Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2024

Η αβεβαιότητα συνιστά τη νέα «κανονικότητα» του 2025

    «Αίσιον και ευτυχές το νέο έτος», ήταν παραδοσιακά η ευχή που απηύθυναν τέτοιες μέρες οι προηγούμενες γενιές οι οποίες είχαν μεν βγει τραυματισμένες από το καμίνι του πολυαίμακτου Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, πλην όμως εκείνη η σκληρή δοκιμασία είχε «οπλίσει» τους επιβιώσαντες με μεγάλες προσδοκίες και ανυπέρβλητη αισιοδοξία ότι ένας «Θαυμαστός Καινούργιος Κόσμος» πρόβαλε στον ορίζοντα.

    Ακόμη και η δική μας χώρα, η οποία λόγω του Εμφυλίου άργησε να ακολουθήσει αυτή τη ρότα, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 άρχισε να βιώνει μια ιστορικών διαστάσεων μεταμόρφωση του παραδοσιακού αναπτυξιακού μοντέλου, η οποία αύξανε βαθμιαία την πεποίθηση ότι η ανοδική τροχιά της ευημερίας θα ήταν αέναη. Η πλειονότητα των ανθρώπων πίστευαν ότι τα παιδιά που αποκτούσαν θα ζούσαν καλύτερα από τους ίδιους.  

    Με μικρά ή μεγαλύτερα σκαμπανεβάσματα, όπως ήταν οι πετρελαϊκές κρίσεις του 1973 και του 1979, ο στασιμοπληθωρισμός της δεκαετίας του 1980, που γονάτισε την παγκόσμια οικονομία, όπως και μεταγενέστερα, το 2009, η κατάρρευση της Lehman Brothers, οι περισσότεροι άνθρωποι, τόσο στον δυτικό όσο και στον ανατολικό κόσμο, μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων της Ευρώπης, το 1989, έβλεπαν το επίπεδο της ζωής τους να βελτιώνεται χρόνο με τον χρόνο. 

    Η βαθμιαία επέλαση της παγκοσμιοποίησης μπορεί να προκάλεσε αρκετά «θύματα», καθώς έθεσε εκτός του παραγωγικού ιστού πολλές παραδοσιακές επιχειρήσεις του πρωτογενούς (σ.σ.: αγροτικές καλλιέργειες) και του δευτερογενούς (σ.σ.: μεταποίηση) τομέα της οικονομίας, αλλά συνολικά αύξησε την παραγωγή, το εμπόριο αλλά και τον διανεμόμενο πλούτο. 

    Παρόλο που ο πλούτος δεν κατανεμήθηκε ισότιμα ανάμεσα στις χώρες και, πολύ περισσότερο, στους ανθρώπους, γεγονός είναι ότι η συνολική ευημερία κινήθηκε ανοδικά. Είναι αλήθεια ότι οι περισσότεροι πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι. Εξίσου αλήθεια, όμως, είναι ότι τους καρπούς της αυξημένης ευημερίας γεύθηκαν τόσο τα μέλη της νεοσχηματισθείσας μεσαίας τάξης όσο και τα κατώτερα εισοδηματικά στρώματα που απέκτησαν πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες, όπως και σε δικαιώματα τα οποία για τους προγόνους τους ήταν αδιανόητα.        

    Ο Ψυχρός Πόλεμος, όπως και κάποιες περιφερειακές συρράξεις οι οποίες ωστόσο έμειναν σχετικά μακριά από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, που ενεπλάκησαν μόνον εμμέσως σε αυτές, δεν αποτέλεσαν τροχοπέδη για την ευημερία, η οποία εύρισκε έρεισμα στη σταθερότητα την οποία απολάμβανε ο πλανήτης για διάστημα μεγαλύτερο από επτά δεκαετίες και το οποίο ήταν μάλλον το μεγαλύτερο στην παγκόσμια ιστορία. 

    Οι τυπικοί και άτυποι θεσμοί της παγκόσμιας διακυβέρνησης παρέμεναν σε μεγάλο βαθμό σεβαστοί και απαραβίαστοι. Τα σύνορα μεταξύ των χωρών ήταν σε γενικές γραμμές απαραβίαστα. Με αποτέλεσμα όλα αυτά τα χρόνια οι περισσότερες από τις αλλαγές που συντελέστηκαν να αφορούν τη δημιουργία νέων κρατών τα οποία επιτύγχαναν την αυτοδιάθεσή τους απαλλασσόμενα από την κατοχή ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, όπως συνέβη τη δεκαετία του 1960 με πολλές αφρικανικές χώρες, αλλά και με την Κύπρο, που απέκτησαν την ανεξαρτησία τους.

    Η εναλλαγή των ηγετών και των πολιτικών δυνάμεων που ασκούσαν τη διακυβέρνηση στις σημαντικότερες χώρες διαδραμάτιζε αναμφίβολα ρόλο στις εκάστοτε εξελίξεις. Με τη διαφορά, όμως, ότι, ατενίζοντας κανείς εκ των υστέρων τη μεγάλη εικόνα, αντιλαμβάνεται ότι ο ρόλος αυτός δεν ήταν αρκετός για να ανατρέψει τον ρου της ιστορίας. 

    Πόσο, για παράδειγμα, διαφορετικός ήταν ο πλανήτης, αλλά και η ίδια η χώρα, όταν στις ΗΠΑ ήταν Πρόεδρος ο Κάρτερ από την εποχή του Ρήγκαν; Ή όταν η Γαλλία κυβερνήθηκε από τον Ντε Γκώλ σε σχέση με την εποχή του Μιττεράν, η Βρετανία από την Θάτσερ ή τον Μπλερ και η Γερμανία από τον Μπραντ ή τον Κολ.

    Η προσδοκία ότι τα πράγματα θα πήγαιναν καλύτερα ήταν τόσο ισχυρή που οι περισσότεροι πολίτες ψήφιζαν και επέλεγαν τις ηγεσίες τους κατά βάση με αυτό το κριτήριο. Ο ηγέτης και η πολιτική δύναμη που κάθε φορά εξέφραζαν περισσότερο το συγκεκριμένο «αφήγημα» ήταν εκείνοι που κέρδιζαν τις εκλογές. Την ίδια ώρα, όμως, οι γεωπολιτικές συνθήκες μέσα στις οποίες ζούσαν οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν, κατά βάση, σταθερές. Και έτσι τα αιτήματα της πλειονότητας ήταν οικονομικής φύσης και στόχευαν πρωτίστως στην αύξηση της ευημερίας.

    Η εικόνα αυτή, που μας συντρόφευσε για αρκετές δεκαετίες, άλλαξε δραματικά τα τελευταία χρόνια. Η αναστάτωση που επέφερε η λεγόμενη «αραβική άνοιξη», που μόνον τέτοια δεν αποδείχθηκε, η εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία, η αποτρόπαια απαγωγή των Ισραηλινών ομήρων από τη Χαμάς και η ασύμμετρη ισοπέδωση της Γάζας, λειτούργησαν ως αφορμές για να ανοίξει το χρονοντούλαπο της Ιστορίας και να ξεπεταχθούν από τα σωθικά του καινούργιοι μισαλλόδοξοι εθνικισμοί και νέες τυφλές θρησκευτικές διαμάχες που επωάζονταν επί χρόνια και πλέον δύσκολα θα τιθασευτούν. Το κακό τζίνι βγήκε από το μπουκάλι και οι ελπίδες να επιστρέψει μάλλον φρούδες.

    Απότοκο όλων αυτών, σε συνδυασμό, βεβαίως, με τα τραγικά πολιτικά λάθη των αντιπάλων του, υπήρξε η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ. Ο Πρόεδρος που κέρδισε τις εκλογές με υποσχέσεις ότι το σύνθημα MAGA (Make America Great Again) θα σήμαινε ότι δεν θα συμμετείχε σε πολέμους, διότι η κυβέρνηση του θα επικέντρωνε το ενδιαφέρον της στα εσωτερικά προβλήματα της χώρας, πριν καν αναλάβει καθήκοντα εξαπέλυσε πρωτόγνωρες απειλές προς πολλές κατευθύνσεις. Απείλησε τον Παναμά ότι θα του αποσπάσει τον έλεγχο της ομώνυμης διώρυγας αν δεν μειώσει τα τέλη διέλευσης των αμερικανικών πλοίων. Στράφηκε κατά της Δανίας ανακοινώνοντας μονομερώς την απόφασή του να θέσει υπό τον έλεγχό του το στρατηγικό νησί της Γροιλανδίας. «Προειδοποίησε» τον Καναδά ότι, αν δεν συμμορφωθεί με τις υποδείξεις του, θα χάσει την κρατική οντότητά του και θα μετατραπεί σε 51η Πολιτεία των ΗΠΑ.

    Μεγάλες επιπτώσεις για τη συλλογική ευημερία στον πλανήτη θα υπάρξουν αν μετά τις 20 Ιανουαρίου 2025 που θα γίνει η «αλλαγή φρουράς» στον Λευκό Οίκο υλοποιηθούν οι απειλές Τραμπ για την επιβολή δασμών στα προϊόντα που εισάγονται στις ΗΠΑ. Οι ευρωπαϊκές χώρες, η Κίνα και τα υπόλοιπα κράτη που θα δουν να μπαίνουν εμπόδια στη διακίνηση των δικών τους προϊόντων δεν θα μείνουν με σταυρωμένα χέρια. Θα προχωρήσουν σε αντίποινα και ο γενικευμένος εμπορικός πόλεμος που θα ακολουθήσει και θα θυμίζει εποχές Μεσοπολέμου θα έχει επηρεάσει αρνητικά την παγκόσμια παραγωγή και άρα τα εισοδήματα μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων και εργαζομένων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου.  

    Με αυτά και με πολλά άλλα, ο πλανήτης υποδέχεται σε λίγα 24ωρα το 2025 μέσα σε συνθήκες τρομακτικής αβεβαιότητας, που ενισχύεται από το γεγονός ότι την ίδια ώρα η Ευρώπη ταλανίζεται από φαινόμενα πολιτικής κοινωνικής και οικονομικής αστάθειας. Η Γαλλία βρίσκεται ουσιαστικά από τον Ιούνιο χωρίς κυβέρνηση και είναι αμφίβολο αν θα αποκτήσει σύντομα για να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση που την απειλεί. Η Γερμανία οδηγείται σε πρόωρες εκλογές και κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει ότι τον Φεβρουάριο που θα στηθούν οι κάλπες θα καταφέρει να αποκτήσει βιώσιμο κυβερνητικό σχήμα που θα την ξεκολλήσει από την οικονομική στασιμότητα προτού βουλιάξει σε πιο βαθιά ύφεση.

    Όσο για τα καθ΄ ημάς, μπορεί οι μακροοικονομικοί δείκτες να δείχνουν ότι κινούμαστε σε αντίθετη πορεία από την υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά αυτό, όπως καταγράφεται σε όλες τις μετρήσεις, δεν αυξάνει την πεποίθηση των Ελλήνων ότι τα πράγματα θα πάνε καλύτερα την επόμενη χρονιά. Κάθε άλλο. Η απαισιοδοξία είναι στα ύψη. 

    Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν έχουμε παρά να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι τόσο οι διεθνείς όσο και οι εγχώριοι παράγοντες οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η αβεβαιότητα συνιστά τη νέα «κανονικότητα» του 2025. Και άρα μάλλον δύσκολα θα αποδειχθεί «αίσιον και ευτυχές το νέον έτος».

