί το τελευταίο διάστημα δεν είναι κατάλληλο για να καλλιεργηθούν φλύαρες προπαγανδιστικές αναρτήσεις. Πολύ περισσότερο, θα είχε διαγνώσει την κυοφορία ενός πολυσήμαντου πολιτικού γεγονότος, όπως ήταν τα μαζικά λαϊκά συλλαλητήρια τα οποία πραγματοποιήθηκαν σε όλη τη χώρα με απόλυτη τάξη και ηρεμία και, το σημαντικότερο, χωρίς κομματικά λάβαρα και τοξικές ύβρεις και κραυγές.

Μέσα σε λίγες ώρες η αυτάρεσκη βεβαιότητα ότι η κυβέρνηση είναι άτρωτη και πολιτικά κυρίαρχη, την οποία απέπνεε η κυριακάτικη πρωθυπουργική ανάρτηση, είχε εξαερωθεί και είχε δώσει τη θέση της στη διάχυτη ανησυχία για κοινωνική και πολιτική απομόνωση της κυβέρνησης που αίφνης κατέλαβε το πρωθυπουργικό επιτελείο. Το απόγευμα της Κυριακής δεν είχε καμία σχέση με το πρωί της ίδιας μέρας.

Διότι, μπορεί να μην αποτελεί σύνηθες γεγονός να προκαλούνται τόσο έντονες πολιτικές εντυπώσεις από μια ειρηνική κινητοποίηση του λαϊκού παράγοντα, όπως αυτή της περασμένης της Κυριακής, που υποχρέωσε τον πρωθυπουργό να ανακρούσει πρύμναν, ομολογώντας δημόσια λάθη και αστοχίες στη διαχείριση μιας σημαντικής κρίσης, πλην, όμως, τα όσα βλέπουμε να εκτυλίσσονται ενώπιον μας τις τελευταίες ημέρες επιβεβαιώνουν όσους πιστεύουν ότι η πολιτική δεν είναι ένα παίγνιο που παίζεται εν ου παικτοίς.

Στην πολιτική, όπως και εν γένει στην ανθρώπινη ζωή, οι εξελίξεις τις περισσότερες φορές δεν είναι ευθύγραμμες. Οι ίδιοι ακριβώς χειρισμοί, που γίνονται σε διαφορετικές κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, μπορεί να φέρουν το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα. Και όποιος δεν αντιλαμβάνεται αυτό τον άτυπο, πλην διαχρονικό, κανόνα βρίσκεται συνήθως προ εκπλήξεως. Όπως συνέβη με την κυβέρνηση, η οποία εξέλαβε ως γενικευμένη άφεση αμαρτιών το γεγονός ότι οι πολίτες μόλις λίγους μήνες μετά το φρικιαστικό δυστύχημα των Τεμπών έδωσαν στη Νέα Δημοκρατία αυξημένα ποσοστά. Ενδεχομένως και επειδή, μεταξύ πολλών άλλων, πίστεψαν τις διαβεβαιώσεις ότι θα χυνόταν άπλετο φως και θα τιμωρούνταν όσοι ενέχονταν στο έγκλημα που στοίχισε τη ζωή σε 57 νέους ανθρώπους και βύθισε στο πένθος τις οικογένειες τους.

Δύο χρόνια αργότερα, όμως, όχι μόνον δεν προχώρησε η διερεύνηση και ο καταλογισμός των ευθυνών, αλλά κάθε μέρα που περνούσε η κοινή γνώμη βομβαρδιζόταν με καταγγελίες για συγκάλυψη του εγκλήματος από τις επίσημες αρχές της Πολιτείας. Με όχημα την αλαζονεία, με την οποία τούς όπλισε το 41% των βουλευτικών εκλογών του 2023, στελέχη της κυβέρνησης προκαταλάμβαναν τα αποτελέσματα των συνεχιζόμενων ερευνών, αντιδικούσαν αδιάντροπα με τους χαροκαμένους γονείς των αδικοχαμένων θυμάτων και δεν έκαναν τίποτε ουσιαστικό για να πείσουν ότι κάτι άλλαξε μετά το δυστύχημα και δεν θα επαναληφθεί άλλη τέτοια τραγωδία.

Παρά το γεγονός ότι εδώ και καιρό -και σίγουρα από τις ευρωεκλογές του περυσινού Ιουνίου και εντεύθεν- υπήρχαν ηχηρά μηνύματα ότι είχε μειωθεί το πολιτικό κεφάλαιο της κυβέρνησης, τα στελέχη της τελευταίας αγνοούσαν την πραγματικότητα, παρηγορούμενοι από τον ένθεν κακείθεν πρωτοφανή κατακερματισμό του πολιτικού συστήματος. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης πήρε την εξουσία το 2019 έχοντας εξασφαλίσει τη θετική προαίρεση ή και την ανοχή μιας αξιοσημείωτης μερίδας ψηφοφόρων που δεν ψήφιζαν ΝΔ. Η τάση αυτή συνεχίστηκε και στη διάρκεια της πρώτης πρωθυπουργικής του θητείας κατά την οποία τόσο τα ποσοτικά όσο και τα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων έδειχναν σταθερά ότι η απήχηση που απολάμβανε εξακολουθούσε να είναι ευρύτερη.

Αντιθέτως, σχεδόν σε όλες τις πρόσφατες έρευνες φαίνεται ότι η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός έχουν τη συμπάθεια και τη στήριξη από περίπου το 1/3 των πολιτών, ενώ την ίδια ώρα έχουν απέναντι τους τα 2/3 της κοινωνίας. Ενδεικτικά και μόνον να αναφέρουμε ότι σε δημοσκόπηση της περασμένης εβδομάδας οι πολίτες σε ποσοστό 61% εξέφρασαν την πεποίθηση ότι τα πράγματα στη χώρα πηγαίνουν στη λάθος κατεύθυνση, έναντι μόνο του 31% που απάντησε ότι πηγαίνουν προς τη σωστή. Αντίστοιχα συμπεράσματα εξάγονται και από τα υπόλοιπα ευρήματα των μετρήσεων, οι οποίες, αν δεν εμφάνιζαν το δεύτερο κόμμα να απέχει αρκετά από την διεκδίκηση της πρωτιάς, είναι βέβαιο ότι θα έδιναν σήμα για επερχόμενη ανατροπή των συσχετισμών.

Τα συλλαλητήρια της περασμένης Κυριακής έδειξαν ότι η ελληνική κοινωνία δεν βολεύεται με το σημερινό status που παραπέμπει στο «δόγμα» σύμφωνα με το οποίο «ο τυφλός άρχει στους μονόφθαλμους». Οπότε, ή η κυβέρνηση θα ανοίξει το πεδίο της και θα ενσωματώσει στο πολιτικό της σχέδιο ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις ή θα υποστεί τις συνέπειες της κοινωνικής και πολιτικής απομόνωσης με την οποία την έφεραν αντιμέτωπη οι ολέθριοι χειρισμοί των στελεχών της στην υπόθεση του δυστυχήματος των Τεμπών.

Κακά τα ψέματα, πολιτική ερήμην της (πλειοψηφίας της) κοινωνίας δεν νοείται!

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2025

Ο λαϊκισμός του κλειδαρά, δέκα χρόνια μετά την… κατάργηση των Μνημονίων «με ένα νόμο και ένα άρθρο»

Όσοι έχουμε ξεροσταλιάσει -και ο γράφων είναι ένας εξ αυτών- στις ουρές των φαρμακείων του ΕΟΠΥΥ για να παραλάβουμε κάποιο φαρμακευτικό σκεύασμα υψηλού κόστους για λογαριασμό δικό μας ή οικείου προσώπου μας, είμαστε δύσπιστοι ότι θα περιοριστεί έστω και κατ΄ ελάχιστον η ταλαιπωρία που υφίστανται τόσοι άνθρωποι όλα αυτά τα χρόνια κατά τα οποία ο κ. Άδωνις Γεωργιάδης διάγει την τρίτη κατά σειράν θητεία του στο υπουργείο Υγείας.

Φαντάζομαι ότι την ίδια δυσπιστία αισθάνονται και όλοι όσοι έχουν κατά καιρούς ακούσει τις διαπιστωτικές καταγγελίες αρμοδίων για τις «ουρές της ντροπής» στις οποίες στήνονται καρκινοπαθείς και άλλοι πάσχοντες από σοβαρά νοσήματα για να προμηθευτούν τα σκευάσματα που τους παρατείνουν τη ζωή. Όπως και τις επαναλαμβανόμενες διαβεβαιώσεις ότι θα βρεθεί λύση για να περιοριστεί η ταλαιπωρία τους με μέτρα όπως η κατ΄ οίκον διανομή των συγκεκριμένων φαρμάκων.

Είναι μια εύλογη δυσπιστία η οποία οφείλεται στο γεγονός ότι δεν είναι ο ΕΟΠΥΥ ο μόνος δημόσιος φορέας καταταλαιπώρησης των Ελλήνων πολιτών. Σε πείσμα, άλλωστε, των νέων εργαλείων που αφειδώς παρέχει στις μέρες μας η ψηφιακή τεχνολογία, η εξυπηρέτηση των πολιτών από αρκετούς φορείς, όχι μόνον του Δημοσίου, αντί να διευκολύνεται, γίνεται συχνά ολοένα και πιο δυσχερής.

Δοκιμάστε, για παράδειγμα, να επικοινωνήσετε και να μιλήσετε με κάποιον άνθρωπο στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων για να ζητήσετε κάποια διευκρίνιση προκειμένου να ανταποκριθείτε σε υποχρέωσή σας. Χωρίς τη διαμεσολάβηση έμπειρου λογιστή, ο οποίος να γνωρίζει τα διαδικτυακά «κατατόπια», είναι σχεδόν αδύνατον να βρει άκρη ο απλός φορολογούμενος πολίτης. Ο οποίος, αν έχει πιστέψει κιόλας τις εξαγγελίες για την εφαρμογή της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΑΙ) από το ελληνικό Δημόσιο, βιώνει την απόλυτη ψυχρολουσία.

Ίδια και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη χειρότερη είναι η κατάσταση στις τράπεζες, στις ασφαλιστικές εταιρίες, στις εταιρίες ενέργειας και τηλεφωνίας, που μπορεί να μην ανήκουν πλέον στο Δημόσιο, αλλά διατηρούν πολλές από τις παθογένειες του κρατικού τους παρελθόντος. Πολύ περισσότερο που οι περισσότεροι εξ αυτών, για να μεγιστοποιήσουν τα κέρδη τους, έχουν μειώσει δραματικά το προσωπικό, που τις περισσότερες φορές είναι ανεκπαίδευτο, ενώ έχουν μειώσει τα σημεία εξυπηρέτησης των πελατών τους. Με αποτέλεσμα να χάνουν οι πολίτες άπειρες εργατοώρες σε χρονοβόρες τηλεφωνικές αναμονές και σε μάταιες απόπειρες να «συνεννοηθούν» με κακοσχεδιασμένα συστήματα δήθεν αυτόματης εξυπηρέτησης.

Το σύστημα των ραντεβού που καθιερώθηκε την περίοδο της πανδημίας όχι μόνον δεν άλλαξε με το πέρας της υγειονομικής κρίσης, αλλά πλέον μονιμοποιήθηκε και αποτελεί τη δικαιολογητική βάση για να καθυστερεί σε τυραννικό βαθμό η εξυπηρέτηση πελατών, καταναλωτών και συνδρομητών. Με πρόσχημα ότι «δεν υπάρχουν διαθέσιμα ραντεβού για να εξυπηρετηθείτε γρηγορότερα» φθάσαμε να χρειάζεται να περάσουν εβδομάδες ακόμη και για να ανοίξει κάποιος έναν απλό τραπεζικό λογαριασμό καταθέσεων.