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2024

Θα ανάψει και άλλο «πράσινο φως» ο Τραμπ για «επιθετικές εξαγορές» από τον Ερντογάν;

    Στην πιο πρόσφατη δημοσκόπηση που είδε το φως της δημοσιότητας (Pulse για τον Σκάι), τρεις στους τέσσερις Έλληνες (75%) δήλωσαν ότι τους απασχολούν τα ελληνοτουρκικά θέματα, ενώ επτά στους δέκα συμπατριώτες μας (69%) απάντησαν ότι έχουν ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στη Συρία και στην ευρύτερη Μέση Ανατολή.
    Είναι δύο ευρήματα που καταδεικνύουν ότι η ελληνική κοινή γνώμη δεν είναι καθόλου αδιάφορη για τα όσα συμβαίνουν στη διεθνή σκηνή και πολύ περισσότερο ότι δεν αποστρέφει, όπως ορισμένοι νομίζουν, το πρόσωπό της από τις δυσμενείς εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα τελευταία στη στενή αλλά και στην ευρύτερη γειτονιά μας. 
    Μπορεί η πλειονότητα της κοινωνίας μας να αξιολογεί ως πιο σημαντικά για τη δική της καθημερινότητα άλλα ζητήματα, όπως είναι η φρενήρης ακρίβεια που κατατρώει τα εισοδήματα των περισσοτέρων και κυρίως των πιο αδύναμων στρωμάτων, ή η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η δημόσια υγεία, πλην, όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αντιλαμβάνεται τους κινδύνους που ελλοχεύουν από τα όλο και πιο βαριά σύννεφα που συσσωρεύονται στον διεθνή ορίζοντα.
    Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι από την ίδια μέτρηση προκύπτει ότι ο ένας στους δύο συμπολίτες μας (49%) προεξοφλεί ότι η νέα χρονιά που ξεκινάει σε ένδεκα μέρες θα είναι για την ανθρωπότητα και τον κόσμο λίγο ως πολύ χειρότερη από τη φετινή. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο κόσμος που μας περιβάλει έχει γίνει πολύ πιο σκληρός και βίαιος τα τελευταία χρόνια. Οπότε όσο και να θέλει να είναι κάποιος αισιόδοξος, η πραγματικότητα δεν του το επιτρέπει.  
    Οι αιματηρές πολεμικές συγκρούσεις στην Ουκρανία, στη Γάζα, στον Λίβανο και η πρόσφατη καθεστωτική ανατροπή στη Δαμασκό συνθέτουν ένα σκηνικό αστάθειας, που όμοιο έχει πολλές δεκαετίες να ζήσει η ανθρωπότητα. Ένα σκηνικό το οποίο γίνεται ακόμη πιο αβέβαιο εξαιτίας της σχεδόν παντελούς απουσίας αξιόλογων ηγετικών προσωπικοτήτων στην ευρωπαϊκή ήπειρο αλλά και της ανεκδιήγητης συμπεριφοράς που έχει ο εκλεγμένος Πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής και των διεθνών σχέσεων.
    Μόνον και μόνον οι έπαινοι που επιφυλάσσει ο Τραμπ για τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, τον Τούρκο πρόεδρο ο οποίος απροκάλυπτα πλέον εκμυστηρεύεται δημόσια τους νεοοθωμανικούς επεκτατικούς σχεδιασμούς του για κατάκτηση εδαφών, που ξεκινούν από τη γειτονική του Συρία και φθάνουν έως τη Λιβύη και το μακρινό Σουδάν, είναι προφανές ότι κάνουν ακόμη πιο ασυγκράτητο τον «Σουλτάνο» της Άγκυρας.
    Είναι, εξάλλου, ο ίδιος ο Αμερικανός Πρόεδρος ο οποίος επιβεβαίωσε την υποψία όλων ότι οι τζιχαντιστές που υποχρέωσαν τον δικτάτορα Άσαντ να εγκαταλείψει άρον άρον τη Δαμασκό δεν ήταν τίποτε περισσότερο από υποκινούμενα ανδρείκελα του Ερντογάν. Ανδρείκελα που, χάρις στην αφειδή τουρκική βοήθεια, είχαν εδραιωθεί στην αυτόνομη περιοχή του Ιντίλμπ, εφαρμόζοντας τα ισλαμιστικά ήθη και έθιμα (γυναίκες καλυμμένες με μαντήλες, κλπ) τα οποία, ας μην αυταπατώμεθα, αργά ή γρήγορα θα τα δούμε να επικρατούν σε όλη τη Συρία.
    Ο απίστευτος ισχυρισμός περί «επιθετικής εξαγοράς» της Συρίας από την Τουρκία, τον οποίο χρησιμοποίησε ο Τραμπ για να περιγράψει την κατάσταση στην πολύπαθη μεσανατολική χώρα που ταλανίζεται από εμφύλιες συρράξεις ήδη από το 2011, αποτελεί την απόλυτη αποθέωση του κυνισμού. Και το ακόμη πιο απογοητευτικό είναι ότι δεν έμεινε εκεί. Υποστήριξε επιπλέον ότι ο Ερντογάν «είναι πολύ έξυπνος άνθρωπος» και ότι «στην Τουρκία ήθελαν αυτή την ανατροπή εδώ και χιλιάδες χρόνια και τα κατάφεραν». Για να καταλήξει λέγοντας ότι «η Άγκυρα θα κρατήσει το κλειδί για ό,τι συμβαίνει στη Συρία».
    Περιέβαλε, βεβαίως, όλο αυτό το φιλοερντογανικό «αφήγημα» με τις γνωστές λαϊκίστικες φιοριτούρες ότι «δεν θα ήθελε να σκοτωθούν Αμερικανοί στρατιώτες στη Συρία». Στην πραγματικότητα, όμως, μόνον αφελείς μπορεί να καταπιούν τις δήθεν «πασιφιστικές ευαισθησίες» του Τραμπ ότι «δεν είναι δικός μας αυτός ο πόλεμος». Διότι πρέπει να εθελοτυφλεί κανείς για να μην αντιλαμβάνεται ότι ο εκλεγμένος Πρόεδρος των ΗΠΑ ήταν αυτός που επί της ουσίας άναψε το «πράσινο φως» για να αλλάξουν τα σύνορα στη Μέση Ανατολή.
    Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι την ίδια ώρα ο ισραηλινός πρωθυπουργός Μπέντζαμιν Νετανιάχου έκανε δηλώσεις μέσα από το συριακό έδαφος, στέλνοντας μήνυμα ότι δεν θα μείνει έξω από τη λεία του διαμοιρασμού των εδαφών της Συρίας. Τα εμβληματικά Υψίπεδα του Γκολάν που επί δεκαετίες, όπως θυμόμαστε οι παλαιότεροι που μεγαλώσαμε ακούγοντας τόσες και τόσες φορές γι΄ αυτή τη διαφιλονικούμενη περιοχή στη μεθόριο του Ισραήλ με τη Συρία, ελέγχονται πλέον από τις ισραηλινές στρατιωτικές δυνάμεις που θα είναι αφέλεια να αναμένει κανείς ότι θα αποσυρθούν από εκεί σε προβλεπτό χρόνο. 
    Όπως όλα δείχνουν, μάλιστα, τα χειρότερα είναι μπροστά μας, καθώς οι επεκτατικές διαθέσεις τόσο του Νετανιάχου όσο και του Ερντογάν προοιωνίζονται περισσότερο αίμα και μεγαλύτερη γεωπολιτική αναστάτωση στη Μέση Ανατολή. Οι απειλές ορισμένων στελεχών του Αμερικανικού Κογκρέσου για επιβολή κυρώσεων στην Άγκυρα εφόσον εξαπολυθεί επίθεση κατά των Κούρδων της Συρίας, οι οποίοι εξοπλισμένοι με αμερικανικά όπλα αμύνθηκαν γενναία απέναντι στο «Ισλαμικό Κράτος», δεν φαίνεται να ιδρώνει το αυτί του Τούρκου Προέδρου.
    Ακόμη περισσότερο αδιάφορος δείχνει, δυστυχώς, ο κύκλος του Τραμπ για τους σχεδιασμούς του Ερντογάν να προχωρήσει σε υπογραφή με τα ανδρείκελα του στη Δαμασκό συμφωνίας για την οριοθέτηση ΑΟΖ εις βάρος των νομίμων συμφερόντων της Ελλάδας και της Κύπρου. Το προηγούμενο του διαβόητου παράνομου τουρκολυβικού συμφώνου δεν αφήνει ελπίδες ότι θα επικρατήσει το διεθνές δίκαιο.     
    Υπό αυτές τις συνθήκες, η ελληνική διπλωματία και το ελληνικό λόμπι στις ΗΠΑδεν έχουν άλλη επιλογή παρά να κινητοποιηθούν -χωρίς χρονοτριβή και πριν να είναι αργά- ώστε να ματαιωθεί το «πράσινο φως» που έχει λάβει ο Ερντογάν από τον Τραμπ για να προχωρήσει σε νέες «επιθετικές εξαγορές». Το επιτάσσει και η κοινή γνώμη που είναι ευαισθητοποιημένη και δικαίως αγωνιά για τις εξελίξεις.

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2024

Είναι οι τραπεζίτες τα «κακομαθημένα παιδιά» της ελληνικής οικονομίας;

    «Σε νέα μείωση των επιτοκίων της, κατά 0,25%, προχώρησε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για τέταρτη φορά από την αρχή του έτους. Μετά τη μείωση, το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ (επιτόκιο καταθέσεων) διαμορφώνεται στο 3% από 4% που ήταν στις αρχές του 2024».

    Η συγκεκριμένη είδηση που προέρχεται από τη χθεσινή (Πέμπτη 12/12/24) επικαιρότητα πέρασε σχεδόν στα ψιλά της εσωτερικής ειδησεογραφίας από τη στιγμή που η επίπτωσή της στη μικροοικονομική πραγματικότητα που βιώνουν τα νοικοκυριά είναι στη σφαίρα της εικασίας.

    «Υποτίθεται ότι η εξέλιξη αυτή θα οδηγήσει σε μείωση του κόστους εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεων περίπου 400 χιλιάδων πολιτών», ήταν το σχόλιο με το οποίο συνόδευαν την είδηση ορισμένοι ραδιοφωνικοί σταθμοί και ειδησεογραφικοί ιστότοποι.

    Ο τόνος ήταν στο ρήμα «υποτίθεται» διότι, κακά τα ψέματα, ουδείς ανέμενε να κάνουν οι τράπεζες αυτό που έκαναν όταν τα επιτόκια είχαν πάρει την ανιούσα. Τότε με το που γινόταν γνωστή η απόφαση της ΕΚΤ να ανεβάσει τα επιτόκια, τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα προχωρούσαν αυθωρεί και παραχρήμα στην αναπροσαρμογή των επιτοκίων με τα οποία χρεώνουν τους δανειολήπτες. 

    Όσοι έχουμε στεγαστικά επιτόκια με κυμαινόμενο επιτόκιο το ξέρουμε πολύ καλά. Δεν προλάβαινε να φθάσει η πληροφορία από τη Φρανκφούρτη ότι συνεδρίασε το ΔΣ της ΕΚΤ για να συζητήσει αύξηση των επιτοκίων, ώστε να αντιμετωπιστούν οι πληθωριστικές πιέσεις στην ευρωζώνη, και οι ελληνικές τράπεζες είχαν αναπροσαρμόσει τα επιτόκια. Με ρυθμό… «ομοθυμαδόν» μάλιστα, αγνοώντας πλήρως τους κανόνες του ανταγωνισμού και τους υποτιθέμενους θεσμούς προστασίας των καταναλωτών.

    Είναι εξοργιστικό ότι, κάθε φορά που βρισκόμαστε στη φάση της ανοδικής τροχιάς των επιτοκίων, η εξυπηρέτηση των κάθε λογής δανείων γίνεται σχεδόν με αυτόματο τρόπο πιο αλμυρή για τους δανειολήπτες, σχεδόν ποτέ δεν συμβαίνει το ίδιο όταν η ΕΚΤ αποφασίζει να μειώσει τις επιτοκιακές επιβαρύνσεις του δανεισμού των πιστωτικών ιδρυμάτων από το ευρωπαϊκό σύστημα. 

    Ακόμη πιο εξοργιστικό είναι ότι η συγκεκριμένη τακτική αποτελεί την ελληνική εξαίρεση, η οποία έχει ως αποτέλεσμα η διαφορά ανάμεσα στα επιτόκια καταθέσεων που δίνουν οι ελληνικές τράπεζες σε σχέση με τα επιτόκια που οι ίδιες χρεώνουν τους δανειολήπτες τους να είναι μακράν η μεγαλύτερη σε ολόκληρο τον πλανήτη.

    Το δυστύχημα είναι ότι στις μέρες μας η απληστία των τραπεζιτών δεν περιορίζεται στο spread καταθέσεων και χορηγήσεων. Από το αναβαλλόμενο φόρο, που τους δόθηκε με αποφάσεις περισσότερων της μιας κυβερνήσεων των τελευταίων ετών, έως τις οριζόντιες προμήθειες που επιβάλλουν στους πολίτες, οι οποίοι εκόντες άκοντες υποχρεώνονται από τις κρατικές αρχές να συναλλάσσονται μέσω των τραπεζών, τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα βλέπουν τα κέρδη τους να εκτοξεύονται.