Υπό αυτές τις συνθήκες, είναι απορίας άξιον για τη σκοπιμότητα που είχαν οι ακτιβιστικές ενέργειες του υπουργού Υγείας να καλέσει κλειδαρά για να ανοίξουν οι πόρτες του φαρμακείου του ΕΟΠΥΥ στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, που παρέμενε κλειστό εξαιτίας της απουσίας του προσωπικού  και να… παρηγορεί τους ταλαιπωρημένους ασφαλισμένους κερνώντας τους καφέδες. Πιστεύει, άραγε, κάποιος στη. Κυβέρνηση ότι με τέτοιους λαϊκισμούς μπορεί να πειστεί η κοινή γνώμη ότι γίνεται σοβαρή προσπάθεια για να καταπολεμηθούν τα εκτεταμένα κρούσματα διοικητικής αποδιοργάνωσης;

Η σημερινή κυβέρνηση ήρθε στα πράγματα το 2019 επειδή υποσχέθηκε να απαλλάξει τους Έλληνες από τους κούφιους μεγαλόστομους λαϊκισμούς των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, οι οποίοι είχαν πάρει την εξουσία -αύριο, 25.1, συμπληρώνεται η δέκατη επέτειο της διαβόητης «πρώτης φοράς Αριστερά»- με την αστεία υπόσχεση ότι θα καταργούσαν τα Μνημόνια «με έναν νόμο και με ένα άρθρο». Απότοκο, άλλωστε, των Μνημονίων, που φυσικά ποτέ δεν καταργήθηκαν, είναι η προμήθεια των φαρμάκων υψηλού κόστους από τα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ που επιβλήθηκε ως μέτρο που κατέτεινε στην περιστολή της ανεξέλεγκτης εκτίναξης της φαρμακευτικής δαπάνης που είχε προηγηθεί.  

Τα ευρήματα μιας πλειάδας ερευνών, που είναι υπόψιν της σημερινής κυβερνητικής ηγεσίας, δείχνουν ότι η κοινή γνώμη αισθάνεται πλέον μεγάλη αποστροφή κάθε φορά που ακούει εξαγγελίες οι οποίες έχουν επαναληφθεί στο παρελθόν χωρίς να έχουν υλοποιηθεί. Οι Έλληνες πολίτες έχουν κουραστεί από τα «μεγάλα λόγια». Απαιτούν ειλικρίνεια και, προ παντός, αποτελεσματικότητα. Θέλουν απτά έργα και όχι σόου με κλειδαράδες για το τηλεοπτικό θεαθήναι.

Όλοι, εξάλλου, θυμόμαστε που κατέληξαν το 2015 οι καθημερινές προσχεδιασμένες αντιπαραθέσεις που είχε έξω από τα νοσοκομεία με την -και τότε, όπως και σήμερα- υποτιθέμενη «συμμαχία της μιζέριας» ο υπουργός Υγείας της κυβέρνησης Σαμαρά που δεν ήθελε να του «φάει τη δόξα» ο τροϊκανός Πόουλ Τόμσεν. Με αυτά και με άλλα πολλά, μπορεί η κυβέρνηση που συμμετείχε να καταβαραθρώθηκε, ο ίδιος όμως έχτισε «καριέρα» κατεβαίνοντας για αρχηγός της ΝΔ και αναλαμβάνοντας στη συνέχεια αντιπρόεδρος του κόμματος.

Τώρα που προσέλαβε και… κλειδαράδες μπορεί να πιστεύει ότι θα ξεκλειδώσει την πόρτα που δεν μπόρεσε να ανοίξει όταν ξεδίπλωσε για πρώτη φορά τις αρχηγικές του βλέψεις. Οπότε, αν δεν του υποδείξει κάποιος -και αυτός είναι μόνον ένας- ότι οι λαϊκισμοί προσελκύουν μόνον τους φανατικούς οπαδούς και απωθούν όλους τους σκεπτόμενους πολίτες, ο λογαριασμός θα πληρωθεί σωρευτικά. Όπως έγινε το 2015 με την κυβέρνηση Σαμαρά και το 2019 με την κυβέρνηση Τσίπρα.

Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2025

Ο Τασούλας, το… DNA Μητσοτάκη και ο κατά Μπίσμαρκ ορισμός της πολιτικής

Μέσα στην πολυπλοκότητά τους ακόμη και οι πιο κρίσιμες αποφάσεις, που ο καθένας μας καλείται να λάβει στις διάφορες εκφάνσεις της ζωής του, είναι τις περισσότερες φορές πολύ απλές: σταθμίζεις το κόστος και το όφελος που αποφέρει καθεμιά από τις εναλλακτικές λύσεις που έχεις ενώπιόν σου και καταλήγεις σε εκείνη που φαίνεται να έχει το θετικότερο ισοζύγιο.

Υπό αυτό πρίσμα νομίζω ότι πρέπει να ερμηνευτεί και η απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη να κάνει μια κατά τα φαινόμενα «ασφαλή» επιλογή για την Προεδρία της Δημοκρατίας προτείνοντας τον Κώστα Τασούλα με βασικό κριτήριο ότι η υποψηφιότητα του απερχόμενου Προέδρου της Βουλής και επί 25ετία βουλευτή Ιωαννίνων εξασφαλίζει την ομόθυμη στήριξη των μελών της «γαλάζιας» Κοινοβουλευτικής Ομάδας.

Μια στήριξη, όμως, η οποία δεν μπορούσε να προεξοφληθεί ότι θα ίσχυε και για οποιονδήποτε άλλον υποψήφιο, κυρίως εξαιτίας του ότι ο νυν πρωθυπουργός πριν από δέκα χρόνια είχε δημιουργήσει προηγούμενο όταν δεν ακολούθησε την κομματική γραμμή αρνούμενος να ψηφίσει υπέρ του Προκόπη Παυλόπουλου.  

Πέρα, λοιπόν, από τις βαθυστόχαστες αναλύσεις για το τι μπορεί να «κρύβεται» πίσω από την πρωθυπουργική πρόταση, όσοι δεν βλέπουν την πραγματικότητα μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς των επιθυμιών τους διακρίνουν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν πάντα ένας ρεαλιστής πολιτικός. «Ανδρώθηκε», εξάλλου, σε μια πολιτική δυναστεία, στο DNA της οποίας συνυπάρχουν ισχυρές δόσεις πολιτικής επιβίωσης που άλλοτε λειτουργούν και άλλοτε όχι.

Ποιος, για παράδειγμα, ξεχνάει ότι ο σημερινός πρωθυπουργός παρέμεινε βουλευτής στην αντιμνημονιακή Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά που λάνσαρε τα περιβόητα «ισοδύναμα» των «Ζαππείων»; Το έκανε μάλιστα σε μια περίοδο που, με τη στήριξη του πατέρα τους Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, η αδελφή του Ντόρα Μπακογιάννη διαφοροποιήθηκε ανοικτά, ψήφισε το πρώτο Μνημόνιο και δημιούργησε νέο πολιτικό φορέα, έχοντας στο πλάι της τα περισσότερα μέλη της οικογένειας, αλλά όχι τον βουλευτή Κυριάκο.   

Δίχως αμφιβολία, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αποδείξει ότι διαβάζει τους οιωνούς που διαγράφονται στον ορίζοντα και προσαρμόζεται γρήγορα στα εκάστοτε δεδομένα. Γι΄ αυτό και από τη στιγμή που στην τρέχουσα συγκυρία η πυξίδα στο παγκόσμιο πολιτικό στερέωμα έδειξε να στρέφεται σε σαφώς συντηρητική κατεύθυνση, μόνον εθελοτυφλούντες μπορούσαν να αναμένουν ότι θα έκανε επιλογή προσώπου για το Προεδρικό Μέγαρο η οποία θα αντιστρατεύονταν τη βούληση της μεγάλης μάζας των ψηφοφόρων που τον έφεραν και τον διατήρησαν στην εξουσία πριν από ενάμισι χρόνο.

Γι΄ αυτό, άλλωστε, στην παρούσα φάση κινήθηκε στον αντίποδα της επιλογής που έκανε πριν από πέντε χρόνια όταν πρότεινε για Πρόεδρο την Κατερίνα Σακελλαροπούλου, την πρώτη γυναίκα η οποία κατελάμβανε το ύπατο πολιτειακό αξίωμα με εχέγγυο τα «προοδευτικά» διαπιστευτήρια που είχε συσσωρεύσει κατά την άσκηση των καθηκόντων της στο Συμβούλιο της Επικρατείας.

Όπως και να το κάνουμε, όμως, το 2019 δεν είναι ίδιο με το 2025. Οπότε, ας μην αυταπατώμεθα, ούτε ο σημερινός Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ίδιος με τον προ πενταετίας Κυριάκο Μητσοτάκη που στελέχωνε το επιτελείο του και επέλεγε συνεργάτες χωρίς ισορροπητικές σταθμίσεις.   

Κακά τα ψέματα, η πρόσφατη εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ λειτούργησε καταλυτικά υπέρ της συντηρητικής αναδίπλωσης η οποία δεν περιορίζεται στις ΗΠΑ. Η επίδρασή της επεκτείνεται σε όλο τον πλανήτη, πριν καν αναλάβει καθήκοντα ο νέος Πρόεδρος που ορκίζεται την ερχόμενη Δευτέρα. Και, είτε αρέσει είτε όχι, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έδειξε ότι ήταν από τους πρώτους που έλαβε τα σχετικά μηνύματα.

Στη δημόσια συζήτηση την οποία είχε μόλις δέκα ημέρες μετά τις αμερικανικές εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου με τον Γάλλο φιλόσοφο και συγγραφέα Πασκάλ Μπρυκνέρ πήρε σαφείς αποστάσεις από τη λεγόμενη «woke ατζέντα» που ερέθιζε το παραδοσιακό δεξιό ακροατήριο.

Οι ισχυρισμοί του για «την τυραννία των μειονοτήτων» που «αν την αμφισβητήσεις σε λένε φασίστα, θιασώτη της πατριαρχίας» δεν άφηναν αμφιβολίες για τους αποδέκτες της τοποθέτησής του. Πολύ περισσότερο που, παρότι βρισκόμαστε μόλις λίγους μήνες μετά την πολιτική ένταση που δημιούργησε ο νόμος με τον οποίο άνοιξε ο δρόμος για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, συνοδευόταν από τη διαβεβαίωση ότι «αν εξαρτάται από εμένα, (σ.σ.: η διαβόητη woke culture) δε θα ήθελα ποτέ να υπάρξει στην Ελλάδα».

Στις ευρωεκλογές του περασμένου Ιουνίου, άλλωστε, το συντηρητικό ακροατήριο το οποίο δεν απείχε από τις κάλπες διαμαρτυρόμενο γι΄ αυτό τον λόγο ή δεν ψήφιζε τα διάφορα ακροδεξιά σχήματα, που οι πολιτικές τους θέσεις είναι πολύ συχνά για γέλια και για κλάματα, έδωσε εκ νέου την ψήφο του τη ΝΔ με πολύ βαριά καρδιά.

Αν προσθέσει κανείς σε όλα αυτά και την άκρως επιθετική κριτική για πτυχές της κυβερνητικής πολιτικής που, άλλοτε ασαφώς και σε κάποιες περιπτώσεις στοχευμένα, ασκούν τους τελευταίους μήνες οι προκάτοχοι του στην ηγεσία της ΝΔ και στην πρωθυπουργία της χώρας, Αντώνης Σαμαράς και Κώστας Καραμανλής, τα περιθώρια των χειρισμών που είχε παλαιότερα ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι πλέον αρκετά συρρικνωμένα.

Ήδη από τον προπερασμένο αιώνα, ο εμβληματικός Γερμανός καγκελάριος  Όττο φον Μπίσμαρκ δίνοντας τον ορισμό της πολιτικής υποστήριζε ότι «είναι η τέχνη του εφικτού και όχι του επιθυμητού». Ο ορισμός που διατύπωσε παραμένει αναλλοίωτος ως τις μέρες μας και όποιος τον παραβλέπει συνήθως έρχεται αντιμέτωπος με τις προσδοκίες της πλειοψηφίας της κοινής γνώμης.

Ο αντίλογος βεβαίως είναι ότι συνιστά έναν κανόνα που ισχύει σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα και μπορεί να λάβει διαφορετική τροπή σε μεσοπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη διάσταση. Οπότε μένει να φανεί αν το πνεύμα της λογικής «κάλιο γαϊδουρόδενε, παρά γαϊδουρογύρευε» που επικράτησε στην επιλογή του Κώστα Τασούλα, θα ενισχύσει όντως την κυβερνητική σταθερότητα που αποτελεί την δικαιολογητική βάση από την οποία υπαγορεύτηκε η προεδρική υποψηφιότητα του εξ Ηπείρου ορμώμενου πολιτικού.