    Τι και αν ουσιαστικά χρεωκόπησαν την περίοδο του Μνημονίων και χρειάστηκε να ανακεφαλαιοποιηθούν με χρήματα των φορολογουμένων; Τα κεφάλαια αυτά εξανεμίστηκαν. Προφανώς διότι στις άφρονες αποφάσεις των διοικούντων τους, που δάνειζαν χωρίς υγιή τραπεζικά κριτήρια, δόθηκε οριζόντια ασυλία η οποία ήταν σαν να μπήκε σφουγγάρι στις ευθύνες. 

    Το αποτέλεσμα ήταν, λίγο ως πολύ να εξακολουθούν να βρίσκονται ακόμη και τώρα στο τιμόνι των τραπεζών τα ίδια πρόσωπα που τις χρεοκόπησαν. Πρόσωπα τα οποία δεν αρκεί ότι δεν πλήρωσαν για τις παλαιές τους «αμαρτίες», αλλά αποθρασυμένοι πλέον αμείβονται πλουσιοπάροχα με «μπόνους» που οι ίδιοι αποφασίζουν για τους εαυτούς τους και τα οποία δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι τα δικαιούνται επειδή επέδειξαν κάποια αξιομνημόνευτη διοικητική ικανότητα.

    Μιλάμε για προκλητικές αμοιβές που είναι τόσο υψηλές ώστε να προκαλούν τη μήνη ακόμη και του Έλληνα κεντρικού τραπεζίτη Γιάννη Στουρνάρα, ο οποίος τόσο με την τωρινή ιδιότητα του επικεφαλής της Τράπεζας της Ελλάδος όσο και με την προηγούμενη, αυτή του υπουργού Οικονομικών στην κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου, ήταν από εκείνους που προέταξαν τα στήθη τους για να μείνει όρθιο το -κατά τα άλλα «αμαρτωλό»- εγχώριο τραπεζικό σύστημα.

    Για κάποιον περίεργο λόγο, ωστόσο, το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού μας συστήματος που άσκησε τη διακυβέρνηση της χώρας τα τελευταία χρόνια και πιο πολύ η σημερινή κυβέρνηση δείχνουν να αντιμετωπίζουν τους τραπεζίτες όπως συμπεριφέρονται οι γονείς τα «κακομαθημένα παιδιά» τους που πιστεύουν ότι παραστράτησαν και θέλουν «κανάκεμα» για να ανταποκριθούν στις στοιχειώδεις υποχρεώσεις τους. Άλλοτε με υποτιθέμενα «γαλλικά» και άλλοτε με παραινέσεις για να δείξουν λίγο καλό πρόσωπο. 

Δεν εξηγείται αλλιώς η ανοχή την οποία απολαμβάνουν παρά τα τόσα προκλητικά «παραστρατήματα» που έχουν συσσωρευθεί. Εκτός όλων των άλλων, έχουν μειώσει το προσωπικό τους στο ναδίρ και τα καταστήματα στο μη περαιτέρω, ταλαιπωρώντας αφάνταστα τους πολίτες τους με άθλιες διαδικτυακές υπηρεσίες δήθεν εξυπηρέτησης πελατών που αν υπήρχαν πραγματικές υπηρεσίες προστασίας του καταναλωτή θα τους είχαν εξοντώσει στις ποινές και στα πρόστιμα. 

Αποκορύφωμα όλων αυτών είναι οι ασύμμετρες προμήθειες που χρεώνουν και τις οποίες πρέπει να περιμένουμε την Κυριακή και την ομιλία του πρωθυπουργού στο κλείσιμο της συζήτησης επί του προϋπολογισμού για να μάθουμε πόσο θα μειωθούν από το… 2025. 

    Γιατί αλήθεια; Και, πολύ περισσότερο, ποιος είναι ο λόγος που τους επιτρέπεται να συμπεριφέρονται κατ΄ αυτόν τον τρόπο όταν αφέθηκαν να καταρρεύσουν τόσες άλλες -μικρές και μεγάλες- επιχειρήσεις από πολλούς και διαφορετικούς κλάδους της οικονομίας που δεν άντεξαν στην κρίση; 

    Μόνον τα εσαεί «κακομαθημένα παιδιά» αξίζουν τη διάσωση και τον εξασφαλισμένο πλουτισμό με πολιτικές αποφάσεις; Τι είδους, άραγε, καπιταλισμός είναι αυτός και που αλλού εφαρμόζεται; 

Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 2024

Οι «φωτοβολίδες» των… Μεσσήνιων κόντρα στη συναίνεση για την προεδρική εκλογή


Η θητεία της Κατερίνας Σακελλαροπούλου στο ύπατο πολιτειακό αξίωμα λήγει στις 13 Μαρτίου 2025, ημερομηνία κατά την οποία συμπληρώνονται πέντε χρόνια από την ορκωμοσία και την ανάληψη των καθηκόντων της.

Σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρο 32), «η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη Bουλή γίνεται με ονομαστική ψηφοφορία και σε ειδική συνεδρίαση, που συγκαλείται από τον Πρόεδρο της Bουλής έναν τουλάχιστο μήνα πριν λήξει η θητεία του εν ενεργεία Προέδρου της Δημοκρατίας».

Ορίζεται, με άλλα λόγια, από τον καταστατικό χάρτη του Πολιτεύματός μας ότι η ψηφοφορία για την εκλογή του/της επόμενου/ης Αρχηγού του Κράτους πρέπει να γίνει σε συνεδρίαση της Βουλής η οποία θα διεξαχθεί το αργότερο έως τις 13 του προσεχούς Φεβρουαρίου.

Υπό αυτή τη συνθήκη, το λογικό είναι οι διαδικασίες για την προεδρική εκλογή να εκκινήσουν το τρίτο δεκαήμερο του Ιανουαρίου, όπως συνέβη τις περισσότερες φορές κατά το παρελθόν. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, που μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 2019 η εκλογή Προέδρου έπαψε να αποτελεί λόγο -ή και πρόσχημα- για πρόωρη προσφυγή σε βουλευτικές κάλπες.

Με βάση την ισχύουσα ρύθμιση, γίνονται αλλεπάλληλες ψηφοφορίες που απέχουν μεταξύ τους πέντε ημέρες. Στην πρώτη και στη δεύτερη ψηφοφορία για να εκλεγεί κάποιος υποψήφιος χρειάζεται να συγκεντρώσει 200 ψήφους βουλευτών. 

Στην τρίτη ψηφοφορία ο πήχης κατεβαίνει στις 180 ψήφους και εφόσον πάλι δεν τις συγκεντρώσει κανείς, τότε γίνεται τέταρτη ψηφοφορία, στην οποία για την εκλογή απαιτείται να συμπληρωθεί η απόλυτη πλειοψηφία της Βουλής (151 ψήφοι). 

Αν και αυτή αποβεί άκαρπη, ακολουθεί ο πέμπτος και καταληκτικός γύρος ψηφοφορίας, στον οποίο το αξίωμα αναλαμβάνει όποιος αποσπάσει τη σχετική πλειοψηφία των παρόντων στη διαδικασία μελών ου Κοινοβουλίου.

Περιέγραψα κάπως αναλυτικά τη διαδικασία για να υποστηρίξω την άποψη ότι ο «συνταγματικός νομοθέτης», όπως συνηθίζουν να λένε οι νομικοί, ήθελε η ανάδειξη του Προέδρου της Δημοκρατίας να γίνεται με ευρύτερη συναίνεση και, για την ακρίβεια, με τη θετική ψήφο βουλευτών οι οποίοι να υπερβαίνουν την κυβερνητική πλειοψηφία και να προέρχονται από περισσότερα κόμματα. 

Οι τέσσερις, άλλωστε, πρόεδροι που εξελέγησαν τις τρεις τελευταίες δεκαετίες (Στεφανόπουλος, Παπούλιας, Παυλόπουλος και Σακελλαροπούλου) δεν ήταν μονοκομματικές επιλογές.

Από την άλλη, βεβαίως, επειδή είχε επανειλημμένα γίνει κατάχρηση της σύνδεσης της απαιτούμενης αυξημένης πλειοψηφίας με την πρόωρη διάλυση της Βουλής, στην τελευταία Αναθεώρηση του Συντάγματος απαλείφθηκε η συγκεκριμένη πρόβλεψη. Έτσι, πλέον, η προεδρική εκλογή δεν αποτελεί αφορμή ή και απειλή για τη διασάλευση της κυβερνητικής σταθερότητας, αφού το αξίωμα του Προέδρου θα το αναλάβει, εν τέλει, όποιος πλειοψηφήσει χωρίς να τίθεται όριο για τον αριθμό των βουλευτών που θα τον ψηφίσουν.

Από μια πρώτη ανάγνωση μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι η συνταγματική αναθεώρηση «λύνει τα χέρια» της εκάστοτε κυβέρνησης, αφού αφαίρεσε από την αντιπολίτευση τον μοναδικό όπλο που διέθετε για να προκαλέσει πρόωρες εκλογές. Δεν μπορεί, ωστόσο, να παραβλεφθεί ότι την ίδια ώρα η νέα ρύθμιση υποχρεώνει τον αρχηγό της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας να επιλέξει ως υποψήφιο πρόσωπο που να μην είναι στενά συνδεδεμένο με το κόμμα του.

Η επιλογή την οποία έκανε ο Κυριάκος Μητσοτάκης το 2020 στο πρόσωπο της Κατερίνας Σακελλαροπούλου ήταν μια τέτοια περίπτωση και γι΄ αυτό η έως τότε Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας εκλέχτηκε από την πρώτη ψηφοφορία με 261 ψήφους βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας (με εξαίρεση τον Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος απουσίαζε σε οικογενειακό ταξίδι στο εξωτερικό και σε επιστολή του είχε περιοριστεί να αναφέρει ότι «αν ήμουν παρών, θα ψήφιζα σύμφωνα με την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας»), του ΣΥΡΙΖΑ και του Κινήματος Αλλαγής.

Είναι άξιο επισήμανσης ότι η κυρία Σακελλαροπούλου ήταν η μοναδική υποψήφια για το αξίωμα. Το μόνο από τα κόμματα της αντιπολίτευσης που ανακοίνωσε την πρόθεση να προτείνει άλλη υποψηφιότητα ήταν το ΜέΡΑ25, που υπέδειξε, δια του αρχηγού του Γιάνη Βαρουφάκη, τη Μάγδα Φύσσα, τη μητέρα του δολοφονημένου από τη Χρυσή Αυγή ράπερ Παύλου Φύσσα, πλην, όμως, η ίδια απέρριψε την πρόταση, δηλώνοντας, μάλιστα, ότι δεν είχε ενημερωθεί.

Στην παρούσα φάση, τη… δόξα του κ. Βαρουφάκη έδειξαν διάθεση να διεκδικήσουν δύο πολιτικοί από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους που το μόνο που τους συνδέει είναι η εκλογική περιφέρεια της Μεσσηνίας στην οποία εκλέγονται αμφότεροι. Πρόκειται, αφενός, για τον πρώην πρωθυπουργό και πρόεδρο της ΝΔ Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος πρότεινε ως υποψήφιο τον Κώστα Καραμανλή, και, αφετέρου, για τον νεόκοπο αρχηγό της της Νέας Αριστεράς Αλέξη Χαρίτση, ο οποίος υπέδειξε την υποψηφιότητα του προέδρου της Αρχής Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) Χρήστου Ράμμου. Ο πρώτος αρνήθηκε την πρόταση, ο δεύτερος δεν είχε προσώρας εκφράσει τη βούλησή του.

Θεωρητικά και οι δύο συγκεκριμένες υποψηφιότητες πληρούν τα κριτήρια για την εκλογή στο ύπατο αξίωμα, αφού καθ’ όλη τη Μεταπολίτευση έχει δημιουργηθεί παράδοση ανάδειξης απόμαχων από την ενεργό πολιτικό, όπως είναι ο κ. Καραμανλής, καθώς και πρώην ανώτατων δικαστικών, όπως είναι ο κ. Ράμμος. Πρακτικά, όμως, πρόκειται για προτάσεις που δεν είναι τίποτε περισσότερο από πολιτικά άστοχες «φωτοβολίδες» οι οποίες εκτοξεύονται μόνον και μόνον προς άγραν εντυπώσεων.

Είναι νομίζω πέραν πάσης αμφιβολίας ότι και οι δύο υποψηφιότητες δεν έχουν, για διαφορετικούς λόγους η καθεμία, πιθανότητες να ευδοκιμήσουν. Καλώς ή κακώς, τον κ. Καραμανλή είναι μάλλον αδύνατο να τον ψήφιζε κάποιος πέρα από τους βουλευτές της ΝΔ. 