Στις προσεχείς δημοσκοπήσεις και κυρίως στις επόμενες εκλογές θα ξέρουμε αν η επιλογή υπήρξε όντως μια επιτυχής πολιτική κίνηση.

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2025

Άνοιξαν οι πύλες του… φρενοκομείου και ανέλαβαν τη διοίκηση οι υποψήφιοι τρόφιμοι

    «Η Βοημία και (η) Μοραβία ενσωματώθηκαν εις το Γ΄Ράιχ. Ο Φύρερ εισήλθε χθες στην εσπέραν εις την Πράγαν. Ο Γερμανικός στρατός  συνεπλήρωσε την κατάληψιν του τσεχικού κράτους. Τα στρατεύματα του Ράιχ κατέλαβον την πρωτεύουσα της Σλοβακίας». 

    Αυτός ήταν επί λέξει ο πρωτοσέλιδος τίτλος με τον οποίο μια ελληνική καθημερινή εφημερίδα, η οποία κυκλοφορεί ακόμη, ενημέρωνε στις 16 Μαρτίου 1939 το κοινό της για ένα πολυσήμαντο γεγονός όπως ήταν η κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας από τον Χίτλερ. Ένα γεγονός το οποίο, ενώ αποτέλεσε την ουσιαστική πράξη κήρυξης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αντιμετωπίστηκε, όχι μόνον στην Ελλάδα, όπως μαρτυρεί το περί ού ο λόγος δημοσίευμα, αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο, με εντυπωσιακή χαλαρότητα.    

    Μια μέρα νωρίτερα, ο Χίτλερ, ο οποίος είχε ήδη ενσωματώσει στο Ράιχ την Αυστρία, είχε καλέσει σε συνάντηση τον πρόεδρο και τον υπουργό Εξωτερικών της Τσεχοσλοβακίας Εμίλ Χάτσα και Φράντισεκ Χβαλκόβσκι, αντίστοιχα, για να τους ανακοινώσει ότι η απόφασή του να εισβάλει στη χώρα τους ήταν ειλημμένη. Τούς διαμήνυσε ότι είχαν την «επιλογή» να κάνουν αντίσταση, η οποία θα συντριβόταν αμέσως, ή να «επιτρέψουν» την… ειρηνική κατάληψη. 

    Αρχικά, ο πρόεδρος Χάτσα κατέρρευσε, αλλά στη συνέχεια υπέγραψε το έγγραφο, με το οποίο η χώρα του διαμελίστηκε. Η Βοημία και η Μοραβία ανακηρύχθηκαν γερμανικό προτεκτοράτο με αρμοστή τον Γερμανό πρώην υπουργό Εξωτερικών Κονσταντίν φον Νόιρατ, στην Πράγα υψώθηκε η σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό και ο ίδιος ο Χάτσα διατήρησε τη θέση του προέδρου.

    Οι «άμοιροι» Τσέχοι δεν είχαν, άλλωστε, εναλλακτικές λύσεις από τη στιγμή που οι Βρετανοί και οι Γάλλοι σύμμαχοί τους είχαν αποφασίσει να ακολουθήσουν την περιβόητη «πολιτική κατευνασμού» που είχε επισημοποιηθεί λίγους μήνες νωρίτερα όταν συναντήθηκαν στο Μόναχο με τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι οι πρωθυπουργοί της Βρετανίας και της Γαλλίας. 

    Εκεί υπέγραψαν Σύμφωνο με το οποίο αναγνωριζόταν δικαίωμα προσάρτησης της Σουδητίας, μιας περιοχής της Τσεχοσλοβακίας που κατοικούσαν πληθυσμοί που θεωρούσαν τους εαυτούς τους «αλύτρωτους» Γερμανούς. Πριν από αυτό, εξάλλου, είχε υπογραφεί στη Μόσχα το Γερμανοσοβιετικό Σύμφωνο μη Επίθεσης ανάμεσα στους υπουργούς Εξωτερικών της ναζιστικής Γερμανίας Γιοάχιμ φον Ρίμπεντροπ και τον ομόλογά του της Σοβιετικής Ένωσης Βιατσεσλάβ Μολότοφ.

    Μπορεί να πέρασαν οκτώ και πλέον δεκαετίες από την εποχή που διαμείφθηκαν τα συγκεκριμένα γεγονότα τα οποία κατέληξαν στον πιο πολυαίμακτο πόλεμο της ανθρώπινης ιστορίας, αλλά όποιος έχει αίσθηση των πραγμάτων δεν νομίζω ότι δυσκολεύεται να βρει τις αναλογίες εκείνης της σκοτεινής περιόδου με τη σημερινή δυστοπική πραγματικότητα που προβάλλει στον διεθνή γεωπολιτικό ορίζοντα. Είναι η πρώτη φορά από το τέλος του Β΄Π.Π. που διατυπώνονται τόσο απροκάλυπτα απειλές για αναθεώρηση των συνόρων οι οποίες αν υλοποιηθούν θα αλλάξουν τον παγκόσμιο χάρτη και θα έχουν τρομακτικές επιπτώσεις που θα γίνουν αισθητές σε κάθε γωνιά του πλανήτη.

    Αναμφίβολα, τα όσα με ωμότητα ισχυρίζεται ότι είναι διατεθειμένος να κάνει ο Ντόναλντ Τραμπ μόλις επιστρέψει, σε δέκα μέρες από τώρα, στον Λευκό Οίκο, σε συνδυασμό με τις επανειλημμένες αποσταθεροποιητικές παρεμβάσεις εις βάρος δημοκρατικά εκλεγμένων ηγετών και υπέρ της Διεθνούς Ακροδεξιάς στις οποίες έχει επιδοθεί ο ανεκδιήγητος Έλον Μασκ, ο οποίος αποτελεί το alter ego του επανεκλεγέντος Αμερικανού Προέδρου, δεν απέχουν πολύ όσα δραματικά βίωσε η Ευρώπη την περίοδο του Μεσοπολέμου.  

    Μόνον όποιος εθελοτυφλεί, άλλωστε, δεν αντιλαμβάνεται ότι προς αυτή την κατεύθυνση οδηγούν οι εξαγγελίες Τραμπ για επέμβαση ακόμη και με στρατιωτικά μέσα στον Παναμά, στη Γροιλανδία και στον Καναδά, όπως ακριβώς έκανε ο Χίτλερ επικαλούμενος τη θεωρία για τον «ζωτικό χώρου του Ράιχ».

    Αντίστοιχης επικινδυνότητας είναι και οι απειλές για επιβολή δασμών έναντι όλων των εμπορικών εταίρων των ΗΠΑ. Ο εμπορικός πόλεμος που δίχως αμφιβολία θα ξεσπάσει από ένα τέτοιο μέτρο δεν θα αφήσει καμία χώρα ανεπηρέαστη, διότι τα αντίμετρα θα είναι αναπόφευκτα και αυτό σε μεσοπρόθεσμα θα πλήξει τη συνολική παγκόσμια παραγωγή και άρα τα εισοδήματα και ενδεχομένως την ίδια την επιβίωση πάρα πολλών ανθρώπων. 

    Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, πολλές χώρες αντιμετώπισαν το πρόβλημα με καταφυγή σε λύσεις που κατέτειναν στην εθνική αυτάρκεια. Κάτι τέτοιο, όμως, στη σημερινή εποχή του εκτεταμένου παγκόσμιου καταμερισμού της παραγωγής, αλλά και του τεχνολογικού χάσματος ανάμεσα στις προηγμένες και μη χώρες, μοιάζει ως απολύτως αναποτελεσματική εκδοχή. Αντιθέτως, οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν μόνον ως εφιαλτική προοπτική θα πρέπει να αντιμετωπίζονται. 

    Διότι, ας μην αυταπατώμεθα, το ανεκδιήγητο δίδυμο των Τραμπ και Μασκ δεν είναι οι μόνοι που δείχνουν αποφασισμένοι να ανοίξουν τις πύλες του παγκόσμιου… φρενοκομείου και αντί να νοσηλευτούν σε αυτό ως υποψήφιοι τρόφιμοι δηλώνουν έτοιμοι να αναλάβουν τη διοίκησή τους. 

    Στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη το πάνω χέρι έχουν πάρει αυταρχικοί ηγέτες οι οποίοι, όπως εμείς καλά γνωρίζουμε εδώ στη μικρή μας γειτονιά, δεν κρύβουν τα αναθεωρητικά τους σχέδια. Ενώ την ίδια ώρα οι δυνάμεις της λογικής και της συνεννόησης χάνουν όλο και μεγαλύτερο έδαφος, είτε από τα ίδια τα δικά τους λάθη, είτε από τις δύσκολες συγκυρίες που επιφυλάσσει η πολύπλοκη εποχή μας. 

    Είναι απογοητευτικό, για παράδειγμα, ότι στη σημερινή ευρωπαϊκή ηγεσία έχουν επικρατήσει πολιτικοί που θυμίζουν τον Βρετανό Νέβιλ Τσάμπερλεν, ο οποίος πίστευε ότι θα μπορούσε να κατευνάσει το χιτλερικό τέρας. Απουσιάζουν, αντιθέτως, χαρισματικές προσωπικότητες όπως ο Ουίστον Τσώρτσιλ που ηγήθηκε του αγώνα για να αφαιρεθεί η διοίκηση του φρενοκομείου από πρόσωπα, όπως ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι, που κανονικά θα έπρεπε να ήταν «τρόφιμοι» του.

    Ζητείται λοιπόν ηγεσία με λογική, σωφροσύνη και αποφασιστικότητα. Στην Ευρώπη πρωτίστως, αλλά και σε ολόκληρο τον πλανήτη συνακόλουθα. Οι πύλες του φρενοκομείου πρέπει να κλείσουν το δυνατόν γρηγορότερα.


Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2025

Οι αγέλες του Διαδικτύου διψούν για διχαστικές αφορμές

    Παλαιότερα οι άνθρωποι κάθε φορά που συναντώταν στους καφενέδες και σε άλλους χώρους κοινωνικής συναναστροφής, όπως τα γιορτινά τραπέζια, αντλούσαν επιχειρήματα για τις μεταξύ τους συζητήσεις από την ανάγνωση των εφημερίδων, η οποία αποτελούσε μια διαδικασία πιστοποίησης της εγκυρότητας για όσα επικαλούνταν προκειμένου να υπερκεράσουν την περιρρέουσα φημολογία. 
    «Μα έτσι το έγραψε ο Τύπος. Εγώ το διάβασα στην εφημερίδα!», ήταν ο συνήθως καταλυτικός ισχυρισμός που άλλοτε έτεμε και άλλοτε σφράγιζε τις διαφωνίες τόσο για γεγονότα όσο και για τις ερμηνείες τους.
    Αργότερα η… πιστοποίηση για το τι συνέβαινε γύρω μας προερχόταν, τουλάχιστον για ένα μέρος της κοινής γνώμης και κυρίως για τα τμήματα του πληθυσμού που δεν τα πήγαιναν και τόσο καλά με την ανάγνωση, από την παρακολούθηση όσων μετέδιδε η μικρή οθόνη η οποία συν τω χρόνω «εισέβαλε» και εγκαταστάθηκε σχεδόν σε όλα τα σαλόνια: αστικά και λαϊκά.     
    «Το… είπε η τηλεόραση!», υπήρξε η «ατάκα» στην οποία κατέφευγαν πλείστοι όσοι συμπολίτες μας όταν ήθελαν να πείσουν για τη δική τους πρόσληψη της πραγματικότητας.
    Η τηλεοπτική ενημέρωση ήταν «εύπεπτη» αλλά ταυτόχρονα και δωρεάν. Οπότε εύκολα απέσπασε τα ηνία έναντι της έντυπης ενημέρωσης, η οποία πέρα από το κόστος που την επιβάρυνε, καθώς για να αποκτήσει κάποιος πρόσβαση στο περιεχόμενο μιας εφημερίδας ή ενός περιοδικού έπρεπε να καταβάλει αντίτιμο ή να πληρώσει συνδρομή, χρειαζόταν συχνά να μετακινηθεί από το σπίτι ή το γραφείο του για να βρεθεί στο σημείο πώλησης. 
    Μοιραία, λοιπόν, ο πληθυσμός των ανθρώπων που ενημερώνονταν από τα έντυπα μέσα συρρικνώθηκε, ενώ η έκδοση εφημερίδων και περιοδικών έγινε ένα πολύ δύσκολο επιχειρηματικό εγχείρημα.
    Η σημαντικότερη, όμως, επίπτωση ήταν η κατά γενική ομολογία υποβάθμιση της ποιότητας της ενημέρωσης. Η οπτικοποίηση των ειδήσεων που μεταδίδουν οι τηλεοπτικοί σταθμοί βασίζονται πρωτίστως στην εικόνα και λιγότερο στον λόγο και άρα στην ουσία της είδησης. 
    Όσο πιο έντονες είναι οι εικόνες που έχουν στη διάθεσή τους οι ιθύνοντες των καναλιών τόσο περισσότερο «αιχμαλωτίζουν» το φιλοθεάμον κοινό. 
    Ένα εντυπωσιακό τροχαίο, ακόμη και αν είναι αναίμακτο, βρίσκει ευκολότερα -με εξαιρέσεις πάντα- θέση σε ένα τηλεοπτικό δελτίο συγκριτικά, για παράδειγμα, με τη βράβευση ενός εξέχοντα επιστήμονα που μπορεί να ξεχώρισε με μια διεθνών διαστάσεων εφεύρεση. 
    Δεν χρειάζεται, ωστόσο, να είναι κανείς τεχνοφοβικός για να αναγνωρίσει ότι τα πράγματα έγιναν πολύ χειρότερα μετά την επέλαση του Διαδικτύου και την άνθηση των λεγόμενων μέσων κοινωνικής δικτύωσης (social media) τα οποία έδωσαν -χωρίς υπερβολή- τη δυνατότητα σε κάθε κάτοχο ενός smart phone ή ενός tablet να μετατραπεί σε παραγωγό υποτιθέμενου «ειδησεογραφικού» περιεχομένου. 
    Το αποτέλεσμα ήταν, στη διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας να αλλάξουν άρδην οι συνήθεις ροές της πληροφόρησης για το ευρύ κοινό, καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι έχουν πάψει όχι μόνον να διαβάζουν εφημερίδες και περιοδικά αλλά και να βλέπουν τηλεόραση για να «μάθουν τα νέα». 
    Όπως δείχνουν τα ευρήματα πολλών πρόσφατων μετρήσεων, η -εντός ή εκτός εισαγωγικών- ενημέρωση ενός μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης γίνεται πλέον από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. 
    Το facebook, η πλατφόρμα X (το πρώην Twitter), που έχει περάσει στον έλεγχο του ανεκδιήγητου μεγιστάνα και φανατικού τραμπιστή Έλον Μασκ, το Instagram και άλλα ΜΚΔ της νεότερης γενιάς, αποτελούν στις μέρες μας βασικοί διαύλοι μέσω των οποίων γίνεται λήπτης της τρέχουσας πληροφόρησης ένα συντριπτικά μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας στο μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη. 
    Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι και τα λεγόμενα συστημικά μέσα προκειμένου να προσελκύσουν μεγαλύτερο κοινό διοχετεύουν το δικό τους περιεχόμενο στα social media. 
    Στα καθ΄ ημάς η κατάσταση είναι από τις χειρότερες, εξαιτίας και του γεγονότος ότι μια μεγάλη μερίδα των παραδοσιακών μέσων έπεσαν θύματα της οικονομικής κρίσης που οδήγησαν στα Μνημόνια αλλά και των δικών τους ανομημάτων που σχετίζονται κυρίως με το γεγονός ότι «εκπαίδευσαν» το κοινό τους ότι τα σύνθετα προβλήματα μπορεί να αντιμετωπιστούν με εύκολες λύσεις του τύπου «όλα είναι άσπρο ή μαύρο». 
    Και ακόμη χειρότερα ότι η ευημερία είναι μια αέναη κατάσταση που δεν έχει αντίστροφη πορεία.
    Ειδικά στη χώρα μας, η ευρεία διάδοση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης συνέπεσε χρονικά με τις εξαλλοσύνες της μνημονιακής περιόδου κατά την οποία ο δημόσιος βίος κατακλύζονταν από κάθε είδους αστείρευτες λαϊκίστικες υπερβολές για τα αίτια της κρίσης, ενώ εκπέμπονταν από πολλές πλευρές ασύμμετρες τοξικές επιθέσεις κατά προσώπων και θεσμών που σe πλείστες περιπτώσεις εύρισκαν έρεισμα σε fake news. 
    Τι να θυμηθούμε και τι να ξεχάσουμε; Τις υποτιθέμενες δωροδοκίες βουλευτών των ΑΝΕΛ ή τις κατασκευές για τροχήλατες βαλίτσες στο Μαξίμου από τον υπόκοσμο που καθοδηγούσε ο διαβόητος «Ρασπούτιν»;  
    Το δηλητήριο που χύθηκε εκείνη την περίοδο ήταν τόσο πολύ και τόσο έντονο που η επίδρασή του είναι, δυστυχώς, ακόμη και σήμερα παρούσα στα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα της πατρίδας μας. 
    Μπορεί οι πρωταγωνιστές να άλλαξαν, αλλά οι μέθοδοι της δολοφονίας χαρακτήρων και της καλλιέργειας του διχαστικού πνεύματος είναι ίδιες και απαράλλακτες. 
    Με το ίδιο μοτίβο συμπεριφοράς των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ανακαλύπτουν εχθρούς ακόμη και εκεί που δεν υπάρχουν, εξαπολύοντας τοξικές επιθέσεις σε όποιον θεωρούν ότι δεν ταυτίζεται με τις δικές τους ιδεοληπτικές εμμονές. 
    Αντιγράφοντας τον φανατισμό με τον οποίο οι υποστηρικτές του Αλέξη Τσίπρα και κατόπιν του Στέφανου Κασσελάκη καθύβριζαν όποιον δεν συμφωνούσε μαζί τους, ανώνυμα, κυρίως, τρολ ξιφουλκούν εναντίον όποιου διαφωνεί με τη δική τους κοσμοθεώρηση.
    Από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις υπήρξε η καταιγιστική αναπαραγωγή από δεκάδες λογαριασμούς στο «Χ» των ισχυρισμών ότι δήθεν ο δήμαρχος Αθηναίων Χάρης Δούκας οργάνωσε πρωτοχρονιάτικη εκδήλωση προς… τιμήν του ΠΑΣΟΚ. 
    Κι όλα αυτά επειδή κάποιος χρήστης του Διαδικτύου απομόνωσε ένα φωτογραφικό ενσταντανέ που έδειχνε το έμβλημα του πράσινου ήλιου το οποίο εμφανίστηκε δι΄ ολίγον σε μια πολύωρη παράσταση με μουσικές και ιστορικά δρώμενα στην οποία όσοι την είδαν διαβεβαιώνουν ότι μόνον έπαινο δεν συνιστούσε για το σημερινό κόμμα  της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
    Τι σημασία, όμως, είχε; Οι αγέλες του εγχώριου Διαδικτύου που διψούν για διχαστικές αφορμές δεν μπορούσαν να αφήσουν να περάσει ανεκμετάλλευτη μια τέτοια… ευκαιρία. Πολύ περισσότερο που ο… κόπος τους ανταμείφθηκε από αμέτρητα likes και πάμπολλα σχόλια άλλων χρηστών που κατάπιαν αμάσητες τις αναρτήσεις λογαριασμών που προβάλλονται ως «opinionmakers». 
    Μπορεί λίγοι να είδαν τη συγκεκριμένη εκδήλωση του Δήμου Αθηναίων, η οποία μεταδόθηκε μόνον διαδικτυακά, αλλά οι αυτόκλητοι (;) μαχητές του πληκτρολογίου δεν είχαν κανένα απολύτως πρόβλημα να κάνουν αναπαραγωγή μιας ψευδούς παράστασης για να επιτεθούν στον κ. Δούκα, λες και είχε ο ίδιος προσωπικά την καλλιτεχνική επιμέλεια της επίμαχης εκδήλωσης.
    Άλλωστε δεν ήταν η πρώτη φορά που επιδόθηκαν στο συγκεκριμένο «άθλημα». Παλαιά τους τέχνη κόσκινο. Και σιγά που θα άφηναν την πραγματικότητα να τους χαλάσει το «αφήγημα», χωρίς το οποίο θα έχαναν τα likes και τις αναπαραγωγές. 
    Όπως και να το κάνουμε, ο διχασμός «πουλάει». Και «πουλάει» τρελά. Μόνον που οι άνθρωποι που «ενημερώνονται» κατ΄ αυτόν τον τρόπο, μόνον ενημερωμένοι δεν είναι. 
    Υ.Γ.: Τη μόνη απορία που έχω από όλο αυτό το σκηνικό είναι πως άραγε να ένοιωσαν όλοι αυτοί που επί μέρες πολλές καλλιεργούσαν τον διχασμό ανάμεσα στην πρωτοχρονιάτικη εκδήλωση του Δήμου Αθηναίων στο Σύνταγμα και την αντίστοιχη που οργάνωσε την ίδια ώρα η Περιφέρεια Αττικής στο Πεδίο του Άρεως όταν έμαθαν ότι το ίδιο βράδυ ο Χάρης Δούκας και ο Νίκος Χαρδαλιάς βρέθηκαν στο ίδιο κλαμπ και αντάλλαξαν εγκάρδιες ευχές…

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2024

Η αβεβαιότητα συνιστά τη νέα «κανονικότητα» του 2025

    «Αίσιον και ευτυχές το νέο έτος», ήταν παραδοσιακά η ευχή που απηύθυναν τέτοιες μέρες οι προηγούμενες γενιές οι οποίες είχαν μεν βγει τραυματισμένες από το καμίνι του πολυαίμακτου Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, πλην όμως εκείνη η σκληρή δοκιμασία είχε «οπλίσει» τους επιβιώσαντες με μεγάλες προσδοκίες και ανυπέρβλητη αισιοδοξία ότι ένας «Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος» πρόβαλε στον ορίζοντα.

    Ακόμη και η δική μας χώρα, η οποία λόγω του Εμφυλίου άργησε να ακολουθήσει αυτή τη ρότα, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 άρχισε να βιώνει μια ιστορικών διαστάσεων μεταμόρφωση του παραδοσιακού αναπτυξιακού μοντέλου, η οποία αύξανε βαθμιαία την πεποίθηση ότι η ανοδική τροχιά της ευημερίας θα ήταν αέναη. Η πλειονότητα των ανθρώπων πίστευαν ότι τα παιδιά που αποκτούσαν θα ζούσαν καλύτερα από τους ίδιους.  

    Με μικρά ή μεγαλύτερα σκαμπανεβάσματα, όπως ήταν οι πετρελαϊκές κρίσεις του 1973 και του 1979, ο στασιμοπληθωρισμός της δεκαετίας του 1980, που γονάτισε την παγκόσμια οικονομία, όπως και μεταγενέστερα, το 2009, η κατάρρευση της Lehman Brothers, οι περισσότεροι άνθρωποι, τόσο στον δυτικό όσο και στον ανατολικό κόσμο, μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων της Ευρώπης, το 1989, έβλεπαν το επίπεδο της ζωής τους να βελτιώνεται χρόνο με τον χρόνο. 

    Η βαθμιαία επέλαση της παγκοσμιοποίησης μπορεί να προκάλεσε αρκετά «θύματα», καθώς έθεσε εκτός του παραγωγικού ιστού πολλές παραδοσιακές επιχειρήσεις του πρωτογενούς (σ.σ.: αγροτικές καλλιέργειες) και του δευτερογενούς (σ.σ.: μεταποίηση) τομέα της οικονομίας, αλλά συνολικά αύξησε την παραγωγή, το εμπόριο αλλά και τον διανεμόμενο πλούτο. 