Οπότε αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης υιοθετούσε την πρόταση Σαμαρά θα εγκλωβίζονταν σε μια μονοκομματική επιλογή που για να περάσει θα χρειαζόταν να γίνουν τέσσερις ψηφοφορίες. Με ό,τι συνεπάγεται κάτι τέτοιο για έναν πρωθυπουργό ο οποίος διακηρύσσει ότι θέλει να κινείται στο Κέντρο και επιδιώκει τη σύνθεση και τη συναίνεση.

Η «φαεινή» ιδέα του κ. Χαρίτση είναι ακόμη πιο άστοχη διότι, ακόμη και αν συμφωνούσε μαζί του η υπόλοιπη αντιπολίτευση, η υποψηφιότητα του κ. Ράμμου είναι πλέον ή βέβαιο ότι δεν ψηφιζόταν από βουλευτές της κυβερνητικής παράταξης. 

Υπό αυτό το πρίσμα, όχι μόνον δεν θα είχε την παραμικρή ελπίδα εκλογής ο αξιοσέβαστος πρώην ανώτατος δικαστής, αλλά μάλλον θα διευκόλυνε όσους στη Νέα Δημοκρατία επιθυμούν να εκλέξουν «δικό τους Πρόεδρο», αγνοώντας την αντιπολίτευση αλλά και την έμμεση συνταγματική επιταγή για ευρύτερη συναίνεση.

Αν δεχθούμε ότι ο Αντώνης Σαμαράς με την πρόταση για τον Κώστα Καραμανλή επεδίωκε να εγκλωβίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε μια δεξιά μονοκομματική επιλογή, το ερώτημα που ανακύπτει είναι για τη σκοπιμότητα της πρωτοβουλίας του Αλέξη Χαρίτση να ρίξει στην «πολιτική αγορά» το όνομα του προέδρου της ΑΔΑΕ προτού να ανοίξει τα χαρτιά του ο πρωθυπουργός και να γίνει γνωστή η πρόταση της πλειοψηφίας.

Είναι αναφαίρετο δικαίωμα της Νέας Αριστεράς, όπως και όλων των κομμάτων, να ψηφίσουν το πρόσωπο της αρεσκείας τους για λόγους πολιτικής ουσίας ή απλώς συμβολισμού. Έχει γίνει αρκετές φορές φορές στο παρελθόν και σίγουρα δεν είναι αυτή η πρώτη φορά που γίνεται απόπειρα «εργαλειοποίησης» των θεσμικών λειτουργιών της Δημοκρατίας μας. Με αποκορύφωμα τα παίγνια του 2014 – 2015.

Θα περίμενε, ωστόσο, κανείς από έναν νεοσύστατο πολιτικό σχηματισμό ο οποίος δείχνει να θέλει να απογαλακτιστεί από τις αυταπάτες, τις ψευδαισθήσεις και τις φαντασιώσεις της τσιπρικής περιόδου να πολιτεύεται με μεγαλύτερη ειλικρίνεια και λιγότερες μικροκομματικές σκοπιμότητες.

Όχι τίποτε άλλο αλλά ακόμη και ο Αλέξης Τσίπρας, στο πλαίσιο του προσωπικού rebranding που επιχειρεί, φαίνεται να έχει χαράξει άλλη πορεία, αφήνοντάς τα «ορφανά» του να εκτίθενται και να εκθέτουν -εν προκειμένω και σοβαρά πρόσωπα, όπως ο κ. Ράμμος…

Σε κάθε περίπτωση, αν, όπως πολλοί πιστεύουν, είναι προβληματικό για το πολίτευμά μας οι περιορισμένες αρμοδιότητες του Ανώτατου Άρχοντα, ο καθένας μπορεί να φανταστεί πόσο χειρότερα θα είναι τα πράγματα αν στο αξίωμα βρεθεί κάποιος/α με μόνο προσόν το κομματικό «διαβατήριο». 

Διότι έτσι θα χαθεί και ο συμβολισμός της εθνικής ενότητας που αποτελεί ίσως και τη σπουδαιότερη χρησιμότητα του θεσμού.

Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2024

Γιατί, ενώ οι «αριθμοί ευημερούν», οι Έλληνες πιστεύουν ότι είναι φτωχοί;


             Είναι, δίχως αμφιβολία, άκρως ενδιαφέροντα τα στοιχεία για τη φτώχεια τα οποία έφερε πρόσφατα στη δημοσιότητα η Eurostat και κυρίως η εντυπωσιακή απόκλιση ανάμεσα στον επίσημο δείκτη για τον κίνδυνο φτώχειας που απειλεί τους Ευρωπαίους πολίτες και στην αίσθηση της φτώχειας που δηλώνουν ότι νοιώθουν οι συμπατριώτες μας.

Κατά μέσο όρο, λοιπόν, το πραγματικό ποσοστό των ανθρώπων που θεωρούνται φτωχοί στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι, σύμφωνα με την Eurostat, 22,5%. Ενώ οι Ευρωπαίοι πολίτες που δηλώνουν ότι οι ίδιοι θεωρούν ότι είναι φτωχοί φθάνουν στο 24,8%. Η απόκλιση ανάμεσα στα δύο δεδομένα είναι πολύ μικρή και αυτός είναι ένας κανόνας που ισχύει στην πλειονότητα των χωρών, σε ορισμένες από τις οποίες, μάλιστα, η αίσθηση φτώχειας είναι μικρότερη από εκείνη που αναγνωρίζεται από τους επίσημους δείκτες.

Παραδόξως, όμως, δεν συμβαίνει το ίδιο με τα δεδομένα τα οποία αφορούν τη δική μας χώρα. Με βάση τα στοιχεία της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας, το επίσημο ποσοστό φτώχειας των Ελλήνων υπολογίζεται ότι είναι στο 18,9% και στη σχετική κατάταξη καταλαμβάνουμε την όγδοη θέση πριν από το τέλος.

Την ίδια ώρα, ωστόσο, όταν ερωτώνται οι ίδιοι οι Έλληνες, το ποσοστό εκείνων που δηλώνουν ότι αισθάνονται φτωχοί ή ότι απειλούνται από τη φτώχεια, εκτινάσσεται στο ανυπέρβλητο 67,1%. Ένα ποσοστό το οποίο μας εμφανίζει να είμαστε ο λαός που αισθανόμαστε ότι είμαστε φτωχοί πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον στην Ευρώπη.

Με απλά λόγια, ενώ φτωχός θεωρείται επισήμως μόνον ένας στους πέντε Έλληνες, στην πραγματικότητα δύο στους τρεις συμπατριώτες μας πιστεύουν ότι είναι φτωχοί ή ότι κινδυνεύουν από τη φτώχεια.

Είναι πολλά τα ερωτήματα που ανακύπτουν εξαιτίας αυτής της κολοσσιαίας απόκλισης που εμφανίζουν τα στοιχεία που αφορούν τη χώρα μας. Ποια είναι η αλήθεια σε αυτά τα ευρήματα και που εμφιλοχωρεί η υπερβολή; Είναι σωστά τα στοιχεία που συλλέγει και παρουσιάζει η Eurostat ή οι Έλληνες δίνουν ψευδείς απαντήσεις επειδή ενδεχομένως έχουν λανθασμένες εντυπώσεις; Αρεσκόμεθα, άραγε, ως λαός στη γκρίνια και στη «θυματοποίηση»; Ή μήπως έχουμε «εκπαιδευτεί», ειδικά την τελευταία δεκαπενταετία, στην αμφισβήτηση των δεδομένων που παρουσιάζονται από τους επίσημους θεσμούς;

Ο πρόεδρος Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, καθηγητής κ. Μιχάλης Αργυρού, αρθρογραφώντας στο «protothema.gr» παρέθεσε δύο λόγους οι οποίοι κατά την άποψή του εξηγούν το φαινόμενο της απόκλισης. Ο πρώτος ήταν ότι «στην Ελλάδα το επίπεδο οικονομικής γνώσης στο γενικό πληθυσμό είναι πολύ χαμηλό». Και ο δεύτερος ότι «η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας και των πολιτών της είναι πολύ καλύτερη αυτής που πιστεύει ο μέσος Έλληνας».

Κατά τον οικονομολόγο καθηγητή, «η πραγματικότητα είναι ότι τα τελευταία πέντε χρόνια έχουν αυξηθεί σημαντικά η απασχόληση, οι πραγματικοί μισθοί, η κατανάλωση, οι ιδιωτικές καταθέσεις και έχουν μειωθεί τα ιδιωτικά χρέη». Ως τούτου, ο ίδιος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «σε καμία περίπτωση η Ελλάδα δεν είναι μια εξαθλιωμένη χώρα όπου 70% του πληθυσμού ζει σε συνθήκες φτώχειας».

Αναμφίβολα το επίπεδο της οικονομικής γνώσης στη χώρα μας είναι όντως χαμηλό. Το διαπιστώνουμε καθημερινά και με πολλές αφορμές. Παρά ταύτα, όμως, δύσκολα μπορεί να επιχειρηματολογήσει κανείς πειστικά ότι στην υπόλοιπη Ευρώπη οι άνθρωποι γεννιούνται ή γίνονται εξπέρ στα οικονομικά ώστε να δικαιολογείται αυτή η τεράστια απόκλιση. Τα παγκόσμια στατιστικά για τον οικονομικό αναλφαβητισμό δεν μαρτυρούν κάτι τέτοιο.

Από την άλλη, η Ελλάδα πράγματι δεν είναι μια εξαθλιωμένη χώρα στην οποία οι επτά στους δέκα πολίτες της μπορεί να λογίζεται ότι ζουν κάτω από το όριο της φτώχιας. Πλην, όμως, ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι τόσοι και ίσως ακόμη περισσότεροι Έλληνες πολίτες είναι σήμερα φτωχότεροι από όσο ήταν πριν από 15 χρόνια.

Μπορεί, όπως υποστηρίζει ο κ. Αργυρού, αλλά και άλλοι από τις τάξεις των ιθυνόντων της εφαρμοζόμενης οικονομικής πολιτικής και των δημοσιολογούντων, τα τελευταία χρόνια να βελτιώθηκαν αρκετοί από τους μακροοικονομικούς δείκτες (το ΑΕΠ της χώρας, η απασχόληση, οι καταθέσεις, το κατά κεφαλήν χρέος, κ.ά.), αλλά δύσκολα μπορεί να παραβλέψει κάποιος ότι η αγοραστική δύναμη που διαθέτει το 2024 η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων υπολείπεται σημαντικά από την αντίστοιχη του 2009.

Για να αποκτήσω προσωπική άποψη, ζήτησα από μια γνωστή μου, η οποία είναι τα τελευταία 15 χρόνια διοικητική υπάλληλος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης σε υπηρεσία του Δημοσίου, να μου δείξει το εκκαθαριστικό σημείωμα των μηνιαίων αποδοχών της. Ούσα τρίτεκνη μητέρα, επικεφαλής μονογονεϊκής οικογένειας, η αμοιβή της ανέρχεται στα 856,27 ευρώ το μήνα, ποσό που σημαίνει ότι το συνολικό ετήσιο εισόδημα της οικογένειάς της μόλις και μετά βίας ξεπερνά τις 10.000 ευρώ.

  Είναι απορίας άξιον αν, σύμφωνα με τους κανόνες της Eurostat, κατατάσσεται στους φτωχούς η συγκεκριμένη γυναίκα, η οποία καλείται με αυτό το πενιχρό εισόδημα να καλύψει ανάγκες στέγασης, σίτισης, ένδυσης, ψυχαγωγίας και διασκέδασης, αλλά και υποστήριξης των σπουδών των τέκνων της. Αν ληφθούν υπόψιν οι μνημονιακές περικοπές του 13ου και 14ου μισθού, αλλά και οι ασύμμετρες πληθωριστικές πιέσεις των τελευταίων ετών, η αγοραστική δύναμη που είχε όταν πρωτοδιορίστηκε στο Δημόσιο έχει υποστεί τεράστια κάμψη και δεν συγκρίνεται με τη σημερινή.  

Όπως και να έχει, η περίπτωσή της δεν είναι εξαιρετική. Διότι, κακά τα ψέματα, στην ίδια κατηγορία ανήκουν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι στο Δημόσιο, αλλά και στον ιδιωτικό τομέα, στον οποίο μπορεί να ισχύουν ακόμη οι 14 μισθοί, αλλά οι περικοπές δεν έλειψαν όλα αυτά τα χρόνια, όπως και οι αυξήσεις στις άμεσες και στις -περισσότερο άδικες- έμμεσες φορολογικές επιβαρύνσεις.