    Παρόλο που ο πλούτος δεν κατανεμήθηκε ισότιμα ανάμεσα στις χώρες και, πολύ περισσότερο, στους ανθρώπους, γεγονός είναι ότι η συνολική ευημερία κινήθηκε ανοδικά. Είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι. Εξίσου αλήθεια, όμως, είναι ότι τους καρπούς της αυξημένης ευημερίας γεύθηκαν τόσο τα μέλη της νεοσχηματισθείσας μεσαίας τάξης όσο και τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα που απέκτησαν πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες, όπως και σε δικαιώματα τα οποία για τους προγόνους τους ήταν αδιανόητα.        

    Ο Ψυχρός Πόλεμος, όπως και κάποιες περιφερειακές συρράξεις οι οποίες ωστόσο έμειναν σχετικά μακριά από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, που ενεπλάκησαν μόνον εμμέσως σε αυτές, δεν αποτέλεσαν τροχοπέδη για την ευημερία, η οποία εύρισκε έρεισμα στη σταθερότητα την οποία απολάμβανε ο πλανήτης για διάστημα μεγαλύτερο από επτά δεκαετίες και το οποίο ήταν μάλλον το μεγαλύτερο στην παγκόσμια ιστορία. 

    Οι τυπικοί και άτυποι θεσμοί της παγκόσμιας διακυβέρνησης παρέμεναν σε μεγάλο βαθμό σεβαστοί και απαραβίαστοι. Τα σύνορα μεταξύ των χωρών ήταν σε γενικές γραμμές απαραβίαστα. Με αποτέλεσμα όλα αυτά τα χρόνια οι περισσότερες από τις αλλαγές που συντελέστηκαν να αφορούν τη δημιουργία νέων κρατών τα οποία επιτύγχαναν την αυτοδιάθεσή τους απαλλασσόμενα από την κατοχή ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, όπως συνέβη τη δεκαετία του 1960 με πολλές αφρικανικές χώρες, αλλά και με την Κύπρο, που απέκτησαν την ανεξαρτησία τους.

    Η εναλλαγή των ηγετών και των πολιτικών δυνάμεων που ασκούσαν τη διακυβέρνηση στις σημαντικότερες χώρες διαδραμάτιζε αναμφίβολα ρόλο στις εκάστοτε εξελίξεις. Με τη διαφορά, όμως, ότι, ατενίζοντας κανείς εκ των υστέρων τη μεγάλη εικόνα, αντιλαμβάνεται ότι ο ρόλος αυτός δεν ήταν αρκετός για να ανατρέψει τον ρου της ιστορίας. 

    Πόσο, για παράδειγμα, διαφορετικός ήταν ο πλανήτης, αλλά και η ίδια η χώρα, όταν στις ΗΠΑ ήταν Πρόεδρος ο Κάρτερ από την εποχή του Ρήγκαν; Ή όταν η Γαλλία κυβερνήθηκε από τον Ντε Γκώλ σε σχέση με την εποχή του Μιττεράν, η Βρετανία από την Θάτσερ ή τον Μπλερ και η Γερμανία από τον Μπραντ ή τον Κολ.

    Η προσδοκία ότι τα πράγματα θα πήγαιναν καλύτερα ήταν τόσο ισχυρή που οι περισσότεροι πολίτες ψήφιζαν και επέλεγαν τις ηγεσίες τους κατά βάση με αυτό το κριτήριο. Ο ηγέτης και η πολιτική δύναμη που κάθε φορά εξέφραζαν περισσότερο το συγκεκριμένο «αφήγημα» ήταν εκείνοι που κέρδιζαν τις εκλογές. Την ίδια ώρα, όμως, οι γεωπολιτικές συνθήκες μέσα στις οποίες ζούσαν οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν, κατά βάση, σταθερές. Και έτσι τα αιτήματα της πλειονότητας ήταν οικονομικής φύσης και στόχευαν πρωτίστως στην αύξηση της ευημερίας.

    Η εικόνα αυτή, που μας συντρόφευσε για αρκετές δεκαετίες, άλλαξε δραματικά τα τελευταία χρόνια. Η αναστάτωση που επέφερε η λεγόμενη «αραβική άνοιξη», που μόνον τέτοια δεν αποδείχθηκε, η εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία, η αποτρόπαια απαγωγή των Ισραηλινών ομήρων από τη Χαμάς και η ασύμμετρη ισοπέδωση της Γάζας, λειτούργησαν ως αφορμές για να ανοίξει το χρονοντούλαπο της Ιστορίας και να ξεπεταχθούν από τα σωθικά του καινούργιοι μισαλλόδοξοι εθνικισμοί και νέες τυφλές θρησκευτικές διαμάχες που επωάζονταν επί χρόνια και πλέον δύσκολα θα τιθασευτούν. Το κακό τζίνι βγήκε από το μπουκάλι και οι ελπίδες να επιστρέψει μάλλον φρούδες.

    Απότοκο όλων αυτών, σε συνδυασμό, βεβαίως, με τα τραγικά πολιτικά λάθη των αντιπάλων του, υπήρξε η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ. Ο Πρόεδρος που κέρδισε τις εκλογές με υποσχέσεις ότι το σύνθημα MAGA (Make America Great Again) θα σήμαινε ότι δεν θα συμμετείχε σε πολέμους, διότι η κυβέρνηση του θα επικέντρωνε το ενδιαφέρον της στα εσωτερικά προβλήματα της χώρας, πριν καν αναλάβει καθήκοντα εξαπέλυσε πρωτόγνωρες απειλές προς πολλές κατευθύνσεις. Απείλησε τον Παναμά ότι θα του αποσπάσει τον έλεγχο της ομώνυμης διώρυγας αν δεν μειώσει τα τέλη διέλευσης των αμερικανικών πλοίων. Στράφηκε κατά της Δανίας ανακοινώνοντας μονομερώς την απόφασή του να θέσει υπό τον έλεγχό του το στρατηγικό νησί της Γροιλανδίας. «Προειδοποίησε» τον Καναδά ότι, αν δεν συμμορφωθεί με τις υποδείξεις του, θα χάσει την κρατική οντότητά του και θα μετατραπεί σε 51η Πολιτεία των ΗΠΑ.

    Μεγάλες επιπτώσεις για τη συλλογική ευημερία στον πλανήτη θα υπάρξουν αν μετά τις 20 Ιανουαρίου 2025 που θα γίνει η «αλλαγή φρουράς» στον Λευκό Οίκο υλοποιηθούν οι απειλές Τραμπ για την επιβολή δασμών στα προϊόντα που εισάγονται στις ΗΠΑ. Οι ευρωπαϊκές χώρες, η Κίνα και τα υπόλοιπα κράτη που θα δουν να μπαίνουν εμπόδια στη διακίνηση των δικών τους προϊόντων δεν θα μείνουν με σταυρωμένα χέρια. Θα προχωρήσουν σε αντίποινα και ο γενικευμένος εμπορικός πόλεμος που θα ακολουθήσει και θα θυμίζει εποχές Μεσοπολέμου θα έχει επηρεάσει αρνητικά την παγκόσμια παραγωγή και άρα τα εισοδήματα μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων και εργαζομένων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου.  

    Με αυτά και με πολλά άλλα, ο πλανήτης υποδέχεται σε λίγα 24ωρα το 2025 μέσα σε συνθήκες τρομακτικής αβεβαιότητας, που ενισχύεται από το γεγονός ότι την ίδια ώρα η Ευρώπη ταλανίζεται από φαινόμενα πολιτικής κοινωνικής και οικονομικής αστάθειας. Η Γαλλία βρίσκεται ουσιαστικά από τον Ιούνιο χωρίς κυβέρνηση και είναι αμφίβολο αν θα αποκτήσει σύντομα για να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση που την απειλεί. Η Γερμανία οδηγείται σε πρόωρες εκλογές και κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει ότι τον Φεβρουάριο που θα στηθούν οι κάλπες θα καταφέρει να αποκτήσει βιώσιμο κυβερνητικό σχήμα που θα την ξεκολλήσει από την οικονομική στασιμότητα προτού βουλιάξει σε πιο βαθιά ύφεση.

    Όσο για τα καθ΄ ημάς, μπορεί οι μακροοικονομικοί δείκτες να δείχνουν ότι κινούμαστε σε αντίθετη πορεία από την υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά αυτό, όπως καταγράφεται σε όλες τις μετρήσεις, δεν αυξάνει την πεποίθηση των Ελλήνων ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα την επόμενη χρονιά. Κάθε άλλο. Η απαισιοδοξία είναι στα ύψη. 

    Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν έχουμε παρά να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι τόσο οι διεθνείς όσο και οι εγχώριοι παράγοντες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αβεβαιότητα συνιστά τη νέα «κανονικότητα» του 2025. Και άρα μάλλον δύσκολα θα αποδειχθεί «αίσιον και ευτυχές το νέον έτος».

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2024

Θα ανάψει και άλλο «πράσινο φως» ο Τραμπ για «επιθετικές εξαγορές» από τον Ερντογάν;