Οπότε το ερώτημα το οποίο ευλόγως ανακύπτει είναι αν όλοι αυτοί οι εργαζόμενοι, όπως και η συντριπτική πλειονότητα από τους συνολικά 2,5 εκατ. συνταξιούχους των οποίων η σύνταξη δεν ξεπερνά τα 700 ευρώ, «δικαιούνται» να αισθάνονται φτωχοί ή πρέπει να «συμβιβαστούν» με την εκτίμηση ότι διαθέτουν «χαμηλό επίπεδο οικονομικής γνώσης». Και, άρα, δεν μπορούν να… αντιληφθούν ότι οι «αριθμοί ευημερούν, παρόλο που οι άνθρωποι υποφέρουν», όπως εύστοχα είχε πριν σχολιάσει πριν από πολλές δεκαετίες ο Γεώργιος Παπανδρέου.

Ανεξαρτήτως, άλλωστε, του ποιος από τους μνημονιακούς πρωθυπουργούς ήταν περισσότερο αγαπητός στην Άνγκελα Μέρκελ, η ουσία είναι ότι θα μας πάρει ακόμη πολύ χρόνο για να κατακτήσουμε εκ νέου το επίπεδο της ευημερίας που είχαμε πριν από τα Μνημόνια.

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2024

Το νέο πολιτικό τοπίο που αναδύεται μετά τον… «άκλαυτο» ΣΥΡΙΖΑ

         Δεν ξέρω αν οφείλεται στο ότι στην πραγματικότητα ήταν μια εξέλιξη η οποία είχε προεξοφληθεί εδώ και αρκετό καιρό, δεν παύει, ωστόσο, να είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι η (χθεσινή) έκπτωση του ΣΥΡΙΖΑ από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και η διαδοχή του από το ΠΑΣΟΚ έγινε σαν κάτι το απολύτως φυσιολογικό.

Αργά αλλά σταθερά, η πολιτική ζωή του τόπου μοιάζει να επιστρέφει στην εποχή πριν από την κρίση, καθώς το ένα μετά το άλλο τα γεννήματα της περιόδου της μνημονιακής εξαλλότητας αποτελούν παρελθόν. Ένα παρελθόν το οποίο ελάχιστοι πρέπει να είναι εκείνοι που το νοσταλγούν.  Γι΄αυτό και δεν είναι υπερβολή να ισχυριστεί κάποιος ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εξεμέτρησε το ζην του χωρίς να… κλάψει κανείς για το άδοξο τέλος του.

Με εξαίρεση, άλλωστε, κάποιες ξέπνοες δηλώσεις ξεπεσμένων αξιωματούχων της Κουμουνδούρου, οι οποίοι κατέφυγαν σε στερεοτυπικά αναμασήματα και ανιστόρητες αναλογίες περί «αποστασίας», ουδείς φαίνεται να συγκινήθηκε από την πιο πρόσφατη τροπή των πολιτικών πραγμάτων και τη νέα διάσπαση της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ που του στέρησε τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Διότι μπορεί το «syrisafication» να διδάσκεται εφεξής στις σχολές της πολιτικής επιστήμης ως case study για το πως ένα κόμμα μπορεί να διαλυθεί ακόμη και όταν είναι στην κατά τεκμήριο βολική θέση της αντιπολίτευσης, αλλά η αλήθεια είναι ότι τα τεκταινόμενα στην πάλαι ποτέ κυβερνώσα ριζοσπαστική Αριστερά έχουν πάψει προ πολλού να κόβουν εισιτήρια.   

Η κοινή γνώμη αντιμετωπίζει πλέον με αφόρητη βαρεμάρα τα τελευταία πολύ κουραστικά επεισόδια που έχει το σήριαλ της προδιαγεγραμμένης πορείας προς τη διάλυση στην οποία εισήλθε ο ΣΥΡΙΖΑ από τη στιγμή που ο ουσιαστικός δημιουργός του Αλέξης Τσίπρας πέταξε «λευκή πετσέτα» επειδή, κακά τα ψέματα, δεν άντεξε να καταγράφει στο παθητικό του συνεχόμενες εκλογικές ήττες.

Τέσσερις ημέρες μετά τις βουλευτικές εκλογές της 25ης Ιουνίου 2023, στις οποίες η δύναμη του κόμματός του υποχώρησε στο ισχνό 17,83%, ο κ. Τσίπρας πήγε στο Ζάππειο για να παραιτηθεί, αλλά η λέξη «παραίτηση» δεν βγήκε από τα χείλη του. «Κατανοώ την ανάγκη για ένα νέο κύμα του ΣΥΡΙΖΑ. Και αποφάσισα να παραμερίσω για να περάσει», ήταν τα πολύ προσεκτικά λόγια τα οποία επέλεξε να χρησιμοποιήσει ο πρώην πρωθυπουργός.

«Έχω εμπιστοσύνη στο ανθρώπινο δυναμικό του κόμματός μας. Στις αστείρευτες δυνάμεις της κοινωνίας και της Αριστεράς», είπε και είναι απορίας άξιον αν είχε κατά νου την τετράδα των τωρινών υποψήφιων αρχηγών (Γκλέτσος, Πολάκης, Φάμελος και Φαραντούρης) που θα αναμετρηθούν την προσεχή Κυριακή και τους οποίους είδαμε την περασμένη Τετάρτη να διασταυρώνουν τα ξίφη τους σε ένα πολύ χαμηλών προσδοκιών ντιμπέιτ που οργάνωσε η δημόσια τηλεόραση.

«Αποφάσισα λοιπόν να προτείνω την εκλογή νέας ηγεσίας από τα μέλη του Κόμματος, όπως ορίζει το καταστατικό του. Την άμεση προσφυγή στις σχετικές διαδικασίες. Στις οποίες φυσικά δεν θα είμαι υποψήφιος», είχε συμπληρώσει ο Τσίπρας πριν από 17 μήνες. Αλλά δεν έμεινε εκεί. Πρόσθεσε ακόμη μια παράγραφο που ήταν αποκαλυπτική των πραγματικών προθέσεων του: «Θα είμαι όμως παρών πριν, κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά από αυτές».

Η συνέχεια είναι λίγο έως πολύ γνωστή, τουλάχιστον για όσους δεν είχαν θαμπωθεί από τους ψευτομακιαβελικούς υπολογισμούς του πρώην πρωθυπουργού και προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ. Στην αρχή «ευνόησε» και «ευλόγησε» την εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη, επειδή προφανώς θεώρησε ότι ο «ουρανοκατέβατος» Ελληνοαμερικανός θα ήταν κάτι σαν «το παιδί για τα θελήματα» που συμβιβαζόταν με την προοπτική να κρατάει ζεστό τον θώκο της Κουμουνδούρου.

Όταν, όμως, φάνηκε ότι ο ναρκισσιστικός χαρακτήρας του Κασσελάκη δεν του επέτρεπε να παραστήσει τον «αχυράνθρωπο», με ενορχηστρωτή τον κ. Τσίπρα, ξεκίνησε, ήδη από τον περασμένο Φεβρουάριο, η αποδόμησή του που κατέληξε με την πρωτοφανή απόφαση να μην του επιτρέψουν να είναι εκ νέου υποψήφιος για την αρχηγία στην οποία ένα εξάμηνο νωρίτερα τον είχαν αναδείξει σχεδόν πανηγυρικά.

Όχι ότι δεν έδωσε κι ο ίδιος αφορμές, με όσα έλεγε και όσα έκανε, αποκορύφωμα των οποίων ήταν το αμφιλεγόμενο αφήγημα για την προηγούμενη ζωή του, όπως και η διάτρητη δήλωση πόθεν έσχες που δημοσιοποίησε. Οι μέθοδοι, όμως, με τις οποίες οι άνθρωποι του Τσίπρα τον έβγαλαν από το παιχνίδι δεν… διεκδικούν δάφνες δημοκρατικότητας.

Αλλά επειδή το μόνο βέβαιο είναι ότι η δράση προκαλεί αντίδραση, οι αμφιλεγόμενες επιλογές που έκαναν οι άνθρωποι του κλασσικού ΣΥΡΙΖΑ το μόνο που πέτυχαν ήταν να επιταχύνουν τον χρόνο της δικής τους περιθωριοποίησης, σηματοδοτώντας ταυτόχρονα την έναρξη μιας εποχής η οποία, μπορεί να έχει στοιχεία από τον κλασσικό δικομματισμό του παρελθόντος, αλλά, σε κάθε περίπτωση, αποτελεί μια νέα πολιτική κατάσταση η οποία είναι μάλλον πιο θετική από εκείνη που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια.

Οι αυταπάτες και οι ψευδαισθήσεις, οι οποίες κράτησαν την Ελλάδα καθηλωμένη στα Μνημόνια περισσότερο από κάθε άλλη χώρα, έχουν πια υποχωρήσει με αποτέλεσμα η αντιπαράθεση των πολιτικών δυνάμεων να διεξάγεται πλέον με περισσότερο ρεαλιστικούς όρους.

Έτσι ώστε να μην… ψάχνουμε για μπαταρίες για να παράγουν ρεύμα οι ανεμογεννήτριες ούτε να αναζητούμε δισεκατομμύρια για να επανακρατικοποιήσουμε τις τράπεζες και τις εταιρίες ενέργειας που ξεπουλήθηκαν την περίοδο του τρίτου και πιο επαχθούς Μνημονίου το οποίο ήρθε ως απότοκο του δήθεν ηρωικού ψευτοδημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015.

Όπως και να έχει, είναι καιρός να τα αφήσουμε όλα αυτά πίσω και η προϊούσα ρευστοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ -για την οποία, όπως προείπαμε, κανείς δεν θα… κλάψει- μπορεί να αποτελέσει την καλύτερη απόδειξη ότι εισήλθαμε σε ένα νέο -και κατά τεκμήριο πιο ελπιδοφόρο- πολιτικό τοπίο.

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2024

Από πότε η αντιπολίτευση υποχρεούται να υπερψηφίζει τα κυβερνητικά νομοσχέδια;

    Στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες ο ρόλος της συμπολίτευσης, δηλαδή της κυβέρνησης και όσων την στηρίζουν, είναι να εισάγει και να ψηφίζει νομοσχέδια, ενώ ο ρόλος της αντιπολίτευσης, δηλαδή των πολιτικών δυνάμεων που δεν μετέχουν στη νομή της κυβερνητικής εξουσίας, περιορίζεται στην άσκηση ελέγχου για τις πράξεις και τις παραλείψεις των κυβερνώντων και στην ανάδειξη των δικών τους εναλλακτικών προτάσεων.

    Με άλλα λόγια, στις ώριμες δημοκρατίες τα πράγματα είναι απολύτως ξεκάθαρα: η κυβέρνηση κυβερνά και η αντιπολίτευση αντιπολιτεύεται. Ως εκ τούτου, όπως δεν νοείται «αντιπολιτευόμενη κυβέρνηση» και γι΄ αυτό δεν μπορεί να παραμένουν στους θώκους τους υπουργοί οι οποίοι καταψηφίζουν νομοσχέδια, έτσι ακριβώς δεν νοείται και «συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση» η οποία να υποχρεούται να υπερψηφίζει τις κυβερνητικές νομοθετικές πρωτοβουλίες που φθάνουν στη Βουλή. 

    Ο κανόνας που ισχύει, εδώ και πολλούς αιώνες στο διεθνές πεδίο και σίγουρα από τη Μεταπολίτευση και εντεύθεν στα καθ΄ ημάς, είναι ότι η εκάστοτε κυβέρνηση εισάγει στο Κοινοβούλιο τις νομοθετικές πρωτοβουλίες της αρεσκείας της επιδιώκοντας το μεγαλύτερο δυνατόν όφελος για την κοινωνία προκειμένου να πιστωθεί πολιτικά κέρδη. Στον αντίποδα, τα κόμματα της εκάστοτε αντιπολίτευσης επιχειρούν να αναδείξουν τις αρνητικές πτυχές των κυβερνητικών πράξεων και παραλείψεων, προκειμένου να πείσουν ότι, αν βρίσκονταν εκείνοι στις θέσεις εξουσίας, η κατάσταση θα ήταν διαφορετική.  

    Και στη μια και στην άλλη περίπτωση κριτής είναι η κοινωνία, δηλαδή το εκλογικό σώμα, που πείθεται από την επιχειρηματολογία είτε των κυβερνώντων, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι έκαναν το καλύτερο μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες που ήταν υποχρεωμένοι να δράσουν, είτε των αντιπολιτευόμενων, οι οποίοι αντιτείνουν ότι υπήρχε και άλλος εναλλακτικός δρόμος, τον οποίο καλούνται να υποδείξουν αν θέλουν να γίνουν πειστικοί. 