    Στην πιο πρόσφατη δημοσκόπηση που είδε το φως της δημοσιότητας (Pulse για τον Σκάι), τρεις στους τέσσερις Έλληνες (75%) δήλωσαν ότι τους απασχολούν τα ελληνοτουρκικά θέματα, ενώ επτά στους δέκα συμπατριώτες μας (69%) απάντησαν ότι έχουν ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στη Συρία και στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.
    Είναι δύο ευρήματα που καταδεικνύουν ότι η ελληνική κοινή γνώμη δεν είναι καθόλου αδιάφορη για τα όσα συμβαίνουν στη διεθνή σκηνή και πολύ περισσότερο ότι δεν αποστρέφει, όπως ορισμένοι νομίζουν, το πρόσωπό της από τις δυσμενείς εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα τελευταία στη στενή αλλά και στην ευρύτερη γειτονιά μας. 
    Μπορεί η πλειονότητα της κοινωνίας μας να αξιολογεί ως πιο σημαντικά για τη δική της καθημερινότητα άλλα ζητήματα, όπως είναι η φρενήρης ακρίβεια που κατατρώει τα εισοδήματα των περισσοτέρων και κυρίως των πιο αδύναμων στρωμάτων, ή η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η δημόσια υγεία, πλην, όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αντιλαμβάνεται τους κινδύνους που ελλοχεύουν από τα όλο και πιο βαριά σύννεφα που συσσωρεύονται στον διεθνή ορίζοντα.
    Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι από την ίδια μέτρηση προκύπτει ότι ο ένας στους δύο συμπολίτες μας (49%) προεξοφλεί ότι η νέα χρονιά που ξεκινάει σε ένδεκα μέρες θα είναι για την ανθρωπότητα και τον κόσμο λίγο ως πολύ χειρότερη από τη φετινή. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κόσμος που μας περιβάλει έχει γίνει πολύ πιο σκληρός και βίαιος τα τελευταία χρόνια. Οπότε όσο και να θέλει να είναι κάποιος αισιόδοξος, η πραγματικότητα δεν του το επιτρέπει.  
    Οι αιματηρές πολεμικές συγκρούσεις στην Ουκρανία, στη Γάζα, στον Λίβανο και η πρόσφατη καθεστωτική ανατροπή στη Δαμασκό συνθέτουν ένα σκηνικό αστάθειας, που όμοιο έχει πολλές δεκαετίες να ζήσει η ανθρωπότητα. Ένα σκηνικό το οποίο γίνεται ακόμη πιο αβέβαιο εξαιτίας της σχεδόν παντελούς απουσίας αξιόλογων ηγετικών προσωπικοτήτων στην ευρωπαϊκή ήπειρο αλλά και της ανεκδιήγητης συμπεριφοράς που έχει ο εκλεγμένος Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής και των διεθνών σχέσεων.
    Μόνον και μόνον οι έπαινοι που επιφυλάσσει ο Τραμπ για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, τον Τούρκο πρόεδρο ο οποίος απροκάλυπτα πλέον εκμυστηρεύεται δημόσια τους νεοοθωμανικούς επεκτατικούς σχεδιασμούς του για κατάκτηση εδαφών, που ξεκινούν από τη γειτονική του Συρία και φθάνουν έως τη Λιβύη και το μακρινό Σουδάν, είναι προφανές ότι κάνουν ακόμη πιο ασυγκράτητο τον «Σουλτάνο» της Άγκυρας.
    Είναι, εξάλλου, ο ίδιος ο Αμερικανός Πρόεδρος ο οποίος επιβεβαίωσε την υποψία όλων ότι οι τζιχαντιστές που υποχρέωσαν τον δικτάτορα Άσαντ να εγκαταλείψει άρον άρον τη Δαμασκό δεν ήταν τίποτε περισσότερο από υποκινούμενα ανδρείκελα του Ερντογάν. Ανδρείκελα που, χάρις στην αφειδή τουρκική βοήθεια, είχαν εδραιωθεί στην αυτόνομη περιοχή του Ιντίλμπ, εφαρμόζοντας τα ισλαμιστικά ήθη και έθιμα (γυναίκες καλυμμένες με μαντήλες, κλπ) τα οποία, ας μην αυταπατώμεθα, αργά ή γρήγορα θα τα δούμε να επικρατούν σε όλη τη Συρία.
    Ο απίστευτος ισχυρισμός περί «επιθετικής εξαγοράς» της Συρίας από την Τουρκία, τον οποίο χρησιμοποίησε ο Τραμπ για να περιγράψει την κατάσταση στην πολύπαθη μεσανατολική χώρα που ταλανίζεται από εμφύλιες συρράξεις ήδη από το 2011, αποτελεί την απόλυτη αποθέωση του κυνισμού. Και το ακόμη πιο απογοητευτικό είναι ότι δεν έμεινε εκεί. Υποστήριξε επιπλέον ότι ο Ερντογάν «είναι πολύ έξυπνος άνθρωπος» και ότι «στην Τουρκία ήθελαν αυτή την ανατροπή εδώ και χιλιάδες χρόνια και τα κατάφεραν». Για να καταλήξει λέγοντας ότι «η Άγκυρα θα κρατήσει το κλειδί για ό,τι συμβαίνει στη Συρία».
    Περιέβαλε, βεβαίως, όλο αυτό το φιλοερντογανικό «αφήγημα» με τις γνωστές λαϊκίστικες φιοριτούρες ότι «δεν θα ήθελε να σκοτωθούν Αμερικανοί στρατιώτες στη Συρία». Στην πραγματικότητα, όμως, μόνον αφελείς μπορεί να καταπιούν τις δήθεν «πασιφιστικές ευαισθησίες» του Τραμπ ότι «δεν είναι δικός μας αυτός ο πόλεμος». Διότι πρέπει να εθελοτυφλεί κανείς για να μην αντιλαμβάνεται ότι ο εκλεγμένος Πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν αυτός που επί της ουσίας άναψε το «πράσινο φως» για να αλλάξουν τα σύνορα στη Μέση Ανατολή.
    Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι την ίδια ώρα ο ισραηλινός πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Νετανιάχου έκανε δηλώσεις μέσα από το συριακό έδαφος, στέλνοντας μήνυμα ότι δεν θα μείνει έξω από τη λεία του διαμοιρασμού των εδαφών της Συρίας. Τα εμβληματικά Υψίπεδα του Γκολάν που επί δεκαετίες, όπως θυμόμαστε οι παλαιότεροι που μεγαλώσαμε ακούγοντας τόσες και τόσες φορές γι΄ αυτή τη διαφιλονικούμενη περιοχή στη μεθόριο του Ισραήλ με τη Συρία, ελέγχονται πλέον από τις ισραηλινές στρατιωτικές δυνάμεις που θα είναι αφέλεια να αναμένει κανείς ότι θα αποσυρθούν από εκεί σε προβλεπτό χρόνο. 
    Όπως όλα δείχνουν, μάλιστα, τα χειρότερα είναι μπροστά μας, καθώς οι επεκτατικές διαθέσεις τόσο του Νετανιάχου όσο και του Ερντογάν προοιωνίζονται περισσότερο αίμα και μεγαλύτερη γεωπολιτική αναστάτωση στη Μέση Ανατολή. Οι απειλές ορισμένων στελεχών του Αμερικανικού Κογκρέσου για επιβολή κυρώσεων στην Άγκυρα εφόσον εξαπολυθεί επίθεση κατά των Κούρδων της Συρίας, οι οποίοι εξοπλισμένοι με αμερικανικά όπλα αμύνθηκαν γενναία απέναντι στο «Ισλαμικό Κράτος», δεν φαίνεται να ιδρώνει το αυτί του Τούρκου Προέδρου.
    Ακόμη περισσότερο αδιάφορος δείχνει, δυστυχώς, ο κύκλος του Τραμπ για τους σχεδιασμούς του Ερντογάν να προχωρήσει σε υπογραφή με τα ανδρείκελα του στη Δαμασκό συμφωνίας για την οριοθέτηση ΑΟΖ εις βάρος των νομίμων συμφερόντων της Ελλάδας και της Κύπρου. Το προηγούμενο του διαβόητου παράνομου τουρκολυβικού συμφώνου δεν αφήνει ελπίδες ότι θα επικρατήσει το διεθνές δίκαιο.     
    Υπό αυτές τις συνθήκες, η ελληνική διπλωματία και το ελληνικό λόμπι στις ΗΠΑδεν έχουν άλλη επιλογή παρά να κινητοποιηθούν -χωρίς χρονοτριβή και πριν να είναι αργά- ώστε να ματαιωθεί το «πράσινο φως» που έχει λάβει ο Ερντογάν από τον Τραμπ για να προχωρήσει σε νέες «επιθετικές εξαγορές». Το επιτάσσει και η κοινή γνώμη που είναι ευαισθητοποιημένη και δικαίως αγωνιά για τις εξελίξεις.

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2024

Είναι οι τραπεζίτες τα «κακομαθημένα παιδιά» της ελληνικής οικονομίας;

    «Σε νέα μείωση των επιτοκίων της, κατά 0,25%, προχώρησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για τέταρτη φορά από την αρχή του έτους. Μετά τη μείωση, το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ (επιτόκιο καταθέσεων) διαμορφώνεται στο 3% από 4% που ήταν στις αρχές του 2024».

    Η συγκεκριμένη είδηση που προέρχεται από τη χθεσινή (Πέμπτη 12/12/24) επικαιρότητα πέρασε σχεδόν στα ψιλά της εσωτερικής ειδησεογραφίας από τη στιγμή που η επίπτωσή της στη μικροοικονομική πραγματικότητα που βιώνουν τα νοικοκυριά είναι στη σφαίρα της εικασίας.

    «Υποτίθεται ότι η εξέλιξη αυτή θα οδηγήσει σε μείωση του κόστους εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεων περίπου 400 χιλιάδων πολιτών», ήταν το σχόλιο με το οποίο συνόδευαν την είδηση ορισμένοι ραδιοφωνικοί σταθμοί και ειδησεογραφικοί ιστότοποι.

    Ο τόνος ήταν στο ρήμα «υποτίθεται» διότι, κακά τα ψέματα, ουδείς ανέμενε να κάνουν οι τράπεζες αυτό που έκαναν όταν τα επιτόκια είχαν πάρει την ανιούσα. Τότε με το που γινόταν γνωστή η απόφαση της ΕΚΤ να ανεβάσει τα επιτόκια, τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα προχωρούσαν αυθωρεί και παραχρήμα στην αναπροσαρμογή των επιτοκίων με τα οποία χρεώνουν τους δανειολήπτες. 

    Όσοι έχουμε στεγαστικά επιτόκια με κυμαινόμενο επιτόκιο το ξέρουμε πολύ καλά. Δεν προλάβαινε να φθάσει η πληροφορία από τη Φρανκφούρτη ότι συνεδρίασε το ΔΣ της ΕΚΤ για να συζητήσει αύξηση των επιτοκίων, ώστε να αντιμετωπιστούν οι πληθωριστικές πιέσεις στην ευρωζώνη, και οι ελληνικές τράπεζες είχαν αναπροσαρμόσει τα επιτόκια. Με ρυθμό… «ομοθυμαδόν» μάλιστα, αγνοώντας πλήρως τους κανόνες του ανταγωνισμού και τους υποτιθέμενους θεσμούς προστασίας των καταναλωτών.

    Είναι εξοργιστικό ότι, κάθε φορά που βρισκόμαστε στη φάση της ανοδικής τροχιάς των επιτοκίων, η εξυπηρέτηση των κάθε λογής δανείων γίνεται σχεδόν με αυτόματο τρόπο πιο αλμυρή για τους δανειολήπτες, σχεδόν ποτέ δεν συμβαίνει το ίδιο όταν η ΕΚΤ αποφασίζει να μειώσει τις επιτοκιακές επιβαρύνσεις του δανεισμού των πιστωτικών ιδρυμάτων από το ευρωπαϊκό σύστημα. 

    Ακόμη πιο εξοργιστικό είναι ότι η συγκεκριμένη τακτική αποτελεί την ελληνική εξαίρεση, η οποία έχει ως αποτέλεσμα η διαφορά ανάμεσα στα επιτόκια καταθέσεων που δίνουν οι ελληνικές τράπεζες σε σχέση με τα επιτόκια που οι ίδιες χρεώνουν τους δανειολήπτες τους να είναι μακράν η μεγαλύτερη σε ολόκληρο τον πλανήτη.

    Το δυστύχημα είναι ότι στις μέρες μας η απληστία των τραπεζιτών δεν περιορίζεται στο spread καταθέσεων και χορηγήσεων. Από το αναβαλλόμενο φόρο, που τους δόθηκε με αποφάσεις περισσότερων της μιας κυβερνήσεων των τελευταίων ετών, έως τις οριζόντιες προμήθειες που επιβάλλουν στους πολίτες, οι οποίοι εκόντες άκοντες υποχρεώνονται από τις κρατικές αρχές να συναλλάσσονται μέσω των τραπεζών, τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα βλέπουν τα κέρδη τους να εκτοξεύονται.

    Τι και αν ουσιαστικά χρεωκόπησαν την περίοδο του Μνημονίων και χρειάστηκε να ανακεφαλαιοποιηθούν με χρήματα των φορολογουμένων; Τα κεφάλαια αυτά εξανεμίστηκαν. Προφανώς διότι στις άφρονες αποφάσεις των διοικούντων τους, που δάνειζαν χωρίς υγιή τραπεζικά κριτήρια, δόθηκε οριζόντια ασυλία η οποία ήταν σαν να μπήκε σφουγγάρι στις ευθύνες. 

    Το αποτέλεσμα ήταν, λίγο ως πολύ να εξακολουθούν να βρίσκονται ακόμη και τώρα στο τιμόνι των τραπεζών τα ίδια πρόσωπα που τις χρεοκόπησαν. Πρόσωπα τα οποία δεν αρκεί ότι δεν πλήρωσαν για τις παλαιές τους «αμαρτίες», αλλά αποθρασυμένοι πλέον αμείβονται πλουσιοπάροχα με «μπόνους» που οι ίδιοι αποφασίζουν για τους εαυτούς τους και τα οποία δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι τα δικαιούνται επειδή επέδειξαν κάποια αξιομνημόνευτη διοικητική ικανότητα.

    Μιλάμε για προκλητικές αμοιβές που είναι τόσο υψηλές ώστε να προκαλούν τη μήνη ακόμη και του Έλληνα κεντρικού τραπεζίτη Γιάννη Στουρνάρα, ο οποίος τόσο με την τωρινή ιδιότητα του επικεφαλής της Τράπεζας της Ελλάδος όσο και με την προηγούμενη, αυτή του υπουργού Οικονομικών στην κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου, ήταν από εκείνους που προέταξαν τα στήθη τους για να μείνει όρθιο το -κατά τα άλλα «αμαρτωλό»- εγχώριο τραπεζικό σύστημα.

    Για κάποιον περίεργο λόγο, ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού μας συστήματος που άσκησε τη διακυβέρνηση της χώρας τα τελευταία χρόνια και πιο πολύ η σημερινή κυβέρνηση δείχνουν να αντιμετωπίζουν τους τραπεζίτες όπως συμπεριφέρονται οι γονείς τα «κακομαθημένα παιδιά» τους που πιστεύουν ότι παραστράτησαν και θέλουν «κανάκεμα» για να ανταποκριθούν στις στοιχειώδεις υποχρεώσεις τους. Άλλοτε με υποτιθέμενα «γαλλικά» και άλλοτε με παραινέσεις για να δείξουν λίγο καλό πρόσωπο. 

Δεν εξηγείται αλλιώς η ανοχή την οποία απολαμβάνουν παρά τα τόσα προκλητικά «παραστρατήματα» που έχουν συσσωρευθεί. Εκτός όλων των άλλων, έχουν μειώσει το προσωπικό τους στο ναδίρ και τα καταστήματα στο μη περαιτέρω, ταλαιπωρώντας αφάνταστα τους πολίτες τους με άθλιες διαδικτυακές υπηρεσίες δήθεν εξυπηρέτησης πελατών που αν υπήρχαν πραγματικές υπηρεσίες προστασίας του καταναλωτή θα τους είχαν εξοντώσει στις ποινές και στα πρόστιμα. 

Αποκορύφωμα όλων αυτών είναι οι ασύμμετρες προμήθειες που χρεώνουν και τις οποίες πρέπει να περιμένουμε την Κυριακή και την ομιλία του πρωθυπουργού στο κλείσιμο της συζήτησης επί του προϋπολογισμού για να μάθουμε πόσο θα μειωθούν από το… 2025. 

    Γιατί αλήθεια; Και, πολύ περισσότερο, ποιος είναι ο λόγος που τους επιτρέπεται να συμπεριφέρονται κατ΄ αυτόν τον τρόπο όταν αφέθηκαν να καταρρεύσουν τόσες άλλες -μικρές και μεγάλες- επιχειρήσεις από πολλούς και διαφορετικούς κλάδους της οικονομίας που δεν άντεξαν στην κρίση; 

    Μόνον τα εσαεί «κακομαθημένα παιδιά» αξίζουν τη διάσωση και τον εξασφαλισμένο πλουτισμό με πολιτικές αποφάσεις; Τι είδους, άραγε, καπιταλισμός είναι αυτός και που αλλού εφαρμόζεται; 

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2024

Οι «φωτοβολίδες» των… Μεσσήνιων κόντρα στη συναίνεση για την προεδρική εκλογή


Η θητεία της Κατερίνας Σακελλαροπούλου στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα λήγει στις 13 Μαρτίου 2025, ημερομηνία κατά την οποία συμπληρώνονται πέντε χρόνια από την ορκωμοσία και την ανάληψη των καθηκόντων της.

Σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρο 32), «η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη Bουλή γίνεται με ονομαστική ψηφοφορία και σε ειδική συνεδρίαση, που συγκαλείται από τον Πρόεδρο της Bουλής έναν τουλάχιστο μήνα πριν λήξει η θητεία του εν ενεργεία Προέδρου της Δημοκρατίας».

Ορίζεται, με άλλα λόγια, από τον καταστατικό χάρτη του Πολιτεύματός μας ότι η ψηφοφορία για την εκλογή του/της επόμενου/ης Αρχηγού του Κράτους πρέπει να γίνει σε συνεδρίαση της Βουλής η οποία θα διεξαχθεί το αργότερο έως τις 13 του προσεχούς Φεβρουαρίου.

Υπό αυτή τη συνθήκη, το λογικό είναι οι διαδικασίες για την προεδρική εκλογή να εκκινήσουν το τρίτο δεκαήμερο του Ιανουαρίου, όπως συνέβη τις περισσότερες φορές κατά το παρελθόν. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019 η εκλογή Προέδρου έπαψε να αποτελεί λόγο -ή και πρόσχημα- για πρόωρη προσφυγή σε βουλευτικές κάλπες.

Με βάση την ισχύουσα ρύθμιση, γίνονται αλλεπάλληλες ψηφοφορίες που απέχουν μεταξύ τους πέντε ημέρες. Στην πρώτη και στη δεύτερη ψηφοφορία για να εκλεγεί κάποιος υποψήφιος χρειάζεται να συγκεντρώσει 200 ψήφους βουλευτών. 

Στην τρίτη ψηφοφορία ο πήχης κατεβαίνει στις 180 ψήφους και εφόσον πάλι δεν τις συγκεντρώσει κανείς, τότε γίνεται τέταρτη ψηφοφορία, στην οποία για την εκλογή απαιτείται να συμπληρωθεί η απόλυτη πλειοψηφία της Βουλής (151 ψήφοι). 

Αν και αυτή αποβεί άκαρπη, ακολουθεί ο πέμπτος και καταληκτικός γύρος ψηφοφορίας, στον οποίο το αξίωμα αναλαμβάνει όποιος αποσπάσει τη σχετική πλειοψηφία των παρόντων στη διαδικασία μελών ου Κοινοβουλίου.

Περιέγραψα κάπως αναλυτικά τη διαδικασία για να υποστηρίξω την άποψη ότι ο «συνταγματικός νομοθέτης», όπως συνηθίζουν να λένε οι νομικοί, ήθελε η ανάδειξη του Προέδρου της Δημοκρατίας να γίνεται με ευρύτερη συναίνεση και, για την ακρίβεια, με τη θετική ψήφο βουλευτών οι οποίοι να υπερβαίνουν την κυβερνητική πλειοψηφία και να προέρχονται από περισσότερα κόμματα. 

Οι τέσσερις, άλλωστε, πρόεδροι που εξελέγησαν τις τρεις τελευταίες δεκαετίες (Στεφανόπουλος, Παπούλιας, Παυλόπουλος και Σακελλαροπούλου) δεν ήταν μονοκομματικές επιλογές.

Από την άλλη, βεβαίως, επειδή είχε επανειλημμένα γίνει κατάχρηση της σύνδεσης της απαιτούμενης αυξημένης πλειοψηφίας με την πρόωρη διάλυση της Βουλής, στην τελευταία Αναθεώρηση του Συντάγματος απαλείφθηκε η συγκεκριμένη πρόβλεψη. Έτσι, πλέον, η προεδρική εκλογή δεν αποτελεί αφορμή ή και απειλή για τη διασάλευση της κυβερνητικής σταθερότητας, αφού το αξίωμα του Προέδρου θα το αναλάβει, εν τέλει, όποιος πλειοψηφήσει χωρίς να τίθεται όριο για τον αριθμό των βουλευτών που θα τον ψηφίσουν.

Από μια πρώτη ανάγνωση μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι η συνταγματική αναθεώρηση «λύνει τα χέρια» της εκάστοτε κυβέρνησης, αφού αφαίρεσε από την αντιπολίτευση τον μοναδικό όπλο που διέθετε για να προκαλέσει πρόωρες εκλογές. Δεν μπορεί, ωστόσο, να παραβλεφθεί ότι την ίδια ώρα η νέα ρύθμιση υποχρεώνει τον αρχηγό της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας να επιλέξει ως υποψήφιο πρόσωπο που να μην είναι στενά συνδεδεμένο με το κόμμα του.

Η επιλογή την οποία έκανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης το 2020 στο πρόσωπο της Κατερίνας Σακελλαροπούλου ήταν μια τέτοια περίπτωση και γι΄ αυτό η έως τότε Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας εκλέχτηκε από την πρώτη ψηφοφορία με 261 ψήφους βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας (με εξαίρεση τον Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος απουσίαζε σε οικογενειακό ταξίδι στο εξωτερικό και σε επιστολή του είχε περιοριστεί να αναφέρει ότι «αν ήμουν παρών, θα ψήφιζα σύμφωνα με την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας»), του ΣΥΡΙΖΑ και του Κινήματος Αλλαγής.

Είναι άξιο επισήμανσης ότι η κυρία Σακελλαροπούλου ήταν η μοναδική υποψήφια για το αξίωμα. Το μόνο από τα κόμματα της αντιπολίτευσης που ανακοίνωσε την πρόθεση να προτείνει άλλη υποψηφιότητα ήταν το ΜέΡΑ25, που υπέδειξε, δια του αρχηγού του Γιάνη Βαρουφάκη, τη Μάγδα Φύσσα, τη μητέρα του δολοφονημένου από τη Χρυσή Αυγή ράπερ Παύλου Φύσσα, πλην, όμως, η ίδια απέρριψε την πρόταση, δηλώνοντας, μάλιστα, ότι δεν είχε ενημερωθεί.

Στην παρούσα φάση, τη… δόξα του κ. Βαρουφάκη έδειξαν διάθεση να διεκδικήσουν δύο πολιτικοί από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους που το μόνο που τους συνδέει είναι η εκλογική περιφέρεια της Μεσσηνίας στην οποία εκλέγονται αμφότεροι. Πρόκειται, αφενός, για τον πρώην πρωθυπουργό και πρόεδρο της ΝΔ Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος πρότεινε ως υποψήφιο τον Κώστα Καραμανλή, και, αφετέρου, για τον νεόκοπο αρχηγό της της Νέας Αριστεράς Αλέξη Χαρίτση, ο οποίος υπέδειξε την υποψηφιότητα του προέδρου της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) Χρήστου Ράμμου. Ο πρώτος αρνήθηκε την πρόταση, ο δεύτερος δεν είχε προσώρας εκφράσει τη βούλησή του.

Θεωρητικά και οι δύο συγκεκριμένες υποψηφιότητες πληρούν τα κριτήρια για την εκλογή στο ύπατο αξίωμα, αφού καθ’ όλη τη Μεταπολίτευση έχει δημιουργηθεί παράδοση ανάδειξης απόμαχων από την ενεργό πολιτικό, όπως είναι ο κ. Καραμανλής, καθώς και πρώην ανώτατων δικαστικών, όπως είναι ο κ. Ράμμος. Πρακτικά, όμως, πρόκειται για προτάσεις που δεν είναι τίποτε περισσότερο από πολιτικά άστοχες «φωτοβολίδες» οι οποίες εκτοξεύονται μόνον και μόνον προς άγραν εντυπώσεων.

Είναι νομίζω πέραν πάσης αμφιβολίας ότι και οι δύο υποψηφιότητες δεν έχουν, για διαφορετικούς λόγους η καθεμία, πιθανότητες να ευδοκιμήσουν. Καλώς ή κακώς, τον κ. Καραμανλή είναι μάλλον αδύνατο να τον ψήφιζε κάποιος πέρα από τους βουλευτές της ΝΔ. 

Οπότε αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης υιοθετούσε την πρόταση Σαμαρά θα εγκλωβίζονταν σε μια μονοκομματική επιλογή που για να περάσει θα χρειαζόταν να γίνουν τέσσερις ψηφοφορίες. Με ό,τι συνεπάγεται κάτι τέτοιο για έναν πρωθυπουργό ο οποίος διακηρύσσει ότι θέλει να κινείται στο Κέντρο και επιδιώκει τη σύνθεση και τη συναίνεση.

Η «φαεινή» ιδέα του κ. Χαρίτση είναι ακόμη πιο άστοχη διότι, ακόμη και αν συμφωνούσε μαζί του η υπόλοιπη αντιπολίτευση, η υποψηφιότητα του κ. Ράμμου είναι πλέον ή βέβαιο ότι δεν ψηφιζόταν από βουλευτές της κυβερνητικής παράταξης. 

Υπό αυτό το πρίσμα, όχι μόνον δεν θα είχε την παραμικρή ελπίδα εκλογής ο αξιοσέβαστος πρώην ανώτατος δικαστής, αλλά μάλλον θα διευκόλυνε όσους στη Νέα Δημοκρατία επιθυμούν να εκλέξουν «δικό τους Πρόεδρο», αγνοώντας την αντιπολίτευση αλλά και την έμμεση συνταγματική επιταγή για ευρύτερη συναίνεση.