    Με λίγες εξαιρέσεις, η πιο χαρακτηριστική από τις οποίες στη δική μας κοινοβουλευτική παράδοση είναι η ευρύτερη συναίνεση στην έγκριση των αμυντικών δαπανών που προβλέπονται στον κρατικό προϋπολογισμό, οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης καταψηφίζουν την πλειονότητα των κυβερνητικών εισηγήσεων. Άλλωστε, αν συνέβαινε το αντίθετο, δηλαδή αν τα στελέχη της αντιπολίτευσης ψήφιζαν τις κυβερνητικές προτάσεις, τότε θα αναιρούσαν τον λόγο της ύπαρξης τους, αφού θα συμπεριφέρονταν όπως τα στελέχη της συμπολίτευσης που -αμέσως ή εμμέσως- μετέχουν στην εξουσία.

    Οι λόγοι για τους οποίους καταψηφίζουν τα κυβερνητικά νομοσχέδια οι βουλευτές που έχουν εκλεγεί με τη σημαία κομμάτων τα οποία η λαϊκή ετυμηγορία κατέταξε στην αντιπολίτευση, ποικίλλουν. Και δεν περιορίζονται κατ΄ ανάγκην στις ιδεολογικές αποκλίσεις από τις κυβερνητικές εισηγήσεις.

    Αν, για παράδειγμα, μια κυβερνητική νομοθετική πρωτοβουλία έρχεται να διορθώσει προηγούμενη αστοχία της ίδιας πλειοψηφίας, η αντιπολίτευση νομιμοποιείται να μην την υπερψηφίσει για να καταδείξει την παλινωδία του υπουργού που την εισηγείται ή για να αναδείξει την αναποτελεσματικότητα του ίδιου ή του προκατόχου του. 

    Όπως και να έχει, οι κυβερνήσεις και οι υπουργοί που είναι συνεπείς με τον εαυτό τους και πιστεύουν στην ορθότητα των νομοθετικών τους πρωτοβουλιών δεν έχουν ανάγκη τη συνηγορία της αντιπολίτευσης. Εφόσον διαθέτουν την πλειοψηφία ακολουθούν τους κοινοβουλευτικούς κανόνες για την εισαγωγή, την επεξεργασία, τη συζήτηση και την ψήφιση των προτάσεων τους από τα στελέχη της συμπολίτευσης. Χωρίς να εκλιπαρούν τη στήριξη της αντιπολίτευσης ή να «κλαψουρίζουν» επειδή οι αντίπαλοί τους δεν είναι συναινετικοί.

    Οι κυβερνητικοί ιθύνοντες έχουν την ευχέρεια να ενσωματώνουν στα νομοθετήματά τους τυχόν προτάσεις, παρατηρήσεις και επισημάνσεις που μπορεί να διατυπωθούν από τα αντιπολιτευτικά έδρανα, αλλά αυτό δεν δεσμεύει τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης να ψηφίσουν «ναι». Η ευθύνη για την υπερψήφιση των κυβερνητικών εισηγήσεων ανήκει αποκλειστικά στην πλειοψηφία. Και γι΄ αυτό, εξάλλου, όταν καταψηφιστεί κάποιο σχέδιο νόμου, δημιουργείται ζήτημα για το κατά πόσο η κυβέρνηση «διαθέτει τη δεδηλωμένη», δηλαδή αν είναι επαρκής η κοινοβουλευτική πλειοψηφία που την στηρίζει. 

    Υπό αυτή την έννοια, είναι τουλάχιστον δυσανάλογος με την πραγματικότητα και την κοινοβουλευτική μας παράδοση ο θόρυβος τον οποίο σήκωσε τις προηγούμενες ημέρες ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης για τη στάση που τήρησε στη Βουλή η αντιπολίτευση έναντι των νεών νομοθετικών ρυθμίσεων για τον -περιβόητο πλέον- προσωπικό γιατρό. Δεν είναι ανάγκη να είναι κανείς εναντίον του συγκεκριμένου θεσμού για να αρνηθεί να ψηφίσει τη πρόταση του κ. Γεωργιάδη. Αρκεί ίσως να σταθμίσει το γεγονός ότι ο εισηγητής υπουργός έχει θητεύσει άλλες δύο φορές στον ίδιο θώκο. 

    Και, παρόλο που η καθιέρωση του οικογενειακού γιατρού αποτελούσε μνημονιακή υποχρέωση -ποιος θυμάται το «δεν θα αφήσω τον Τόμσεν να μου πάρει την δόξα»;-, δεν κατέστη δυνατόν να εφαρμοστεί όλα αυτά τα χρόνια.

    Είναι χαρακτηριστικό, επίσης, ότι προς αρωγή του νυν υπουργού Υγείας προσέτρεξε και ο εκ των προκατόχων του Θάνος Πλεύρης, ο οποίος ξιφούλκησε με το ίδιο πάθος κατά της αντιπολίτευσης χρησιμοποιώντας, μεταξύ άλλων, το επιχείρημα (;) ότι νόμος για τον προσωπικό γιατρό ψηφίστηκε και επί υπουργίας του, το 2022. 

    Αντί, όμως, ο νυν και ο τέως υπουργός να αναγνωρίσουν με συστολή τη δικαιολογημένη επιφύλαξη της αντιπολίτευσης για το αν θα επιτύχει ο θεσμός που απέτυχε παταγωδώς πριν από δύο χρόνια, όπως και παλαιότερα που και πάλι είχε ψηφιστεί νόμος ο οποίος δεν εφαρμόστηκε, επέλεξαν να στρέψουν την προσοχή της κοινής γνώμης προς την κατεύθυνση της «ενοχοποίησης» της αντιπολίτευσης που λέει «όχι σε όλα».

    Σε κάθε πρίπτωση, το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ επέλεξε το «παρών», ενώ άλλες δυνάμεις της αντιπολίτευσης καταψήφισαν τα άρθρα για τον προσωπικό γιατρό και τα χρηματοδοτούμενα από το Ταμείο Ανάκαμψης απογευματινά χειρουργεία δεν έχει κάποια ουσιώδη σημασία για την εφαρμογή τους. Και το ένα και άλλο ψηφίστηκαν, κατά τα κοινοβουλευτικά θέσμια, από τους βουλευτές της συμπολίτευσης και το ζητούμενο είναι πλέον αν, πως και πότε θα εφαρμοστούν.

    Εφόσον, η εφαρμογή των δύο αυτών σημαντικών μέτρων αποδειχθεί, παρά τις επιμέρους διαφωνίες που μπορεί να έχει κάποιος, επιτυχής στην πράξη, η… δόξα θα ανήκει ακέραια στον Άδωνι Γεωργιάδη και την κυβέρνηση που είναι καιρός να αντιληφθούν ότι από πουθενά δεν προκύπτει υποχρέωση της αντιπολίτευσης να υπερψηφίζει τα νομοσχέδια τους. 

    Έχει παρέλθει, άλλωστε, η εποχή που ο τρόπος με τον οποίο πολιτευόταν ο ΣΥΡΙΖΑ, είτε ως κυβέρνηση είτε ως αξιωματική αντιπολίτευση, αποτελούσε το σταθερό άλλοθι για κάθε κυβερνητική αστοχία. 

    Η σημερινή κυβέρνηση διανύει τον έκτο χρόνο της θητείας της και διαθέτει επαρκές -θετικό και αρνητικό- παρελθόν για το οποίο αξιολογείται καθημερινά. 

    Οπότε όταν έρθει η ώρα της κάλπης θα κριθεί για τα δικά της πεπραγμένα και όχι για τη (δικαιολογημένη ή μη) άρνηση της αντιπολίτευσης να συναινεί στις πρωτοβουλίες της και να ψηφίζει τις νομοθετικές ρυθμίσεις που εκείνη εισηγείται.


Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2024

Ο Τραμπ σάρωσε, αλλά ο τραμπισμός δεν αποτελεί λύση στα πλανητικά προβλήματα

             Η συζήτηση για τα αίτια της σαρωτικής επικράτησης του Ντόναλντ Τραμπ και των συμμάχων του στο αμερικανικό Κογκρέσο κατά τις πρόσφατες εκλογές θα διαρκέσει καιρό καθώς δεν είναι εύκολο να καταλήξει κανείς σε ένα σαφές πόρισμα που να αποτυπώνει τα «χαρίσματα» του νικητή και να απαριθμεί τα λάθη, τις παραλείψεις και τις αστοχίες των ηττημένων αντιπάλων του.

Διότι, κακά τα ψέματα, η επανάκαμψη στον Λευκό Οίκο ενός τόσο αμφιλεγόμενου και κυνικού προσώπου, το οποίο ηττήθηκε πριν από τέσσερα χρόνια, αλλά αρνήθηκε να αναγνωρίσει το αποτέλεσμα της λαϊκής ετυμηγορίας, συνιστά ένα φαινόμενο για την ανάλυση του οποίου χρειάζεται να επιστρατευθούν ερμηνευτικά εργαλεία από πολλές επιστήμες: η πολιτική επιστήμη αδυνατεί να παράσχει επαρκείς εξηγήσεις χωρίς συνδρομή της κοινωνιολογίας, της ψυχολογίας και όχι μόνο.

Στον απόηχο των πανηγυρισμών από τους ένθερμους υποστηρικτές του, ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν γνωστές και μη εξαιρετέες προσωπικότητες της διεθνούς σκηνής, όπως ο Βίκτορ Όρμπαν και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αλλά και της εγχώριας, όπως ο Κυριάκος Βελόπουλος, η Αφροδίτη Λατινοπούλου και κάθε άλλο ακροδεξιό απολειφάδι, είναι νομίζω χρήσιμο να ειπωθούν ορισμένα πράγματα τα οποία δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητα. Επειδή η λαϊκή ψήφος δεν αποτελεί κολυμβήθρα του Σιλωάμ, αλλά και διότι πολλά από αυτά τα στοιχεία για τα οποία εκλέχθηκε ο Τραμπ, αν πράγματι εφαρμοστούν, θα έχουν δραματικές συνέπειες για τις ζωές όλων μας, μηδέ εξαιρουμένων των ψηφοφόρων του.     

Με λίγα λόγια, όσο και αν ο Τραμπ δεν είναι ο πρώτος λαϊκιστής πολιτικός που καταφέρνει να «ισοπεδώσει» τους αντιπάλους τους χρησιμοποιώντας απλοϊκά λεκτικά σχήματα -συνθήματα του τύπου «I’ll fix it» («θα το διορθώσω»), η περίπτωσή του παραμένει εξαιρετική για τον απλούστατο λόγο ότι δεν κατέβαλε την παραμικρή προσπάθεια για να δείξει ότι άλλαξε και, ως εκ τούτου, στη νέα θητεία του, η οποία ξεκινά στις 20 Ιανουαρίου 2015, προτίθεται να κάνει κάτι διαφορετικό από όσα έκανε την πρώτη τετραετία.

Σε όλη, άλλωστε, την προεκλογική περίοδο εμφανίστηκε ακόμη περισσότερο κυνικός, αμετροεπής και τοξικός από όσο ήταν όταν στη διάρκεια της Προεδρίας του όταν αρνούνταν την πανδημία και προέτρεπε τους συμπολίτες του να… πίνουν χλωρίνη ή όταν αμφισβητούσε την κλιματική κρίση αποσύροντας τις ΗΠΑ από τις παγκόσμιες Διασκέψεις για το Κλίμα, δίνοντας στους πραγματικούς φίλους τους από την επιχειρηματική τάξη να μολύνουν ανεξέλεγκτοι την ατμόσφαιρα.

Με περισσή, εξάλλου, ελαφρότητα μοίραζε αφειδώς εύπεπτες υποσχέσεις για τιθάσευση του πληθωρισμού («με ένα νόμο και ένα άρθρο», ίσως;), εξαφάνιση της μετανάστευσης σε μια χώρα που δημιουργήθηκε από μετανάστες και κατάπαυση του πυρός στις πολεμικές συγκρούσεις της Ουκρανίας και της Μέσης Ανατολής μέσα στο πρώτο Σαββατοκύριακο από την ανάληψη των καθηκόντων του.