Αν δεχθούμε ότι ο Αντώνης Σαμαράς με την πρόταση για τον Κώστα Καραμανλή επεδίωκε να εγκλωβίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε μια δεξιά μονοκομματική επιλογή, το ερώτημα που ανακύπτει είναι για τη σκοπιμότητα της πρωτοβουλίας του Αλέξη Χαρίτση να ρίξει στην «πολιτική αγορά» το όνομα του προέδρου της ΑΔΑΕ προτού να ανοίξει τα χαρτιά του ο πρωθυπουργός και να γίνει γνωστή η πρόταση της πλειοψηφίας.

Είναι αναφαίρετο δικαίωμα της Νέας Αριστεράς, όπως και όλων των κομμάτων, να ψηφίσουν το πρόσωπο της αρεσκείας τους για λόγους πολιτικής ουσίας ή απλώς συμβολισμού. Έχει γίνει αρκετές φορές φορές στο παρελθόν και σίγουρα δεν είναι αυτή η πρώτη φορά που γίνεται απόπειρα «εργαλειοποίησης» των θεσμικών λειτουργιών της Δημοκρατίας μας. Με αποκορύφωμα τα παίγνια του 2014 – 2015.

Θα περίμενε, ωστόσο, κανείς από έναν νεοσύστατο πολιτικό σχηματισμό ο οποίος δείχνει να θέλει να απογαλακτιστεί από τις αυταπάτες, τις ψευδαισθήσεις και τις φαντασιώσεις της τσιπρικής περιόδου να πολιτεύεται με μεγαλύτερη ειλικρίνεια και λιγότερες μικροκομματικές σκοπιμότητες.

Όχι τίποτε άλλο αλλά ακόμη και ο Αλέξης Τσίπρας, στο πλαίσιο του προσωπικού rebranding που επιχειρεί, φαίνεται να έχει χαράξει άλλη πορεία, αφήνοντάς τα «ορφανά» του να εκτίθενται και να εκθέτουν -εν προκειμένω και σοβαρά πρόσωπα, όπως ο κ. Ράμμος…

Σε κάθε περίπτωση, αν, όπως πολλοί πιστεύουν, είναι προβληματικό για το πολίτευμά μας οι περιορισμένες αρμοδιότητες του Ανώτατου Άρχοντα, ο καθένας μπορεί να φανταστεί πόσο χειρότερα θα είναι τα πράγματα αν στο αξίωμα βρεθεί κάποιος/α με μόνο προσόν το κομματικό «διαβατήριο». 

Διότι έτσι θα χαθεί και ο συμβολισμός της εθνικής ενότητας που αποτελεί ίσως και τη σπουδαιότερη χρησιμότητα του θεσμού.

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2024

Γιατί, ενώ οι «αριθμοί ευημερούν», οι Έλληνες πιστεύουν ότι είναι φτωχοί;


             Είναι, δίχως αμφιβολία, άκρως ενδιαφέροντα τα στοιχεία για τη φτώχεια τα οποία έφερε πρόσφατα στη δημοσιότητα η Eurostat και κυρίως η εντυπωσιακή απόκλιση ανάμεσα στον επίσημο δείκτη για τον κίνδυνο φτώχειας που απειλεί τους Ευρωπαίους πολίτες και στην αίσθηση της φτώχειας που δηλώνουν ότι νοιώθουν οι συμπατριώτες μας.

Κατά μέσο όρο, λοιπόν, το πραγματικό ποσοστό των ανθρώπων που θεωρούνται φτωχοί στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι, σύμφωνα με την Eurostat, 22,5%. Ενώ οι Ευρωπαίοι πολίτες που δηλώνουν ότι οι ίδιοι θεωρούν ότι είναι φτωχοί φθάνουν στο 24,8%. Η απόκλιση ανάμεσα στα δύο δεδομένα είναι πολύ μικρή και αυτός είναι ένας κανόνας που ισχύει στην πλειονότητα των χωρών, σε ορισμένες από τις οποίες, μάλιστα, η αίσθηση φτώχειας είναι μικρότερη από εκείνη που αναγνωρίζεται από τους επίσημους δείκτες.

Παραδόξως, όμως, δεν συμβαίνει το ίδιο με τα δεδομένα τα οποία αφορούν τη δική μας χώρα. Με βάση τα στοιχεία της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας, το επίσημο ποσοστό φτώχειας των Ελλήνων υπολογίζεται ότι είναι στο 18,9% και στη σχετική κατάταξη καταλαμβάνουμε την όγδοη θέση πριν από το τέλος.

Την ίδια ώρα, ωστόσο, όταν ερωτώνται οι ίδιοι οι Έλληνες, το ποσοστό εκείνων που δηλώνουν ότι αισθάνονται φτωχοί ή ότι απειλούνται από τη φτώχεια, εκτινάσσεται στο ανυπέρβλητο 67,1%. Ένα ποσοστό το οποίο μας εμφανίζει να είμαστε ο λαός που αισθανόμαστε ότι είμαστε φτωχοί πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον στην Ευρώπη.

Με απλά λόγια, ενώ φτωχός θεωρείται επισήμως μόνον ένας στους πέντε Έλληνες, στην πραγματικότητα δύο στους τρεις συμπατριώτες μας πιστεύουν ότι είναι φτωχοί ή ότι κινδυνεύουν από τη φτώχεια.

Είναι πολλά τα ερωτήματα που ανακύπτουν εξαιτίας αυτής της κολοσσιαίας απόκλισης που εμφανίζουν τα στοιχεία που αφορούν τη χώρα μας. Ποια είναι η αλήθεια σε αυτά τα ευρήματα και που εμφιλοχωρεί η υπερβολή; Είναι σωστά τα στοιχεία που συλλέγει και παρουσιάζει η Eurostat ή οι Έλληνες δίνουν ψευδείς απαντήσεις επειδή ενδεχομένως έχουν λανθασμένες εντυπώσεις; Αρεσκόμεθα, άραγε, ως λαός στη γκρίνια και στη «θυματοποίηση»; Ή μήπως έχουμε «εκπαιδευτεί», ειδικά την τελευταία δεκαπενταετία, στην αμφισβήτηση των δεδομένων που παρουσιάζονται από τους επίσημους θεσμούς;

Ο πρόεδρος Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, καθηγητής κ. Μιχάλης Αργυρού, αρθρογραφώντας στο «protothema.gr» παρέθεσε δύο λόγους οι οποίοι κατά την άποψή του εξηγούν το φαινόμενο της απόκλισης. Ο πρώτος ήταν ότι «στην Ελλάδα το επίπεδο οικονομικής γνώσης στο γενικό πληθυσμό είναι πολύ χαμηλό». Και ο δεύτερος ότι «η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας και των πολιτών της είναι πολύ καλύτερη αυτής που πιστεύει ο μέσος Έλληνας».

Κατά τον οικονομολόγο καθηγητή, «η πραγματικότητα είναι ότι τα τελευταία πέντε χρόνια έχουν αυξηθεί σημαντικά η απασχόληση, οι πραγματικοί μισθοί, η κατανάλωση, οι ιδιωτικές καταθέσεις και έχουν μειωθεί τα ιδιωτικά χρέη». Ως τούτου, ο ίδιος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «σε καμία περίπτωση η Ελλάδα δεν είναι μια εξαθλιωμένη χώρα όπου 70% του πληθυσμού ζει σε συνθήκες φτώχειας».

Αναμφίβολα το επίπεδο της οικονομικής γνώσης στη χώρα μας είναι όντως χαμηλό. Το διαπιστώνουμε καθημερινά και με πολλές αφορμές. Παρά ταύτα, όμως, δύσκολα μπορεί να επιχειρηματολογήσει κανείς πειστικά ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη οι άνθρωποι γεννιούνται ή γίνονται εξπέρ στα οικονομικά ώστε να δικαιολογείται αυτή η τεράστια απόκλιση. Τα παγκόσμια στατιστικά για τον οικονομικό αναλφαβητισμό δεν μαρτυρούν κάτι τέτοιο.

Από την άλλη, η Ελλάδα πράγματι δεν είναι μια εξαθλιωμένη χώρα στην οποία οι επτά στους δέκα πολίτες της μπορεί να λογίζεται ότι ζουν κάτω από το όριο της φτώχιας. Πλην, όμως, ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι τόσοι και ίσως ακόμη περισσότεροι Έλληνες πολίτες είναι σήμερα φτωχότεροι από όσο ήταν πριν από 15 χρόνια.

Μπορεί, όπως υποστηρίζει ο κ. Αργυρού, αλλά και άλλοι από τις τάξεις των ιθυνόντων της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής και των δημοσιολογούντων, τα τελευταία χρόνια να βελτιώθηκαν αρκετοί από τους μακροοικονομικούς δείκτες (το ΑΕΠ της χώρας, η απασχόληση, οι καταθέσεις, το κατά κεφαλήν χρέος, κ.ά.), αλλά δύσκολα μπορεί να παραβλέψει κάποιος ότι η αγοραστική δύναμη που διαθέτει το 2024 η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων υπολείπεται σημαντικά από την αντίστοιχη του 2009.

Για να αποκτήσω προσωπική άποψη, ζήτησα από μια γνωστή μου, η οποία είναι τα τελευταία 15 χρόνια διοικητική υπάλληλος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε υπηρεσία του Δημοσίου, να μου δείξει το εκκαθαριστικό σημείωμα των μηνιαίων αποδοχών της. Ούσα τρίτεκνη μητέρα, επικεφαλής μονογονεϊκής οικογένειας, η αμοιβή της ανέρχεται στα 856,27 ευρώ το μήνα, ποσό που σημαίνει ότι το συνολικό ετήσιο εισόδημα της οικογένειάς της μόλις και μετά βίας ξεπερνά τις 10.000 ευρώ.

  Είναι απορίας άξιον αν, σύμφωνα με τους κανόνες της Eurostat, κατατάσσεται στους φτωχούς η συγκεκριμένη γυναίκα, η οποία καλείται με αυτό το πενιχρό εισόδημα να καλύψει ανάγκες στέγασης, σίτισης, ένδυσης, ψυχαγωγίας και διασκέδασης, αλλά και υποστήριξης των σπουδών των τέκνων της. Αν ληφθούν υπόψιν οι μνημονιακές περικοπές του 13ου και 14ου μισθού, αλλά και οι ασύμμετρες πληθωριστικές πιέσεις των τελευταίων ετών, η αγοραστική δύναμη που είχε όταν πρωτοδιορίστηκε στο Δημόσιο έχει υποστεί τεράστια κάμψη και δεν συγκρίνεται με τη σημερινή.  

Όπως και να έχει, η περίπτωσή της δεν είναι εξαιρετική. Διότι, κακά τα ψέματα, στην ίδια κατηγορία ανήκουν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι στο Δημόσιο, αλλά και στον ιδιωτικό τομέα, στον οποίο μπορεί να ισχύουν ακόμη οι 14 μισθοί, αλλά οι περικοπές δεν έλειψαν όλα αυτά τα χρόνια, όπως και οι αυξήσεις στις άμεσες και στις -περισσότερο άδικες- έμμεσες φορολογικές επιβαρύνσεις.

Οπότε το ερώτημα το οποίο ευλόγως ανακύπτει είναι αν όλοι αυτοί οι εργαζόμενοι, όπως και η συντριπτική πλειονότητα από τους συνολικά 2,5 εκατ. συνταξιούχους των οποίων η σύνταξη δεν ξεπερνά τα 700 ευρώ, «δικαιούνται» να αισθάνονται φτωχοί ή πρέπει να «συμβιβαστούν» με την εκτίμηση ότι διαθέτουν «χαμηλό επίπεδο οικονομικής γνώσης». Και, άρα, δεν μπορούν να… αντιληφθούν ότι οι «αριθμοί ευημερούν, παρόλο που οι άνθρωποι υποφέρουν», όπως εύστοχα είχε πριν σχολιάσει πριν από πολλές δεκαετίες ο Γεώργιος Παπανδρέου.

Ανεξαρτήτως, άλλωστε, του ποιος από τους μνημονιακούς πρωθυπουργούς ήταν περισσότερο αγαπητός στην Άνγκελα Μέρκελ, η ουσία είναι ότι θα μας πάρει ακόμη πολύ χρόνο για να κατακτήσουμε εκ νέου το επίπεδο της ευημερίας που είχαμε πριν από τα Μνημόνια.