Με αναίδεια ταυτόχρονα δαιμονοποιούσε τους αντιπάλους του, χαρακτηρίζοντας -αν είναι δυνατόν!- «κομμουνίστρια» την Κάμαλα Χάρις, αλλά και τους εισαγγελείς και τους δικαστές που τον δίωκαν για διαπιστωμένα ποινικά αδικήματα ανάμεσα στα οποία ήταν προκλητικές φοροαπάτες, αλλά και δωροδοκίες, όπως εκείνη της πορνοστάρ που πληρώθηκε για να μην αποκαλύψει την παράνομη σεξουαλική συνεύρεση τους ενόσω ο μετέπειτα πλανητάρχης παρίστανε τον θεοσεβούμενο οικογενειάρχη.

Δεν δυσκολευόταν, την ίδια ώρα, να επικαλείται κάθε είδους fakenews για μετανάστες που τρώνε κατοικίδια στο Οχάιο, αλλά και να καταφύγει σε κάθε λογής συνομωσιολογικές θεωρίες, υπαινισσόμενος ότι μεθοδευόταν η δολοφονία του ή ισχυριζόμενος ότι σχεδιαζόταν νοθεία την οποία ήταν έτοιμος να καταγγείλει εφόσον δεν ήταν ο ίδιος νικητής στην προεδρική κάλπη της περασμένης Τρίτης.

Αναμφίβολα, οι εξαγγελίες για επιβολή δασμών στα γερμανικά αυτοκίνητα και εν γένει στις εισαγωγές ευρωπαϊκών και ασιατικών προϊόντων, τις οποίες με ψηφοθηρική άνεση μοίρασε, ακούστηκαν ευχάριστα στα αυτιά του μέσου Αμερικανού ψηφοφόρου που αισθάνεται ανασφάλεια επειδή τα φέρνει δύσκολα πέρα και δεν δελεάζονταν από τους ισχυρισμούς των Δημοκρατικών ότι οι… αριθμοί ευημερούν και κινδύνευε η Δημοκρατία από την επανεκλογή του Τραμπ ο οποίος δεν δίσταζε να πει ότι θα ήθελε να επιβάλει δικτατορία για μια μέρα.

Εξίσου ευχάριστα αντιμετωπίζονταν από τον οποιοδήποτε φορολογούμενο που ζει σε μια τις μεσοδυτικές Πολιτείες της «βαθιάς Αμερικής» υποσχέσεις ότι θα πάψουν να κατευθύνονται δεκάδες ή και εκατοντάδες δισεκατομμύρια δολάρια για να χρηματοδοτηθεί το ΝΑΤΟ ή για να προασπιστεί η ακεραιότητα της Ουκρανίας από την εισβολή της Ρωσίας του Πούτιν.

Η αλήθεια είναι ότι θέλει πολλή σκέψη και ακόμη περισσότερη γνώση και μεγαλύτερη περίσκεψη για να αντιληφθεί κανείς ότι ο δασμολογικός πόλεμος δεν υπήρξε ποτέ λύση στα προβλήματα της παγκόσμιας οικονομίας. Η τελευταία φορά που διάφορες χώρες ύψωσαν δασμολογικά σύνορα για να περιορίσουν το ελεύθερο εμπόριο ήταν την περίοδο του Μεσοπόλεμου και είχαν ως αποτέλεσμα την επιτάχυνση των εξελίξεων που οδήγησαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Όποιος διαθέτει στοιχειώδεις ιστορικές γνώσεις ξέρει ότι το ίδιο αποτέλεσμα είχε και η τακτική του κατευνασμού που επικράτησε στις ΗΠΑ, αλλά και στη Σοβιετική Ένωση, κατά τα πρώτα χρόνια της επέκτασης της χιτλερικής Γερμανίας η οποία κατέπινε τη μια μετά την άλλη χώρα της γειτονιάς της. Η «ουδετερότητα» και οι αποστάσεις που τήρησαν τότε οι αντίπαλες στον Χίτλερ δυνάμεις εκείνης της εποχής όχι μόνον δεν απέτρεψαν τον πόλεμο που είχε ξεκινήσει αλλά τον κατέστησαν αναπότρεπτο και φονικότερο.

Όπως και να έχει, η επιβολή δασμών δεν υπήρξε ποτέ λύση στα πλανητικά προβλήματα. Ούτε φυσικά ο απομονωτισμός μεγάλων χωρών, όπως οι ΗΠΑ οι οποίες με την -έστω- καθυστερημένη είσοδό τους στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους καθόρισαν την έκβασή τους.

Ο καθένας, υπό αυτή τη συνθήκη, μπορεί να αντιληφθεί τι θα συμβεί αν ισχύσουν οι «εύπεπτοι» προεκλογικοί ισχυρισμοί του εκλεγμένου Αμερικανού Προέδρου τόσο για την εφαρμογή δασμών στα προϊόντα τα οποία εισάγονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και για την ουσιαστική διάλυση της Ευρωατλαντικής αμυντικής συμμαχίας, του ΝΑΤΟ, αν πάψει να έχει τη στήριξη της Ουάσιγκτον.

Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, ο κόσμος που μας περιβάλλει θα είναι εντελώς διαφορετικός από αυτόν που ξέρουμε. Και, μάλλον αναμφίβολα, θα είναι ένας πολύ χειρότερος κόσμος από αυτόν στον οποίο ζούμε τις τελευταίες δεκαετίες, αν όχι και τους τελευταίους αιώνες. Το αντέχουμε; Μάλλον όχι, τουλάχιστον όλοι όσοι δεν επιθυμούμε να ζούμε σε έναν πολυδιασπασμένο πλανήτη που κυριαρχείται από τον απομονωτικό αυταρχισμό.

Το ευτύχημα είναι ότι σχεδόν όλοι οι λαϊκιστές είναι ευεπίφοροι στις κωλοτούμπες, όπως καλύτερα από κάθε άλλον ξέρουμε εμείς εδώ σε αυτή τη χώρα. Και, άρα, εκείνο στο οποίο έχουμε να προσδοκούμε είναι ότι ο Τραμπ αποκλείεται να ξεφύγει από αυτόν τον κανόνα.

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2024

Γιατί πρέπει να κρατάμε την αναπνοή μας για την έκβαση των αμερικανικών εκλογών

    Είχα τη σπάνια ευκαιρία να περάσω δύο φορές το κατώφλι του εμβληματικού Οβάλ Γραφείου στον Λευκό Οίκο και να παρακολουθήσω από κοντά τις συναντήσεις που είχε ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με τους δύο τελευταίους Προέδρους των ΗΠΑ: η πρώτη τον Ιανουάριο του 2020 με τον Ντόναλντ Τραμπ και η δεύτερη τον Μάιο του 2022 με τον Τζο Μπάιντεν.
    Η πιο ζωηρή ανάμνηση που έχει καταγραφεί -ίσως και ανεξίτηλα- στη μνήμη μου από τις δύο αυτές εμπειρίες είναι η εντελώς διαφορετική αύρα που εκπέμπονταν στην ατμόσφαιρα η οποία επικρατούσε στον διασημότερο χώρο εργασίας ολόκληρου του πλανήτη, όπου τις τελευταίες πολλές δεκαετίες έχουν ληφθεί σημαντικές αποφάσεις που καθόρισαν το ιστορικό γίγνεσθαι σύμπασας της Υφηλίου και έχουν γίνει άπειρες συναντήσεις ανάμεσα στον εκάστοτε Αμερικανό Πρόεδρο και ηγέτες από όλον τον κόσμο.
    Στη συνάντηση Τραμπ - Μητσοτάκη το κυρίαρχο αίσθημα ήταν η αγωνία της ελληνικής πλευράς για την τυχόν απρόβλεπτη διάσταση που θα μπορούσε να έχει το τετ α τετ του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ σε μια κρίσιμη συγκυρία κατά την οποία η ελληνική διπλωματία αναζητούσε ερείσματα για να αποκρούσει την εντεινόμενη τουρκική προκλητικότητα που είχε κορυφωθεί με την υπογραφή του διαβόητου παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου το οποίο παραβίαζε τα δικαιώματα της Ελλάδας στις θαλάσσιες ζώνες.
    Για του λόγου το αληθές, λίγες μόνον ώρες πριν από την επίμαχη συνάντηση, ο υπογράφων, αποτυπώνοντας την αγωνία που διακατείχε την ελληνική αντιπροσωπεία, επεσήμαινε χαρακτηριστικά στο protothema.gr: «Σε αντίθεση τόσο με το Κογκρέσο που ψήφισε διακομματικά τον νόμο EastMed Act που αποτελεί κόλαφο για την Τουρκία, όσο και με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, το οποίο έχει πάρει σαφή θέση κατά της τουρκολιβυκής συμφωνίας, ο Λευκός Οίκος εμφανίζεται διστακτικός να προχωρήσει σε μια απερίφραστη καταδίκη των συνεχιζόμενων προκλήσεων της Άγκυρας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου».
    Ας μην ξεχνάμε ότι εκείνη την περίοδο ήταν παγκοίνως γνωστό ότι ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε άμεση πρόσβαση στον Λευκό Οίκο, κυρίως μέσω της παρασκηνιακής επαφής που διατηρούσε η Άγκυρα -και πιο συγκεκριμένα η οικογένεια Ερντογάν- με τον περίφημο Αμερικανό επενδυτή Τζάρεντ Κούσνερ, ο οποίος συνέβαινε να είναι γαμπρός και ανώτερος σύμβουλος του Τραμπ (και ο οποίος έχει ρίξει οικονομικά «δίχτυα» στην ευρύτερη περιοχή μας και τελευταία φέρεται να έχει κάνει «κολεγιά» με τον κύκλο του Αλβανού πρωθυπουργού Έντι Ράμα).
    Η ελληνική αποστολή στην αμερικανική πρωτεύουσα ανέπνευσε βαθιά όταν ολοκληρώθηκε η συνάντηση των δύο ηγετών, η οποία θεωρήθηκε ότι «πήγε καλά, επειδή δεν πήγε άσχημα», όπως ήταν ο αρχικός φόβος για το απρόοπτο που διακατείχε τους πάντες: από τον ίδιο πρωθυπουργό έως τον χαμηλότερο διπλωματικό υπάλληλο.
Σε κάθε περίπτωση, η ατμόσφαιρα στον Λευκό Οίκο δεν είχε καμία σχέση με την ενθουσιώδη υποδοχή που έτυχαν την επόμενη μέρα στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η συνοδεία του από τον υπουργό των Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, παρουσία και του Αντιπροέδρου Μάικ Πενς. Και οι δύο Αμερικανοί αξιωματούχοι δεν φείσθηκαν εγκωμίων για την Ελλάδα και, υπό τα θερμά χειροκροτήματα των παρισταμένων, έκαναν πρόποση υπέρ του φωτεινότερου μέλλοντος στη σχέση των δύο χωρών υψώνοντας συμβολικά ποτήρια με… ούζο.
    Είκοσι οκτώ μήνες αργότερα, όταν επισκέφθηκε και πάλι την Ουάσιγκτον ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όλα ήταν διαφορετικά. Η υποδοχή την οποία έτυχε από τον Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο ήταν πολύ θερμή. Ενώ ακόμη θερμότερη -κατ΄ άλλους μάλλον αποθεωτική- υπήρξε η ανταπόκριση την οποία είχε η ιστορική ομιλία που απηύθυνε στο Καπιτώλιο ο Έλληνας πρωθυπουργός στη διάρκεια της Κοινής Συνόδου Γερουσίας και Βουλής των Αντιπροσώπων, παρουσία, σύμφωνα με το Πρωτόκολλο, της Αντιπροέδρου Κάμαλα Χάρις και της Προέδρου της Βουλής Νάνσι Πελόζι.
    Την ίδια περίοδο, ο Τούρκος Πρόεδρος κατέβαλλε απεγνωσμένες προσπάθειες να εξασφαλίσει μια πρόσκληση για τον Λευκό Οίκο. Πλην, όμως, ματαίως. Το αίτημα του Ερντογάν δεν ικανοποιήθηκε ούτε όταν έστησε σόου στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης με περαστικούς που τάχατες εκθείαζαν τη συμβολή του στην ουκρανική κρίση, ενώ ήταν γνωστό σε όλους το διπλό παιχνίδι που έπαιζε στηρίζοντας την εισβολή της Ρωσίας.
Μεταφέρω τα συγκεκριμένα -βιωματικού, κατά βάση, χαρακτήρα- στιγμιότυπα, χωρίς, ωστόσο, να τρέφω αυταπάτες ή να είμαι θιασώτης των απλοϊκών προσεγγίσεων για «φιλέλληνες» και «ανθέλληνες» όταν πρόκειται για ηγέτες άλλων χωρών που εκλέγονται από τους λαούς τους για να υπερασπίσουν τα δικά τους συμφέροντα. Από την άλλη, όμως, αρνούμαι να ενστερνιστώ την ισοπεδωτική λογική ότι «όλοι το ίδιο είναι». Και, υπό αυτό το πρίσμα, δεν θεωρώ ότι μπορούμε να είμαστε αδιάφοροι για το ποιος θα εκλεγεί την προσεχή Τρίτη ώστε να αναλάβει από τις 20 Ιανουαρίου 2025 καθήκοντα ως επόμενος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών.
    Κακά τα ψέματα και πέρα από τον δικό μας μικρόκοσμο σε τούτη τη γωνιά της Υφηλίου, η επιλογή των Αμερικανών ψηφοφόρων ανάμεσα στον τέως Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και στη νυν Αντιπρόεδρο Κάμαλα Χάρις, η οποία ατυχώς πήρε πολύ αργά το χρίσμα για να διεκδικήσει το ύπατο αξίωμα, περισσότερο ίσως από οποτεδήποτε άλλοτε στην ιστορία των εκλογικών αναμετρήσεων στις ΗΠΑ, αποτελεί ένα καθοριστικό διακύβευμα για τις τύχες όλων μας, ανεξαρτήτως από το μήκος και το πλάτος του πλανήτη στο οποίο κατοικούμε.
    Ο Ντόναλτ Τραμπ έχει, δίχως αμφιβολία, δώσει σαφή δείγματα γραφής για τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύτηκε κατά το παρελθόν: από την αμφισβήτηση της κλιματικής αλλαγής και της πανδημίας έως την εχθροπάθεια προς κάθε τι διαφορετικό, τα fake news και την παρουσίαση των οικονομικών ανισοτήτων ως νέα κανονικότητα. Υπό αυτή τη συνθήκη, μόνον αφελείς μπορεί να πιστέψουν ότι, εφόσον πετύχει να επανέλθει στον Λευκό Οίκο, μπορεί να είναι διατεθειμένος να πολιτευθεί με διαφορετικό τρόπο στο μέλλον.
Πολύ περισσότερο όταν ο κατά γενική ομολογία αδίστακτος τέως Πρόεδρος, εφεξής δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει τον παραμικρό φόβο απώλειας της θέσης του, αφού δεν προβλέπεται να τεθεί άλλη φορά στη βάσανο της λαϊκής ψήφου. Αν την προηγούμενη φορά που έχασε τις εκλογές ξεσήκωσε τον φιλικό προς το πρόσωπό του όχλο και τον οδήγησε στην αιματηρή πολιορκία του Καπιτωλίου, ευλόγως μπορεί ο καθείς να σκεφθεί τι «τέξεται η επιούσα» στη σφόδρα πιθανή εκδοχή της ανάδειξής του ως νικητή στην κάλπη της προσεχούς Τρίτης.
    Ο λαός (των Ηνωμένων Πολιτειών) της Αμερικής να… βάλει το χέρι του!

Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2024

Μαθήματα από τη «Novartis»: Οι κυβερνήσεις κυβερνούν και οι εισαγγελείς και οι δικαστές δικάζουν


                Η εξέλιξη την οποία προσέλαβε η διαβόητη «υπόθεση Novartis» μετά την ηχηρή δικαστική απόφαση για την αποκάλυψη των ονομάτων των κουκουλοφόρων μαρτύρων είναι μια καλή αφορμή για να αποφασίσει το πολιτικό μας σύστημα να αποκαταστήσει την αρχή της διάκρισης των εξουσιών για την οποία μίλησε πρώτος ο Αριστοτέλης και την συνόψισε ο Μοντεσκιέ την περίοδο του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού.

Το υποτιθέμενο μεγαλύτερο σκάνδαλο από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους κατέληξε να είναι μάλλον η μεγαλύτερη πολιτική σκευωρία όλων των εποχών. Και ο λόγος που συνέβη αυτό ήταν διότι μια συνήθης υπόθεση μικροδιαφθοράς γιατρών, από εκείνες στις οποίες καταφεύγουν φαρμακευτικές εταιρίες όταν θέλουν να προωθήσουν τα σκευάσματα που παράγουν, εργαλειοποιήθηκε και έγινε αντικείμενο ακραίας κομματικής εκμετάλλευσης.

 Με στόχο να εξοντώσει τους πολιτικούς της αντιπάλους, η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ επιστράτευσε σκανδαλοθήρες της συμφοράς οι οποίοι έστησαν μια παράσταση η οποία από μακριά φώναζε ότι δεν βασίζονταν σε στοιχεία ή έστω ενδείξεις ενοχής και δεν ήταν περισσότερο από προϊόν μια κακοστημένης ενορχήστρωσης από ευφάνταστους και μισαλλόδοξους σεναριογράφους που ήθελαν να εκδικηθούν όποιον πολιτικό αντίπαλο αντιστρατευόταν το «σχέδιο» της τότε κυβέρνησης για παράταση της παραμονής της στην εξουσία.

Άλλωστε, πολύ πριν καταρρεύσει ως χάρτινος πύργος η «υπόθεση Novartis» είχαν διαφανεί οι αθέμιτες σκοπιμότητες που είχαν επενδυθεί σε αυτήν. Απροκάλυπτα και ως μη όφειλε, ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημήτρης Τζανακόπουλος επισκεπτόταν τον Άρειο Πάγο για να πιέσει τις δικαστικές αρχές να στείλουν το γρηγορότερο τον φάκελο της υπόθεσης στη Βουλή ώστε να κρεμαστούν στα μανταλάκια οι πλέον επιφανείς αντίπαλοι της τότε κυβέρνησης.

Ενώ στο ενδιάμεσο είχε στηθεί έξω από το Μέγαρο Μαξίμου παράσταση με κεντρικό πρωταγωνιστή τον γνωστό και μη εξαιρετέο «Ρασπούτιν» Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, ο οποίος από αρχηγός της ΕΥΠ επί κυβέρνησης Καραμανλή προβιβάστηκε σε αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης και… Διαφάνειας επί των… ένδοξων ημερών της διακυβέρνησης Τσίπρα – Καμμένου.  

Το γεγονός ότι, όπως επισημάναμε από αυτή τη στήλη την προηγούμενη εβδομάδα, όταν ο Αλέξης Τσίπρας έσπευσε να διαψεύσει ότι εξέφρασε τη συγγνώμη του προς τον Ευάγγελο Βενιζέλο, ουδείς από τους ενορχηστρωτές της σκευωρίας δεν μεταμελήθηκε για τις αθλιότητες με τις οποίες δηλητηρίασαν την κοινή γνώμη, συνιστά ίσως την καλύτερη εξήγηση για την πορεία προς την κατάρρευση στην οποία κινείται έκτοτε ο ΣΥΡΙΖΑ. 

Η επένδυση στη σκανδαλοθηρία, όπως συνήθως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις, απεδείχθη απολύτως ανεπαρκής για να καλύψει τα μεγάλα προβλήματα που προκαλούσαν στους άμοιρους Έλληνες πολίτες οι αλλοπρόσαλλες πολιτικές της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα, η οποία ξεκίνησε ως πούρα αντιμνημονιακή προτού να εφαρμόσει το πιο σκληρό -και μάλλον αχρείαστο- τρίτο Μνημόνιο, μετατρέποντας σε «ναι» το «όχι» που έβαλαν τους οπαδούς τους να ψηφίσουν στο ψευδεπίγραφο δημοψήφισμα.

Παρατηρώντας, ωστόσο, την μεγάλη εικόνα, διαπιστώνει κανείς ότι μία από τις μεγάλες και χρόνιες παθογένειες της σύγχρονης Ελληνικής Δημοκρατίας είναι ότι το πολιτικό δυναμικό της χώρας δεν περιορίζεται στα καθήκοντα της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας που ανήκουν στη δικαιοδοσία του. Επιμένει, αντιθέτως, να διεκδικεί για τον εαυτό του αρμοδιότητες που στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες του δυτικού κόσμου ανήκουν στη δικαστική εξουσία.

Πρωτίστως η νομοθεσία για την ποινική ευθύνη των υπουργών που σύμφωνα με το άρθρο 86 του Συντάγματος εμπλέκει τους απαρτίζοντες τη νομοθετική εξουσία στα χωράφια της δικαστικής εξουσίας, αλλά και το συναφές ζήτημα της βουλευτικής ασυλίας, η οποία, ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο ζητείται, αίρεται μόνον με απόφαση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, συνιστούν δύο σοβαρούς λόγους αλλοίωσης της αρχής διάκρισης των εξουσιών.  

Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια -κατά τα φαινόμενα- βολική κατάσταση την οποία εκμεταλλεύονται όσοι βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας, αγνοώντας φυσικά ότι αυτές δεν είναι αιώνιες. Από τον συγκεκριμένο «πειρασμό», κακά τα ψέματα, δεν απέχουν ούτε οι σημερινοί υπουργοί, όπως μαρτυρούν δύο πολύ πρόσφατα κρούσματα θεσμικού αλαλούμ τα οποία, μπορεί να μην είναι εφάμιλλα των έργων και των ημερών του «Ρασπούτιν», καταδεικνύουν, όμως, την σύγχυση που μαστίζει την πολιτική ζωή της χώρας.

Τις προηγούμενες ημέρες ο υπουργός Μεταφορών Χρήστος Σταϊκούρας επισκέφθηκε αυτοπροσώπως τον Άρειο Πάγο για να καταθέσει την τρίτη (!) κατά σειράν μήνυση που σχετίζονταν με περιστατικά τα οποία αφορούν την ασφάλεια του σιδηροδρόμου. Ο ίδιος προέβη σε δηλώσεις αλλά απέφυγε να διευκρινίσει ποιος είναι ο ρόλος που ζητεί να διαδραματίσει η εισαγγελεύς του Αρείου Πάγου κυρία Γεωργία Αδειλίνη και πως μπορεί μια ανώτατη δικαστικός λειτουργός να διασφαλίσει την ασφαλή κυκλοφορία των τρένων.

«Θέλω να ξεκαθαρίσω κάτι σε κάθε κατεύθυνση, εργαζόμαστε μεθοδικά και επίμονα, προκειμένου να βελτιώσουμε και να ενισχύσουμε την ασφάλεια των σιδηροδρομικών μεταφορών και να αναβαθμίσουμε την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Σε αυτήν την προσπάθεια παίγνια με οποιαδήποτε στόχευση δεν γίνονται αποδεκτά. Οφείλουμε όλοι μας να μην είμαστε υπεράνω αξιολόγησης, ελέγχου και εφαρμογής του νόμου», ισχυρίστηκε ο κ. Σταϊκούρας αποχωρώντας από το κτήριο του Αρείου Πάγου. Και όποιος κατάλαβε, κατάλαβε...

Τις ίδιες μέρες πληροφορηθήκαμε, από τηλεοπτικές συνεντεύξεις του ίδιου, ότι ο υπουργός Υγείας Άδωνις Γεωργιάδης επικοινώνησε προσωπικά με μια γιατρό από τη Λέσβο η οποία προέβαινε σε μαζικές μεταμεσονύκτιες συνταγογραφήσεις φαρμάκων προς συγγενικά της πρόσωπα ζημιώνοντας το ελληνικό δημόσιο με πολλές εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ.

Είναι απορίας άξιον γιατί ένας υπουργός, ο οποίος διαπιστώνει ακραία κατασπατάληση δημόσιων πόρων, επιλέγει να επικοινωνήσει με τον παραβάτη και δεν περιορίζεται στην άσκηση των θεσμικών αρμοδιοτήτων του που είναι, αφενός, να λάβει αυθωρεί και παραχρήμα τα προβλεπόμενα διοικητικά μέτρα για να σταματήσει η παρανομία, όπως η άμεση παύση της δυνατότητας για συνταγογράφηση, αν όχι και η αποβολή από το δημόσιο σύστημα, και, αφετέρου, να απευθυνθεί στις εισαγγελικές αρχές, καλώντας τες να κινητοποιηθούν άμεσα για τα περαιτέρω.

Η επερχόμενη Συνταγματική Αναθεώρηση αποτελεί τη μεγάλη ευκαιρία για να ξεκαθαριστεί άπαξ δια παντός ότι ο ρόλος των κυβερνήσεων και των υπουργών τους είναι να κυβερνούν. Ενώ το καθήκον της απονομής της Δικαιοσύνης αποτελεί αποκλειστική υποχρέωση των εισαγγελικών και δικαστικών λειτουργών.